Κεφάλαιο
Τριακοστό Έκτο
Με
τον καιρό να είναι γλυκός, είχαν αποφασίσει να κάνουν το δείπνο στον κήπο όπου
υπήρχε αρκετός χώρος για ένα μεγάλο τραπέζι με καθίσματα αλλά και για όλα τα
χρειαζούμενα. Οι ετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί από νωρίς και μαζεύτηκαν για το
δείπνο όπως άρχιζε να νυχτώνει.
-Την
βάτεψε τελικά, εμ τι; Θα την άφηνε; Τόσες μέρες να είναι μόνοι τους στο σπίτι
της.
Τα
σκληρά λόγια της Δέσποινας είχαν σαν αποδέκτη την Δωροθέα, το μόνο άτομο που
βρισκόταν κοντά της τη στιγμή που ο Ρωμανός έμπαινε στον κήπο κρατώντας την Ελπίδα
από το χέρι. Η Δωροθέα τους κοίταξε, φαίνονταν και οι δύο ευτυχισμένοι. Πρέπει
η μητέρα της να είχε δίκιο αλλά εκείνη δεν είχε πρόβλημα. Η Ελπίδα ήταν ένα
καλό κορίτσι και έδειχνε ότι έκανε τον γιο της ευτυχισμένο.
-Ξέρεις
κάτι; γύρισε και της είπε. Δεν είναι ζώο για να την βατέψει, είναι άνθρωπος!
Είναι η γυναίκα που αγαπάει. Της έκανε έρωτα και καλά έκανε, σ’ αρέσει, δεν σου
αρέσει, είναι η γυναίκα που αγαπάει και δεν θα κοιτάξει άλλη. Μακάρι να του
χαρίσει και ένα παιδί και να κάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μακάρι να με
είχε αγαπήσει και εμένα έτσι ο άντρας μου.
-Δεν
βλέπω να μαθαίνεις από τα λάθη σου, ειρωνεύτηκε η Δέσποινα.
-Ο
γάμος μου ήταν λάθος; Παντρεύτηκα ένα κάθαρμα που το ενέκρινες. Έναν άνθρωπο
που με χρησιμοποίησε. Αλλά έχω και τέσσερα υπέροχα παιδιά. Ένα γιο που είναι
τόσο μεγαλόκαρδος ώστε να αγαπάει μια κοπέλα που μπορεί να πεθάνει και μια κόρη
που είναι τόσο γενναία ώστε να στέκεται δίπλα στον αδερφό της σε κάθε δυσκολία,
όποιος και αν είναι ο εχθρός.
-Ρομαντισμοί.
Αυτά θα πεις και στον σακάτη όταν θα τον προσκαλέσεις ανάμεσα στα πόδια σου;
-Τον
Μιχάλη;
-Αυτόν!
Θα τον καλέσεις να σε πηδήξει, αυτό δεν θες;
Η
Δωροθέα πήγε να πει ένα ηχηρό ναι αλλά σταμάτησε. Ο Μιχάλης την έλκυε ερωτικά,
σίγουρα θα ήταν καυτές οι νύχτες μαζί του, και θα εκνεύριζε την μητέρα της.
Αλλά δεν ήταν τα σωστά κριτήρια αυτά για να επιλέξει τον άνδρα που θα δεχόταν
στη ζωή της.
Στο
μυαλό της ήρθε ο Γιώργος και πόσο ζεστά της είχε μιλήσει όταν του είχε
τηλεφωνήσει για να τον καλέσει στο αποψινό δείπνο. Συνειδητοποίησε ότι πάντα
της μιλούσε με αυτόν τον ζεστό τρόπο και ήταν πάντα πρόθυμος να τη βοηθήσει και
να τη στηρίξει πέρα από το καθήκον του ως δικηγόρος.
-Φυσικά,
απάντησε απλά για να νευριάσει τη Δέσποινα, μέχρι να ξημερώσει θα έχουμε ζήσει
πολλαπλούς οργασμούς.
Αλλά
η Δέσποινα δεν την άκουγε. Την προσοχή της είχε τραβήξει η Φωτεινή που
υποδεχόταν τον Δελμάρ και τον χαιρετούσε με μια αγκαλιά και ένα ζεστό φιλί.
Η
Δέσποινα χαμογέλασε, αυτό τουλάχιστον την ευχαριστούσε, αλλά το χαμόγελό της
δεν κράτησε για πολύ καθώς κατέφτασε ο Μιχάλης συνοδευόμενος από τον Γιώργο.
Η
Δωροθέα είχε καλέσει τον δικηγόρο μιας και είχαν και σε εκείνον μια μεγάλη
υποχρέωση. Ο Γιώργος είχε έρθει από νωρίς στο χωριό και είχε περάσει με τον
Μιχάλη κάποιες ώρες, είχαν πάρει μαζί έναν καφέ συζητώντας για τα παλιά αλλά
και μερικές από τις πρόσφατες εξελίξεις.
-Έκλεισε
η υπόθεση; ρώτησε ο Μιχάλης καθώς πήγαιναν να καθίσουν στο τραπέζι.
-Ναι,
ήδη ασκήθηκε δίωξη για απάτη και αν βρουν τον Στασινό θα πάει μέσα κατ’
ευθείαν.
-Πολύ
ωραία.
-Η
Δωροθέα επίσης κατέθεσε αίτηση διαζυγίου μιας και ο Στασινός έχει εξαφανιστεί
τόσα χρόνια.
-Επίσης
πολύ ωραία. Θα βγει γρήγορα.
-Ναι,
θα βγει.
-Και
θα μπορεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της.
-Το
πιστεύεις αυτό; ρώτησε ο Γιώργος.
-Επειδή
έχει τα παιδιά; Τα δύο θα ανοίξουν γρήγορα τα φτερά τους. Και δεν είναι μεγάλη…
Ο
Μιχάλης σταμάτησε κοιτάζοντας το φίλο του.
-Ενδιαφέρεσαι,
είπε έκπληκτος.
-Πράγματι,
είπε ο Γιώργος. Από την αρχή σχεδόν. Εκτός του ότι μου άρεσε ως γυναίκα, με
εντυπωσίαζε και το πόση αξιοπρέπεια είχε παλεύοντας με τόσα προβλήματα και δεν
είχε απελπιστεί παρά την τυραννία της μάνας της. Δεν ξέρεις πόσο το
ευχαριστήθηκε βλέποντάς σε να την βάζεις στη θέση της την γριά καρακάξα.
-Σου
εύχομαι να πάνε όλα καλά τότε.
Το
δείπνο εξελίχθηκε ήσυχα με συζητήσεις και απλή κουβεντούλα όπως γίνεται σε
τέτοιες περιπτώσεις. Ο Μιχάλης άφηνε τον Γιώργο να κατευθύνει τη συζήτηση
μιλώντας με την Δωροθέα και ο ίδιος συμμετείχε λίγο παρατηρώντας κυρίως τους
συνδαιτημόνες του. Ο Ρωμανός, η Ελπίδα, ο Αλέξης και η Φωτεινή, κάθονταν ανά
δυο αντικριστά και συζητούσαν. Τελειώνοντας το φαγητό, ο Ρωμανός πρότεινε:
-Πάμε
μια βόλτα στη θάλασσα;
-Ωραία
ιδέα, είπε ο Αλέξης. Τι λέτε, κυρίες μου;
-Πολύ
ωραία ιδέα, είπε η Ελπίδα, μόνο θα ήθελα να φρεσκαριστώ λίγο.
-Εντάξει,
έλα να πάμε πάνω, είπε η Φωτεινή. Αγόρια, θα σας βρούμε στον δρόμο.
Ο
Μιχάλης είχε απολαύσει την παρέα του Γιώργου και τον καφέ τους, και τώρα
απολάμβανε το φαγητό αλλά άφηνε τον δικηγόρο να μιλάει περισσότερο με την
Δωροθέα ενώ εκείνος παρατηρούσε τους γύρω του. Είδε την Δέσποινα να σηκώνεται
και να φεύγει.
-Θα
σας αφήσω για λίγο, είπε και σηκώθηκε από τη θέση του.
-Λοιπόν;
Πώς τα πάτε με τον αδερφό μου; ρώτησε η Φωτεινή ενώ με την Ελπίδα άφηναν το
σπίτι της.
-Τον
αγαπώ πολύ, είπε η Ελπίδα και το πρόσωπό της φωτίστηκε καθώς μιλούσε για τον
αγαπημένο της.
-Να
ράψω φόρεμα δηλαδή, αστειεύτηκε η Φωτεινή.
Η
Ελπίδα κοντοστάθηκε.
-Μακάρι
να ήταν τόσο απλό, ξέρεις όμως ποια κατάρα κουβαλάω. Είμαι δική του όσο θα ζω,
αλλά να τον κρατήσω όταν μπορεί να έχει μια υγιή γυναίκα και οικογένεια;
-Σ’
αγαπάει, Ελπίδα, καμία άλλη γυναίκα δεν θα τον κάνει ευτυχισμένο ή θα μπορέσει
έστω να τον κερδίσει.
-Τότε
πρέπει να το ράψεις… Ίσως και να γίνεις και θεία!
-Εννοείς
ότι…
-Ναι,
είπε η Ελπίδα λάμποντας από ευτυχία, κάναμε έρωτα. Είμαι δική του από κάθε
άποψη.
Το
χαμόγελο της Ελπίδας έσβησε καθώς έβγαιναν στην αυλή γιατί εκεί τους περίμενε η
Δέσποινα.
-Από
μιας απόψεως καλύτερα που σε πήδηξε, είπε η Δέσποινα, γιατί θα του φύγει η κάψα
και θα μπορεί να σκεφτεί λογικά και να σε αφήσει. Θα τον βοηθήσεις και εσύ σε
αυτό.
-Εγώ;
-Ναι,
εσύ θα φύγεις και θα τον αφήσεις.
-Ποτέ!
Ακόμα και αν είναι να πεθάνω.
-Πράγμα
που δεν θα αργήσει σωστά; Πόσο θα πληρώνουν οι γονείς σου για να κρατιέσαι στη
ζωή;
-Γιαγιά!
φώναξε η Φωτεινή αλλά η Δέσποινα συνέχισε απτόητη:
-Θα
σου δώσω τριάντα χιλιάδες ευρώ για να χαθείς από τη ζωή του εγγονού μου.
-Όχι,
είπε η Ελπίδα.
-Σαράντα
χιλιάδες, πάρτα και φύγε αλλιώς θα σε καταστρέψω.
Δάκρυα
φάνηκαν στα μάτια της Ελπίδας.
-Θα
πεθάνω αν χρειαστεί αλλά δεν θα τον πληγώσω.
-Σου
δίνω σαράντα χιλιάδες.
-Και
εγώ σου δίνω εκατό χιλιάδες, για να μην τον αφήσεις.
Από
το σκοτάδι της νύχτας ξεπρόβαλλε ο Μιχάλης. Το πρόσωπό του φανέρωνε τέτοια οργή
που η Δέσποινα έκανε πίσω σαν να αντίκριζε όχι έναν άνθρωπο αλλά τον αρχάγγελο
του οποίου έφερε το όνομα.
-Γιατί
ανακατεύεσαι; του είπε.
-Εσύ
γιατί είσαι παλιάνθρωπος;
-Έχεις
εκατό χιλιάδες και θα τις χαραμίσεις έτσι;
-Έχω
περισσότερα, και δεν είναι χαραμισμένα αν τα διαθέσω για να κάνω δύο ανθρώπους
ευτυχισμένους.
Ο
Μιχάλης κοίταξε την Ελπίδα.
-Μην
κλαις, κανένας δεν θα σε αναγκάσει να τον αφήσεις.
-Ευχαριστώ,
είπε η κοπέλα και αυθόρμητα τον αγκάλιασε. Ευχαριστώ, ξανάπε.
-Δεν
χρειάζεται, είπε ο Μιχάλης, και θα μιλήσουμε και για την κατάστασή σου. Έχω
έναν γιατρό που μπορεί ίσως να βοηθήσει.
Η
Φωτεινή πήρε την Ελπίδα και έφυγαν και ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε την
Δέσποινα.
-Τι
λες; Το κάνω και αυτό για να κοιμηθώ με την κόρη σου;
-Ή
με τη Φωτεινή, αλλά άργησες. Βρήκε έναν νέο υγιή άνδρα για να πέσει στο κρεβάτι
μαζί του, είπε η Δέσποινα προσπαθώντας να πλήξει μια υπερηφάνεια που ο Μιχάλης
δεν είχε.
-Είναι
και καλό παιδί, είπε, ελπίζω ότι θα κάνει την εγγονή σου ευτυχισμένη.
-Άρα
θες την κόρη μου.
-Όχι,
είπε ο Μιχάλης, νομίζω ότι ο Γιώργος ενδιαφέρεται. Εγώ κάνω απλά αυτό που
πρέπει.
Προχώρησε
προς τον δρόμο. Εκεί κοντοστάθηκε.
-Είναι
ικανοποιητικό να βοηθάς τους άλλους. Ίσως πρέπει να το δοκιμάσεις.
Η
απάντηση της Δέσποινας ήταν μια βλαστήμια στην οποία πρόσθεσε και μια κατάρα:
-Όσο
μόνος και στο σκοτάδι είσαι τώρα, τόσο να είσαι σε όλη σου τη ζωή.
-Εκείνος
που βοηθάει τους άλλους δεν είναι ποτέ μόνος και ειδικά στο σκοτάδι, απάντησε.
Απομακρύνθηκε
περπατώντας αργά και πηγαίνοντας προς τη θάλασσα. Εκεί στάθηκε και αγνάντευσε
λίγο την ήσυχη θάλασσα και τα μακρινά φώτα του Μόλυβου πριν πάρει τον δρόμο για
το σπίτι του.
Χαμογέλασε
βλέποντας τα δύο ζευγαράκια που χωριστά στην άμμο κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό
αγκαλιασμένα και τους ευχήθηκε το καλύτερο.