ΙΙΙ.
Η
Δίκη
Μπορεί το Συνέδριο να
ήταν η ανώτατη αρχή των Ιουδαίων με δικαστική εξουσία αλλά δεν είχε το δικαίωμα
να θανατώσει έναν άνθρωπο όποια και αν ήταν η αιτία. Για το λόγο αυτό ο Αρχιερέας
και τα επιφανή μέλη του Συνεδρίου έφεραν τον Ιησού ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου,
του Ρωμαίου διοικητού της Ιουδαίας.
Καθώς ο Πόντιος Πιλάτος
ήταν Ρωμαίος, ήταν ειδωλολάτρης και θα ήταν μιασμένοι αν έμπαιναν στην οικία
του, φτάνοντας στο πραιτόριο ζήτησαν να βγει προς συνάντησή τους. Έτσι ο
Πιλάτος τους δέχθηκε στην μεγάλη λιθόστρωτη αυλή του πραιτορίου. Κάθισε σε ένα
κάθισμα και οι Ιουδαίοι στάθηκαν απέναντί του με τον Ιησού στο μέσο.
-Ποια κατηγορία φέρετε
κατά του ανθρώπου αυτού;
-Κηρύττει δόγματα
αντίθετα με την πίστη μας, είναι βλάσφημος. Διαφθείρει και πλανεύει το λαό.
Ο Πιλάτος συνοφρυώθηκε.
Οδηγώντας τον Ιησού στον
Πιλάτο τα μέλη του Συνεδρίου υπολόγιζαν σε μια γρήγορη εκτέλεση. Γνώριζαν ότι ο
Ρωμαίος διοικητής ήταν σκληρός. Την προηγούμενη χρονιά καταστέλλοντας μια
εξέγερση είχε σταυρώσει στα τείχη της Ιερουσαλήμ χίλιους επαναστάτες. Αυτό που
δεν είχαν όμως υπολογίσει ήταν ως Ρωμαίος είχε υψηλή την αίσθηση του νόμου και
του δικαίου, έννοιες που η Ρώμη είχε εισάγει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δεν θα
καταδίκαζε κάποιον χωρίς αιτία και οι αιτίες που του παρουσίαζαν δεν ήταν
αρκετές. Η Ρώμη δεν ανακατευόταν στα θρησκευτικά πιστεύω και τις πεποιθήσεις
των λαών που κυβερνούσε. Όσα καταλόγιζαν στον Ιησού δεν ήταν παρανομίες για το
Ρωμαϊκό Δίκαιο.
-Δεν είναι κατηγορίες
αυτές.
-Για εμάς πρέπει να
πεθάνει. Ονομάζει τον εαυτό του Χριστό, αυτόν που έχει λάβει το χρίσμα…
-Ευχαριστώ, είπε ειρωνικά
ο Πιλάτος, ξέρω και εγώ λίγα Ελληνικά. Λοιπόν; Έκανε τίποτα άλλο; Μίλησε κατά της
Ρώμης;
-Ισχυρίζεται πως είναι ο
Μεσσίας, ο θεόσταλτος βασιλιάς του Ισραήλ!
Αυτή η κατηγορία ήταν μια
που επίσυρε την ποινή του θανάτου. Το να αποκαλέσει κάποιος τον εαυτό του
βασιλιά του Ισραήλ, ήταν αντιποίηση της αρχής του Αυτοκράτορα, άρα ήταν στάση
κατά της Ρώμης. Η ποινή που επίσυρε ήταν σταυρικός θάνατος, η θεία οικονομία
έφερνε τον θάνατο που ήδη είχε προαναγγελθεί από τους προφήτες αλλά και τον
ίδιο τον Ιησού.
-Είσαι βασιλιάς; ρώτησε ο
Πιλάτος τον Ιησού.
-Εσύ το λες ή άλλοι στο
είπαν για’ μένα;
-Μήπως είμαι Ιουδαίος; είπε
ο Πιλάτος. Είσαι λοιπόν βασιλιάς;
-Η βασιλεία μου δεν είναι
από αυτόν τον κόσμο.
-Άρα είσαι βασιλιάς!
-Αν η βασιλεία μου ήταν
από τον κόσμο αυτό οι υπηρέτες μου θα αγωνίζονταν για να μην παραδοθώ.
Ο Πιλάτος στράφηκε στα
μέλη του Συνεδρίου.
-Ο άνθρωπος αυτός δεν
έκανε τίποτα.
-Έκανε τον εαυτό του
βασιλιά, όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά είναι εχθρός του Καίσαρα.
Ο Πιλάτος διέκρινε την συγκαλυμμένη
απειλή. Θα μπορούσαν να τον καταγγείλουν ότι είχε ελευθερώσει έναν εχθρό του
αυτοκράτορα. Αλλά είχε ακόμα ένα επιχείρημα.
-Σύμφωνα με το παλιό
έθιμο ο Ρωμαίος έπαρχος ελευθερώνει προς τιμή του Πάσχα, έναν κρατούμενο.
Θέλετε να ελευθερώσω τον Ιησού;
Οι Ιουδαίοι συσκέφθηκαν
γρήγορα, το έθιμο υπήρχε και δεν μπορούσαν απλά να αγνοήσουν την προσφορά του
Πιλάτου έτσι απλά. Έπρεπε να κάνουν μια αντιπρόταση.
-Ελευθέρωσε τον Βαραββά.
Ο Πιλάτος τους κοίταξε
εξεταστικά. Ο Βαραββάς ήταν ένας Ζηλωτής, ένας επαναστάτης κατά της Ρώμης που
δεν έτρεφε μεγαλύτερη αγάπη για την άρχουσα τάξη. Ήταν δικός τους εχθρός όσο
και δικός του. Και ζητούσαν τη δική του απελευθέρωση; Καταλάβαινε ότι φθονούσαν
τόσο πολύ τον Ιησού που του τύφλωνε.
Διέταξε να φραγγελώσουν
τον Ιησού, να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιο, ένα ιδιαίτερα επώδυνο μαστίγιο,
και είπε ότι θα ανακοίνωνε την απόφασή του από το επίσημο βήμα του πραιτορίου.
Κάθισε στο επίσημο
κάθισμα στον εξώστη του πραιτορίου που έβλεπε προς τον πλακόστρωτο δρόμο και στην
πόλη. Είχε μαζευτεί ήδη πλήθος. Ο Πιλάτος διέταξε να φέρουν τον Ιησού και καθώς
στάθηκε στο βήμα, εξαντλημένος από το φραγγέλωμα και τα όσα είχε ήδη περάσει, ο
Ρωμαίος είπε:
-Ίδε ο άνθρωπος.
Διέταξε να φέρουν τον Βαραββά.
Ενώ περίμενε, ένας αγγελιοφόρος του έφερε ένα μήνυμα από τη σύζυγό του που
έλεγε: Μην κάνεις κακό σε αυτόν τον άνθρωπο, έπαθα πολλά απόψε στον ύπνο μου γι’
αυτόν.
Όταν έφεραν τον Βαραββά,
είπε:
-Ποιον κρατούμενο θέλετε
να ελευθερώσω κατά το έθιμο; Ιησού τον λεγόμενο Χριστό ή τον Βαραββά.
Οι Αρχιερείς έπεισαν τον πλήθος
να ζητήσει την απελευθέρωση του Βαραββά και άρχισαν να φωνάζουν το όνομά του.
Οι αξιωματικοί των Ρωμαίων κοίταζαν ανήσυχα το πλήθος και τον Βαραββά. Ο πρεσβύτερος
των Εκατόνταρχων, πλησίασε τον Πιλάτο.
-Κύριε, δεν μπορούμε να
αφήσουμε τον Βαραββά, θα συνεχίσει τις επιθέσεις εναντίον μας.
Ο Πιλάτος έγνευσε.
-Τι να κάνω με τον Ιησού;
ρώτησε το πλήθος.
-Σταύρωσέ τον!
-Τι κακό έκανε; ρώτησε ο
Πιλάτος.
Οι περισσότεροι συνέχιζαν
να φωνάζουν και μόνο φασαρία γινόταν. Ο Πιλάτος δυσφορούσε με την κατάσταση.
-Να σταυρώσω τον βασιλέα σας;
-Δεν έχουμε βασιλέα, παρά
μόνο τον Καίσαρα!
Ο Πιλάτος βλέποντας ότι
δεν μπορούσε να αλλάξει πλέον την κατάσταση, ενθυμούμενος και το μήνυμα της συζύγου
του, κάλεσε ένα υπηρέτη και ζήτησε να του φέρει μια λεκάνη και νερό σε μια
κανάτα. Όταν του τα έφεραν, ο Πιλάτος έριξε νερό στα χέρια του, και είπε:
-Νίπτω τα χέρια μου, είπε,
είμαι αθώος από το αίμα του αθώου τούτου.
-Το αίμα του πάνω μας. Σε
εμάς και τα παιδιά μας!
Ο Πιλάτος επέτρεψε να
ελευθερώσουν τον Βαραββά και παρέδωσε τον Χριστό για να σταυρωθεί.
IV.
Η
Σταύρωση
Ο Ιησούς οδηγήθηκε στη
εσωτερική αυλή του πραιτορίου και οι στρατιώτες τον έγδυσαν από τα ρούχα του
και τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαμύδα. Του φόρεσαν ένα ακάνθινο στεφάνι και
άρχισαν να τον εμπαίζουν, έβαλαν ένα καλάμι στα χέρια του και έλεγαν:
-Χαίρε βασιλεύ των
Ιουδαίων.
Τον προσκυνούσαν
πέφτοντας στα γόνατα και μετά παίρνοντας το καλάμι άρχισαν να τον χτυπάνε στο
κεφάλι. Μετά τον ξαναντύσανε με τα ρούχα
του και τον έβαλαν να μεταφέρει το σταυρό του στον τόπο της εκτελέσεως, τον Γολγοθά.
Αφήνουν το πραιτόριο και
παίρνουν το δρόμο για την πύλη της πόλης που είναι πιο κοντά στον Γολγοθά. Ο όχλος μανιασμένος φώναζε ακόμα για τη σταύρωσή του. Στο δρόμο είχαν
μαζευτεί πολλοί για να φωνάξουν και να χλευάσουν εκείνον που είχαν υποδεχτεί
μόλις λίγες μέρες πριν θριαμβευτικά σαν Μεσσία.
Και ο Ιησούς; Βαδίζει φέροντας το σταυρό όπως ήταν η πρακτική της εποχής
για την εκτέλεση με σταύρωση. Αλλά είναι εξασθενημένος, εξαντλημένος, μετά την
αγωνιώδη προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή, ακολούθησε η σύλληψη, χτυπήματα από
τους υπηρέτες των αρχιερέων, από τους Ρωμαίους μετά, οι εμπαιγμοί, και η
μαστίγωση, και ο σταυρός είναι βαρύς. Πολύ βαρύς. Φέρει τις αμαρτίες όλου του
κόσμου, όχι μόνο όσων είχαν ζήσει από τον Αδάμ ως εκείνη τη μέρα αλλά και όλων
όσων θα ακολουθούσαν στους αιώνες μετά.
Προχωρεί μέσα στην θάλασσα των προσώπων που συσπασμένα από το μίσος
προφέρουν μόνο ύβρεις και χλεύη ενώ εδώ και κει λίγες γυναίκες κλαίνε για τον
άδικο θάνατο στον οποίο καταδικάστηκε. Και τελικά γονατίζει κάτω από το βάρος.
Ο όχλος μανιάζει. Δόρατα και ασπίδες κροτούν, είναι ο κραταιός βρυχηθμός της
Ρώμης, οι φωνές κοπάζουν μπροστά στην απειλή των Ρωμαίων στρατιωτών που θέλουν
να τελειώνουν με το επαχθές καθήκον τους. Βλέποντας τον Ιησού τόσο καταπονημένο
για να μην καθυστερήσουν άλλο αγγαρεύουν έναν περαστικό που είναι γεροδεμένος
για να σηκώσει το σταυρό.
Ήταν ένα απλός άνθρωπος αγρότης. Είχε σηκωθεί αχάραγα το πρωί για να πάει
στο χωράφι του και έχοντας ολοκληρώσει τις δουλειές του επέστρεφε στην πόλη.
Όταν έφυγε για τον αγρό του ακόμα δεν είχε γίνει γνωστή η σύλληψη του Ιησού και
τώρα επέστρεφε σε μια πόλη που έβραζε με μίσος έχοντας καταδικάσει τον σωτήρα
του κόσμου αλλά εκείνος δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά. Το όνομά του ήταν Σίμων
και ήταν γνωστός ως Κυρηναίος από τον τόπο καταγωγής του. Σήκωσε το σταυρό
βοηθώντας τον Ιησού να φέρει σε πέρας την πορεία προς το Γολγοθά για την
σωτηρία των ανθρώπων. Σε αυτόν τον απλό αγρότη έτυχε μια μεγάλη τιμή που δεν
είχε επιζητήσει, ούτε καν την είχε φανταστεί. Να γίνει βοηθός του ίδιου του
Θεού στην πιο ιερή στιγμή της επίγειας ζωής του, την ώρα της θυσίας και να
συνδέσει το όνομά του με αυτή ως την αιωνιότητα.
Καρφώνουν τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια του Ιησού και τον ανεβάζουν
στον σταυρό. Είναι η έκτη ώρα της ημέρας όπως την μετρούσαν οι Ιουδαίοι (δώδεκα
το μεσημέρι για εμάς) και το μαρτύριο του Ιησού
αρχίζει.
Οι κατήγοροί του δεν ήταν
ικανοποιημένοι με την εκτέλεση, είχαν έρθει να χαρούν τον θρίαμβό τους
χλευάζοντας τον εσταυρωμένο.
-Ο άνθρωπος που θα κατέλυε
τον ναό και θα τον ξανάχτιζε!
-Αν είσαι Υιός του Θεού κατέβα
από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε.
-Άλλους έσωσε, τον εαυτό του
δεν μπόρεσε να σώσει.
Πάνω από το κεφάλι του Ιησού
ήταν γραμμένη η αιτία της εκτελέσεως στα Αραμαϊκά, την τοπική γλώσσα, τα Ελληνικά
και τα Λατινικά, τη γλώσσα της Ρώμης: Αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Το
Συνέδριο έσπευσε να διαμαρτυρηθεί στον Πιλάτο αλλά ο Ρωμαίος είχε αρκετά πάρε
δώσε μαζί τους για μια ημέρα.
-Ότι έγραψα, έγραψα! ήταν
η οργισμένη απάντησή του.
Ο ένας από τους δύο
κακούργους που είχαν σταυρωθεί μαζί του επίσης έλεγε:
-Αν είσαι ο Μεσσίας σώσε
τον εαυτό σου και σώσε και εμάς.
-Δεν ντρέπεσαι; είπε ο άλλος.
Εμείς παθαίνουμε άξια όσων πράξαμε, εκείνος δεν έκανε τίποτα άδικο.
Στράφηκε στον Ιησού και
είπε:
-Κύριε, θυμήσου με όταν
έλθεις εν τη βασιλεία σου.
-Αλήθεια σου λέω, είπε ο Ιησούς,
από σήμερα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο.
Από την έκτη ώρα σκότος
είχε πέσει πάνω σε όλη της γη. Ήταν τέτοιο που ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην
Αθήνα είπε:
-Ή Θεός πάσχει ή το παν απώλετο!
Ο Ιησούς είδε τον Ιωάννη
τον μαθητή του και την Παναγία Μητέρα του.
-Να η μητέρα σου, του
είπε, γυναίκα, να ο γιος σου.
Άφηνε στον Ιωάννη την
φροντίδα της μητέρας του τώρα που έφευγε από τον κόσμο. Ύστερα είπε:
-Τετέλεσται!
Η γη σείστηκε βίαια. Το καταπέτασμα
του ναού σκίστηκε στα δύο από πάνω έως κάτω. Ο Θεός εγκατέλειπε τον μέχρι τότε
περιούσιο λαό Του και ενωνόταν με τον πάσχοντα Υιό Του.
-Αλήθεια είναι Υιός του
Θεού, είπε ο εκατόνταρχος που ήταν επικεφαλής των Ρωμαίων φρουρών.