-Θα σταματήσουμε στο
χωριό; ρώτησε ο Λάιαμ.
Οι δύο ταξιδιώτες είχαν
σηκωθεί με το πρώτο φως της αυγής. Είχαν φάει ένα γρήγορο πρωινό και είχαν
ξεκινήσει και πάλι. Τώρα έβλεπαν το χωριό που απλωνόταν μπροστά τους και λίγο
πιο πέρα το κάστρο του τοπικού άρχοντα.
-Όχι, δεν υπάρχει λόγος,
είπε ο Γουίλλιαμ. Θα περάσουμε και θα συνεχίσουμε.
Δεν είχαν προχωρήσει πολύ
όταν ο Γουίλλιαμ είπε:
-Τελικά θα σταματήσουμε.
Ο σερ Ρούπερτ έχασε ένα πέταλο, δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Πρέπει να τον
πάμε στον σιδερά.
Φτάνοντας στο χωριό δεν
ήταν δύσκολο να βρουν έναν σιδερά για να πεταλώσει το άλογο. Το μαγαζί του ήταν
στην γωνία που σχημάτιζε ο κεντρικός δρόμος με έναν παράδρομο.
-Φτιάξε το πέταλο, είπε ο
Γουίλλιαμ, και δες και τα άλλα για παν ενδεχόμενο.
-Έγινε, είπε ο σιδεράς,
αλλά θα πάρει κάμποσο.
-Δεν υπάρχει βιάση, είπε
ο Γουίλλιαμ.
-Έχετε καμία γιορτή;
ρώτησε ο Λάιαμ κοιτώντας έξω. Που πάνε όλοι βιαστικοί;
-Να δουν το θέαμα, μη
χάσουν.
-Θέαμα;
-Θα κάψουν μια άτυχη σαν
μάγισσα. Δεν λέω, το κορίτσι είναι λίγο απόμακρο και σιωπηλό αλλά δεν έκανε
κακό ποτέ και είναι πολλοί που θα είχαν πεθάνει χωρίς τη φροντίδα της. Εγώ θα
είχα χάσει το χέρι μου όταν το έσκισα με εκείνη την αναθεματισμένη τη λεπίδα αν
δεν μου το είχε περιποιηθεί εκείνη.
Ο σιδεράς έριξε μερικά
χτυπήματα με το σφυρί στο πέταλο και μετά είπε:
-Θα μείνετε εδώ να
περιμένετε; Δεν πάτε μέχρι το καπηλειό; Θα στείλω έναν από τους παραγιούς να
σας φωνάξει όταν είναι όλα έτοιμα.
-Εντάξει να μην είμαστε
μέσα στα πόδια σου, είπε ο Γουίλλιαμ. Πάμε, Λάιαμ.
Η μεταφορά από το κάστρο
στην πλατεία που θα γινόταν η εκτέλεση έγινε με ένα κάρο. Η Μαριέττα ήταν
ευγνώμων γι’ αυτό, αφενός δεν είχε τη δύναμη να περπατήσει αυτήν την απόσταση,
αφετέρου δεν μπορούσαν να την προπηλακίσουν οι διερχόμενοι. Από τη δεύτερη
δοκιμασία δεν απαλλάχτηκε ωστόσο. Μόλις το κάρο σταμάτησε στην πλατεία και την
κατέβασαν άρχισε να δέχεται χτυπήματα και βρισιές από πολλούς.
Την ανέβασαν στην πυρά
και την έδεσαν στο στύλο που ήταν στερεωμένος στο κέντρο.
-Αυτή είναι η πόρνη που
μας προειδοποιεί η γραφή. Η Βαβυλώνα, η πόρνη η μεγάλη που κερνάει από το
ποτήριό της…
Η Μαριέττα έκλεισε τα
μάτια. Ας ερχόταν το τέλος γρήγορα. Ας μην υπέφερε πολύ. Ανάμεσα σε όσους την
χλεύαζαν ήταν και άνθρωποι που είχε βοηθήσει, τόσο εύκολα το ξεχνούσαν και
έπαιρναν το μέρος των κατηγόρων της;
Ο Ουέστον δεν είχε έρθει
ακόμα, το έκανε επίτηδες για να αφήσει να την βασανίσουν και να την
εξευτελίσουν όπως αυτός ο αυτόκλητος ρήτορας.
-Μην χρησιμοποιείς αυτά
τα χωρία, είπε μια ήσυχη φωνή, γιατί ανήκουν στην Αποκάλυψη και το νόημά τους
δεν είναι γνωστό όπως σε κάθε προφητεία πριν αυτή πραγματοποιηθεί.
Ο ρήτορας δεν φάνηκε να
πτοείται αλλά άλλαξε μοτίβο.
-Ανάμεσα στα πόδια της
έχει σκορπιό με θανατερό κεντρί, είπε και η Μαριέττα ένιωσε τα μάγουλά της να
βάφονται κόκκινα από ντροπή παρά τη θέση στην οποία βρισκόταν.
-Είμαι σίγουρος ότι αυτό
το μένος πηγάζει ακριβώς επειδή εσύ δεν μπόρεσες να βρεθείς εκεί, ανάμεσα στα
πόδια της.
Γέλια ακούστηκαν, αυτή τη
φορά στόχος της χλεύης ήταν ο ρήτορας που είπε απότομα:
-Εσύ βρέθηκες φαντάζομαι,
γι’ αυτό την υπερασπίζεσαι. Μήπως να πάρεις θέση δίπλα της στην πυρά;
-Άπλωσε χέρι πάνω μου και
θα στο κόψω από την ρίζα!
Νεκρική σιωπή απλώθηκε
και η Μαριέττα άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Μπροστά στην πυρά στεκόταν ένας
νέος άνδρας, στα πόδια του ήταν ριγμένος ένας ταξιδιωτικός μανδύας. Τον είχε
βγάλει και αυτό ήταν που είχε κάνει τους πάντες να σωπάσουν, γιατί στο χιτώνιό
του είχε κεντημένο ένα έμβλημα, άρα ήταν ευγενής και ακόμα περισσότερο στον ώμο
έφερε έναν κόκκινο σταυρό το αδιάψευστό διακριτικό ενός σταυροφόρου. Δεν ήταν
μόνο άνθρωπος με κύρος ήταν επίσης ένας επικίνδυνος αντίπαλος αν δοκίμαζαν να
του επιτεθούν.
-Και τώρα που έχω την
προσοχή σας, είπε ο άνδρας ποια είναι η κατηγορία εναντίον αυτής της γυναίκας;
-Είναι μάγισσα.
-Και ποιος το βεβαιώνει
αυτό;
-Εγώ!
Ο Ουέστον είχε μόλις
καταφτάσει και δεν θα άφηνε κανέναν να αμφισβητήσει την εξουσία του. Η Μαριέττα
ένιωσε τις ελπίδες της να σβήνουν.
Φτάνοντας στην πλατεία ο
Γουίλλιαμ αναγνώρισε αμέσως την Μαριέττα, ήταν η κοπέλα στο όνειρό του. Η
συμπεριφορά της τον έπειθε για την αθωότητά της και ο Λάιαμ συμφωνούσε. Εξάλλου
οι δύο τους είχαν δει το πρόσωπο του Κακού σε παραπάνω από μια περιπτώσεις και
πως ήταν οι άνθρωποι που το υπηρετούσαν. Έτσι είχαν σταματήσει την διαπόμπευσή
της και τώρα βρίσκονταν απέναντι στον πολύ βλοσυρό Ουέστον.
-Εγώ τη δίκασα και την
καταδίκασα, εσείς ποιοι είστε για να επεμβαίνετε έτσι;
-Είμαι ο σερ Γουίλλιαμ
Κάλεντον, ιππότης του στέμματος, προασπιστής του Παναγίου Τάφου.
-Αν είναι δίκη μάγισσας,
είπε ο Λάιαμ, δεν είσαι αρμόδιος να την δικάσεις. Πρέπει να δικαστεί από
εκκλησιαστικό δικαστήριο.
-Ο επίσκοπος Άνσελμος
εκοιμήθη.
-Τότε πρέπει να
περιμένετε να ορισθεί ο διάδοχός του.
-Αρκεί η δική μου
εξουσία.
-Και μάρτυρες;
-Εγώ και τρεις άνδρες
μου.
-Δηλαδή κανένας μάρτυρας,
είπε ο Γουίλλιαμ. Είστε λοιπόν τόσο ανόητοι; Καταδικάζετε κάποιον σε θάνατο
χωρίς μάρτυρες;
-Είναι μάγισσα! είπε ο
Ουέστον. Τέλος!
Ο Λάιαμ ανέβηκε στην
πυρά, έβγαλε τον εγκόλπιο σταυρό του και τον έτεινε στην Μαριέττα, η κοπέλα τον
φίλησε με σεβασμό.
-Ανόητε, είπε ο Λάιαμ
στον Ουέστον, αν ήταν μάγισσα θα τραβιόταν από το σταυρό, αν ήταν δαιμονισμένη
θα ούρλιαζε. Δεν είναι τίποτα από τα δύο.
-Και ένας χωριάτης ξέρει
από αυτά.
-Κάθε ευσεβής τα
καταλαβαίνει αυτά, είπε ο Λάιαμ.
Ήταν σειρά του να
αποκαλύψει τι κρυβόταν κάτω από τον μανδύα του. Αποκάλυψε το μοναχικό σχήμα του
και μουρμουρητά ακούστηκαν γύρω. Δεν ήταν μόνο γιατί ήταν μοναχός. Ήταν
Δομινικανός, ένα μοναστικό τάγμα αφιερωμένο στην καταπολέμηση του κακού και της
αιρέσεως.
-Δεν είναι μάγισσα, είπε
ο Γουίλλιαμ. Αλλά μπορώ να φανταστώ γιατί είναι στην πυρά από τη φάτσα σου.
Δοκίμασες να την κάνεις δική σου, σωστά;
Γύρισε και κοίταξε την
Μαριέττα.
-Αυτό δεν έκανε κορίτσι
μου;
Η κοπέλα ξέσπασε σε
δάκρυα γνέφοντας καταφατικά. Τώρα είχαν αρχίσει οι διαμαρτυρίες και από το
πλήθος. Οι άνθρωποι που είχαν βοηθηθεί από αυτήν έπαιρναν το θάρρος να
μιλήσουν.
-Αδελφέ Λάιαμ, λύσε την,
πρόσταξε ο Γουίλλιαμ.
Ο Λάιαμ έσπευσε να το
κάνει και να την κατεβάσει από την πυρά. Το αγοράκι που είχε πάρει το αφέψημα
το προηγούμενο βράδυ, έτρεξε και την αγκάλιασε. Εκείνη χάιδεψε τα μαλλιά του.
Ο Γουίλλιαμ στράφηκε στον
Ουέστον.
-Πως σε λένε;
-Τζάσπερ Ουέστον, δούκας…
-Δεν με ενδιαφέρει, δεν
έχεις τίτλο πλέον. Τζάσπερ Ουέστον, με την εξουσία που μου έχει δώσει η
μεγαλειότης του ο βασιλιάς Ερρίκος ο Β’ Πλανταγενέτ σε καθαιρώ από κάθε βαθμό
και αξίωμα. Θα παραμείνεις υπό κράτηση μέχρι την απόφασή του για την τύχη σου.
-Πως τολμάς; Θα απευθυνθώ
στο βασιλιά.
-Έχεις το θάρρος; Γιατί
εγώ το έχω, είπε ο Γουίλλιαμ, πάρτε τον!
-Λοιπόν; Αυτό το όνειρο
ήταν από τον Θεό.
Ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ
κάθονταν δίπλα στην φωτιά σε έναν αγρό όχι πολύ μακριά από το χωριό που ακόμα
γιόρταζε την αθώωση της Μαριέττας και την τιμωρία του άδικου άρχοντά του. Όταν
είχε αποκατασταθεί η τάξη εκείνοι είχαν αφήσει το χωριό για να συνεχίσουν το
ταξίδι τους με την ευγνωμοσύνη της κοπέλας και τις ευχές του χωριού να τους
συντροφεύουν.
-Πράγματι, συμφώνησε ο
μοναχός, αλλά θυμάσαι τι σου είπα; Αν ο Θεός θέλει να κάνουμε κάτι θα μας
οδηγήσει. Ή νομίζεις ότι ο σερ Ρούπερτ έχασε τυχαία το πέταλό του;
-Τίποτα σε αυτόν τον
κόσμο δεν είναι τυχαίο, είπε ο Γουίλλιαμ, αυτό το έμαθα πια καλά. Ούτε καν τα
όνειρα.
-Και αυτό είναι μια πολύ
παρήγορη σκέψη, είπε ο Λάιαμ με ένα χαμόγελο κοιτώντας τον έναστρο ουρανό.
Τέλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου