Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

5.
Τα Μυστικά Της Θυρίδας

Όταν φτάσανε στο σπίτι η Νάντια κλείδωσε την πόρτα πίσω της, κάτι που δεν είχε κάνει όταν την είχε υποδεχθεί στο σπίτι παρατήρησε η Αλεξία. Η Νάντια γύρισε και την κοίταξε.
-Πρέπει να κοιμηθούμε, θα φροντίσουμε το πρωί για όσα πρέπει να γίνουν.
-Τι θα κάνουμε;
-Έλα να κοιμηθείς λίγο και θα σου πω το πρωί.
Η Νάντια έστρωσε στον καναπέ σεντόνια και της έφερε και μια κουβέρτα. Η Αλεξία ξάπλωσε και σκεπάστηκε. Η Νάντια χάιδεψε τα μαλλιά της.
-Δεν ξέρω τι συμβαίνει εδώ γλυκιά μου αλλά δεν θα σε αφήσω μόνη σου ως που να το ξεδιαλύνουμε.
Την άφησε να κοιμηθεί και μετά πήγε στο δωμάτιό της σκεπτόμενη τι θα έπρεπε να γίνει και πόσο γρήγορα θα έπρεπε να κινηθούν.

Ο άνδρας με τον μαύρο μανδύα τυλίχτηκε καλύτερα με το μανδύα, το κρύο γινόταν πιο δυνατό καθώς πλησίαζε η αυγή. Είχε σταθεί στο κοίλωμα μιας πόρτας απέναντι από την πολυκατοικία όπου έμενε η Νάντια. Παρακολουθούσε για ίχνη αφίξεως άλλου εχθρού αλλά αυτό δεν είχε συμβεί.
Είχε νιώσει πως πέθαινε ο Δημήτριος Βάιος και είχε σπεύσει να τον συναντήσει αλλά δεν τον είχε προλάβει. Αναρωτιόταν τι είχε συμβεί και αν είχε προλάβει να αφήσει το κλειδί του σε κάποιον όπως και αν είχε προλάβει ο Προδότης να το πάρει. Κάτι περίεργο συνέβαινε με την κοπέλα που είχε μάθει πως ήταν η εγγονή του. Αλλά τι;

Η Τασία Μαρκάτου ξύπνησε με μια αίσθηση ευεξίας που δεν είχε νιώσει παρά λίγες φορές στο παρελθόν. Το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει έρωτα με τον επισκέπτη της, τον Χαίνριχ  Γκράιτς, η συζήτηση για τον μακαρίτη τον πεθερό της και το πρόβλημα που είχε προκύψει με την Αλεξία είχε δώσει τη θέση της σε ένα φλερτ που είχε εξελιχθεί σε μια οργιαστική ερωτική πράξη. Τώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της αναπολούσε την νύχτα που είχε περάσει και τα όσα είχε μάθει. Ο άνδρας στον οποίο είχε τόσο πρόθυμα δοθεί της είχε αποκαλύψει ότι ήταν εξαιρετικά πλούσιος και συνέλεγε αρχαιότητες σε βαθμό που οι πράξεις του λόρδου Έλγιν να  αποτελούν απλά πταίσματα μπροστά στις δικές του. Δεν άφηνε εμπόδια ανάμεσα στον ίδιο και τον στόχο του όποια και αν ήταν τα μέτρα που απαιτούνταν. Της είχε αποκαλύψει πως ο πεθερός της είχε στην κατοχή του κάποιο τεχνούργημα μεγάλης αξίας και πως το ήθελε με κάθε κόστος.
Της είχε ζητήσει να τον ακολουθήσει αφήνοντας πίσω της την επαρχιακή πόλη και την ανυπάκουη κόρη της. Η φωνή του ήταν ευπρόσδεκτη μουσική στα αυτιά της.
Ήταν πρόθυμη να δεχθεί έναν τέτοιο εραστή και να ακολουθήσει τους δρόμους του. Πάντα θεωρούσε την αγάπη για την ησυχία του νεκρού πια συζύγου της μειονέκτημα όπως και την τάση του να είναι ικανοποιημένος με όσα είχε. Διψούσε για μεγάλη ζωή με χλιδή και απολαύσεις και αν η Αλεξία ήταν το τίμημα ήταν πρόθυμη να το καταβάλλει.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τυλίχτηκε στην μεταξωτή ρόμπα της. Βγήκε από το δωμάτιό της και προχώρησε στο σαλόνι. Ο εραστής της ήταν ντυμένος με ένα παντελόνι μόνο ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα με ένα φορητό υπολογιστή μπροστά του στο τραπεζάκι του σαλονιού. Πλησίασε θαυμάζοντας το γεροδεμένο σώμα του και κοιτώντας τη νεκροκεφαλή που είχε τατουάζ στο μπράτσο του κάτω από τα δυο ρουνικά s που έμοιαζαν με κεραυνούς.
-Όλα καλά; ρώτησε με φωνή που προσπάθησε να κάνει ερωτική.
-Όλα πάνε όπως πρέπει, είπε ο Γερμανός.
Το προηγούμενο βράδυ όταν είχαν ανακαλύψει ότι η Αλεξία το είχε σκάσει δεν είχε δείξει να ενοχλείται. Αντιθέτως έδειχνε σαν αν το περίμενε, σαν να ήταν κάτι που ήθελε να συμβεί. Η ίδια είχε φοβηθεί πως η αναποδιά θα της κατέστρεφε την ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της αλλά αυτό δεν είχε συμβεί. Και όταν μετά την ερωτική πράξη ο εραστής της της είχε ψιθυρίσει ότι μπορούσε να την απαλλάξει από την Αλεξία οριστικά εκείνη είχε σηκώσει αδιάφορα τους ώμους.
-Βρήκες την Αλεξία;
-Όχι ακόμα, αλλά ξέρω που θα πάει.

Η Αλεξία ξύπνησε από το ζεστό φως του ήλιου που την έλουζε από την κοντινή μπαλκονόπορτα. Ανασηκώθηκε από το πρόχειρο κρεβάτι της και είδε την Νάντια να μελετάει μερικά έγγραφα που κρατούσε. Η ξαδέρφη της είχε ντυθεί με ένα σιελ ταγέρ και είχε μακιγιαριστεί επιμελώς. Ήταν κάτι που δεν το συνήθιζε και η Αλεξία αναρωτήθηκε για το λόγο αυτής της αλλαγής. Η Νάντια σαν να κατάλαβε το βλέμμα της την κοίταξε.
-Ξύπνησες; Ωραία, έλα να πάρουμε ένα πρωινό και να ξεκινήσουμε.
-Που θα πάμε; ρώτησε η Αλεξία. Γιατί ντύθηκες επίσημα;
-Πήγα το πρωί στο δημαρχείο και πήρα ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του παππού και μετά στο πρωτοδικείο για μια βεβαίωση ότι δεν υπάρχει διαθήκη. Αυτή η δεύτερη κανονικά παίρνει μέρες αλλά έχω έναν φίλο στο πρωτοδικείο και μου την έφτιαξε αμέσως.
-Και τώρα;
-Τώρα θα φάμε κάτι και θα πάμε στην τράπεζα. Εμείς οι δυο είμαστε οι μόνες κληρονόμοι του και αφού δεν υπάρχει διαθήκη θα μπορέσουμε να ανοίξουμε την θυρίδα.
-Εμείς είμαστε ε;
-Ό,τι και αν υπάρχει μέσα στο παραχωρώ, είπε η Νάντια, με όλη μου την ψυχή. Ό,τι είχε ο παππούς θα ήθελε να περάσει σε' σενα.
Η Αλεξία σηκώθηκε και ρίχτηκε στην αγκαλιά της ξαδέρφης της συγκινημένη. Εκείνη την κράτησε και χάιδεψε τα μαλλιά της.
-Έλα, μην κλαις. Αρκετά έκλαψες χθες. Πάμε να φάμε κάτι και να ξεκινήσουμε για την τράπεζα.

Οι θυρίδες βρίσκονταν στα υπόγεια του κτιρίου της τράπεζας που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της πόλης κοντά στο βυζαντινό μουσείο. Η Νάντια πλησίασε έναν από τους υπαλλήλους και του εξήγησε το θέμα το οποίο τις έφερνε εδώ. Εκείνος τις οδήγησε στον διευθυντή του υποκαταστήματος. Η Νάντια του εξήγησε το λόγο και του παρουσίασε τα έγγραφα που είχε πάρει μαζί με τις ταυτότητες τους. Εκείνος τα μελέτησε και μετά κάλεσε έναν άλλο υπάλληλο.
-Άνοιξε τη θυρίδα 828 και άφησε τις κυρίες να πάρουν το περιεχόμενό τους.
-Μάλιστα κύριε διευθυντά.
Οι δυο κοπέλες έφυγαν από το γραφείο με τον υπάλληλο που δεν παρέλειψε να ρίξει μια ματιά στα καλλίγραμμα πόδια της Νάντιας. Πέρασαν το μεγάλο χώρο που βρίσκονταν οι θέσεις αναμονής και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης. Υπήρχαν πολλοί που να περιμένουν να εξυπηρετηθούν και σχεδόν κανένας δεν πρόσεξε τις δυο κοπέλες. Ο υπάλληλος ξεκλείδωσε και άνοιξε μια πόρτα με την επιγραφή "ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ" και κατέβηκαν τη σκάλα που βρισκόταν πίσω από αυτή. Βρέθηκαν σε έναν διάδρομο που, αντίθετα με τους χώρους που είχαν δει ως τώρα, δεν διέθετε ίχνος πολυτέλειας. Οι τοίχοι και το δάπεδο ήταν από μπετόν και στην οροφή υπήρχαν σωληνώσεις και απλές λάμπες φθορισμού. Σταμάτησαν μπροστά σε μια θωρακισμένη πόρτα και ο υπάλληλος την άνοιξε για να βρεθούν σε μια αίθουσα με αμέτρητες θυρίδες στους τοίχους. Ο υπάλληλος στράφηκε στη Νάντια.
-Έχετε το κλειδί; είπε με έναν άχρωμο υπηρεσιακό τόνο.
Η Νάντια ένευσε στην Αλεξία που έδωσε στον υπάλληλο το κλειδί. Εκείνος έβγαλε ένα άλλο από την τσέπη του και τα έβαλε και τα δυο στο πορτάκι της θυρίδας 828. Την άνοιξε και μετά απομακρύνθηκε.
-Θα περιμένω στην είσοδο. Φωνάξτε με όταν τελειώσετε, είπε.
Οι δυο κοπέλες πλησίασαν τη θυρίδα γεμάτες προσμονή.

Ο διευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό. Άκουσε την απάντηση και μετά είπε:
-Χερ Γκράιτς, είναι εδώ.
Άκουσε την απάντηση και μετά είπε:
-Σας περιμένω, θα τις κρατήσουμε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου