Η Κατερίνα είχε βγει για μια δουλειά, κάτι σχετικό με τα χαρτιά που θα χρειαζόταν όταν γεννούσε και δεν ήθελε να πάω μαζί της. Είχα αφοσιωθεί στο γράψιμο. Το μυθιστόρημά μου πλησίαζε στο τέλος του και έγραφα τώρα τα τελευταία δραματικά κεφάλαια. Είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες μου αυτό το βιβλίο σε ποιότητα αλλά και σε μέγεθος, λογικό αφού είχα αφιερώσει τόση δουλειά. έχοντας νοερά μεταφερθεί στο κεκλιμενο εκείνη την τελευταία ώρα κατάστρωμα του Τιτανικού δεν κατάλαβα αμέσως το τηλέφωνο που χτυπούσε. Το έπιασα τελικά και είπα το κλασσικό εμπρός.
-Ξέρετε την κυρία Αικατερίνη Μπεράτη; Βρήκαμε το τηλέφωνο αυτό στα χαρτιά της.
-Είναι η μνηστή μου, είπα νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι. Συμβαίνει κάτι;
-Ελάτε στην εφημερεύουσα χειρουργική του Γενικού Νοσοκομείου. Τη χτύπησε αυτοκίνητο.
-Είναι έγκυος, είπα αυτόματα χωρίς να σκεφθώ ότι οι γιατροί θα το είχαν δει.
-Η κατάστασή της είναι σοβαρή, μου είπε ο συνομιλητής μου και έκλεισε το τηλέφωνο.
Έφυγα από το σπίτι και βγήκα στο δρόμο να βρω ταξί κάτι που ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκα να κάνω και πήγα στο νοσοκομείο με τις σκέψεις να με πολιορκούν, η μια χειρότερη από την άλλη. Τι της είχε συμβεί; Η κατάστασή της ήταν σοβαρή, πόσο σοβαρή όμως; Κινδύνευε; Το παιδί;
Φτάσαμε στο νοσοκομείο και πλήρωσα, διέτρεξα όλη την απόσταση από την πύλη ως το κτίριο που στεγαζόταν η ΄Β χειρουργική κλινική τρέχοντας. Πήγα στο γραφείο πληροφοριών και ρώτησα για την Κατερίνα. Φωνάξανε ένα γιατρό που με πήρε παράμερα.
-Είσαστε συγγενής;
-Είναι η μέλλουσα σύζυγός μου, είπα. Προφανώς δεν ήταν αυτός που είχε τηλεφωνήσει. Τι συνέβει;
-Τη χτύπησε αυτοκίνητο. Ο οδηγός ήταν τύφλα και αφού τη χτύπησε έπεσε σε ένα φορτηγό. Έμεινε στον τόπο. Η συζυγός σας χτυπήθηκε άσχημα. Έχει κακώσεις και εσωτερική αιμορραγία.
-Θα ζήσει;
-Φοβάμαι πως όχι αλλά ακόμα δεν μπορώ να πω. Αν επιζήσει τα επόμενα δυο εικοσιτετράωρα τότε θα γλιτώσει.
-Το παιδί;
-Είναι νεκρό, λυπάμαι.
-Μπορώ να τη δω, είπα και η φωνή μου ακούστηκε σπασμένη, αγνώριστη.
-Ναι, είπε ο γιατρός. Καλό θα ήταν να μην της πείτε για το παιδί αν συνέλθει. Ας γλιτώσει πρώτα.
Πήγα στο θάλαμο που την είχαν. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου με τα μάτια της κλειστά και τόσο χλωμή με έκανε να πονέσω. Πήγα γρήγορα κοντά της. Έκατσα κοντά της, πήρα απαλά το χέρι της στα δικά μου και έμεινα να την κοιτάζω. Την αγαπούσα ακόμα περισσότερο εκείνη τη στιγμή της οδύνης αν ήταν δυνατό να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Έμεινα εκεί ακίνητος για ώρες δίπλα της ελπίζοντας για το θαύμα, κρατώντας το χέρι της σαν να μπορούσα να της μεταδώσω δύναμη από τη δική μου για να γίνει καλά.
Αλλά δεν μπορούσε να γίνει, η αγαπημένη μου εγκατέλειπε γοργά αυτή τη ζωή σαν να βιαζόταν να πάει να βρει το κοριτσάκι της που ποτέ δεν είδε το φως. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν ήταν μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδηθεί. Άφησα το θάλαμο μόνο μια φορά για να τηλεφωνήσω στην οικογένειά της. Οι γονείς της ήρθαν στο νοσοκομείο αλλά δεν έμειναν πολύ. Είχαν αφήσει τα μικρά με την αδερφή τους και δεν μπορούσαν να λείψουν, δεν είχε νόημα εξ' άλλου να μείνουν, είπαν.
Τη δεύτερη νύχτα στο νοσοκομείο ήμουν πια έτοιμος να καταρρεύσω όταν ένιωσα το χέρι της να σφίγγει τα δικά μου. Κοίταξα την Κατερίνα που άνοιγε τα μάτια της. Με κοίταξε και είδα τον τρόμο στα μάτια της καθώς θυμόταν τι έγινε.
-Το παιδί, ψέλλισε.
-Είναι εντάξει, τη διαβεβαίωσα. Την προστάτεψες εσύ.
-Να την προσέχεις, ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια της για πάντα αυτή τη φορά.
Τα μηχανήματα άρχισαν να σφυρίζουν δαιμονισμένα και εγώ τινάκτηκα όρθιος, άρχισα να της κάνω μαλάξεις στο στήθος προσπαθώντας να επαναφέρω την καρδιά της αλλά μάταια. Έπεσα πάνω της κλαίγοντας, αγγίζοντας τα χειλάκια που δεν φιλούσα πια ποτέ, τα μάτια της που δεν θα με κοίταζαν πια ποτέ με αγάπη. Δεν έδινα σημασία σε κάνεναν ως που μια νοσοκόμα με έπιασε από το μπράτσο.
-Λυπάμαι, είπε. Πρέπει να μας αφήσετε να.....
Μου είπαν αργότερα ότι το ουρλιαχτό που έβγαλα ήταν φρικιαστικό σαν να σχιζόταν στα δυο η ίδια μου η ψυχή. Με βγάλανε από το δωμάτιο και κάθισα σε έναν πάγκο. Έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου θρηνώντας ως που ένιωσα ένα χέρι στον καρπό μου και μια γλυκιά φωνή να ρωτάει:
-Γιατί κλαις; Πονάς;
Γύρισα και αντίκρισα ένα κοριτσάκι. Φορούσε μια κόκκινη πυτζάμα και στεκόταν δίπλα μου. Είχε το πιο γλυκό προσωπάκι που είχα ποτέ μου δει. Ροζ μαγουλάκια και δυο φωτεινά γαλανά ματάκια, είχε μαύρα μαλλιά κοντά κομμένα.
-Πονάς; μου είπε. Γιατί κλαις;
-Πέθανε η γυναίκα και η κόρη μου, είπα.
-Ναι αλλά τώρα θα είναι κοντά στο Θεούλη, είπε. Και εκεί δεν θα πονάνε. Αυτό να σκέφτεσαι όταν πονάς, και θα είσαι καλύτερα. Εγώ αυτό κάνω.
-Πονάς;
-Έχω κάτι κακό στην κοιλίτσα μου, είπε αθώα, και οι γιατροί πρέπει να το βγάλουν. Μου κάνουν εξετάσεις που με πονάνε, και τότε κοιτάζω την πόρτα που με περιμένει η μαμά και είμαι καλύτερα γιατί κοντά της δεν θα πονάω. Και εσύ να σκέφτεσαι ότι η γυναίκα σου είναι κοντά στο Θεούλη.
-Θα το κάνω, τη βεβαίωσα ενώ κοίταζα το ειδικό βραχιολάκι του νοσοκομείου στο χέρι της. Είχε σπάνια ομάδα αίματος, την ίδια ομάδα που είχα και' γω. Πως σε λένε; ρώτησα.
-Μαρία, είπε.
-Μαρία, είπα, θα θυμάσαι το τηλέφωνό μου να το πεις στους γονείς σου;
Σκεφτόμουν την πιθανότητα να χρειαστεί αίμα. Εκείνη με κοίταξε σοβαρά όσο της έλεγα το νούμερο και μετά έφυγε καθώς επέστρεφα στο δωμάτιο όπου είχαν τελειώσει οι διαδικασίες και θα μπορούσα να πάρω το σώμα της αγαπημένης μου.
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στο χωριό. Άφησα την οικογένειά της κοντά στο φέρετρο και τραβήκτηκα σε μια άκρη. Την είχα κλάψει πολύ ως τώρα και θα την έκλαιγα και στην υπόλοιπη ζωή μου, δεν χρειαζόταν να το κάνω μπροστά σε ανθρώπους που με έβλεπαν εχθρικά.
Περίμενα να φύγουν όλοι για να γονατίσω στον φρεσκοσκαμμένο τάφο και να αφήσω τα δάκρυα μου να τρέξουν. Ένα κομμάτι μου έμεινε για πάντα εκεί.
Επέστρεψα σπίτι νιώθοντας άδειος, σαν να είχα ζήσει όλα όσα είχα να ζήσω και τώρα με περίμενε ένα γκρίζο ατέρμονο κενό ως τη μέρα που θα ακολουθούσα την Κατερίνα στο ταξίδι της. Έπεσα στο κρεβάτι από το οποίο τρεις μέρες νωρίτερα είχαμε σηκωθεί μαζί και κοιμήθηκα. Η κούραση μου χάρισε έναν ύπνο βαθύ που ήταν ωστόσο γεμάτος από όνειρα εκείνης που για πάντα είχα χάσει.
Το πρωί αποφάσισα να πάω στη σχολή, αν έμενα μέσα στο σπίτι θα τρελαινόμουν, παντού υπήρχαν αναμνήσεις και δεν ήξερα πως να αποφύγω το ασφυκτικό τους αγκάλιασμα. Ο πόνος θα με σκότωνε αν θυμόμουν συνέχεια την Κατερίνα. Έτσι πήγα στη σχολή. Τα μαθήματα με βοήθησαν κάπως να ξεχαστώ και να μη σκέφτομαι την αγαπημένη μου. Μέχρι το μεσημέρι.
Έτρωγα λίγες πατάτες όταν άκουσα μια γνώριμη φωνή που είχα καταντήσει να μισώ. Ο Δημήτρης καυχιόταν για την νέα του κατάκτηση μεγαλοφώνως και για το γεγονός ότι η κοπέλα που είχε μόλις αφήσει είχε κάνει μια - ευτυχώς - αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.
-Και είναι κάτι να παινευθείς; είπα αρκετά δυνατά για να με ακούσει.
-Ναι, είπε ατάραχος. Είμαι άνδρας, δεν με τυλίγει η κάθε κλαψιάρα. Αλήθεια η δική σου που είναι να κλαφτεί λίγο;
Με την προσβολή αυτή έχασα κάθε έλεγχο και όρμησα πάνω του. Αυτή τη φορά περίμενε την επίθεσή μου αλλά δεν υπολόγισε την θλίψη και την οργή που πολλαπλασίασαν τη δύναμή μου. Το πέταξα πάνω σε τραπέζι σαν να μην ήταν πιο βαρύς από πάνινη κούκλα και άρχισα να τον χτυπώ.
Με τραβήξανε μακριά του και σηκώθηκε. Έφυγε απειλώντας με μήνυση. Αλλά δεν την υπέβαλλε, είτε έμαθε ότι η Κατερίνα είχε σκοτωθεί και ένιωσε κάποιο οίκτο είτε τον εμπόδισε το γεγονός ότι έγινα ξαφνικά ήρωας στη σχολή όταν μαθεύθηκε η προθυμία μου να δώσω αίμα για την Μαρία. Όλα πήγαν καλά για το κοριτσάκι, το μόνο καλό που είχε συμβεί σε όλη αυτήν την ιστορία.
Κατάφερα να μεταφερθώ σε μια αντίστοιχη σχολή στην Αθήνα και έφυγα από την πόλη με όρκο να μην επιστρέψω ποτέ. Δεν αποχαιρέτησα κανέναν παρά μόνο τη μικρή μου φίλη που είχε τόσο θάρρος όσο μικρούλα ήταν.
Επέστρεψα έτσι στην Αθήνα. Μόνος ανάμεσα σε έναν ωκεανό ανθρώπων, αποτραβηγμένος στη σκιά του κόσμου.
ΤΕΛΟΣ