Φως πάνω από το κεφάλι της..... Μηχανικοί ήχοι από τα συστήματα παρακολούθησης της υγείας της........ Τα χαμηλόφωνα μουρμουρητά των γιατρών και των νοσοκόμων.........
Πόνος............. στα σημεία που την είχε χτυπήσει..................... στην πλάτη από την ακινησία στην ίδια θέση.........Τρόμος στην ψυχή της .......
Συνήλθε μετά τρεις μέρες σε κατάσταση σοκ. Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε την οροφή του δωματίου. Λευκή με γκρι λεπτές γραμμές, με τα φώτα που έρχονταν από το διάδρομο να δημιουργούν περίεργα σχήματα στην οροφή.
Έκανε να ανασηκωθεί αλλά η κίνηση της έφερε ζάλη. Ένιωθε μουδιασμένη, χαμένη και αποπροσανατολισμένη. Δεν ήξερε που βρισκόταν και πόσες μέρες είχαν περάσει από την νύχτα εκείνη που δεν ήθελε να θυμάται μα ήξερε πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Το σώμα της θα ανάρρωνε αλλά το μυαλό της ήταν εγκλωβισμένο σ' αυτή τη νύχτα.
Αρκούσε να κλείσει τα μάτια της για να τα ξαναβιώσει όλα, την αγωνία και τον τρόμο της καθώς τα παρακάλια της άφηναν αδιάφορο τον βασανιστή της και οι κραυγές της δεν ακούγονταν από κανέναν, τον πόνο της καθώς την χτυπούσε για να κάμψει την αντίστασή της και την απερίγραπτη ταπείνωσή της,την αίσθηση εκμηδένισης και εξαθλίωσης που ένιωσε όταν εκείνος έφερε σε πέρας την πράξη του,όταν χωρίς τη θέλησή της την έκανε δική του.
Ξαναπροσπάθησε να ανασηκωθεί και αυτή τη φορά το κατάφερε. Ένας κοφτός ηλεκτρικός ήχος γέμισε το δωμάτιο καθώς ο ορός που ήταν στερεωμένος στο χέρι της έφυγε από τη θέση του. Μια νοσοκόμα μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο και πήγε κοντά της.
-Μη σηκώνεσαι, είπε.
-Που είμαι;
-Στο νοσοκομείο της Αγίας Ελένης, απάντησε η νοσοκόμα.
-Τι μέρα είναι; ρώτησε η κοπέλα.
-Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου, είπε η νοσοκόμα.
-Τρεις μέρες......μονολόγησε η κοπέλα.
Η νοσοκόμα την βοήθησε να ξαπλώσει και τοποθέτησε τον ορό στη θέση του. Η κοπέλα δέχθηκε το τσίμπημα της βελόνας με απάθεια, ήταν μηδαμινός αυτός ο πόνος μπροστά στον άλλο, εκείνο που ένιωθε μέσα της.
Εκείνον που δεν θα έπαυε ποτέ να τη γεμίζει με απόγνωση.
-Οι γονείς σου θέλουν να σε δουν, είπε η νοσοκόμα.
-Εντάξει, είπε η κοπέλα και τράβηξε το σεντόνι που τη σκέπαζε ως το σαγόνι καλύπτοντας το γυμνό σώμα της τελείως.
Το όνομά της ήταν Γκαμπριέλα Ράνσομ και ήταν γόνος μιας εύπορης οικογενείας και από τις επιφανείς του Τορόντο. Η εικοσάχρονη Γκαμπριέλα ήταν το μόνο παιδί του Ρέτζιναλντ και της Κάθρην Ράνσομ και είχε μεγαλώσει σε ένα φυσιολογικό οικογενειακό περιβάλλον. Παρότι δεν το είχε ανάγκη από οικονομικής πλευράς είχε πιάσει δουλειά σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρία επιθυμώντας να μην είναι ένα ακόμα πλουσιοκόριτσο που τρώει τα λεφτά του μπαμπά του κάτι που δεν είχε βρει καθόλου σύμφωνο τον πατέρα της.
-Πως είσαι Γκαμπριέλα; ρώτησε η μητέρα της. Τι σου συνέβει γλυκειά μου;
-Μου επιτέθηκε ο .......... κόμπιασε καθώς οι μνήμες επέστρεψαν να τη στοιχειώσουν και ένα ρίγος τη διέτρεξε. Με βίασε, είπε τελικά και ξέσπασε σε λυγμούς.
Το είχε ξεστομίσει, είχε πει τις δυο λέξεις που αποκάλυπταν στην οικογένειά της σε ποια κόλαση είχε βυθισθεί τις τρεις τελευταίες μέρες και ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνη όσο ποτέ άλλοτε. Σαν να είχε υψωθεί από το έγκλημα που τελέσθηκε εναντίον της ένα σκληρό αδιαπέραστο τείχος που τη χώριζε από τους υπόλοιπους ανθρώπους.