Κεφάλαιο Πρώτο
Τα τύμπανα χτυπούσαν αργά και ρυθμικά καθώς οι δυο στοίχοι των φρουρών με τις πορφυρές στολές πλησίαζαν το ικρίωμα μεταφέροντας ανάμεσά τους τον καταδικασμένο σε θάνατο άνδρα. Εκείνος βάδιζε με το κεφάλι ψηλά, στητός και αγέρωχος σαν να πήγαινε προς τη στέψη του σε βασιλιά και όχι προς το θάνατο. Άκουγε τους στεναγμούς και το θρήνο εκείνων που τον μοιρολογούσαν από τώρα αλλά δεν κοίταζε, κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά.
Η πλατεία βρισκόταν στην άκρη της πόλης στη βάση σχεδόν του τείχους. Στρατιώτες είχαν παραταχθεί στις πλευρές της πλατείας κρατώντας τον κόσμο μακριά. Όλοι όσοι είχαν μαζευτεί το είχαν κάνει για να αποχαιρετίσουν τον άρχοντά τους και ήταν μόνο ο φόβος που τους κρατούσε να μην δείξουν τα αισθήματά του αν και πολλές γυναίκες έκλαιγαν φανερά.
Στο κέντρο της πλατείας ήταν τοποθετημένο το ικρίωμα με το αιματοβαμμένο κούτσουρο, ο δήμιος περίμενε ήδη με το μεγάλο πέλεκυ ακουμπισμένο μπροστά του. Στα αριστερά του ικριώματος υπήρχε μια εξέδρα όπου σε μια πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο καθόταν ένας άνδρας με κόκκινο μανδύα. Τα χέρια του, που ακουμπούσαν στα σκαλισμένα σε λεοντοκεφαλές μπράτσα της πολυθρόνας, ήταν ντυμένα με κόκκινα γάντια. Ήταν ο δικαστής που είχε καταδικάσει αυτόν τον άνδρα. Ο μελλοθάνατος δεν τον κοίταξε καθώς ανέβαινε στο ικρίωμα. Αντίθετα κοίταξε σε ένα σημείο ακριβώς απέναντι. Εκεί μια όμορφη κοπέλα ντυμένη με ένα φόρεμα που πρόδιδε αριστοκρατική καταγωγή έκλαιγε στην αγκαλιά μιας συνομήλικής της. Για πρώτη φορά το βλέμμα του μαλάκωσε και στο πρόσωπό του φάνηκε κάποιο συναίσθημα.
-Ροδόλφε της Ασόν, είπε ο δικαστής με μια φωνή δυνατή και παγερή. Καταδικάστηκες σε θάνατο και η ποινή θα εκτελεστεί άμεσα. Έχεις να πεις τίποτα;
Ο Ροδόλφος της Ασόν κοίταξε περιφρονητικά τον δικαστή και μετά έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στην κοπέλα που έκλαιγε. Ήταν η Φιντέλια, η κοπέλα που σε ένα μήνα θα γινόταν σύζυγός του. Την κοίταξε έντονα σαν να ήθελε να πάρει μαζί του την εικόνα της.
-Ας αποδοθεί δικαιοσύνη! είπε ο δικαστής.
Ο δήμιος τον έριξε στα γόνατα και ακούμπησε το κεφάλι του στο ξύλο. Εκείνος συνέχιζε να κοιτάει την αγαπημένη του. Είχε ήσυχη τη συνείδησή του, ήταν αθώος για όλες τις κατηγορίες που ο δικαστής είχε απαγγείλει εναντίον του, και δεν τον ένοιαζε ο θάνατος. Το μόνο που τον λυπούσε ήταν η απώλεια της ζωής που θα ζούσε με την Φιντέλια. Ήθελε πολύ μια οικογένεια. Η Φιντέλια τον κοίταζε, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και η φίλη της την είχε αγκαλιάσει και τη στήριζε.
Ο δήμιος σήκωσε τον πέλεκυ, το φως του ήλιου έλαμψε πάνω στην καλογυαλισμένη λεπίδα. Η Φιντέλια έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος της φίλης της, δεν άντεχε να βλέπει την εκτέλεση εκείνου που αγαπούσε. Ο δήμιος κατέβασε με φόρα τη φονική λεπίδα που σταμάτησε εκατοστά από το λαιμό του θύματός του. Πνιχτά σχόλια ακούστηκαν από το πλήθος, ήταν ένα βασανιστήριο που συνήθιζαν οι δήμιοι. Όμως η έκφραση του προσώπου του δήμιου έδειχνε πως κατέβαλλε προσπάθεια να ολοκληρώσει την κίνησή του.
Ο δικαστής ήταν πιο γρήγορος να καταλάβει τι συνέβαινε.
-Εσύ! βρυχήθηκε δείχνοντας κατηγορηματικά στην απέναντι πλευρά της πλατείας.
Εκεί, στην πρώτη γραμμή του πλήθους στεκόταν ένας άνδρας με λευκό μανδύα. Το αριστερό χέρι του τεντωμένο έδειχνε το δήμιο που εξακολουθούσε να προσπαθεί να ολοκληρώσει την εκτέλεση του Ροδόλφου της Ασόν. Πέρασε ανάμεσα σε δυο φρουρούς και προχώρησε προς το δικαστή. Τα βήματά του ακούγονταν ηχηρά στις πλάκες της πλατείας.
-Ο Θεός μας δίνει δύναμη για να βοηθούμε εκείνους που έχουν ανάγκη, είπε ο άνδρας με το λευκό μανδύα.
-Ο δικός μου θεός μου δίνει δύναμη για να την απολαύσω! κραύγασε αλαζονικά ο δικαστής.
-Μπαγκράς, είπε όχι κάποια έκπληξη ο νεοφερμένος.
-Σκοτώστε τον! διέταξε ο δικαστής.
Ο άνδρας έκανε μια απότομη κίνηση με το απλωμένο χέρι του και το όπλο τινάχτηκε από το χέρι του δήμιου. Τίναξε πίσω το λευκό μανδύα του, αποκαλύπτοντας το λευκό πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι κάτω από αυτόν, και τράβηξε μια σπάθα.
Με φοβισμένες κραυγές το πλήθος τραβήκτηκε πίσω θέλοντας να αποφύγει να βρεθεί ανάμεσα στους στρατιώτες και τον άνδρα αυτόν με τις προφανώς ανεπτυγμένες δυνάμεις αποκαλύπτοντας και άλλους άνδρες που πλησίαζαν για να λάβουν μέρος στη μάχη, κάποιοι με επίσης λευκούς μανδύες αλλά οι περισσότεροι με μαύρους.
-Δεν στέκεται μόνος του μάγε, είπε ένας από αυτούς με τους λευκούς χιτώνες.
Με ένα εφιαλτικό γέλιο ο δικαστής άλλαξε μορφή μπροστά στα μάτια τους. Τώρα ήταν ένας ξερακιανός άνδρας ντυμένος με έναν μαύρο μανδύα κεντημένο με ασημένια αποκρυφιστικά σύμβολα. Στα χέρια του κρατούσε ένα ραβδί που κατέληγε σε ένα σχέδιο σαν το γαμψό νύχι ενός αρπακτικού.
Ο πρώτος από τους αντιπάλους του μάγου με το λευκό μανδύα είχε φτάσει στο δήμιο. Εκείνος είχε τραβήξει ένα μαχαίρι και το ακουμπούσε στο λαιμό του Ροδόλφου.
-Αν τον σκοτώσεις, είπε ο άνδρας, ποιος θα σε σώσει από' μενα; Πέταξε το μαχαίρι και φύγε. Δεν θα σε καταδιώξω.
Ο δήμιος κοίταξε στα μάτια τον αντίπαλό του. Είχε γαλανά μάτια και ένα έντονο βλέμμα που τον έκανε να νιώθει ότι τον διαπερνούσε. Πέταξε το μαχαίρι και τράπηκε σε φυγή. Ο αντίπαλός του δεν τον καταδίωξε αλλά ασχολήθηκε με το να βοηθήσει τον Ροδόλφο της Ασόν να σηκωθεί και μετά να του λύσει τα χέρια.
-Σου χρωστάω τη ζωή μου και σου είμαι πραγματικά υπόχρεος, ποιος είσαι; ρώτησε εκείνος.
-Ονομάζομαι Ραμίρ Γκάνελον.
-Και είσαι καταραμένος στην αιωνιότητα! βρυχήθηκε ο μάγος.
Στράφηκαν και οι δυο και είδαν τον μάγο να έχει στρέψει το ραβδί του πάνω στον Ραμίρ Γκάνελον. Μια ριπή ενέργειας τινάκτηκε από την άκρη του ραβδιού και χτύπησε στο έδαφος μπροστά στα πόδια του Ραμίρ.
-Εναγκαλίσου τη Λήθη, φώναξε ο μάγος, εναγκαλίσου τον ίδιο σου τον αφανισμό. Στο σκοτάδι θα πορεύεσαι και στο σκοτάδι θα ζεις. Δύναμη δεν θα' χεις και τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορείς να θυμηθείς.
Μια σφαίρα μαύρης ενέργειας τύλιξε ξαφνικά τον Ραμίρ και εξαφανίστηκε μετά παίρνοντάς τον μαζί της.
Ονομαζόταν Ροβέρτος της Αβέρν και ήταν από τους καλύτερους πολεμιστές ανάμεσα στους Ιππότες του Όρκου. Είχε γνωριστεί με τον Ραμίρ πολλά χρόνια πριν, την πρώτη τους μέρα σαν δόκιμοι. Είχαν γίνει στενοί φίλοι και είχαν πολεμήσει μαζί πολλές φορές. Τώρα ο Ροβέρτος πολεμούσε λίγο μακρύτερα από το φίλο του. Όντας αμφιδέξιος πολεμούσε κρατώντας ένα σπαθί σε κάθε χέρι. Ριχνόταν στη μάχη στα σημεία που ήταν εντονότερη και σκορπούσε τον όλεθρο στους εχθρούς. Οι φρουροί του μάγου δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους Ιππότες και πολλοί κείτονταν ήδη νεκροί.
Στη φωτιά της μάχης παρέμενε απόλυτα ψύχραιμος και συγκροτημένος. Πολεμούσε μεθοδικά και ήταν τρομερός αντίπαλος, άφοβος απέναντι στον οποιονδήποτε, πολυμήχανος και τολμηρός. Είδε τον μάγο να στρέφει το ραβδί του και φώναξε μια προειδοποίηση στο φίλο του που χάθηκε στο θόρυβο της μάχης, την κλαγγή των όπλων και τις φωνές των μαχητών. Επιχείρησε να τον προειδοποιήσει τηλεπαθητικά αλλά ο μάγος είχε προνοήσει γι' αυτό, είχε ρίξει κάποιο ξόρκι γύρω από τον Ραμίρ που δεν επέτρεπε να τον ειδοποιήσει με αυτόν τον τρόπο.
Όρμηξε να προλάβει την κίνηση του μάγου. Με μια τρομερή πολεμική κραυγή επιτέθηκε στους φρουρούς επιχειρόντας να ανοίξει δρόμο προς το φίλο του. Με τα δυο σπαθιά του να στερουν ζωές σε κάθε χτύπημα, ένας αληθινός άγγελος του θανάτου, άνοιξε ένα ματωμένο μονοπάτι αλλά δεν ήταν δύνατον να προλάβει. Είδε την μαύρη σφαίρα να τυλίγει τον Ραμίρ.
-Μάικ! φώναξε.
Ένας από τους άλλους Ιππότες με τους λευκούς μανδύες γύρισε και κοίταξε τον Ροβέρτο. Εκείνος του έδειξε προς την κατεύθυνση του Ραμίρ που εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξαφανιζόταν. Ο Ιππότης στράφηκε και αποτελείωσε με ένα κοφτό χτύπημα τον αντίπαλό του. Ύστερα αντέστρεψε τη σπάθα του και ακούμπησε την αιχμή της στο έδαφος. Γονάτισε και άρχισε να προφέρει κάτι σαν ευχή ή εξορκισμό. Ο Ροβέρτος ένιωσε την παγωνιά πίσω του και στράφηκε για να ατικρίσει μια αψίδα μέσα στην οποία βασίλευε το πιο ερεβώδες σκοτάδι που είχε ποτέ αντικρίσει.
“Είναι μια Σκιώδης Πύλη,” άκουσε τον Μάικ στο μυαλό του, “ θα σε οδηγήσει στον ίδιο τόπο και χρόνο όπου έστειλε τον Ραμίρ. Δεν ξέρω πόσο κοντά αλλά είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω χωίς άλλες πληροφορίες."
Ο Ροβέρτος γύρισε και κοίταξε τον συμπολεμιστή του.
-Θα τον φέρω πίσω, υποσχέθηκε πριν περάσει την πύλη. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν τον καταπιεί το σκοτάδι ήταν ο Μάικ που προχωρούσε να αντιμετωπίσει το μάγο.