Ιστολόγιο του μήνα - Ιούλιος 2010

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Στην ως τώρα καριέρα μου σαν blogger έχω δεχθεί δυο βραβεία. Και τις δυο φορές ξεκίνησα να βραβεύσω και εγώ με τη σειρά μου κάποιους άλλους που τα ιστολόγιά τους μου αρέσανε για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Διαπίστωσα και τις δυο φορές ότι οι υποψήφιοι ήταν περισσότεροι από τα βραβεία που μπορούσα να δώσω. Έτσι βράβευσα κάποιους αλλά και πάλι άφησα έξω ιστολόγια που θα ήθελα να προβάλλω. Πέρα από αυτόν τον περιορισμό στα βραβεία υπήρχαν τότε ιστολόγια που ακόμα δεν τα είχα ανακαλύψει για να τα βραβεύσω.
   Έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω μια νέα σειρά αναρτήσεων στις οποίες θα μιλάω για ιστολόγια που μου αρέσουν. Θα έχουμε έτσι κάθε μήνα το Ιστολόγιο του μήνα στο οποίο θα παρουσιάζω ένα από τα Ιστολόγια που διαβάζω... Και ξεκινάμε.
   Το Ιστολόγιο του μήνα που εγκαινιάζει τη νέα μου αυτή σειρά είναι το από το χαμόγελο στο γέλιο της meanan.
   Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Προέκυψε γιατί είναι χαρούμενος άνθρωπος, βλέπει πάντα τη θετική πλευρά των πραγμάτων και γελάει πολύ. Το όνομα τώρα το δικό της, είναι αρκτικόλεξο αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω τι αντιπροσωπεύουν οι συλλαβές.
   Έχει περίπου τέσσερεις μήνες που ανήκει στην κοινότητα του παγκοσμίου ιστού μιας και ξεκίνησε στις 19 Μαρτίου να γράφει το ιστολόγιό της. Από τότε έχει κάνει 61 αναρτήσεις με διάφορα θέματα. Παρότι χαμογελάει και γελάει δεν έχει γράψει ακόμα ανέκδοτα ή αστείες ιστορίες. Έχει γράψει διδακτικές ιστορίες, έχει μιλήσει για καθημερινές στιγμές από το μεγάλωμα τριών κοριτσιών, και έχει αφιερώσει πολλές αναρτήσεις της στη μεγάλη της αγάπη που είναι οι χειροτεχνίες. Της αρέσει να φτιάχνει πράγματα, από κολάζ μέχρι ζωγραφιές κάθε είδους, κάρτες και κομψοτεχνήματα από πηλό. Σε πολλές αναρτήσεις παρουσιάζει λοιπόν τα έργα της. Τέλος κάποιες φορές μιλάει για βιβλία, εκεί είναι μεγάλο το εύρος από βιβλία ενηλίκων ως παιδικά και για μικρά παιδάκια μιας και έχει και από αυτά!
   Τη meanan και το χαρούμενο ιστολόγιό της θα το βρείτε εδώ:

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Είχε περπατήσει για αρκετή ώρα. Οι δρόμοι που είχε διασχίσει ήταν όλοι παρόμοιοι, μικρά βρώμικα στενά που ακόμα και η βροχή δεν μπορούσε να καθαρίσει αλλά ερχόταν να κυλίσει σε μικρά θολά ποταμάκια στις βάσεις των πεζοδρομίων. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλεισμένα ερμητικά σαν να βρισκόταν σε μια πόλη που τελούσε υπό πολιορκία. Πολλές φορές είχε συναντήσει ανθρώπους κουλουριασμένους σε γωνιές ανάμεσα σε κτίρια που πάσχιζαν να κρατηθούν ζεστοί. Άλλοι είχαν τρυπώσει σε χαρτοκιβώτια ή σε μεγάλους σιδερένιους κάδους που είχε ήδη καταλάβει ότι προορίζονταν για τα απορίμματα.
   Που μπορούσε να πάει; Τον διακατείχε ένα αίσθημα κινδύνου. Δεν ήξερε γιατί αλλά ήταν βέβαιος πως βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Αν όμως ήταν έτσι τότε καλύτερα να συνέχιζε να κινείται, θα γινόταν πιο δύσκολο να εντοπιστεί από ό,τι και αν ήταν αυτό από το οποίο κινδύνευε.
   Μια δυνατή βροντή συντάραξε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο λιγοστός δημόσιος φωτισμός που τον συντρόφευε ως τώρα έπαψε να υπάρχει βυθίζοντάς τον σε ένα βαθύ σκοτάδι. Προσπάθησε να διακρίνει τι υπήρχε μπροστά για να συνεχίσει να κινείται και τελικά διαπίστωσε πως υπήρχε κάπου κοντά του ένα φως το οποίο φαινόταν αχνό και έδειχνε να προέρχεται κάτω από τη γη. Με ανύπαρκτες εναλλακτικές προχώρησε προς το φως.
   Ήταν κοντά και στο δρόμο δεν υπήρχαν εμπόδια, φτάνοντας διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει λάθος, το φως ερχόταν από ένα άνοιγμα μέσα στη γη όπου μπορούσε να κατέβει από μια σειρά πέτρινα σκαλοπάτια. Ήταν μια υπόγεια διάβαση, και γρήγορα ο Ραμίρ διαπίστωσε ότι δεν ήταν άδεια. Το φως προερχόταν από μια φωτιά που έκαιγε μέσα σε ένα σαπισμένο βαρέλι. Γύρω από τη φωτιά ήταν μαζεμένοι αρκετοί άνθρωποι, με κουρελιασμένα και βρώμικα ρούχα οι περισσότεροι. Ο Ραμίρ κοντοστάθηκε μια στιγμή για να συνηθίσουν τα μάτια του στο φως και μετά συνέχισε το δρόμο του. Οι άνθρωποι τον κοίταξαν επιφυλακτικά αλλά δεν αντέδρασαν στην παρουσία του. Εκείνος συνέχισε να περπατάει. Η υπόγεια διάβαση ήταν πιο μεγάλη από ότι νόμιζε και προφανώς παρατημένη απ' όλους πλην αυτών των απόκληρων αφού μπορούσε να καταλάβει από αυτά που έβλεπε ότι πολλοί από αυτούς ζούσαν εδώ κάτω μόνιμα.
  Κόντευε να φτάσει στην άλλη άκρη της υπόγειας διάβαση όταν κατάλαβε ότι η βροχή έξω είχε δυναμώσει σε πραγματικό καταρράκτη. Ο μανδύας τον προφύλασσε από τον καιρό αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα ευχαριστιόταν να βγει στο χαλασμό που γινόταν εκεί έξω όπου ακόμα επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Αυτό πολύ περισσότερο από την νεροποντή τον έκανε απρόθυμο να βγει και πάλι έξω. Θα ήταν ακόμα πιο ευάλωτος. Σε αυτόν εδώ τον χώρο ήταν σε θέση να ελέγχει τουλάχιστον ποιος τον πλησίαζε.
   Αναζήτησε ένα μέρος να κάτσει και δεν άργησε να το βρει. Σε πολλά σημεία οι άστεγοι είχαν σκάψει κοιλώματα στους τοίχους όπου κουλουριασμένοι προσπαθούσαν να κοιμηθούν ξεχνώντας για λίγο την κατάστασή τους. Σε μια τέτοια κοιλότητα κάθησε και ο ίδιος τυλιγμένος με τον μανδύα του.

   Ο λόφος του Λυκαβητού προσφέρει στους κατοίκους της Αθήνας μια πανοραμική θέα της πόλης τους. Για τον Ροβέρτο όμως ήταν ένα θέαμα απαισιοδοξίας. Συνειδητοποιούσε τώρα σε όλο του το μεγαλείο το μέγεθος αυτής της πόλης. Ήταν πραγματικά αχανής, δεν θα μπορούσε να την περιγράψει αλλιώς, πολλές φορές μεγαλύτερη από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου του και σίγουρα πολύ πιο πυκνοκατοικημένη. Κοίταξε το σκοτάδι διανθισμένο από χιλιάδες μικρά και μεγαλύτερα φώτα, αυτό που θα έκανε τώρα ήταν η τελευταία ελπίδα του να βρει τον Ραμίρ. Άρχισε να προφέρει αργά μια επίκληση, ήξερε πως δεν ήταν το δυνατό του σημείο, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Ευχήθηκε να είχε τον Μάικ μαζί του. Εκείνος όμως είχε το δικό του αγώνα να δώσει.
   Ολοκλήρωσε την επίκληση και η εικόνα μπροστά στα μάτια του άλλαξε. Τώρα δεν έβλεπε φως και σκοτάδι στον υλικό κόσμο αλλά την πορεία που κάθε μια ψυχή της ανθρωποθάλασσας που κατοικούσε την Αθήνα είχε πάρει. Φως και σκοτάδι αναλόγως προς τα που προσανατολιζόταν κάθε ψυχή. Κανονικά η αύρα του Ραμίρ θα έπρεπε να ξεχωρίζει σαν ήλιος ανάμεσα σε κεριά αλλά αυτό δεν συνέβαινε και ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Τότε είδε κάτι ακόμα χειρότερο.
   Σκιές ίπταντο πάνω από την πόλη. Ακολουθούσαν κάθε άνθρωπό, παραμόνευαν σε κάθε σημείο της πόλης. Ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτές οι σκιές. Ήταν πνεύματα που υπηρετούσαν κάποιον σκοτεινό μάγο, ψυχές που ήδη είχαν ζήσει μια ζωή στην υπηρεσία του Σκότους και ζητούσαν τώρα να κυριεύσουν κάποιον για να συνεχίσουν να το υπηρετούν.
   -Ψυχές του Δαίμονα, είπε με απέχθεια χρησιμοποιώντας την ονομασία που έδιναν οι Ιππότες σε αυτές τις ψυχές.
   Ακούγοντας το όνομα τους να εκφέρεται δυνατά δυο από τις πιο κοντινές σκιές στράφηκαν προς το μέρος του. Επιτέθηκαν με μια κραυγή άηχη στον υλικό κόσμο αλλά εκκωφαντική στο μυαλό του. Ο Ροβέρτος έκανε πίσω και τράβηξε τα δυο σπαθιά του.

   Ένας άνδρας πλησίασε τον Ραμίρ. Εκείνος τον κοίταξε προσπαθώντας να εκτιμήσει αν αποτελούσε κίνδυνο. Στο ίδιο κοίλωμα είχε καταφύγει και μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά που βιάστηκε να απομακρυνθεί από κοντά του.
   -Το μέρος είναι δικό μου, δίνε του! μούγκρισε ο άνδρας.
   Προτιμώντας να αποφύγει τη σύγκρουση ο Ραμίρ σηκώθηκε αλλά όπως το έκανε αυτό άνοιξε ο μανδύας του αποκαλύπτοντας το πουγκί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Ο άνδρας το κοίταξε άπληστα. Ένα μαχαίρι είχε εμφανιστεί τώρα στο χέρι του.
   -Δώσε μου τα λεφτά σου, είπε.
   Ο Ραμίρ δεν ήταν όμως διατεθειμένος να υπακούσει. Τα δάκτυλά του τυλίκτηκαν γύρω από τη λαβή της σπάθας του και την ξεθηκάρωσε με μια απότομη κίνηση κάνοντας τον άλλο να πισωπατήσει έντρομος. Ο Ραμίρ δεν ήταν σίγουρος πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όπλο που καρατούσε αλλά συνειδητοποιούσε ότι θα ήταν λάθος να το δείξει. Έκανε ένα βήμα προς τον αντίπαλό του που τράπηκε σε φυγή. Ο Ραμίρ επέστρεψε τη σπάθα στη θέση της και τυλιγμένος με τον μανδύα του κάθισε και πάλι στο κοίλωμα. Η γυναίκα με το μωρό τον κοίταξε και κάθισε όταν εκείνος της ένευσε καταφατικά.

   Δυο Ψυχές του Δαίμονα λιγότερες ίπταντο πάνω από την πόλη όταν ο Ροβέρτος άφησε πίσω του το λόφο του Λυκαβητού. Η νίκη του αυτή όμως είχε αφήσει μια πικρή γεύση. Βρισκόταν σε έναν κόσμο που κινδύνευε να περάσει στην κυριαρχία του Σκότους και δεν μπορούσε να εντοπίσει τον Ραμίρ. Με τα όπλα του θηκαρωμένα και κρυμμένα κάτω από το μανδύα άρχισε να κατεβαίνει προς την πόλη. Συγκέντρωσε τη σκέψη του σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον Μάικ.
   “Μάικ, δεν μπορώ να βρω τον Ραμίρ. Δοκίμασα να νιώσω την αύρα του αλλα δεν είναι δυνατόν, είναι σαν να έχει χαθεί.”

   Ο Μάικ απέκρουσε με τη σπάθα του το ραβδί του Μπαγκράς που τίναξε σπίθες. Ο μάγος πρόφερε μια κατάρα και έκανε πίσω. Ο Ιππότης τον ακολούθησε αλλά την επόμενη στιγμή εκείνος σχημάτισε στον αέρα ένα αποκρυφιστικό σύμβολο και εξαφανίστηκε από την εξέδρα. Ο Μάικ στράφηκε και σάρωσε με το βλέμμα την πλατεία, οι σύντροφοί του έστεκαν νικητές, οι άνδρες του μάγου ήταν όλοι νεκροί.
   -Έφυγε; ρώτησε ο Ροδόλφος της Ασόν.
   Ο Μάικ δεν απάντησε, αισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνέχισε να κρατάει τη σπάθα του έτοιμος για μάχη.
   -Είναι ακόμη εδώ, είπε.
   Ο Ιππότης κοίταξε ανήσυχος γύρω. Η υποψία του αποδείχθηκε βάσιμη. Ο Μπαγκράς δεν είχε φύγει, εμφανίστηκε δίπλα στη Φιντέλια την άγγιξε στον ώμο και φώναξε χαιρέκακα:
   -Η εκδίκηση είναι δική μου.
   Την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκαν και οι δυο ενώ ο Ροδόλφος έβγαζε μια κραυγή τρόμου.

Καληνύχτα

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Σε κοιτάζω να κοιμάσαι, είναι κάτι που θα μπορούσα να το κάνω από τώρα ως την αιωνιότητα. Είσαι τόσο υπέροχα όμορφη, το πρόσωπό σου παραδομένο στη γαλήνη, ήσυχη από τις έννοιες και τα προβλήματα. Νιώθω για' σενα μια τρυφερότητα που ποτέ δεν ένιωσα για άλλη γυναίκα και σε κάποιες τέτοιες στιγμές το νιώθω περισσότερο. Πόσο θα ήθελα να χαιδέψω το μεταξένιο χείμαρρο των μαλλιών σου, πόσο θα ήθελα να νιώθω τη γλυκιά θέρμη των χειλιών σου.
   Ξυπνώ, η εικόνα χάνεται. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και ανοίγω την πόρτα του δωματίου. Είναι ακόμα νύχτα, πολλά αστέρια λάμπουν στον ουρανό, δείχνουν να τρεμοσβήνουν. Αφήνομαι να τα κοιτώ, όπως κάνω σχεδόν κάθε νύχτα πριν κοιμηθώ, είναι και αυτά μακριά μου όπως εσύ. το αεράκι που φυσάει με κάνει να ριγήσω. Όπως έχω σηκωθεί από το κρεβάτι είναι εγγυημένος τρόπος να αρρωστήσω.
   “Αφού δεν προσέχεις καθόλου, ” σαν να ακούω τη φωνή σου. Πάντα έχεις να κάνεις με το πόση λίγη σημασία δίνω στην ασφάλειά μου από κάθε είδους ατυχήματα. Σκέφτομαι τη γλυκια σου φωνή και το σαν τρεχούμενο νερό γέλιο σου. Δεν ξέρεις πόσο μου λείπουν και τα δυο.
    Επιστρέφω στο κρεβάτι μου. Ξαπλώνω με την εικόνα σου στο μυαλό μου. Τώρα που θα κοιμηθώ η σκέψη μου πάλι θα σε αναζητήσει. Είσαι κάπου εκεί έξω αλλά ταυτόχρονα και τόσο κοντά μου.
   Καληνύχτα αγαπημένη μου....

Οι Ταξιδιωτες Των Κόσμων 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Τον κύκλωσε ένα σκοτάδι πιο βαθύ και από το αρχέγονο σκότος πριν τη δημιουργία του σύμπαντος. Ένιωσε το σώμα του να παγώνει σε σημείο που το κρύο να του προκαλεί πόνο. Τεράστιες δυνάμεις απειλούσαν να τον συνθλίψουν και απόκοσμες φωνές σφυροκοπούσαν ανελέητα το μυαλό του τρεφόμενες με τον πυρήνα της ύπαρξής του. Ρούφηξαν άπληστα τις αναμνήσεις του, απομύζησαν τις δυνάμεις του, τον χτύπησαν ως που να απομείνει εξαντλημένος. Δεν ήξερε ποιος ήταν πλέον. Τότε οι απόκοσμες αυτές φωνές τον άφησαν, τον τίναξαν προς έναν κόσμο όπου θα ήταν ευάλωτος, εύκολη λεία για εκείνους που ακολουθούσαν και εκεί το δρόμου του σκοταδιού. Δεν ήταν σε θέση να παλέψει, δεν είχε πια τον τρόπο να αντισταθεί.
   “Μην απελπίζεσαι Ραμίρ Γκάνελον, μια απαλή φωνή μίλησε στο μυαλό του και ο ήχος της ήταν ικανός να μειώσει έστω και λίγο το μαρτύριό του, έχασες τις δυνάμεις σου αλλά όχι την ψυχή σου και το ποιος είσαι δεν εξαρτάται παρά μόνο από αυτήν. Έχε θάρρος γιατί ο κόσμος στον οποίο βρίσκεσαι δεν έχει ακόμα ασπασθεί το σκοτάδι.”
   Η φωνή χάθηκε.
   Ένιωσε το περιβάλλον γύρω του να αλλάζει με τρόπους που δεν μπορούσε να κατανοήσει και την επόμενη στιγμή προσέκρουσε με την πλάτη σε κάτι σκληρό. Ένιωσε σταγόνες να πέφτουν στο πρόσωπό του και άνοιξε τα μάτια του. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με μολυβένια σύννεφα και ήδη έπεφτε ένα ψιλόβροχο, αυτό που είχε νιώσει στο πρόσωπό του. Σηκώθηκε από το έδαφος. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μικρό τρίγωνο γης καλυμμένο με αγριόχορτα και πολύ περισσότερα σκουπίδια. Δυο τρία καχεκτικά δενδράκια πάλευαν να επιβιώσουν και καλοδέχονταν τη βροχή που τα καθάριζε από τη σκόνη και τα πότιζε.
   Περπάτησε στην άκρη αυτού του χώρου που θεωρητικά ήταν πάρκο και βγήκε στο δρόμο, κοίταξε τα ψηλά κτίρια, ένα γύρω. Δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε ποιος ήταν. Ήταν στο έλεος του πρώτου εχθρού που θα συναντούσε.
   Στάθηκε. ένας γρήγορος έλεγχος αποκάλυψε ότι μπορεί το πνεύμα του να είχε χτυπηθεί και να ένιωθε τον εαυτό του σαν να ήταν ξένος, όμως το σώμα του είχε περάσει τη δοκιμασία ανέγγικτο. Δεν ήταν τραυματισμένος, σχεδόν δεν ένιωθε ούτε καν κουρασμένος. Φορούσε ακόμα τα ίδια ρουχα, λευκό πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και το λευκό μανδύα. Η σπάθα του, που την είχε θηκαρώσει για να απελευθερώσει το Ροδόλφο της Ασόν, ήταν ακόμα στο πλευρό του μέσα στη δερμάτινη θήκη της. Δεν ήταν ανυπεράσπιστος παρότι δεν θυμόταν πως να χειριστεί την σπάθα.
   Τράβηξε την κουκούλα του μανδύα πάνω από τα ξανθά μαλλιά του για να προστατευτεί από τη βροχή και κοίταξε τριγύρω. Προς τα που έπρεπε να κινηθεί; Δεν υπήρχε κάτι γνώριμο σε αυτό το ξένο, και παράδοξο για εκείνον, περιβάλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να βρει τα σημεία του ορίζοντα. Προχώρησε προς την κατεύθυνση που ήταν ήδη στραμμένος.

   Ο Ροβέρτος της Αβέρν δεν αντιμετώπισε την επίθεση που βίωσε ο φίλος του. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι εκείνος δεν είχε δεχθεί την κατάρα του μάγου αλλά και στο ότι ταξίδευε μέσα από τη Σκιώδη Πύλη κατευθυνόμενος από τη δύναμη του συντρόφου του. Ένιωσε και εκείνος το ψύχος που το ταξιδι ανάμεσα στους κόσμους συνεπαγόταν αλλά αυτό ήταν όλο.
   Βρέθηκε σε ένα στενό δρομάκι χαμένο ανάμεσα σε δυο ψηλά κτίρια και κοίταξε τριγύρω. Αυτό που αντίκριζε του ήταν το ίδιο ξένο όπως και στον Ραμίρ, δεν έμοιαζε με τίποτα που είχαν δει στο δικό τους κόσμο. Θυμήθηκε αυτά που είχε διηγηθεί ένας άλλος Ιππότης που είχε ταξιδέψει σε αυτόν τον κόσμο, ο ίδιος που τον είχε στείλει και τώρα εδώ. Ήταν ένας κόσμος ολότελα διαφορετικός από τον δικό τους. Τουλάχιστον μοιραζόταν τις ίδιες αξίες – αν και όχι πάντα – με το δικό τους και δεν υπηρετούσε τις δυνάμεις του Σκότους.
   -Καλύτερα να βρω τον Ραμίρ και να φύγουμε από' δω το γρηγορότερο, μονολόγησε.

   Δεν πίστευε στα μάτια της. Είχε κοιτάξει το στενό και ήταν άδειο. Είχε πάρει το βλέμμα της να δει τη βροχή, που είχε αρχίσει να πέφτει δυνατότερη και λιγόστευε τις πιθανότητες να βρει πελάτη απόψε, και όταν ξανακοίταξε αυτός στεκόταν εκεί. Από που είχε εμφανιστεί; Δεν είχε αυτοκίνητο, δεν είχε βγει από κάποιο σπίτι. Ο άνδρας ερχόταν προς το μέρος της, ντυμένος στα μαύρα με μάυρο μανδύα που διέθετε και κουκούλα. Φαινόταν γεροδεμένος και όπως πλησίασε, και διέκρινε τα χαρακτηριστικά του, είδε ότι ήταν γοητευτικός άνδρας. Είχε καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια, μια ουλή διέσχιζε κάθετα το αριστερό μάγουλό του. Θα της ήταν ευχάριστο να την αγγίξει αυτός. Κάτι που δεν συνέβαινε εύκολα στη δουλειά της.
   Το όνομά της ήταν Γιαρμίλα Ντομπόροβιτς, είχε έρθει στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και είχε αναγκαστεί να εκπορνευτεί υπό την απειλή της απέλασης ή της εξόντωσης. Είχε μαζευτεί κάτω από την μαρκίζα ενός μαγαζιού με μηχανήματα για να προφυλαχθεί από την βροχή αλλά τώρα αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της. Εξάλλου σε λίγο θα περνούσε ο Τζίμυ και δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα γινόταν αν δεν μπορούσε να του δώσει λεφτά. Δεν τον έλεγαν άδικα κτήνος. Επιθεώρησε την εμφάνισή της βιαστικά. Ντυμένη με ένα αμάνικο μπλουζάκι και ένα σορτς ήταν αρκετά ελκυστική.
   Πλησίασε τον άνδρα και άπλωσε το χέρι της να τον πιάσει από το μπράτσο, με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν σκληρό σαν να αποτελείτο από σίδερο. Δεν πτοείθηκε όμως.
   -Θες να περάσεις καλά ξένε; είπε.
   Την κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγε.

   Δεν ήταν ότι δεν καταλάβαινε. Είχε χρειαστεί ένα ελάχιστο διάστημα για να αναγνωρίσει τη γλώσσα. Έμοιζε με τη γλώσσα της Νεμούρια, ενός βασιλείου του κόσμου του.
   -Δεν χρειάζομαι παρέα, είπε ήσυχα, χρειάζομαι όμως πληροφορίες. Είδες κάποιον σαν εμένα; Παρόμοια ρούχα, ξανθός με γαλανά μάτια; Ίσως ήταν κάπως σαν χαμένος.
   -Όχι, δεν είδα κάποιον, απάντησε.
   -Αν είναι να την πάρεις τελείωνε, αλλιώς άσε την μπας και βρει άλλον.
   Η Γιαρμίλα ρίγησε, αυτός ήταν ο Τζίμυ. Θυμήθκε με τρόμο το ξυλοκόπημα που είχε δεχθεί άλλη φορά που τον είχε δυσαρεστήσει. Ο Ροβέρτος στράφηκε και κοίταξε τον προαγωγό που πλησίαζε.
   -Στην πατρίδα μου, είπε ο Ιππότης, άτομα σαν εσένα πάνε στα μπουντρούμια.
   Τα μάτια του Τζίμυ στένεψαν. ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του.
   -Με απειλείς; σφύριξε. Γολιάθ!
   Ο Γολιάθ ήταν ο σωματοφύλακάς του, ένας πραγματικός γίγαντας από το Καζακστάν που είχε ξεχάσει πια το πραγματικό του όνομα αφού όλοι έτσι τον φώναζαν. Εμφανίστηκε αθόρυβα δίπλα στον Τζίμυ τον οποίο υπάκουγε τυφλά έχοντας τα ίδια άγρια ένστικτα με εκείνον. Παρά τον όγκο του ήταν γρήγορος και επιδέξιος.
   -Σας προειδοποιώ, είπε ο Ροβέρτος, για τις συνέπειες, μιας επίθεσης εναντίον μου.
   Τσάκισέ τον Γολιάθ! είπε ο Τζίμυ και ο μεγαλόσωμος μπράβος του επιτέθηκε. Ο Ροβέρτος όμως δεν ήταν εύκολο θύμα σαν αυτούς που είχε μάθει να αντιμετωπίζει ο Γολιάθ. Χτύπησε με τη γροθιά του γρήγορα και κοφτά στο στήθος σημαδεύοντας τον στην καρδιά. Ήταν η σειρά του Ιππότη να εκπλαγεί καθώς ο Γολιάθ δεν κατάλαβε τίποτα από το χτύπημα και την επόμενη στιγμή τον άρπαζε στα χέρια του με σκοπό να τον συνθλίψει. Αλλά όπως τον σήκωσε ο Ροβέρτος επιτέθηκε ξανά. Άπλωσε τα χέρια του και άρπαξε το κεφάλι του Γολιάθ, το ένα χέρι του άρπαξε το σαγόνι και το άλλο το ινίο του. Το έστριψε απότομα, με ένα ξερό κρακ ο λαιμός του μπράβου έσπασε και σωριάστηκε σαν σπασμένη κούκλα στο βρεγμένο δρόμο. Ο Ροβέρτος στράφηκε στον Τζίμυ που είχε μαρμαρώσει από τον τρόμο. Δεν το περίμενε αυτό. Ο Ιππότης έκανε ένα βήμα μπροστά και τότε ο κακοποιός επιτέθηκε, το χτύπημα με το μαχαίρι ήταν τελείως άτσαλο, ο Ροβέρτος το απέφυγε εύκολα και μετά το έστρεψε πάνω στον Τζίμυ που καρφώθηκε στο ίδιο του το όπλο. Τον άφησε να σωριαστεί στο δρόμο και αυτόν και γύρισε στην Γιαρμίλα.
   -Σίγουρα δεν είδες κάποιον σαν εμένα; Είναι φίλος και πρέπει να τον βρω.
   -Δεν είδα, είπε εκείνη.
   Ο Ροβέρτος της έβαλε στο χέρι κάτι και απομακρύνθηκε. Ήταν ένα χρυσό νόμισμα διαπίστωσε εκείνη με έκπληξη.

   Ήταν μια απέραντη πόλη και εχθρική, που βρισκόταν ο Ραμίρ; Και πως θα τον έβρισκε; Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο απ' ό,τι είχε υποθέσει. Είχε τουλάχιστον βοηθήσει μια κοπέλα που είχε ανάγκη από βοήθεια. Στην ευθεία του δρόμου που ακολουθούσε έβλεπε ένα λόφο. Θα ανέβαινε σε υψηλότερο έδαφος, από' κει είχε μια τελευταία ελπίδα να βρει τον Ραμίρ γρήγορα.

Οι Ταξιδιωτες Των Κόσμων 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Πρώτο



   Τα τύμπανα χτυπούσαν αργά και ρυθμικά καθώς οι δυο στοίχοι των φρουρών με τις πορφυρές στολές πλησίαζαν το ικρίωμα μεταφέροντας ανάμεσά τους τον καταδικασμένο σε θάνατο άνδρα. Εκείνος βάδιζε με το κεφάλι ψηλά, στητός και αγέρωχος σαν να πήγαινε προς τη στέψη του σε βασιλιά και όχι προς το θάνατο. Άκουγε τους στεναγμούς και το θρήνο εκείνων που τον μοιρολογούσαν από τώρα αλλά δεν κοίταζε, κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά.
   Η πλατεία βρισκόταν στην άκρη της πόλης στη βάση σχεδόν του τείχους. Στρατιώτες είχαν παραταχθεί στις πλευρές της πλατείας κρατώντας τον κόσμο μακριά. Όλοι όσοι είχαν μαζευτεί το είχαν κάνει για να αποχαιρετίσουν τον άρχοντά τους και ήταν μόνο ο φόβος που τους κρατούσε να μην δείξουν τα αισθήματά του αν και πολλές γυναίκες έκλαιγαν φανερά.
   Στο κέντρο της πλατείας ήταν τοποθετημένο το ικρίωμα με το αιματοβαμμένο κούτσουρο, ο δήμιος περίμενε ήδη με το μεγάλο πέλεκυ ακουμπισμένο μπροστά του. Στα αριστερά του ικριώματος υπήρχε μια εξέδρα όπου σε μια πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο καθόταν ένας άνδρας με κόκκινο μανδύα. Τα χέρια του, που ακουμπούσαν στα σκαλισμένα σε λεοντοκεφαλές μπράτσα της πολυθρόνας, ήταν ντυμένα με κόκκινα γάντια. Ήταν ο δικαστής που είχε καταδικάσει αυτόν τον άνδρα. Ο μελλοθάνατος δεν τον κοίταξε καθώς ανέβαινε στο ικρίωμα. Αντίθετα κοίταξε σε ένα σημείο ακριβώς απέναντι. Εκεί μια όμορφη κοπέλα ντυμένη με ένα φόρεμα που πρόδιδε αριστοκρατική καταγωγή έκλαιγε στην αγκαλιά μιας συνομήλικής της. Για πρώτη φορά το βλέμμα του μαλάκωσε και στο πρόσωπό του φάνηκε κάποιο συναίσθημα.
   -Ροδόλφε της Ασόν, είπε ο δικαστής με μια φωνή δυνατή και παγερή. Καταδικάστηκες σε θάνατο και η ποινή θα εκτελεστεί άμεσα. Έχεις να πεις τίποτα;
   Ο Ροδόλφος της Ασόν κοίταξε περιφρονητικά τον δικαστή και μετά έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στην κοπέλα που έκλαιγε. Ήταν η Φιντέλια, η κοπέλα που σε ένα μήνα θα γινόταν σύζυγός του. Την κοίταξε έντονα σαν να ήθελε να πάρει μαζί του την εικόνα της.
   -Ας αποδοθεί δικαιοσύνη! είπε ο δικαστής.
   Ο δήμιος τον έριξε στα γόνατα και ακούμπησε το κεφάλι του στο ξύλο. Εκείνος συνέχιζε να κοιτάει την αγαπημένη του. Είχε ήσυχη τη συνείδησή του, ήταν αθώος για όλες τις κατηγορίες που ο δικαστής είχε απαγγείλει εναντίον του, και δεν τον ένοιαζε ο θάνατος. Το μόνο που τον λυπούσε ήταν η απώλεια της ζωής που θα ζούσε με την Φιντέλια. Ήθελε πολύ μια οικογένεια. Η Φιντέλια τον κοίταζε, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και η φίλη της την είχε αγκαλιάσει και τη στήριζε.
   Ο δήμιος σήκωσε τον πέλεκυ, το φως του ήλιου έλαμψε πάνω στην καλογυαλισμένη λεπίδα. Η Φιντέλια έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος της φίλης της, δεν άντεχε να βλέπει την εκτέλεση εκείνου που αγαπούσε. Ο δήμιος κατέβασε με φόρα τη φονική λεπίδα που σταμάτησε εκατοστά από το λαιμό του θύματός του. Πνιχτά σχόλια ακούστηκαν από το πλήθος, ήταν ένα βασανιστήριο που συνήθιζαν οι δήμιοι. Όμως η έκφραση του προσώπου του δήμιου έδειχνε πως κατέβαλλε προσπάθεια να ολοκληρώσει την κίνησή του.
   Ο δικαστής ήταν πιο γρήγορος να καταλάβει τι συνέβαινε.
   -Εσύ! βρυχήθηκε δείχνοντας κατηγορηματικά στην απέναντι πλευρά της πλατείας.
   Εκεί, στην πρώτη γραμμή του πλήθους στεκόταν ένας άνδρας με λευκό μανδύα. Το αριστερό χέρι του τεντωμένο έδειχνε το δήμιο που εξακολουθούσε να προσπαθεί να ολοκληρώσει την εκτέλεση του Ροδόλφου της Ασόν. Πέρασε ανάμεσα σε δυο φρουρούς και προχώρησε προς το δικαστή. Τα βήματά του ακούγονταν ηχηρά στις πλάκες της πλατείας.
   -Ο Θεός μας δίνει δύναμη για να βοηθούμε εκείνους που έχουν ανάγκη, είπε ο άνδρας με το λευκό μανδύα.
   -Ο δικός μου θεός μου δίνει δύναμη για να την απολαύσω! κραύγασε αλαζονικά ο δικαστής.
   -Μπαγκράς, είπε όχι κάποια έκπληξη ο νεοφερμένος.
   -Σκοτώστε τον! διέταξε ο δικαστής.
   Ο άνδρας έκανε μια απότομη κίνηση με το απλωμένο χέρι του και το όπλο τινάχτηκε από το χέρι του δήμιου. Τίναξε πίσω το λευκό μανδύα του, αποκαλύπτοντας το λευκό πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι κάτω από αυτόν, και τράβηξε μια σπάθα.
   Με φοβισμένες κραυγές το πλήθος τραβήκτηκε πίσω θέλοντας να αποφύγει να βρεθεί ανάμεσα στους στρατιώτες και τον άνδρα αυτόν με τις προφανώς ανεπτυγμένες δυνάμεις αποκαλύπτοντας και άλλους άνδρες που πλησίαζαν για να λάβουν μέρος στη μάχη, κάποιοι με επίσης λευκούς μανδύες αλλά οι περισσότεροι με μαύρους.
   -Δεν στέκεται μόνος του μάγε, είπε ένας από αυτούς με τους λευκούς χιτώνες.
   Με ένα εφιαλτικό γέλιο ο δικαστής άλλαξε μορφή μπροστά στα μάτια τους. Τώρα ήταν ένας ξερακιανός άνδρας ντυμένος με έναν μαύρο μανδύα κεντημένο με ασημένια αποκρυφιστικά σύμβολα. Στα χέρια του κρατούσε ένα ραβδί που κατέληγε σε ένα σχέδιο σαν το γαμψό νύχι ενός αρπακτικού.
   Ο πρώτος από τους αντιπάλους του μάγου με το λευκό μανδύα είχε φτάσει στο δήμιο. Εκείνος είχε τραβήξει ένα μαχαίρι και το ακουμπούσε στο λαιμό του Ροδόλφου.
   -Αν τον σκοτώσεις, είπε ο άνδρας, ποιος θα σε σώσει από' μενα; Πέταξε το μαχαίρι και φύγε. Δεν θα σε καταδιώξω.
   Ο δήμιος κοίταξε στα μάτια τον αντίπαλό του. Είχε γαλανά μάτια και ένα έντονο βλέμμα που τον έκανε να νιώθει ότι τον διαπερνούσε. Πέταξε το μαχαίρι και τράπηκε σε φυγή. Ο αντίπαλός του δεν τον καταδίωξε αλλά ασχολήθηκε με το να βοηθήσει τον Ροδόλφο της Ασόν να σηκωθεί και μετά να του λύσει τα χέρια.
   -Σου χρωστάω τη ζωή μου και σου είμαι πραγματικά υπόχρεος, ποιος είσαι; ρώτησε εκείνος.
   -Ονομάζομαι Ραμίρ Γκάνελον.
   -Και είσαι καταραμένος στην αιωνιότητα! βρυχήθηκε ο μάγος.
   Στράφηκαν και οι δυο και είδαν τον μάγο να έχει στρέψει το ραβδί του πάνω στον Ραμίρ Γκάνελον. Μια ριπή ενέργειας τινάκτηκε από την άκρη του ραβδιού και χτύπησε στο έδαφος μπροστά στα πόδια του Ραμίρ.
   -Εναγκαλίσου τη Λήθη, φώναξε ο μάγος, εναγκαλίσου τον ίδιο σου τον αφανισμό. Στο σκοτάδι θα πορεύεσαι και στο σκοτάδι θα ζεις. Δύναμη δεν θα' χεις και τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορείς να θυμηθείς.
   Μια σφαίρα μαύρης ενέργειας τύλιξε ξαφνικά τον Ραμίρ και εξαφανίστηκε μετά παίρνοντάς τον μαζί της.

   Ονομαζόταν Ροβέρτος της Αβέρν και ήταν από τους καλύτερους πολεμιστές ανάμεσα στους Ιππότες του Όρκου. Είχε γνωριστεί με τον Ραμίρ πολλά χρόνια πριν, την πρώτη τους μέρα σαν δόκιμοι. Είχαν γίνει στενοί φίλοι και είχαν πολεμήσει μαζί πολλές φορές. Τώρα ο Ροβέρτος πολεμούσε λίγο μακρύτερα από το φίλο του. Όντας αμφιδέξιος πολεμούσε κρατώντας ένα σπαθί σε κάθε χέρι. Ριχνόταν στη μάχη στα σημεία που ήταν εντονότερη και σκορπούσε τον όλεθρο στους εχθρούς. Οι φρουροί του μάγου δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους Ιππότες και πολλοί κείτονταν ήδη νεκροί.
   Στη φωτιά της μάχης παρέμενε απόλυτα ψύχραιμος και συγκροτημένος. Πολεμούσε μεθοδικά και ήταν τρομερός αντίπαλος, άφοβος απέναντι στον οποιονδήποτε, πολυμήχανος και τολμηρός. Είδε τον μάγο να στρέφει το ραβδί του και φώναξε μια προειδοποίηση στο φίλο του που χάθηκε στο θόρυβο της μάχης, την κλαγγή των όπλων και τις φωνές των μαχητών. Επιχείρησε να τον προειδοποιήσει τηλεπαθητικά αλλά ο μάγος είχε προνοήσει γι' αυτό, είχε ρίξει κάποιο ξόρκι γύρω από τον Ραμίρ που δεν επέτρεπε να τον ειδοποιήσει με αυτόν τον τρόπο.
   Όρμηξε να προλάβει την κίνηση του μάγου. Με μια τρομερή πολεμική κραυγή επιτέθηκε στους φρουρούς επιχειρόντας να ανοίξει δρόμο προς το φίλο του. Με τα δυο σπαθιά του να στερουν ζωές σε κάθε χτύπημα, ένας αληθινός άγγελος του θανάτου, άνοιξε ένα ματωμένο μονοπάτι αλλά δεν ήταν δύνατον να προλάβει. Είδε την μαύρη σφαίρα να τυλίγει τον Ραμίρ.
   -Μάικ! φώναξε.
   Ένας από τους άλλους Ιππότες με τους λευκούς μανδύες γύρισε και κοίταξε τον Ροβέρτο. Εκείνος του έδειξε προς την κατεύθυνση του Ραμίρ που εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξαφανιζόταν. Ο Ιππότης στράφηκε και αποτελείωσε με ένα κοφτό χτύπημα τον αντίπαλό του. Ύστερα αντέστρεψε τη σπάθα του και ακούμπησε την αιχμή της στο έδαφος. Γονάτισε και άρχισε να προφέρει κάτι σαν ευχή ή εξορκισμό. Ο Ροβέρτος ένιωσε την παγωνιά πίσω του και στράφηκε για να ατικρίσει μια αψίδα μέσα στην οποία βασίλευε το πιο ερεβώδες σκοτάδι που είχε ποτέ αντικρίσει.
   “Είναι μια Σκιώδης Πύλη,” άκουσε τον Μάικ στο μυαλό του, “ θα σε οδηγήσει στον ίδιο τόπο και χρόνο όπου έστειλε τον Ραμίρ. Δεν ξέρω πόσο κοντά αλλά είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω χωίς άλλες πληροφορίες."
   Ο Ροβέρτος γύρισε και κοίταξε τον συμπολεμιστή του.
   -Θα τον φέρω πίσω, υποσχέθηκε πριν περάσει την πύλη. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν τον καταπιεί το σκοτάδι ήταν ο Μάικ που προχωρούσε να αντιμετωπίσει το μάγο.

Όνειρο

Author: Νυχτερινή Πένα /

    Σε βλέπω να κλαις, καθισμένη έξω κάτω από το σεληνόφωτο. Δεν ξέρω το γιατί μα κάτι σε πονάει. Τα δάκρυα είναι αψευδής μάρτυρας, είναι εκεί. Κυλάνε στα μάγουλά σου, μικρά λαμπερά διαμαντάκια κάτω από το χλωμό φως σφυρηλατημένα από τον πόνο της καρδιάς σου. Δεν κλαις με λυγμούς, είναι βουβό το κλάμα, μόνο τα δάκρυα σταλάζουν ασταμάτητα. Είναι πιο μεγάλη η θλίψη όταν βγαίνει έτσι.
   Έρχομαι κοντά σου, σου μιλώ μα δεν μ' ακούς, είμαι ανήμπορος να σταματήσω τα δάκρυα, ανίκανος να σου πάρω τον πόνο να μην σε βασανίζει. Θέλω να σε βοηθήσω, να σε ανακουφίσω έστω αλλά δεν είναι δυνατόν. Δεν με αφήνεις καν να έρθω κοντά σου. Γιατί; Τι είναι που σε κάνει να υποφέρεις; Ποιο βάρος σηκώνεις πάλι μόνη;
   Με την αγωνία αυτή ξυπνώ. Πετάγομαι από το κρεβάτι. Το δωμάτιο οικείο, είναι το δικό μου, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μόνο ο ήχος του ρολογιού διακόπτει την πρωινή σιγαλιά. Ανοίγω την πόρτα, είναι πολύ πρωί, μόλις έχει ξημερώσει. Αφήνω το γκρίζο φως να μπει στο δωμάτιο και προσπαθώ να διώξω το όνειρο από το μυαλό μου.
   Δεν είσαι καλά το ξέρω, κάτι σου συμβαίνει. Το αισθάνομαι. Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό όπου ακόμα η μέρα και η νύχτα συνυπάρχουν και κάνω μια ευχή να είσαι καλά, δεν θέλω τίποτα άλλο.
   Φοβάμαι για' σενα όσο και σ' αγαπάω.