Ιστολόγιο του μήνα - Σεπτέμβριος 2010

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Συνεχίζοντας την παράδοση της παρουσίασης ενός ιστολογίου κάθε μήνα έφτασα για μια άλλη μια φορά στη μέρα που θα μιλήσω για ένα μπλογκ. Αλλά για να το κάνω αυτό θα σας απευθύνω μια ερώτηση: Βλέπετε όνειρα;
   Η κάτοχος και συγγραφέας αυτού του ιστολογίου σίγουρα βλέπει, και κάνει πολλά όνειρα, ονόμασε το μπλογκ της Ονειροπαγίδα και κατόπιν Ονειρολόγιο.
   Ξεκίνησε πριν από λίγο περισσότερο από έναν χρόνο με το ξεκίνημα του καλοκαιριού του 2009. Το έκανε γιατί της αρέσει να ονειρεύεται, ακόμα και με τα μάτια ανοιχτά, ακόμα και μπροστά σε μια σελίδα. Γιατί όπως γράφει τα πιο όμορφα όνειρα τα κάνουμε με ανοιχτά τα τα μάτια.
   Το περιεχόμενο του Ονειρολογίου, είναι πολυσύνθετο. Περιέχει από αλληγορικές ιστορίες που η ίδια δημιουργεί μέχρι ξεσπάσματα για πράγματα που την στενοχωρούν ή τη θυμώνουν από τη σημερινή πραγματικότητα. Παρακολουθεί τον κόσμο γύρω της και κρίνει, μιλάει για όμορφες στιγμές αλλά και για άσχημες συνήθειες και νοοτροπίες. Γελάει αλλά και στενοχωριέται, θυμώνει.
   Τα κείμενά της καλογραμμένα και προσεγμένα αγγίζουν τις πτυχές της ζωής αποκαλύπτοντάς μας και τη συγγραφέα που τα δημιουργεί, μια σημερινή νέα με τις ανησυχίες και τους φόβους της, την ευαισθησία και το χιούμορ της.
   Πείτε λοιπόν ναι στην πρόσκλησή της να ονειρευθείτε και ελάτε στο Ονειρολόγιο. Θα το βρείτε εδώ: http://estellasoneirologio.blogspot.com/

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 18

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Κεράφ Γκναχ! πρόφερε στη Σκοτεινή Γλώσσα ο αντίπαλος του Ροβέρτου και η άκρη του σιδερένιου ραβδιού του μεταμορφώθηκε σε ένα απαίσιο κεφάλι ερπετού με πύρινα μάτια και ορθάνοιχτα σαγόνια γεμάτα δόντια που έσταζαν δηλητήριο. Ο Ιππότης τραβήκτηκε πίσω αποφεύγοντας το θανάσιμο τραυματισμό και μετά χτύπησε με δύναμη και με τα δυο όπλα του. Το κεφάλι του ερπετού έπεσε τσακισμένο στο δάπεδο και ο άλλος άνδρας έκανε πίσω τρομοκρατημένος. Έβγαλε ακόμα μια υψίσυχνη κραυγή.

   Η Λίζα κοίταξε την τραυματισμένη κοπέλα, είχε αρχίσει να τρέμει σαν να την διαπερνούσαν ρίγη. Πήγε κοντά της, την στήριξε και ρώτησε χαμηλόφωνα.
   -Είσαι άρρωστη;
   -Είναι αυτοί, είπε η κοπέλα, έρχονται για' σενα αλλά θέλουν και' μενα. Είμαι σαν.... ρίγησε πριν συνεχίσει. Είμαι σαν εκλεκτή τροφή γι' αυτούς.
   -Να φύγουμε, είπε η Λίζα, έλα θα πάμε από την πόρτα της κουζίνας.
   Πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση της κοπέλας που την αγκάλιασε από τους ώμους και στηρίκτηκε πάνω της. Έκανε να κινηθεί προς τον διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα αλλά την σταμάτησε μια οιμωγή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Οι διώκτες τους είχαν περικυκλώσει το σπίτι.
   Η Λίζα σταμάτησε και μετά άφησε την άλλη κοπέλα απαλά να στηρικτεί στον τοίχο. Μια σκέψη, από εκείνες που η απελπισία φέρνει στο μυαλό των ανθρώπων, μια τελευταία ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει καμία στην πραγματικότητα, είχε έρθει να καθοδηγήσει τις επόμενες κινήσεις της. Ίσως οι διώκτες τους περιμένοντας την κίνησή της είχαν μεταφερθεί στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Πλησίασε την εξώπορτα και κοίταξε έξω πολύ προσεκτικά. Τραβήκτηκε πίσω ουρλιάζοντας, σε απόσταση μερικών εκατοστών από το τζάμι βρισκόταν το πρόσωπο ενός από τους διώκτες τους. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από κάποιον ανείπωτο πόνο και στα μάτια του φώλιαζε το πιο βαθύ σκοτάδι. Εκείνος έβγαλε μια κραυγή καλώντας τους συντρόφους του.
   -Μας ανακάλυψαν, είπε η άλλη κοπέλα.
   -Εγώ φταίω, θρήνησε η Λίζα.
   Οι διώκτες τους άρχισαν να χτυπούν την πόρτα για να την ανοίξουν.

   -Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα του κάνει ο μάγος μόλις τον πάρει στα χέρια του οτο φίλο σας, είπε ο Ροδόλφος της Ασόν και κούνησε το κεφάλι του.
   -Δεν θα τον σκοτώσει, όχι, όλο αυτό έγινε για να τον πάρει αιχμάλωτο, είπε ο Γκίντεον. Δεν ξέρω το γιατί βέβαια.
   -Πως ξέρεις ότι δεν είναι νεκρός;
   -Θα το είχα αισθανθεί, είπε ο Ιππότης. Κάτι άλλο τον θέλει. Ο Μάικ είναι δυνατός αλλά ο Μπαγκράς είναι κτήνος, όσο πιο γρήγορα τον ελευθερώσουμε τόσο καλύτερα.
   Συνέχισαν να καλπάζουν ενώ έπεφτε άλλη μια φορά η νύχτα.

   Η πόρτα κλονίστηκε και μετά οι διώκτες τους σταμάτησαν την προσπάθεια, σταμάτησαν να κάνουν οτιδήποτε. Δεν ακούγονταν καν. Η Λίζα διακινδύνευσε να κοιτάξει έξω, οι διώκτες τους είχαν παραμείνει ακίνητοι και έδειχναν να ακούν κάτι.
   -Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε η κοπέλα.

   Ο Ροβέρτος ήξερε. Ο αντίπαλος του είχε αποτραβηκτεί μακριά του με το ραβδί και το ένα μπράτσο του τσακισμένα. Έβγαλε μια κραυγή σαν την προηγούμενη καλώντας τους υπηρέτες του να τον υπερασπιστούν.
   -Θα πεθάνεις Ιππότη σύριξε. Ύψωσε το άθικτο χέρι του και έδειξε τον Ροβέρτο. Τυφλός να ζήσεις και τυφλός να υποφέρεις, πρόφερε την κατάρα αλλά ο Ιππότης ήταν προετοιμασμένος να την αντιμεωπίσει.
   -Το μίσος σου είναι μάταιο και η κατάρα σου κενή, απάντησε με έναν τόνο επιτακτικό.
  Ο αντίπαλός του φάνηκε να εξασθενεί από την αποτυχία της κατάρας του αλλά ένα χαμόγελο θριάμβου φάνηκε στα χείλη του. Ο Ροβέρτος αντέδρασε αστραπιαία και τινάκτηκε στο πλάι ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να μην τον πετύχει το πισώπλατο χτύπημα ενός από εκείνους που μέχρι πριν λίγο κατεδίωκαν την Λίζα, τους Σκλάβους. Κύλισε στο βρεγμένο οδόστρωμα αλλά σηκώθηκε πριν οι πολυάριθμοι τώρα αντίπαλοί του προλάβουν να τον καθηλώσουν στη δυσμενή αυτή θέση. Με τα δυο του σπαθιά ανά χείρας προχώρησε εμπρός χτυπώντας αλύπητα,

   -Έφυγαν!
   Η Λίζα δεν είχε την δύναμη να πάει μέχρι την κοντινότερη πολυθρόνα. Γλύστρισε με την πλάτη στον τοίχο ως που βρέθηκε καθισμένη στο πάτωμα. Μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της με τα γόνατά της στο στήθος και έγειρε το κεφάλι αποκαμωμένη. Έκλεισε τα μάτια της με τις σκέψεις να μπερδεύονται στο μυαλό της.
   Ποιος την κατεδίωκε; Ποιος μπορεί να ήθελε το θάνατό της; Δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο κορίτσι γιατί να θέλει κανείς να την σκοτώσει; Ακόμα και οι συμμαθήτριές της στο σχολείο δεν την μισούσαν, απλά την έβλεπαν σαν εύκολο στόχο και σαν παιχνίδι. Είχε κάποιον εχθρό που δεν γνώριζε; Εχθρό μάλιστα που είχε συνάφεια με υπερκόσμιες δυνάμεις; Και αν ήταν έτσι τι ακριβώς είχε συμβεί απόψε;
   Ποιος την είχε βοηθήσει; Τι είχε συμβεί με τους διώκτες τους; Έτσι ξαφνικά είχαν φύγει, τι είχαν ακούσει; Κοίταξε την άλλη κοπέλα. Στεκόταν εκεί που την είχε αφήσει, καρτερικά σαν να περίμενε κάτι.
   -Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; τη ρώτησε. Είπες ότι θα μου εξηγήσεις όσα ξέρεις.

Μια Νύχτα

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Απόψε είναι μια όμορφη νύχτα, ούτε ζεστή όπως το καλοκαίρι που πέρασε, ούτε κρύα σαν τον χειμώνα που έρχεται. Κάπου στη μέση, δροσερή, γλυκιά και μυρωμένη. Τα φώτα είναι σβηστά και μόνο τα άστρα λαμπυρίζουν στον ουρανό, μοιάζουν σαν να έχουν έρθει πιο κοντά, σαν να σκύβουν από πάνω μας για να ακούσουν τι λέμε.
   Κάποτε τα μελετούσα προσπαθώντας να μάθω τους νόμους και τις αρχές που διέπουν την υπόστασή τους, τώρα όμως δεν τα προσέχω, η προσοχή μου είναι στραμμένη μόνο εκεί που βρίσκεσαι εσύ. Ξαπλωμένη στην αγκαλιά μου με το κεφάλι σου στο στέρνο μου, χαιδεύω τα απαλά, στιλπνά μαλλιά σου, ένας μεταξένιος χείμαρρος στα δάκτυλά μου. Το γλυκό σου άρωμα με τυλίγει, σμίγει με τα αρώματα της νύχτας και με μεθάει.
   Σου λέω ιστορίες και στίχους που γράφηκαν μόνο για' σενα όπως σε χαιδεύω και εσύ με ακούς, Χαμογελάς, μερικές φορές ακόμα γελάς με το υπέροχο κελαρυστο γέλιο σου. Άραγε όπως ακουμπάς πάνω μου ακούς την καρδιά μου πως χτυπάει όταν το ακούω αυτό το πρόσχαρο γέλιο.
   Χαλαρώνεις όσο σου μιλάω, ηρεμείς από τις έννοιες της μέρας και τέλος αποκοιμιέσαι με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά μου. Δεν μετακινούμαι για να μη σε ξυπνήσω, αποθέτω απαλά ένα φιλί στα μαλλιά σου και σε κρατώ ως που να έρθει το πρωί, κοιμισμένη στην αγκαλιά μου ως που να έρθει το πρωί κάτω από των άστρων τον ουράνιο χορό.

Το Φιλί Σου

Author: Νυχτερινή Πένα /

Το φιλί σου γλυκό
και μεθυστικό
σαν γλυκόπιοτο κρασί,
ω κέρασέ με απ' αυτό
μη μ' αφήνεις να διψώ!

Τα χείλη σου απαλά
σαν το πιο φίνο
του μεταξιού κομμάτι,
αέρινο το άγγιγμά τους
και τόσο βαθύ συνάμα
που ν' αγγίζει την ψυχή.

Κάτω απ' των άστρων
το απαλό φως
με τη σελήνη να μας κοιτάζει
από ψηλά
άσε με να φιλήσω τα χείλη σου γλυκά
βασίλισσα της καρδιάς μου
που σου ανήκει ολοκληρωτικά.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 17

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η τραυματισμένη κοπέλα άπλωσε το χέρι της και βρήκε αυτό της Λίζας. Την κράτησε με μια λαβή σταθερή και δυνατή αλλά ταυτόχρονα εύθραυστη.
   -Θα σου εξηγήσω όσα ξέρω, είπε, αλλά πρώτα βεβαιώσου ότι δεν υπάρχει κανείς έξω.
   Η Λίζα ήταν έτοιμη να αρνηθεί να κάνει οτιδήποτε πριν μάθει τι συμβαίνει και πως ξαφνικά είχε περάσει από την καθημερινή της ζωή σε έναν παράδοξο κόσμο βίας και θανάτου, αλλά κάτι στην φωνή της κοπέλας την έπεισε. Υπήρχε μια παράκληση που την ώθησε να δεχθεί το αίτημά της.
   Πήγε κοντά στην πόρτα και κοίταξε έξω από το μικρό παράθυρο δίπλα της. Στην αρχή δεν είδε τίποτα, μετά διέκρινε ανθρώπινες φιγούρες που είχαν μπει ήδη στον κήπο και με δυσκολία έπνιξε μια κραυγή. Κάποιοι έψαχναν για εκείνες, ή την κοπέλα που είχε βρει στον κήπο, και βρίσκονταν εξαιρετικά κοντά.
   -Κάποιοι είναι εκεί έξω, είπε η Λίζα.
   -Βρήκαν τα ίχνη μου, είπε η κοπέλα. Πρέπει να φύγω, δεν πρέπει να τους οδηγήσω σε' σενα.
   Η Λίζα ήταν τρομοκρατημένη αλλά αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει, να βγει η τυφλωμένη κοπέλα έξω και να αντιμετωπίσει μόνη της τους εχθρούς της. Θυμήθηκε με φρίκη εκείνον που είχε δοκιμάσει να την σκοτώσει, και που θα το είχε πετύχει αν δεν είχε χτυπηθεί από.... δεν ήξερε και η ίδια τι. Δεν θα άφηνε την κοπέλα αυτή να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Σταμάτησε την κοπέλα που ψηλαφούσε τον τοίχο για να βρει το δρόμο για την έξοδο.
   -Δεν θα βγεις, είπε ψιθυριστά. Θα μείνουμε μέσα, μπορούν να μπουν στο σπίτι;
   -Ναι.
   Η Λίζα κοίταξε έξω, οι διώκτες τους είχαν πλησιάσει και μπορούσε να τους δει κάπως καθαρότερα. Ένα ρίγος την διαπέρασε, ήταν άνθρωποι δεν υπήρχε αμφιβολία, αλλά οι κινήσεις τους αργές και βεβιασμένες σαν να τις έκαναν ακούσια υπακούοντας σε κάποια πιο ισχυρή θέληση που είχε υποτάξει τη δική τους κινώντας τους σαν μαριονέτες. Τραβήχτηκε από το παράθυρο και ακούμπησε στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη. Τι μπορούσαν να κάνουν δυο κορίτσια ενάντια σε μια ομάδα ανδρών έστω και αν εκείνοι κινούνταν αργά και κάπως σπασμωδικά;
   Έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη.
   Ριψοκινδύνευσε άλλη μια ματιά έξω και αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή. Οι διώκτες τους πλησίαζαν το σπίτι.

   Σπίθες τινάζονταν από το ραβδί που κρατούσε ο εχθρός του Ροβέρτου καθώς απέκρουε τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που του κατάφερνε ο Ιππότης και με τα δυο σπαθιά του. Τον είχε αναγκάσει να υποχωρήσει και τον έφερνε σε όλο και πιο δύσκολη θέση. Το σοκάκι αντηχούσε από τα χτυπήματα και φωτιζόταν από τις λάμψεις της μαγείας που χρησιμοποιούσε ο άλλος απέναντι στον Ροβέρτο. Η Ψυχή του Δαίμονα που κατείχε τον άνθρωπο αυτό ήταν αρκετά ισχυρή προικισμένη με δυνάμεις μαγείας αλλά ο Ροβέρτος απέκρουε με τα δυο σπαθιά τις ριπές ενέργειας που αξαπέλυε εναντίον του και αντεπιτεθόταν με επιδεξιότητα.
   Ο αντίπαλός του έκανε πίσω και έβγαλε μια υψίσυχνη κραυγή.

   Ο Ίθαν του Ζίριον κοίταξε γύρω του το πεδίο της μάχης, οι γρύπες και οι αναβάτες τους κοίτονταν νεκροί. Ο Σάιμον επέδενε το χέρι του, είχε ένα βαθύ κόψιμο στο μπράτσο από το ράμφος ενός γρύπα. Ο Γκίντεον Νεμίνιον είχε απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης και είχε καθίσει στη ρίζα ενός δέντρου. Είχε μαζέψει τα πόδια του κάτω από το σώμα του και είχε κλείσει τα μάτια του. Φαινόταν βυθισμένος σε σκέψεις. Ο Ροδόλφος της Ασόν έψαχνε να βρει ένα σπαθί μιας και το δικό του είχε σπάσει στον αλυσιδωτό θώρακα ενός από τους αναβάτες των γρυπών.
   Ο Σάιμον τελείωσε με το τραύμα του και έκανε μερικές κινήσεις να δει κατά πόσο επηρέαζε τη μαχητική ικανότητά του. Πήγε προς το άλογό του και έδεσε στη σέλα το μικρό σακίδιό του.
   -Μπορούμε να ξεκινήσουμε;
   -Ναι, είπε ο Ίθαν.
   Ο Ροδόλφος κούνησε το κεφάλι του σε μια άηχη κατάφαση καθώς κοίταζε το εύρημά του. ένα μακρύ σπαθί σε πολύ καλή κατάσταση.
   -Γκίντεον;
   -Ναι πάμε, είπε εκείνος ενώ σηκωνόταν από το έδαφος. Πρέπει να βιαστούμε. Ο Μάικ βρίσκεται στα χέρια του Μπαγκράς.
   -Πως το ξέρεις; ρώτησε ο Αλεξάντερ που βρισκόταν ήδη στη σέλα.
   -Επικοινώνησα με τους δικούς μας στη Νύλια. Κανένας γρύπας δεν πλησίασε τα εχθρικά στρατεύματα άρα αυτός που κουβαλάει τον Μάικ μπορεί να πήγε σε ένα μόνο μέρος. Το Αλκιμάρ.
   -Στο κάστρο του Μπαγκράς, είπε ο Σάιμον βλοσυρά. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα του κάνει αυτό το κάθαρμα ο μάγος.
   -Πάμε, είπε ο Αλεξάντερ, δεν σταματάμε ως που να φτάσουμε στο Λόου Κόουβ.
   Ξεκίνησαν με γρήγορο καλπασμό οι πέντε τους παίρνοντας μαζί και το άλογο του Μάικ.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 16

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Κάτκα κλαψούρισε και η Γιαρμίλα πήγε κοντά της. Κάποιο όνειρο βασάνιζε το κοριτσάκι που στον ύπνο του είχε ξεσκεπαστεί. Η Γιαρμίλα την σκέπασε και της χάιδεψε τα μαλλιά ως που ησύχασε. Σηκώθηκε και έτριψε τα μπράτσα της.
   -Κρυώνεις; ρώτησε ο Ραμίρ.
  Η Γιαρμίλα στράφηκε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Την τελευταία περίπου ώρα ο Ραμίρ είχε κλειστά τα μάτια του και η κοπέλα είχε υποθέσει πως κοιμόταν.
   -Ναι κάνει κρύο, είπε, και πήρα μια κουβέρτα μόνο για την Κάτκα.
   -Μπορείς να πάρεις τον μανδύα μου, πρότεινε ο Ραμίρ και έκανε να τον μαζέψει από πάνω του όπως τον είχε σκεπαστεί.
   -Εσύ τι θα κάνεις; Θα πιάσει πιο πολύ κρύο τη νύχτα.
   -Κάτι μου λέει πως έχω περάσει και χειρότερα.
   -Δεν μπορώ να τον πάρω και να αφήσω εσένα να τα βγάλεις πέρα με το κρύο, αντέτεινε η κοπέλα, και σταμάτησε. Θα μπορούσαμε να τον μοιραστούμε, πρότεινε διστακτικά και κοίταξε τον Ιππότη. Εκείνος δεν έδειξε να προβληματίζεται.
   -Φυσικά, είπε και της έκανε νόημα να πάει δίπλα του.
   Ο μανδύας του Ραμίρ έφτανε να τους σκεπάσει και τους δυο και ήταν ήδη ζεστός από το σώμα του, η Γιαρμίλα δέχθηκε με χαρά αυτήν την θαλπωρή. Τώρα μπορούσε να αγνοήσει τον αέρα που είχε δυναμώσει.
   Ένιωσε το χέρι του Ραμίρ να αγγίζει το γοφό της και τινάχθηκε, είχε πέσει έξω στην κρίση της γι' αυτόν. Δεν διέφερε από τους άλλους άνδρες τελικά.
   -Συγνώμη, απολογήθηκε ο Ιππότης, ξάπλωσες από την πλευρά που έχω το όπλο μου, έπρεπε να το μεταφέρω από την άλλη να το έχω εύκαιρο αν παρουσιαστεί ανάγκη.
   Η Γιαρμίλα κοκκίνησε για τη σκέψη που είχε κάνει, κοίταξε τον Ραμίρ για να δει αν είχε αντιληφθεί τι σκεπτόταν εκείνη αλλά είχε κλείσει τα μάτια του και πάλι.
   -Τι σκέφτεσαι; ρώτησε.
   -Υπάρχει κάτι, μια σκέψη, μια αίσθηση, που προσπαθεί να έρθει στην επιφάνεια του μυαλού μου αλλά δεν μπορεί. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι.
   -Ξεκουράσου τώρα, είπε η κοπέλα και το πρωί ίσως να καταλάβεις που θα είσαι λιγότερο κουρασμένος.
   -Μπορεί, απάντησε ο Ραμίρ.
   Έμειναν σιωπηλοί, χαμένοι και οι δυο στις σκέψεις τους με τον αέρα έξω να ουρλιάζει σαν κάποιο τεράστιο θηρίο που έψαχνε για το θήραμά του.

   Η Λίζα δεν αντιλαμβανόταν τον παγωμένο αέρα που μαστίγωνε το σώμα της. Προσπαθούσε να σηκώσει από τις πλάκες που σχημάτιζαν το μονοπάτι του κήπου την κοπέλα με το λευκό φόρεμα. Τα γεμάτα τρόμο λόγια της είχαν μεταφέρει έναν έντονο καθηλωτικό φόβο στην ψυχή της Λίζας που δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που φοβόταν η άλλη κοπέλα αλλά καταλάβαινε πως έπρεπε να βρουν γρήγορα ένα καταφύγιο. Κατάφερε να στήσει την τραυματισμένη κοπέλα στα πόδια της και με το χέρι περασμένο γύρω από τη μέση της να την βοηθήσει να κάνει μερικά βήματα. Η κοπέλα την είχε αγκαλιάσει από τους ώμους.
   Προχωρούσαν όμως αργά και τώρα είχε αρχίσει να νιώθει και η Λίζα πως κάτι απειλητικό και φρικτό ταυτόχρονα κινείτο προς το μέρος τους, κρύος ιδρώτας φάνηκε σε χονδρές σταγόνες στο μέτωπό της. Ένιωθε άρρωστη ξαφνκά.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε ξαφνικά ανήσυχος, είχε διαισθανθεί κάτι που δεν είχε καμία θέση να το νιώθει εδώ. Αποτραβήκτηκε σε μια γωνιά στη σκιά ενός ψηλού κτιρίου και προσπάθησε να διερευνήσει αυτό που είχε νιώσει. Δεν ήταν τόσο αναπάντεχο αν το καλοσκεφτόταν, ήξερε ήδη ότι υπήρχαν Ψυχές του Δαίμονα στον κόσμο αυτό. Άρα μπορούσαν να υπάρχουν και Σκλάβοι. Ενστικτωδώς έπιασε τις λαβές των σπαθιών του. Θα απάλλασε τον κόσμο από το βδέλυγμα των όντων αυτών του Σκότους.
   Βήματα ακούστηκαν πίσω του και θύμισαν πως υπήρχε και άλλο ένα θέμα που έπρεπε να τακτοποιήσει, τον άνδρα που τον παρακολουθούσε. Είχε πλησιάσει τώρα και έτρεχε έχοντας χάσει τον Ροβέρτο από τα μάτια του. Ο Ιππότης χαμογέλασε και ετοιμάστηκε για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Άφησε τον άνδρα να φτάσει σχεδόν στο σημείο που στεκόταν και μετά επιτέθηκε. Ο άνδρας όμως δεν αιφνιδιάσθηκε, ούτε καν ταράχθηκε. Με απρόσμενη ταχύτητα και ευελιξία έκανε μια στροφή για να αντικρίσει τον Ροβέρτο και απέκρουσε το χτύπημά του με ένα μαύρο, σιδερένιο ραβδί.
   -Θακ νάλαμαν καρμν, τον καταράστηκε στη Σκοτεινή Γλώσσα και ο Ιππότης κατάλαβε πως είχε μπροστά του μια Ψυχή του Δαίμονα που είχε κυριεύσει κάποιον άνθρωπο.
   Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει και μετά να ασχοληθεί με τους άλλους, τους Σκλάβους, που βρίκονταν κάπου κοντά.

   Η Λίζα έφτασε στην πόρτα του σπιτιού της, κοίταξε πίσω. Αυτά τα λίγα μέτρα από την μέση περίπου του κήπου ως την πόρτα ποτέ δεν της είχαν φανεί τόσο δύσκολα. Κράτησε την κοπέλα με την πλάτη στον τοίχο για να ψάξει στην τσάντα της για το κλειδί. Δεν το βρήκε με την πρώτη και ο φόβος την άρπαξε στην παγωμένη αγκαλιά του. Με γρήγορες κινήσεις έψαξε και πάλι ενώ η τραυματισμένη κοπέλα ψιθύριζε:
   -Έρχονται.
   Η Λίζα βρήκε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Την έσπρωξε να ανοίξει διάπλατα και μετά βοήθησε την άλλη κοπέλα να μπει στο σπίτι. Την άφησε και γύρισε να κλείσει την πόρτα, κοίταξε έξω. Το σκοτάδι είχε πια πέσει για τα καλά και δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πέρα από την μικρή πορτούλα του κήπου. Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα του σπιτιού. Η άλλη κοπέλα παρέμενε ακουμπισμένη στον τοίχο.
   Ήταν μόνες τους στο σπίτι, η μητέρα της δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά. Η Λίζα οδήγησε την άλλη κοπέλα στο μικρό καθιστικο και την βοήθησε να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Σωριάστηκε και εκείνη σε μια διπλανή.
   -Πρέπει να ανάψω φώτα, είπε αφού άρχισε να της περνάει το πρώτο λαχάνιασμα της προσπάθειας που είχε καταβάλλει.
   -Όχι, είπε βιαστικά η άλλη κοπέλα, βεβαιώσου πρώτα πως δεν βρίσκεται κάποιος έξω.
   Η Λίζα την κοίταξε.
   -Ποια είσαι; Τι συμβαίνει;

   Οι γρύπες ήταν μεγάλα ζώα με σώμα λιονταριού, φτερά και κεφάλι αετού. Είχαν άγρια ένστικτα και ήταν προικισμένα με μια μοχθηρή νοημοσύνη, ταγμένα στην υπηρεσία των στρατιών του Σκότους ήταν πιστά σους αναβάτες τους και πολεμούσαν με θηριωδία. Τρέφονταν με τις σάρκες των θυμάτων τους κάτι που τους έκανε πάντα πρόθυμους να πολεμήσουν.
   Τώρα πλησίαζε ένα σμήνος με πάνω από μια ντουζίνα κτήνη που μετέφεραν δυο αναβάτες το καθένα. Οι Ιππότες σταμάτησαν τα άλογά τους και ξεπέζεψαν, τα άλογα φοβούνταν τους γρύπες και αφήνιαζαν έτσι θα ήταν πιο εύκολο να πολεμήσουν πεζοί αν και θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και ετοιμάστηκαν για μάχη. Οι γρύπες χαμήλωσαν και οι αναβάτες τους εξηκόντισαν δόρατα εναντίον τους. Οι Ιππότες τα απέκρουσαν με τα σπαθιά τους και περίμεναν για την εφόρμηση των εχθρών τους. Είχαν σχηματίσει κύκλο πλάτη με πλάτη για να μπορούν να αλληλοκαλύπτονται και να πολεμούν. Με μια βαρβαρική κραυγή οι εχθροί τους εφόρμησαν, κυρτά σπαθιά, κοφτερά δόντια και γαμψά νύχια έλαμψαν στο πρωινό φως.
   Η μάχη ήταν σκληρή και με μεγάλη ένταση, οι πέντε Ιππότες και ο Ροδόλφος της Ασόν, πολεμούσαν με αποφασιστικότητα και πείσμα. Απέκρουαν χτυπήματα και ανταπέδιδαν με δικά τους. Οι γρύπες συνέχιζαν τη μάχη και μετά τον θάνατο των αναβατών τους και μέχρι να πέσουν νεκροί έχοντας δεχθεί αρκετά χτυπήματα.
   Ο Ίθαν και ο Αλεξάντερ Ζίριον μάχονταν μαζί με κινήσεις συντονισμένες σαν να ήταν ένας μαχητής. Ο Γκίντεον πολεμούσε με απόλυτη ψυχραιμία ενώ ο Σάιμον του Θαλ συμπλήρωνε την πολεμική του κατάρτιση με την μυική δύναμη. Οι γροθιές του ηταν σχεδόν τόσο θανάσιμες όσο η σπάθα του. Ο Μάικ μαχόταν χρησιμοποιώντας τόσο το όπλο του όσο και τις πνευματικές του δυνάμεις.
   Είχε μόλις τραυματίσει θανάσιμα έναν γρύπα, αφού είχε σκοτώσει τους αναβάτες του, όταν έγινε το κακό. Προχώρησε μπροστά και με ένα δυνατό, κοφτό χτύπημα αποκεφάλισε το κτήνος. Την ίδια στιγμή ένας από τους αναβάτες έριξε πάνω του ένα δίκτυ σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι μονομάχοι στην αρένα. Πριν προλάβει ο Ιππότης να αντιδράσει ένας γρύπας σηκώθηκε στα πίσω του πόδια σφίγγοντας το δίκτυ γύρω από το σώμα του. Η σπάθα ξέφυγε από το χέρι του καθώς ο γρύπας απογειωνόταν και ο ίδιος βρισκόταν παγιδευμένος.
   Με μια θριαμβευτική κραυγή ο γρύπας σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό.

Λίγες Σκέψεις

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η νύχτα σκεπάζει με το μελανό μανδύα της τον κόσμο, το σκοτάδι απλώνεται παντού και τα μόνα φώτα που λίγο το διακόπτουν είναι τα αστέρια εκεί ψηλά. Εδώ κάτω στη γη κανένα φως δεν υπάρχει ένα γύρο, μόνο το φως που χρειάζομαι εγώ για να συνεχίσω να γράφω, όλοι και όλα ήσυχα κοιμούνται.
   Συνεχίζω να γράφω. Κάποτε είπες ότι μαγεύω τις λέξεις και κάνουν αυτό που θέλω, αποδίδουν τέλεια στα χέρια μου. Γιατί όμως δεν βρίσκω τις λέξεις να σου πω αυτά που θέλω; Γιατί όσα σου λέω και σου γράφω ακούγονται τόσο φτωχά και λίγα; Γιατί αποτυγχάνουν να σου δώσουν την πλήρη εικόνα;
   Σβήνω το φως και αφήνομαι να με τυλίξει το σκοτάδι, δεν μου χρειάζεται φως για να βρει η σκέψη μου το δρόμο της ως εσένα. Κοιτάζω τα άστρα αλλά η σκέψη μου είναι πάντα σε' σενα. Σε' σενα που τόσο αγαπώ, πάντα σε' σενα. Ένα πεφταστέρι χαράσσει τη φωτεινή του πορεία στον ουρανό. Τυχερός λένε όποιος το δει θα του εκπληρωθεί μια ευχή. Κάνω την ευχή και ας ξέρω πως δεν θα πραγματοποιηθεί.
   Οι ώρες περνούν. Μόνο τα αστέρια στον ουρανό μαρτυρούν το πέρασμά τους. Εγώ αναπολώ, σκέφτομαι, ονειρεύομαι. Αναπολώ κάθε στιγμή που έχω μοιραστεί μαζί σου, ονειρεύομαι όσα θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Όνειρα που βλέπω με ανοιχτά μάτια.
   Είναι πια πολύ περασμένη η ώρα, βαθιά η νύχτα. Αποσύρομαι και εγώ για λίγο μόνο. Πριν κοιμηθώ σου στέλνω μια νοερή καληνύχτα, όνειρα γλυκά να έχεις απόψε, και γλιστρώ στην ανάπαυση του ύπνου με το μελωδικό σου όνομα στα χείλη μου.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Μάικ έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του καθαρίζοντάς το από το αίμα. Σκούπισε το παγωμένο νερό της πηγής με μια πετσέτα και μετά την έβαλε στο μικρό σακίδιο με τα πράγματά του που κρεμόταν στη σέλα του αλόγου του. Πήρε να βάλει το πουκάμισό του που το είχε βγάλει για να πλυθεί ενώ πλησίαζε ο Γκίντεον Νεμίνιον.
   -Αυτή δεν ήταν τυχαία επίθεση, είπε.
   -Όχι, είπε ο Μάικ. Ήταν μια επίθεση από Ψυχή Δαίμονα που έχει κυριέυσει άνθρωπο.
   -Από το Αλκιμάρ; Είναι μακριά.
   -Από κάπου μακρύτερα ακόμα. Από τον κόσμο όπου βρίσκονται ο Ραμίρ και ο Ροβέρτος.
   -Πως είναι δυνατόν;
   Ο Μάικ ολοκλήρωσε το ντύσιμό του και φόρεσε τη ζώνη με τη θήκη της σπάθας του. Κοίταξε τον γαλανό, ασυννέφιαστο ουρανό σκεφτικός.
   -Δεν είναι δυνατόν. Τουλάχιστον υπό φυσιολογικές συνθήκες.
   -Θα το ξέραμε αν υπήρχε πύλη στο νησί, δεν ήταν πάντοτε καταραμένος τόπος. Τι άλλο δικαιολογεί μια...... Εκείνη;
   -Φαίνεται ότι η Ονειρεύτριά μας είναι πολύ ισχυρή, επιβεβαίωσε ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης. Δεν ελέγχει τις δυνάμεις της όμως και ο καταραμένος είδε μέσα από τα μάτια της.
   -Τον κατέστρεψες;
   -Ναι, αλλά η παρουσία του σε εκείνον τον κόσμο σημαίνει πως ο Μπαγκράς δεν έστειλε εκεί τυχαία τον Ραμίρ. Κάποιος από τους συντρόφους του έχει πάει εκεί. Και μάλιστα πολύ καλά προετοιμασμένος.
   -Για ποιο λόγο όμως; Για την Ονειρεύτρια;
   -Δεν το πιστεύω, μάλλον κάτι άλλο σχεδιάζει και ο Μπαγκράς το ξέρει.
   Καλπασμός αλόγων ακούστηκε και οι δυο Ιππότες στράφηκαν να δουν ποιος πλησίαζε με τα χέρια τους να πηγαίνουν στις λαβές των όπλων τους, μια προφύλαξη που δεν ήταν απαραίτητη μιας και εκείνοι που πλησίαζαν ήταν οι δυο δίδυμοι κύριοι του Ζίριον.
   -Αποστολή εξετελέσθη, είπε αεράτα ο Ίθαν, πηδώντας από τη σέλα, δεν ξέφυγε κανένας.
   -Μάθαμε τι τους έφερε τόσο μακριά από τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους; ρώτησε ο Σάιμον του Θαλ.
   -Ναι, είπε ο Αλεξάντερ του Ζίριον. Αποστάτες που αποφάσισαν πως δεν αξίζει να πεθάνουν για το μάγο και είπαν να αυτονομηθούν και να ζήσουν ληστεύοντας ταξιδιώτες.
   -Διάλεξαν λάθος ανθρώπους για να επιτεθούν, είπε σαρκαστικά ο Ροδόλφος.
   Αφού είχαν έρθει και οι δυο αδερφοί συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο Γκίντεον έφερε το άλογο του δίπλα στου Μάικ. Εκείνος φαινόταν εξαντλημένος και βυθισμένος σε σκέψεις.
   -Τι σε προβληματίζει; Η επίθεση;
  -Η επίθεση αυτή καθ' αυτή όχι. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι αισθάνθηκα και μια ακόμα παρουσία, αρκετά δυνατή.
   -Τι ήταν;
   -Δεν ξέρω, δεν έχω συναντήσει κάτι παρόμοιο ποτέ. Αν ήταν άνθρωπος θα είχε μια αρχαία σοφία συνδιασμένη με εφηβική ανεμελιά. Δεν είναι λογικό. Αλλά και δεν είναι άνθρωπος. Δεν βγάζει πολύ νόημα ε;
   -Όχι, παραδέχθηκε ο Γκίντεον. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα τη βρούμε την απάντηση.
   -Ναι, είπε ο Μάικ αλλά κάτι είχε αποσπάσει την προσοχή του. Γρύπες, είπε τελικά και τράβηξε τη σπάθα του από τη θήκη της.

   Ο Ροβέρτος θηκάρωσε τα όπλα του. Είχε βγει νικητής από την μάχη του με τα δαιμονικά όντα αλλά τον είχαν καθυστερήσει. Δεν μπορούσε να αισθανθεί πλέον το ον που είχε εκφέρει την κατάρα στη Σκοτεινή Γλώσσα τραβώντας την προσοχή του. Τι είχε συμβεί;
   Τράβηξε πιο σφιχτά τον μανδύα γύρω του καθώς ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα και το κρύο δυνάμωνε. Οι περαστικοί είχαν λιγοστέψει πολύ στο δρόμο κάτι που έκανε ακόμα πιο εύκολο να αντιληφθεί ότι τον παρακολουθούσαν.

   Η Λίζα προχώρησε διστακτικά στον κήπο της μικρής μονοκατοικίας. Στο μονοπάτι μπροστά της, ανάμεσα στα παρτέρια με τις βοκαμβίλιες ήταν πεσμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Η Λίζα πλησίασε με φόβο. Στις πλάκες ήταν σωριασμένη μια κοπέλα όχι μεγαλύτερη από την ίδια με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα κουρελιασμένο λευκό φόρεμα. Η Λίζα γονάτισε δίπλα της και εκείνη κινήθηκε, ήταν ζωντανή ακόμα. Έκανε να την ανασηκώσει και μια τρομαγμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Η κοπέλα είχε στρέψει το βλέμμα της προς αυτή. Είχε δυο υπέροχα σκουρογάλανα μάτια αλλά το βλέμμα της ήταν απλανές, στερημένο από την όραση και από τα μάτια της έτρεχε αίμα.
    “Τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις.” Τα λόγια του παρολίγον δολοφόνου της επέστρεψαν ζωντανά στη μνήμη της. Άραγε αναφερόταν σε αυτήν την κοπέλα; Τι έπρεπε να κάνει;
   Θα την βοηθούσε δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνει, αλλά δεν ήξερε το πως. Δεν μπορούσε να την μεταφέρει καν μέσα στο σπίτι.
   -Βοήθεια, ψέλλισε η κοπέλα με μια απαλή πονεμένη φωνή. Έρχονται, πρόσθεσε με τρόμο.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 14

Author: Νυχτερινή Πένα /

    -Λάφοντιλ, είπε ο Ραμίρ ήσυχα, είναι το ένα φυτό που το απόσταγμά του, το Λάουμφουλ, είναι θεραπευτικό. Είναι κόκκινο και........
   Σταμάτησε συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει. Ασυναίσθητα είχε θυμηθεί κάτι όπως και το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει με το όνομά του.
   -Παράξενο, μονολόγησε.
   Η Γιαρμίλα δεν μίλησε. Δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά αυτό το φάρμακο και δεν είχε ιδέα αν θα ήταν εύκολο να το βρει σε κάποιο φαρμακείο. Αλλά στο μυαλό της ήρθε κάτι άλλο.
   -Όταν κοιτάζαμε τα πράγματά σου είχες ένα φιαλίδιο με ένα τέτοιο υγρό.
   Ο Ραμίρ το θυμήθηκε, ναι είχε δίκιο η Γιαρμίλα. Έψαξε το μανδύα του, η κοπέλα τον είχε χρησιμοποιήσει για να τον σκεπάσει, και έβγαλε το μικρό φιαλίδιο με το κόκκινο υγρό. Το κοίταξε για λίγο σκεφτικός. Μετά τράβηξε το μεταλλικό πώμα και ένα βαρύ άρωμα γέμισε το χώρο.
   -Ναι, είπε ο Ραμίρ, είναι Λάουμφουλ.
   Έφερε το φιαλίδιο στα χείλη του αλλά η Γιαρμίλα τον σταμάτησε.
   -Είσαι σίγουρος;
   -Όχι, παραδέκτηκε ο Ραμίρ με ένα χαμόγελο. Αλλά κάποιος μου είπε κάποτε ότι όταν αμφιβάλλω πρέπει να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου.
   -Και το οποίο σου λέει να πιεις αυτό το υγρό είναι εντάξει;
  -Ναι, είπε ο Ραμίρ και ήπιε μια γερή γουλιά από το περιεχόμενο του φιαλιδίου.
  Μια απρόσμενη και καλοδεχούμενη ζέστη τον κυρίευσε. Έκλεισε το φιαλίδιο με το πώμα και το έβαλε στην τσέπη του. Ένιωθε τον πόνο να μαλακώνει και κατάλαβε ότι μπορούσε και πάλι να κινήσει το τραυματισμένο χέρι του.
   -Ναι, είπε στην Γιαρμίλα που τον παρακολουθούσε με σφιγμένα χείλη. Σίγουρα είναι θεραπευτικό. Ήδη αισθάνομαι καλύτερα.
   Εκείνη χαμογέλασε με έκδηλη ανακούφιση.

   Η Λίζα κοίταξε τον άνδρα που την είχε ακινητοποιήσει. Καταλάβαινε αυτήν την στιγμή πως νιώθει το θύμα που ξέρει ότι το έχει φιξάρει το αρπακτικό. Ο φόβος της ήταν απόλυτος, την είχε παραλύσει. Θα είχε σωριαστεί στο βρεγμένο οδόστρωμα αν δεν την κρατούσε από το λαιμό ο άνδρας. Έστρεψε το βλέμμα της στα μάτια του για να συναντήσει το δικό του με την ελπίδα να ικετέψει για έλεος. Μετάνιωσε γιατί αυτό που είδε δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, τα μάτια του ήταν μια άβυσσος κακίας και μίσους. Μέσα τους παιχνίδιζε μια σατανική φλόγα.
   Η επαφή όμως αποκάλυψε και στον εχθρό της κάτι. Με ένα θυμωμένο επιφώνημα σήκωσε το ελεύθερο χέρι του. Το ακούμπησε στο μάγουλό της, κάνοντάς την να ριγήσει. Ήταν παγωμένο σαν να μην ήταν σάρκα αλλά μάρμαρο.
   -Ονειρεύεσαι Ιππότες; σύριξε και τη χτύπησε δυνατά με το δάκτυλο στο μέτωπο. Τώρα θα δεις τι παθαίνουν εκείνοι που τολμούν να αντιτίθονται στις δυνάμεις των Αρχόντων του Σκότους.
   Το χτύπημα έκανε τη Λίζα να ουρλιάξει από τον πόνο.

   Ο Ροβέρτος σταμάτησε απότομα σαν να είχε προσκρούσει σε έναν αόρατο τοίχο. Τίποτα δεν είχε ακουστεί στο μικρό δρόμο που βρισκόταν αλλά στα αυτιά του αντηχούσε μια φρικτή νεκρομαντική κατάρα. Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει. Όποιος την είχε εκτελέσει θα μπορούσε σίγουρα να τον οδηγήσει στον μάγο που είχε σκοτώσει από μακριά τον άνδρα στην υπόγεια διάβαση και που ήξερε για την παρουσία του ίδιου και του Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο.
   Έφτασε στο σημείο που είχε δει την γριά ζητιάνα νωρίτερα και πρόσεξε πως δεν ήταν πια εκεί αλλά τώρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να ασχοληθεί με αυτό. Έστριψε στο πιο κοντινό στενό και συνέχισε να τρέχει. Λίγο πριν την έξοδο του στενού ένιωσε τον αέρα να παγώνει και να αλλάζει υφή σαν να γινόταν πιο στερεός. Ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του με μια ρευστή κίνηση ξεθηκάρωσε τα όπλα του.

   Είχαν αποφασίσει να επιταχύνουν το ταξίδι τους και έτσι συνέχιζαν να ιππεύουν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι ανεπτυγμένες ικανότητες προσανατολισμού και ιχνηλασίας των Ιπποτών τους κρατούσαν στο σωστό δρόμο και τώρα κάλπαζαν σε χαλαρό σχηματισμό καθώς η νύχτα παραχωρούσε τη θέση της στο γκριζωπό φως της αυγής.
   Το χτύπημα ήρθε από το πουθενά και αιφνιδίασε απόλυτα τον Μάικ που τινάκτηκε από το άλογό του σαν να τον είχε χτυπήσει ένα γιγαντιαίο εκκρεμές και προσγειώθηκε με την πλάτη στο χορταριασμένο έδαφος. Οι σύντροφοί του σταμάτησαν τα άλογα τους και έτρεξαν κοντά του. Ο Ιππότης σπαρταρούσε σαν το ψάρι που βρίσκεται έξω από το νερό ενώ αίμα έτρεχε από τα μάτια του και τα χείλη του.
   -Για όνομα της Λιμέρνα! είπε ο Ροδόλφος της Ασόν. Τι του επιτίθεται;

   Η Λίζα άρχισε να χάνει την επαφή με τον κόσμο, δεν είχε πια καμία συναίσθηση του περιβάλλοντος. Μια γλυκιά νάρκη άρχισε να την κυριεύει, καθώς απομακρυνόταν από τη ζωή το μυαλό της πήγε στον πατέρα της, σε λίγο θα ήταν μαζί του. Ο εχθρός της γρύλισε σαν ενοχλημένος από τη γαλήνη της σκέψης αυτής. Η εικόνα της μητέρας της να θρηνεί στον τάφο της ίδιας σχηματίστηκε ξεκάθαρα στο μυαλό της Λίζας.

   -Ας ενδυθεί την κατάρα σαν ένδυμα
    που δεν θ' απεκδυθεί
    και σαν ζώνη
    την οποία ποτέ δεν θα ξεζωστεί.
   Η κατάρα είχε προφερθεί από τον Μάικ με τη φωνή του να δυναμώνει σε κάθε λέξη. Αιμορραγώντας ακόμα ο Ιππότης είχε καταφέρει να σηκωθεί στα γόνατα και να αντεπιτεθεί στο ον που του είχε επιτεθεί. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι του. Η σπάθα του, που με την πτώση είχε τιναχθεί μακριά του, ήρθε σ' αυτό. Πρόφερε σκληρά:
   -Σποδός ήσουν και σποδός θα ξαναγίνεις!
  Με μια απότομη κίνηση κάρφωσε τη σπάθα του στο έδαφος. Ο ήχος ακούστηκε εκκωφαντικός σαν να είχε συντρίψει βράχο με το όπλο του.

   Μπροστά στα μάτια της Λίζας ο εχθρός της διαλύθηκε σε μια βροχή από σπίθες που χάθηκαν στο νυχτερινό αέρα. Η κοπέλα δεν μπορούσε να το πιστέψει και μετά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να φύγει και άρχισε να τρέχει. Σταμάτησε μόνο μπαίνοντας στο μικρό κήπο του σπιτιού της. Δεν το έκανε γιατί ένιωθε πλέον ασφαλής αλλά γιατί την ανάγκαζε το αναπάντεχο θέαμα.

Δεν Παύω Να Σ' Αγαπώ

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σε βλέπω να κλαις
και κλαίω μαζί σου
τα δάκρυά μου
τα δικά σου συντροφεύουν,
μικρές κρυστάλλινες σταγονες
που πέφτουν στη γη.

Λένε πως τα δάκρυα
είναι το αίμα της ψυχής
η δική σου αγαπημένη μου
γιατί αιμορραγεί;

Μακριά σου λες να φύγω
να μην πονώ,
χωρίς τη θέλησή σου
μη μου κάνεις κακό.

Μα δεν το κάνω,
δεν μπορώ να σ' αρνηθώ
γιατί δεν παύω ποτέ να σ' αγαπώ.

Μικρά Αλλά Σημαντικά

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Άλλο ένα παιχνίδι που κυκλοφορεί στα ιστολόγια και εγώ το έμαθα από τη meanan φυσικά αφού όπως είπαμε εγώ είμαι απορροφημένος με τις ιστορίες μου. Βεβαία το έχουν ονομάσει Ασήμαντα αλλά Ωραία κάτι που δεν με βρίσκει σύμφωνο, αν είναι ωραία είναι σημαντικά. Μικρά Αλλά Σημαντικά λοιπόν ( κάποιος έβλεπε πολύ Αμελί μου φαίνεται).

Λοιπόν τα δέκα δικά μου μικρά μα σημαντικά:
  1. Ο ήχος της γλυκιάς φωνής της
  2. Το γέλιο της, μπορεί να με χαροποιήσει και ας είμαι χάλια
  3. Η μυρωδιά των βιβλίων
  4. Ο ήχος του στυλό πάνω στο χαρτί, αργά τη νύχτα όταν δεν ακούγεται τίποτα άλλο
  5. Οι συλλογές μου από νομίσματα, γραμματόσημα και χάρτες
  6. Τα νάζια από μια συγκεκριμένη φωνή
  7. Η ανάμνηση ενός ονείρου
  8. Τα σχέδια για έναν συγκεκριμένο προορισμό
  9. Το αθώο βλέμμα της ανηψιάς μου
10. Τα σχόλια στα δημοσιευμένα έργα μου

Και καλώ να μας πουν τα δικά τους αγαπημένα:
  1. Estella http://estellasoneirologio.blogspot.com/
  2. Next Day http://diamantenia-problita.blogspot.com/
  3. Libertas http://neverland09.blogspot.com/
  4. Γιασεμένια http://neighbourhooddreams.blogspot.com/
  5. Vag και Στέλλα http://vag-ctella-moonlight.blogspot.com/
  6. Creep http://obythos09.blogspot.com/
  7. Νατάσσα http://bookeater-bookeater.blogspot.com/
  8. Venus http://venus-onfire.blogspot.com/
  9. Meggie http://meghannmeggie.blogspot.com/
10. Νιόβη http://tigerlily95.blogspot.com/

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ραμίρ άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε μια γκρίζα επιφάνεια που συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως πως ήταν η οροφή του χώρου όπου βρισκόταν. Ήταν γκρι στο χρώμα του τσιμέντου από το οποίο ήταν φτιαγμένη και αρκετά βρώμικη μαρτυρώντας χρόνια εγκατάλειψης. Ο Ιππότης έκανε να ανασηκωθεί αλλά ο έντονος πόνος που τον διέτρεξε τον απέτρεψε από το να συνεχίσει την προσπάθεια. Ξάπλωσε και πάλι με τον πόνο να επικεντρώνεται ψηλά στην πλάτη του. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή ως που να νιώσει τον πόνο να μαλακώνει κάπως. Ανοίγοντάς τα κοίταξε τριγύρω, οι τοίχοι που μπορούσε να δει είχαν το ίδιο χάλι με την οροφή ενώ μια σειρά από μικρά τζάμια που βρίσκονταν στην κορυφή ενός τοίχου, ακριβώς κάτω από την οροφή, ήταν καλυμμένα από σκόνη δεκαετιών και ιστούς αράχνης ώστε ελάχιστο φως να μπαίνει.
   Έκανε μια προσπάθεια ακόμα να σηκωθεί και αυτήν την φορά τα κατάφερε. Βρέθηκε καθιστός και μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα το χώρο γύρω του. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο στρώμα από άδεια σακιά που είχε φτιαχτεί στο βάθος μιας μικρής πλατφόρμας. Στηρίκτηκε στον πιο κοντινό τοίχο.
   -Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να σηκωθείς.
   Ο Ραμίρ γύρισε και είδε την Γιαρμίλα που ήταν καθισμένη στο πάτωμα, δίπλα της σε ένα στρώμμα σαν το δικό του κοιμόταν η Κάτκα.
   -Ήμουν πολλές ώρες αναίσθητος; ρώτησε ο Ιππότης.
   -Ναι, φοβήθηκα πως....
   -Γλίτωσα φαίνεται, είπε ο Ραμίρ και ψηλάφησε το τραύμα του που όσο ήταν αναίσθητος είχε περιποιηθεί η Γιαρμίλα και το είχε επιδέσει. Την ευχαρίστησε.
   -Νομίζω ότι η σφαίρα δεν έμεινε μέσα, είπε η Γιαρμίλα αμήχανη.
   Δεν είχε συνηθίσει να την ευχαριστούν όπως έκανε αυτός ο άνδρας. Ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικός από κάθε άνδρα που είχε συναντήσει στην ως τώρα ζωή της. Τις ώρες που εκείνος ήταν αναίσθητος είχε πολλές φορές αναρωτηθεί ποιος ήταν και από που να ερχόταν.
   -Έχασες πολύ αίμα, πρέπει να σε δει γιατρός αλλά κάποιος που δεν θα κάνει ερωτήσεις για το πως τραυματίστηκες.
   Την κοίταξε και εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα. Ήταν και αυτή μια μεγάλη διαφορά, η πιο μεγάλη ίσως, ο τρόπος που την κοίταζε. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό, φιλικό. Δεν την κοιτούσε απαξιωτικά γι' αυτό που ήταν ούτε με το απωθητικά λάγνο βλέμμα εκείνων που έσβηναν στο σώμα της τους πόθους και τα πάθη τους. Και όταν κοιτούσε την Κάτκα υπήρχε στοργή στα μάτια του.
   -Μου χρειάζεται ένα απόσταγμα Λάφοντιλ, είπε ο Ραμίρ και σταμάτησε.
   -Τι είναι αυτό; ρώτησε η Γιαρμίλα ξαφνιασμένη, δεν είχε ακούσει ποτέ αυτό το φάρμακο, μήπως ο άνδρας αυτός ήταν γιατρός;

   Η Λίζα ένιωσε να παγώνει, κοίταξε και πάλι πίσω. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ο άνδρας την ακολουθούσε και την κοίταζε έντονα. Έτρεξε στις κυλιόμενες σκάλες που όμως ήταν γεμάτες κόσμο. Κοίταξε πίσω, ο άνδρας πλησίαζε. Οι κυλιόμενες της φάνηκαν ξαφνικά πολύ αργές και άρχισε να ανεβαίνει τις κλασικές σκάλες που λίγοι τις προτιμούσαν και μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Το παγωμένο χέρι του φόβου έσφιξε την καρδιά της καθώς διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν το ίδιο, αν όχι περισσότερο, γρήγορος και κέρδιζε έδαφος.
   Η Λίζα με τον πανικό να την κυριεύει επιτάχυνε και έφτασε στην επιφάνεια του εδάφους. Δεν είχε ποτέ νιώσει τέτοιο φόβο. Πετάκτηκε στο δρόμο χωρίς να σκεφτεί καθόλου τα αυτοκίνητα. Κορναρίσματα και θυμωμένες φωνές ακολούθησαν αλλά η Λίζα δεν άκουσε τίποτα από όλα αυτά καθώς έτρεχε προς το σπίτι της με την ελπίδα πως εκεί θα ήταν ασφαλής.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε στο σημείο όπου την προηγούμενη νύχτα είχαν αποδράσει από την αστυνομίκή φύλαξη οι άστεγοι με τη βοήθεια του Ραμίρ. Τα ίχνη ήταν τόσα πολλά και μπερδεμένα που δεν μπορούσε πλέον να ακολουθήσει αυτά που ανήκαν στο φίλο του. Κοίταξε προβληματισμένος γύρω αλλά δεν υπήρχαν παρά λίγοι περαστικοί και μάλλον βιαστικοί διαβάτες. Σε μια κόγχη ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες σκεπασμένη με ένα ανοιγμένο χαρτοκιβώτιο καθόταν μια γριά ζητιάνα.
   -Νεαρέ! τον φώναξε.
   Ο Ροβέρτος την κοίταξε. Σε εκείνον αναφερόταν σίγουρα αλλά δεν έβλεπε το γιατί. Πήγε προς το μέρος της αναρωτώμενος αν θα μπορούσε να μάθει κάτι από εκείνη. Η ζητιάνα θα ήταν ενδεχομένως σ' αυτήν την θέση συνέχεια, ίσως είχε δει κάτι. Στάθηκε μπροστά της και τη ρώτησε:
   -Εμένα φώναξες;
   -Εσένα, είπε η γριά, υπήρχε κάτι πάνω της που δεν ταίριαζε αλλά ο Ιππότης δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ήταν αυτό.
   -Γιατί; την ρώτησε.
   -Γιατί θες να μάθεις.
   -Τι να μάθω;
   -Χθες που μαζέψανε τους κακομοίρηδες από' δω και τους κλείσανε στην κλούβα ήρθε ένας άγγελος και τους ελευθέρωσε!
   Ήταν προφανώς τρελή η δύστυχη. Ο Ροβέρτος την κοίταξε με οίκτο που δεν πρόλαβε να εκφράσει καθώς η γριά συνέχισε.
   -Φορούσε λευκό μανδύα και κρατούσε ένα μεγάλο σπαθί. Έκοψε την πόρτα και τους ελευθέρωσε και μετά αφόπλισε τον κακούργο που χτυπούσε την κακόμοιρη την κοπέλα.
   Λευκός μανδύας και σπαθί; Ήταν υπερβολικά μεγάλη σύμπτωση για να είναι σύμπτωση, πρέπει να είχε δει τον Ραμίρ.
   -Που πήγε μετά ο άγγελος;
   -Έφυγε με την κοπέλα. Ταιριάζουν ξερεις.
   -Προς τα που;
   Η γριά έδειξε μια κατεύθυνση. Ο Ροβέρτος έβαλε στο χέρι της ένα χρυσό νόμισμα και προχώρησε προς τη διεύθυνση που του έδειξε αφού πρώτα της είπε:
   -Ο Θεός να σε ευλογεί καλοκυρά.
   Θα είχε ανησυχήσει αν είχε κοιτάξει πίσω του καθώς απομακρυνόταν γιατί η γριά δεν ήταν πια εκεί.

   Η Λίζα έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ στη ζωή της ως που δεν είχε πια άλλη δύναμη, στάθηκε τότε βαριανασαίνοντας και ακούμπησε σε έναν τοίχο. Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να μη χάσει τις αισθήσεις της, κοίταξε πίσω, είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον εφιαλτικό διώκτη της. Στάθηκε και πάλι όρθια και προχώρησε προς το σπίτι της. Έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε εκεί και έμεινε ακίνητη σαν να ήταν παγωμένο άγαλμα και όχι άνθρωπος. Ο διώκτης της στεκόταν μπροστά της με ένα κακό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του προς το λαιμό της αλλά το τράβηξε σαν να κάηκε καθώς ένα μπλε φως τύλιξε την κοπέλα.
   -Προστατεύεσαι, γρύλισε και πρόφερε μια κατάρα, τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις.
   Η Λίζα δεν κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν η κατάρα μιας και στην ίδια δεν έκανε τίποτα. Το φως χάθηκε όμως και ο διώκτης της είπε με μίσος:
   -Τώρα θα πεθάνεις.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Το ξημέρωμα τους βρήκε να καλπάζουν βορειοανατολικά συνεχίζοντας το ταξίδι τους. Ο Ροδόλφος και οι τρεις Ιππότες και πάλι δεν μιλούσαν καθώς ταξίδευαν. Εκείνος με το μυαλό του στην Φιντέλια και οι υπόλοιποι αναλογιζόμενοι τι τους περίμενε αν και είχαν και άλλα πράγματα να τους απασχολούν. Είχε δει τον Μάικ σε παραπάνω από μια περιπτώσεις να κλείνει τα μάτια και να συγκεντρώνεται σε κάτι που ο ίδιος δεν μπορούσε να αντιληφθεί ενώ ο Γκίντεον Νεμίνιον ήταν επίσης συνοφρυωμένος σαν να προσπαθούσε να βρει τη λύση σε κάποιο πρόβλημα.
   Συνέχιζαν να καλπάζουν παρά την αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο. Είχε σηκωθεί ένας παγωμένος βοριάς και έκανε κρύο παρά την παρουσία του ήλιου στον ουρανό. Σταμάτησαν μόνο όσο ήταν απαραίτητο για να μην εξοντώσουν τα άλογά τους.

   Ο άνδρας βόγγηξε και προσπάθησε να ανακαθίσει αλλά σταμάτησε αισθανόμενος τον Ροβέρτο να τον πατάει στο στήθος. Ο Ιππότης κοίταξε βλοσυρά τον αιχμάλωτό του και είπε ξερά:
   -Ξεκίνα να μιλάς, όσο πιο πολλά πεις τόσο περισσότερο θα ζήσεις.
   Ο κώδικας τιμής των Ιπποτών δεν επέτρεπε την εκτέλεση ενός αιχμαλώτου που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή την κακομεταχείρισή του αλλά ο άλλος δεν το ήξερε και κοίταξε τον Ροβέρτο έντρομος. Κούνησε ωστόσο το κεφάλι του αρνητικά. Ηθελημένα αργά ο Ροβέρτος ξεθηκάρωσε τη μια σπάθα του και έτεινε την αιχμή προς τον πεσμένο αντίπαλό του.
   -Μίλα και θα σου χαρίσω έναν γρήγορο θάνατο.
   -Είσαι Ιππότης, δεν βασανίζετε τους αντιπάλους σας. Εκείνος το είπε.
   Ο Ροβέρτος κατάφερε να κρύψει την έκπληξή του με δυσκολία. Ποιος σε αυτόν τον κόσμο είχε αναγνωρίσει τον ίδιο σαν Ιππότη και ήξερε γι' αυτούς;
   -Ναι έτσι είναι, είπε απότομα, αλλά σε' σενα θα κάνω μια εξαίρεση. Ψάχνω έναν φίλο που είναι αδερφός για' μενα. Το πρωτόκολλο και οι κανόνες δεν με νοιάζουν ιδιαίτερα, κατάλαβες;
   Άγγιξε με τη σπάθα το λαιμό του αντιπάλου του που πάνιασε.
   -Εντάξει, θα μιλήσω, είπε βιαστικά.
   -Σοφή απόφαση, είπε ο Ροβέρτος και τράβηξε το όπλο του όπως και το πόδι του επιτρέποντας στον άλλο να ανασηκωθεί και μετά να καθίσει στο βρώμικο τσιμέντο που ήταν το δάπεδο της διάβασης. Γιατί μου στήσατε ενέδρα;
   -Δεν περιμέναμε εσένα.
   -Τότε γιατί ο ένας από τους συντρόφους σου είπε αυτός είναι;
   -Δεν περιμέναμε εσένα. Τον άλλο.
   -Τον Ραμίρ; Πως ξέρετε για τον Ραμίρ;
   -Ξέρει εκείνος, είπε πως τον νιώθει σαν αγκάθι στο πλευρό του.
   -Πως είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε ο Ροβέρτος και έκανε την επόμενη ερώτηση στον αιχμάλωτό του. Για ποιον δουλεύεις;
   -Για... ξεκίνησε ο άνδρας αλλά σταμάτησε απότομα. Ένα βογγητό ξέφυγε από τα χείλη του και το σώμα του τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο ένταση. Προσπάθησε να μιλήσει αλλά ακούστηκε μόνο ένα φρικαλέο γουργουρητό. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα, τη μύτη και τα μάτια του και σε δευτερόλεπτα ήταν νεκρός.
   Ο Ροβέρτος κοιταξε το πτώμα ανήσυχος, αυτό δεν ήταν καλό. Τέτοιες δυνάμεις μπορούσαν να ανήκουν μόνο σε κάποιον που υπηρετούσε το Σκότος και αυτό με τη σειρά του σήμαινε κάτι ακόμα χειρότερο.
   Δεν ήταν μόνο ο ίδιος και ο Ραμίρ που είχαν ταξιδέψει σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν. Αυτό που είχε υποψιαστεί βλέποντας τις Ψυχές του Δαίμονα ήταν τελικά αλήθεια.

   Η Λίζα άκουσε με ανακούφιση το κουδούνι που σήμανε την λήξη του τελευταίου μαθήματος για την μέρα. Οι συμμαθητές της ετοιμάστηκαν να βγουν αλλά εκείνη δεν βιαζόταν, όχι ότι δεν ήθελε να φύγει από το σχολείο, τίποτα άλλο δεν ήθελε περισσότερο. Δεν ήθελε όμως να βγει και μαζί τους από την τάξη. Γιατί; για να έχουν ακόμα μια ευκαιρία να τη βασανίσουν;
   Σηκώθηκε από τη θέση της αφού είχε απομείνει μόνη της στην τάξη. Κρέμασε την τσάντα της στον ώμο της και βγήκε. Έξω το κρύο ήταν τσουχτερό και έτσι τράβηξε το μπουφάν γύρω από το σώμα της. Πήρε το δρόμο για την κοντινή στάση του μετρό αγνοώντας την κίνηση γύρω της. Άκουσε πίσω της στο δρόμο την σειρήνα ενός ασθενοφόρου να στριγκλίζει και ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αυτός ο ήχος της θύμιζε πάντα τη μέρα του θανάτου του πατέρα της. Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της. Τα σκούπισε βιαστικά καθώς έπαιρνε την κυλιόμενη σκάλα για να κατέβει στο σταθμό του μετρό.
   Η ζωή τους δεν ήταν ποτέ εύκολη αλλά μετά το θάνατο του πατέρα της η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε η μητέρα της τα οικονομικά τους ήταν σε οριακή κατάσταση. Τα δίδακτρα του σχολείου, παρά την υποτροφία με την οποία βρισκόταν σε αυτό, ήταν ένα ακόμα βάρος που δυσκόλευε την ήδη δύσκολη θέση τους.
   Ο ήχος του συρμού του μετρό που έφτασε στο σταθμό την έβγαλε από τις σκέψεις της. Μπήκε και μην βρίσκοντας άδεια θέση στάθηκε όρθια κοντά στην πόρτα. Ο συρμός ξεκίνησε, η Λίζα ακούμπησε το κεφάλι της στο μπράτσο της όπως κρατιόταν από μια χειρολαβή. Η ρυθμική κίνηση του συρμού την νανούρισε, και ήταν τόσο κουρασμένη. Τα μάτια της έκλεισαν και αποκοιμήθηκε.
   Είδε δυο νέους άνδρες να ιππεύουν δυο καστανά άλογα και οπλισμένοι με σπάθες να καταδιώκουν μια ομάδα καβαλάρηδων πάνω σε κάποιο ζώα. Έμοιζαν τόσο πολύ που προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα πως ήταν δίδυμοι αδερφοί. Κατεδίωκαν και σκότωναν τους αναβάτες και τα τέρατα που ίππευαν
   Ξύπνησε με ένα τίναγμα και βρέθηκε να κοιτάζει την πόρτα κια το σκοτάδι του τούνελ πέρα από αυτή. Το βλέμμα της εστίασε στο πρόσωπο του άνδρα που στεκόταν πίσω της. Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο με αυτό που έβλεπε στο παράθυρο. Το πρόσωπο του ανθρώπου φαινόταν σαν να είχε λιώσει για να πάρει μια μορφή πιο ρευστή και βασανισμένη, μια γκροτέσκα μάσκα πόνου. Γύρισε και κοίταξε τον άνδρα, ένας συνηθισμένος σαραντάρης που ούτε καν την κοιτούσε. Πρέπει να έφταιγε η κούραση. Γύρισε και πάλι μπροστά της. Μόλις και κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Στο τζάμι το πρόσωπο δεν είχε αλλάξει, ορθάνοιχτο στόμα σαν να ούρλιαζε, δυο πύρινα μάτια γεμάτα κακία. Και ένα χέρι σκιώδες να απλώνεται προς αυτήν.
   Ο συρμός έφτασε στην επόμενη στάση και η Λίζα βγήκε βιαστικά έξω. Είχε κάνει μόλις λίγα βήματα όταν το κατάλαβε, ο άνδρας την ακολουθούσε.

Το Παιχνίδι Της Αγάπης

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Οι όροι είναι οι εξής:
1. Να αναφέρεις ποιός σε προσκάλεσε
2. Να καταγράψεις 10 πράγματα που αγαπάς.
3. Να προσκαλέσεις κι εσύ με τη σειρά σου 10 ακόμη φίλους!

   Αυτό είναι ένα νέο παιχνίδι των bloggers που φυσικά εγώ όντας στον κόσμο μου δεν το είχα πάρει είδηση. Το έμαθα από την meanan  ( http://apotoxamogelostogelio.blogspot.com/ ) που με προσκάλεσε σε αυτό.
   Λοιπόν ορίστε τα δέκα πράγματα που αγαπώ:
 1.  Το γράψιμο σε όλες τις μορφές, μυθιστορήματα, διηγήματα, απλά κείμενα, ποίηση
 2.  Την κοπέλα που είναι βασίλισσα της καρδιάς μου
 3.  Την οικογένειά μου, γονείς, αδερφή και ανήψια, μερικούς συγγενείς
 4.  Τα γλυκά, σοκολάτα κάθε μορφής κυρίως αλλά και μερικά άλλα
 5.  Τα βιβλία, φαντασίας, ιστορικά, αστυνομικά
 6.  Τη μουσική, soundtracks και μπαλάντες
 7.  Λίγους εκλεκτούς φίλους κοντά ή μακριά
 8.  Τη νύχτα με τη γαλήνη που προσφέρει
 9.  Την ανατολή γιατί το ξεκίνημα μιας νέας μέρας πάντα εμπνέει
10. Τους μοναχικούς περιπάτους χαμένος στις σκέψεις μου

Δέκα φίλοι που θέλω να καλέσω στο παιχνίδι αυτό ( δύσκολη επιλογή ):

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η προειδοποιητική κραυγή του Μάικ αφύπνισε τους συντρόφους του που έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Και χρειαζόταν βοήθεια γιατί ο εχθρός είχε πλησιάσει πλέον. Ήταν μια ομάδα πολεμιστών πάνω σε αγριόλυκους, μια σίγουρη απόδειξη πως βρίσκονταν στην υπηρεσία του Μπαγκράς. Γιατί βρίσκονταν εδώ, τόσο μακριά από τα υπόλοιπα στρατεύματα του σατανικού μάγου, ήταν ένα ερώτημα που προς το παρόν έπρεπε να περιμένει. Κύκλωσαν τον μικρό καταυλισμό με τους αγριόλυκους να βρυχώνται υπόκωφα.
   -Για το όνομα της Λιμέρνα, βόγγηξε ο Ροδόλφος, τι είναι αυτά τα κτήνη;
   -Αγριόλυκοι, απάντησε ήρεμα ο Σάιμον του Θαλ. Είναι τα πιο συνηθισμένα υποζύγια των δυνάμεων του εχθρού.
   Κάθε αγριόλυκος μεγάλος σαν πόνι, αλλά όχι το ίδιο άκακος, έφερε έναν πολεμιστή οπλισμένο με δόρυ. Πλησίαζαν με ταχύτητα για να επιτεθούν. Οι Ιππότες και ο Ροδόλφος πήραν θέση στα ανοίγματα των βράχων, το μέρος που είχε βρει ο Αλεξάντερ του Ζίριον ήταν πολύ ευνοϊκό για τον αμυνόμενο και τους έδινε μια ελπίδα για την επερχόμενη μάχη στην οποία ο εχθρός είχε πολλαπλάσιο αριθμό.
   Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψεις, οι πρώτοι από τους εχθρούς είχαν φτάσει κοντά τους. Οι πολεμιστές αυτοί ανατρέφονταν από παιδιά παρέα με τους αγριόλυκους και εξοικειώνονταν απόλυτα με ένα από τα αγριότερα είδη στον κόσμο. Αποτελούσαν έτσι μια θανατηφόρα πολεμική μηχανή αφού πολεμούσαν μαζί αναβάτης και υποζύγιο. Επιτέθηκαν στους Ιππότες χωρίς δισταγμό αλλά εκείνοι παρέμειναν σταθερά στη θέση τους και απέκρουσαν την επίθεση. Μια άγρια λυσσώδης μάχη ξέσπασε. Οι Ιππότες πολεμούσαν με τάξη και ψυχραιμία καλύπτοντας ο ένας τον άλλο, αποκρούοντας χτυπήματα και καταφέρνοντας τα δικά τους. Αίμα άρχισε να κυλάει στους βράχους, κυρίως των εχθρών τους, και οι φωνές των τραυματισμένων ακούγονταν αρκετά μακριά. Οι κλαγγές των όπλων έσμιγαν με τα λυσσασμένα γρυλίσματα των αγριόλυκων που έβλεπαν τους Ιππότες να αφανίζουν τους συντρόφους τους αλλά οι ίδιοι να μένουν όρθιοι. Τελικά αυτή η πείσμονα αντίσταση των Ιπποτών έσπασε το νεύρο των επιτιθέμενων που τράπηκαν σε φυγή. Σαν ένας ο Αλεξάντερ και ο Ίθαν έτρεξαν στα άλογά τους. Καθώς ξεχύνονταν σε καταδίωξη των εχθρών ο πρώτος φώναξε στους συντρόφους τους:
   -Θα σας βρούμε στο πέρασμα Φαγιάσα.

   Ο Ραμίρ βόγγηξε με πόνο καθώς η σφαίρα τον χτύπησε και ένας καυτός πόνος απλώθηκε στο σώμα του. Στράφηκε με κόπο και κοίταξε πίσω, από την πολυκατοικία που βρισκόταν το σπίτι της Γιαρμίλα είχε βγει ο τελευταίος από τους άνδρες που τους είχαν επιτεθεί και ο Ραμίρ τον είχε απλά ρίξει αναίσθητο. Κρατούσε ακόμα το πιστόλι του υψωμένο. Χωρίς να δείξει ότι είχε χτυπηθεί ο Ιππότης ξεθηκάρωσε την σπάθα του και κινήθηκε προς τον αντίπαλό του που πιστεύοντας ότι τον είχε πετύχει αλλά δεν του είχε κάνει τίποτα η σφαίρα τράπηκε σε φυγή.
   Έστριψε στην επόμενη γωνία ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω του. Ο Ραμίρ στάθηκε, χαμήλωσε τη σπάθα του και άγγιξε με την αιχμή το έδαφος, στηρίχθηκε στο όπλο ενώ χλώμιαζε. Η Γιαρμίλα πλησίασε και είδε με ανησυχία το λευκό μανδύα του να βάφεται από το αίμα. Ο Ραμίρ θηκάρωσε τη σπάθα και έκανε να γυρίσει προς το μέρος της αλλά ένιωσε μια τρομερή αδυναμία και ζάλη να τον καταλαμβάνει. Παραπάτησε και η Γιαρμίλα έσπευσε να τον στηρίξει.
   -Πρέπει να βρούμε ένα καταφύγιο, ψέλλισε ο Ιππότης.
   -Ξέρω ένα μέρος, είπε η Γιαρμίλα.
   Πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του Ραμίρ για να τον στηρίξει.

   Ο Ροβέρτος κατέβηκε τα σκαλιά της υπόγειας διάβασης επιφυλακτικά. Στάθηκε για μια στιγμή να συνηθίσουν τα μάτια του στο μισοσκόταδο και μετά προχώρησε. Ήταν σίγουρος ότι ο Ραμίρ είχε περάσει από' δω αν και τώρα δεν υπήρχε κανένας στη διάβαση. Προχώρησε για την άλλη άκρη αναζητώντας ίχνη του φίλου του. Μετά την έφοδο της αστυνομίας τη νύχτα δεν υπήρχαν πλέον άστεγοι αλλά δεν ήταν τελικά τόσο έρημη όσο είχε υποθέσει ο Ιππότης αρχικά. Πλησίαζε στην απέναντι έξοδο όταν δυο άνδρες βρέθηκαν μπροστά του να του κλείνουν το δρόμο. Δεν ήταν τυχαίο αλλά ο Ροβέρτος αποφάσισε να μη δείξει ότι είχε κάποια υποψία για τις προθέσεις τους. Συνέχισε να περπατάει προς την έξοδο της διάβασης έχοντας όμως ετοιμαστεί να τραβήξει τα όπλα του αμέσως μόλις θα δεχόταν επίθεση.
   Είχε φτάσει σε απόσταση μερικών βημάτων από τους δυο άνδρες όταν ο ένας από αυτούς είπε κοφτά:
   -Αυτός είναι. Τώρα.
   Ο Ροβέρτος αντιλήφθηκε μια κίνηση πίσω του και στράφηκεε γρήγορα για να δει έναν άνδρα με ένα ρόπαλο να επιτίθεται. Σήκωσε το ένα χέρι του και μπλόκαρε το χτύπημα ενώ με το άλλο άρπαζε τον αντίπαλό του από τα ρούχα. Τον τράβηξε μπροστά και στρεφόμενος τον έσπρωξε πάνω στους άλλους δυο άνδρες. Εκείνοι είχαν τραβήξει και οι δυο ειδικά όπλα παραλύσεως με ηλεκτρικό ρεύμα, ο σύντροφός τους που βρέθηκε ανάμεσα σε εκείνους και τον Ροβέρτο δέχθηκε μια διπλή εκκένωση που τον έκανε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Ο Ροβέρτος τον άφησε να σωριαστεί στο έδαφος ενώ περνούσε στην επίθεση. Οι δυο σπάθες του διέγραψαν δυο κοφτά τόξα αφαιρώντας δυο ζωές και επέστρεψαν στις θήκες τους.
   Ο Ιππότης έσκυψε πάνω από τα πτώματα, πέρα από δυο αρκετά γεμάτα πορτοφόλια και δυο πιστόλια μεγάλου διαμετρήματος δεν βρήκε παρά μόνο ένα στοιχείο, μια σκληρή κάρτα με την επιγραφή UMARGO και ένα άγνωστης προελεύσεως και χρησιμότητας ανάγλυφο στην άκρη. Αν ήταν εξοικειωμένος με αυτόν τον κόσμο στον οπόιο είχε βρεθεί θα είχε αναγνωρίσει ένα ηλεκτρονικό πάσο. Ο άνδρας που είχε δεχθεί την ηλεκτρική εκκένωση βόγγηξε καθώς άρχισε να συνέρχεται. Ο Ροβέρτος έβαλε το πάσο σε μια τσέπη του μανδύα του και μετά στράφηκε στον άνδρα. Ίσως μπορούσε να μάθει κάτι από αυτόν.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ήταν πέντε άνδρες, ο καθένας ψηλός και σωματώδης σαν παλαιστής των βαρέων βαρών, κάτι που δεν αποκλείεται να ήταν, και οπλισμένοι με πιστόλια που έμοιαζαν παιδικά παιχνίδια στα τεράστια χέρια τους. Ο Ραμίρ ακολουθώντας το ένστικτό του επιτέθηκε πριν περάσουν την πόρτα εκμεταλευόμενος το γεγονός ότι η στενότητα του χωρου περιόριζε την κίνηση των αντιπάλων του προσφέροντάς του πλεονέκτημα. Κατέβασε τη σπάθα του στον πρώτο τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Ενώ εκείνος σωριαζόταν στο δάπεδο με ένα ουρλιακτό, που τρόμαξε την Κάτκα τόσο ώστε να αρχίσει να κλαίει γοερά, ο Ραμίρ επιτιθόταν στον δεύτερο άνδρα που ήταν γρήγορος στο να παραμερίσει χαρίζοντας στον έναν από τους συντρόφους του γρήγορο θάνατο στην άκρη της λεπίδας του Ιππότη.
   Ο Ραμίρ έκανε πίσω για να αντιμετωπίσει αυτόν τον άνδρα αλλά εκείνος είχε προλάβει να υψώσει το όπλο του. Ο πυροβολισμός ακούστηκε εκκωφαντικός στον κλειστό χώρο και η σφαίρα πέρασε κοντά στο μάγουλο του, τόσο ώστε να νιώσει τη θερμότητα που εξέπεμπε να αφήνει το σημάδι της στο μάγουλό του. Η Γιαρμίλα ούρλιαξε αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει να δει.
   Χτύπησε τον άνδρα με τον αγκώνα του και τον έκανε να ρίξει το όπλο αλλά δεν ήταν σε θέση να τον εξουδετερώσει. Χτύπησε με τη σπάθα του εξοντώνοντας τον τρίτο από τους αντιπάλους του αλλά δεν πρόλαβε να τραβηκτεί πίσω και ο άνδρας που είχε αφοπλίσει τον άρπαξε στην ατσάλινη μεγγένη των χεριών του. Ο Ραμίρ βόγγηξε από πόνο και η σπάθα έπεσε από το χέρι του. Ο πέμπτος από τους αντιπάλους του όρμηξε μπροστά να τον αποτελειώσει αλλά ο Ιππότης δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη. Στηρίκτηκε στον άνδρα που τον είχε αρπάξει στα χέρια του και κλώτσησε και με τα δυο πόδια τον άλλο. Τον πέτυχε στο στήθος και τον τίναξε πίσω, εκείνος σκόνταψε στα πεσμένα σώματα και βρέθηκε στο δάπεδο. Αλλά ο τελευταίος είχε καταφέρει να κλείσει τη λαβή του γύρω από το σώμα του και τον συνέθλιβε. Η μυική δύναμη του άλλου ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να αντιδράσει καθώς τον έσφιγγε εμποδίζοντας και την αναπνοή του.
   Ένας δεύτερος πυροβολισμός ακούστηκε και ο άνδρας κλονίστηκε σαν δένδρο που το χτύπησε κεραυνός. Ο Ραμίρ ένιωσε το θανάσιμο σφίξιμο να χαλαρώνει και μετά να παύει καθώς ο αντίπάλός του τον άφησε και πισωπάτησε. Σωριάστηκε στο δάπεδο με μια τεράστια πληγή στην πλάτη και μια έκφραση υπέρτατης απορίας σαν να μην περίμενε ότι μπορούσε να συμβεί αυτό σε' κεινον. Ο Ραμίρ είδε τη Γιαρμίλα με ένα όπλο – που προφανώς είχε πάρει από το δάπεδο από κάποιον από τους άνδρες που ο Ραμίρ είχε σκοτώσει – να κοιτάζει τον νεκρό. Άφησε το πιστόλι να πέσει στο έδαφος και η ίδια κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Ήταν χλωμή και έτρεμε. Ο Ραμίρ πήγε κοντά της.
   -Είχα ξαναδεί θανάτους αλλά πρώτη φορά σκότωσα κάποιον, είπε η κοπέλα.
   -Ευχαριστώ, είπε ο Ραμίρ. Θα είχα ίσως πεθάνει αν δεν ήσουν εσύ.
   -Στο χρωστούσα, είπε η κοπέλα, αν με απέλαυναν τι θα γινόταν η Κάτκα μόνη της εδώ;
   -Δεν ξέρω αλλά δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, είπε ο Ραμίρ. Πρέπει να φύγω. Αυτοί οι άνδρες ήρθαν για' μενα.
   -Θα φύγουμε μαζί.
   Ο Ραμίρ στράφηκε και την κοίταξε.
   -Δεν χρειάζεται να κινδυνεύσεις, είπε, αρκεί να πεις στις αρχές ότι έγινες μάρτυρας μιας συμπλοκής.
   -Δεν έχω χαρτιά, είπε η κοπέλα. Θα συλληφθώ και θα απελαθώ στην καλύτερη περίπτωση. Θα έρθω μαζί σου αν.... αν δεν είμαι βάρος. Δεν με νοιάζει αν θα κινδυνεύσω.
   -Εντάξει, έλα, ήταν η απάντηση του Ραμίρ, αν και δεν ξέρω και' γω που να πάω ή τι να κάνω. Ούτε τι θέλουν από' μενα αυτοί οι άνδρες.
   Η Γιαρμίλα σηκώθηκε και μάζεψε μερικά ρούχα για να ντυθεί, κάτι που έκανε στο μπάνιο, και μετά άρχισε να μαζεύει με γρήγορες κινήσεις ρούχα και κάποια πράγματα σε ένα σακίδιο. Από μια τρύπα του τοίχου όπου περνούσε ένας σωλήνας έβγαλε ένα προσεκτικά διπλωμένο ματσάκι χαρτονομισμάτων. Το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού της και στράφηκε στον Ραμίρ.
   -Είμαι έτοιμη.
   Πήρε την Κάτκα αγκαλιά και ακολούθησε τον Ιππότη στη σκάλα που τους έφερε στο ρημαγμένο ισόγειο, η κατάστασή του φαινόταν ακόμα περισσότερο στο φως της ημέρας. Βγήκαν στο δρόμο, το στενό ήταν άδειο και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω πέρα από ένα ψωραλέο, λιπόσαρκο σκυλί. Προχώρησαν προς τον κεντρικό δρόμο. Είχαν φτάσει μόλις στον μεγαλύτερο δρόμο όταν ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Ο Ραμίρ τινάκτηκε καθώς η σφαίρα τον έβρισκε ψηλά στην ωμοπλάτη.

   Η Λίζα ήταν καθισμένη στη θέση της και κοιτούσε την καθηγήτρια που τους έκανε Γαλλικά. Η Μπλανς συγκέντρωνε τα βλέμματα της τάξης αν και όχι για το μάθημα που έκανε. Τα αγόρια την παρακολουθούσαν γιατί ήταν μια πολύ ελκυστική γυναίκα και τα κορίτσια γιατί ντυνόταν πάντα σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. Η συζήτηση ξέφευγε σε πολλές περιπτώσεις σε τέτοια θέματα και το μάθημα ξεχνιόταν.
   Τη Λίζα δεν την πείραζε όμως, αυτή τη στιγμή ήταν ευπρόσδεκτη η ευκαιρία να χαθεί στις σκέψεις της χωρίς να χρειάζεται να καταβάλλει προσπάθεια να παρακολουθεί κάποιο μάθημα. Άκουσε τη Μαριάννα να λέει κάτι για κάποιο μοντέλο ή κάτι τέτοιο αλλά δεν την απασχόλησε. Το μυαλό της γύρισε στο περιστατικό της προηγούμενης ώρας, για πρώτη φορά είχε σταθεί τόσο τυχερή, εξωφρενικά τυχερή. Συνειδητοποιούσε ότι κλάσματα του δευτερολέπτου πριν συμβεί το απίστευτο γεγονός είχε ασυνείδητα παρακαλέσει για κάτι, οτιδήποτε, που θα την έσωζε. Και είχε συμβεί. Ήταν τόσο δύσκολο να το δεχθεί.
   Ένα χτύπημα στο κεφάλι με κάτι βαρύ, ένα βιβλίο συνειδητοποίησε, την έβγαλε από τις σκέψεις της. Ήταν ο Μάνος, το ανδρικό αντίστοιχο της Μαριάννας. Ένας νεαρός άνδρας που θεωρούσε τον εαυτό του ακαταμάχητο και ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Φυσικά ήταν το αγόρι της Μαριάννας αν φυσικά κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να νιώσει κάτι τόσο τρυφερό όσο η αγάπη και δεν ήταν απλά μια σχέση βασισμένη στο συμφέρον και το σεξ.
   -Άντε ονειροπαρμένη, σήκω, τελείωσε η ώρα.
   Η Λίζα δεν μίλησε. Ο Μάνος γέλασε και με τους φίλους του προχώρησε προς την έξοδο. Η κοπέλα έμεινε με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν περίμενε πως θα είχε τέτοια αντιμετώπιση όταν πρωτοήρθε στο σχολείο αλλά τώρα πια το αντίθετο θα την ξάφνιαζε. Σηκώθηκε από το θρανίο της και άρχισε να βάζει τα βιβλία της στην τσάντα της. Την κρέμασε ύστερα στον ώμο της και προχώρησε προς την έξοδο.
   Το σχολείο θεωρείτο, και ήταν, πρότυπο από εγκαταστάσεις και προσωπικό εως μεθόδους και αποτελέσματα. Δεν υπήρχε άλλο αντάξιό του ούτε ανάμεσα στα ιδιωτικά ούτε, πολύ περισσότερο, ανάμεσα στα κρατικά σχολεία της χώρας. Η Λίζα με όνειρό της τις φιλολογικές σπουδές είχε έρθει εδώ για να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας στις επερχόμενες εξετάσεις παρά το υπέρογκο ποσό των απαιτούμενων διδάκτρων. Δεν είχε απογοητευθεί από το σχολείο και αυτά που πρόσφερε αλλά δεν είχε ποτέ φανταστεί τη σκληρότητα που θα αντιμετώπιζε από τη Μαριάννα και τις φίλες της. Δεν υπήρχε κανένας που να την αντιμετώπιζε φιλικά μιας και εκείνοι που πιθανώς θα το ήθελαν προτιμούσαν να μην επισύρουν την οργή της Μαριάννας και της κλίκας της.
   Στο διάδρομο προχωρούσε αποφεύγοντας να κοιτάζει τους συμμαθητές της ή άλλους μαθητές. Προχώρησε προς την τραπεζαρία, πεινούσε πολύ μιας και δεν είχε φάει πρωινό πριν φύγει από το σπίτι της το πρωί. Προχώρησε στην ουρά για να πάρει φαγητό.
   Το σχολείο προσέφερε τη δυνατότητα γεύματος μιας και υπήρχαν και απογευματινά μαθήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις και για την μελέτη για την επόμενη μέρα γεγονός που σήμαινε ότι οι μαθητές έφευγαν από το σχολείο γύρω στις έξι το απόγευμα.
   Η Λίζα προχώρησε προς τον πάγκο για να πάρει φαγητό. Το σχολείο λειτουργούσε ένα είδος εστιατορίου με τιμές χαμηλότερες από την αγορά. Η Λίζα έβγαλε από την τσέπη της τα χρήματα που είχε για το φαγητό και τα μέτρησε προσεκτικά, μετά το βλέμμα της διέτρεξε τον πίνακα με τις τιμές αναζητώντας είδη που μπορούσε να αγοράσει. Αποφάσισε τι θα έπαιρνε, όχι ότι υπήρχαν πολλές επιλογές με τα χρήματα που είχε. Έκανε την αγορά της και πήρε το δίσκο της. Προχώρησε προς το τραπέζι που καθόταν συνήθως με κάποιες άλλες μαθήτριες που δεν ανήκαν σε κάποια παρέα αλλά και δεν είχαν ούτε μεταξύ τους αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις. Είχε δει ότι η Μαριάννα και οι φίλες της κάθονταν μακριά της αλλά δεν είχε προσέξει πως θα περνούσε δίπλα στο τραπέζι του Μάνου και της παρέας του. Το κατάλαβε μόνο όταν τα πόδια της μπλέκτηκαν σε ένα απλωμένο πόδι και παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε, μετά από δυο ασταθή βήματα, στα γόνατα. Ο δίσκος έφυγε από τα χέρια της σκορπώντας στο πάτωμα τα πράγματα που είχε πάρει. Γέλια ακούστηκαν και εκείνη έσκυψε το κεφάλι σε μια μάταια προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
   “Γιατί; σκέφθηκε πληγωμένη, δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Γιατί την ταπείνωναν έτσι;” Δεν ήξεραν πόσο κακό της έκαναν, το ότι θα έμενε νηστική ως που να επιστρέψει σπίτι της ήταν το λιγότερο. Ο Μάνος είπε κάτι προσβλητικό και οι φίλοι του γέλασαν. Ύψωσαν τα ποτήρια τους σε μια αλαζονική πρόποση και τα τσούγκρισαν με φόρα. Τα ποτήρια τσάκιστηκαν με κρότο περιλούζοντάς τους με αφρισμένα αναψυκτικά και προκαλώντας τη γενική θυμηδία.
   Η Λίζα σηκώθηκε και βγήκε έξω απαρατήρητη.

   Ο Ροβέρτος κοίταξε το υποτιθέμενο πάρκο με ενδιαφέρον που δεν δικαιολογείτο από το θέαμα, αν και η βροχή το είχε κάνει κάπως καλύτερο από αυτό που ο Ραμίρ είχε αντικρίσει την προηγούμενη νύχτα. Όμως ο Ιππότης ένιωθε την επέμβαση της μαγείας στην ίδια τη δομή του κόσμου, ήταν ακόμα εδώ έντονη και ρυθμική σαν το χτύπημα μιας γιγαντιαίας καρδιάς. Το σημείο αυτό ήταν όπου είχε βρεθεί ο Ραμίρ για πρώτη φορά σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσει την αναζήτηση των ιχνών του.
   Ένιωσε και πάλι την αλλόκοτη αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη αίσθηση του κόσμου.
   -Αφυπνίζεται, ψιθύρισε δυσοίωνα.