Ακόμα και σήμερα η πόλη
μου είναι ένα από τα πιο όμορφα και ανοιχτά προάστια της Αθήνας. Όταν ήμουν
όμως έφηβος η πόλη ήταν πολύ πιο αραιοκατοικημένη με μεγάλες εκτάσεις ελεύθερες
για αυτοσχέδια ποδοσφαιρικά γήπεδα όπου παίζαμε αγώνες μέχρι τελικής πτώσεως ή
για άλλα παιχνίδια.
Ένα βράδυ του φθινοπώρου
από εκείνα που αρχίζει να σουρουπώνει νωρίς, είχαμε μαζευτεί μια αρκετά μεγάλη
παρέα και αποφασίσαμε να παίξουμε κρυφτό, μιας και είχαμε και κοπέλες ανάμεσά
μας. Για εκείνους που το παιχνίδι μπορεί να είναι ξένο να πω ότι συνίσταται στο
εξής, χωριζόμαστε σε δύο ομάδες, η μια κρύβεται και η άλλη την αναζητά, αν
εκείνη που ψάχνει τους βρει όλους κερδίζει αν δεν βρει κάποιον τότε έχουν κερδίσει
οι αντίπαλοί της.
Ωστόσο όσο συζητούσαμε
για το τι θα κάνουμε εμένα η προσοχή μου ήταν στραμμένη περισσότερο στην Μαρία
παρά στη συζήτηση για το παιχνίδι και τον χωρισμό των ομάδων. Η Μαρία ήταν από
τους πιο καινούριους κατοίκους της γειτονιάς, ενώ οι περισσότεροι γνωριζόμασταν
από τότε που μποσουλούσαμε ακόμα εκείνη είχε δύο χρόνια μόνο εδώ. Ήταν μια
όμορφη κοπέλα με μπουκλωτά καστανά μαλλιά και φωτεινά μάτια. Ήταν εξαιρετικά
ντροπαλή και πολύ σπάνια έπαιρνε το λόγο, είχε χρειαστεί στο παρελθόν κάμποσες φορές
να την προστατέψω από υπερβολικά πειράγματα. Και επειδή ήμουν και κάπως σωματώδης
πάντα με άκουγαν και το σταματούσαν. Απόψε έδειχνε κάπως αφηρημένη, σαν κάτι άλλο
να απασχολούσε τη σκέψη της από το παιχνίδι. Την έπιασα να με κοιτάζει αλλά δεν
είπε τίποτα.
Ξεκινήσαμε το παιχνίδι. Η
ομάδα που θα έψαχνε άρχισε με κλειστά μάτια να μετράει δυνατά το χρόνο μας για
να κρυφτούμε. Στα πρώτα δευτερόλεπτα όλοι κοιτάζαμε ένα γύρο για το που θα
κρυφτούμε και μετά αρχίζαμε να τρέχουμε σαν τρελοί. Η δική μου προτίμηση ήταν
ένα κτίριο υπό κατασκευή στην άκρη της περιοχής που παίζαμε. Με τη νύχτα να
πλησιάζει ήταν λίγοι που θα τολμούσαν να το διακινδυνεύσουν στο πηχτό σκοτάδι
που επικρατούσε μέσα αλλά εγώ πήγα κατευθείαν εκεί και ακολούθησαν κάποιοι.
Αυτοί πήγαν πάνω, εγώ κάτω στο υπόγειο όπου κάποτε θα κατασκευάζονταν αποθήκες
και θέσεις πάρκινγκ. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο αλλά είχα ξανακατέβει και ήξερα
τι να προσέχω. Άκουσα βήματα πίσω μου και γύρισα, ήταν η Μαρία.
-Να’ ρθω μαζί σου; με ρώτησε
με την ήσυχη φωνή της.
Της έκανα νόημα και ήρθε
κοντά μου αλλά πριν προχωρήσουμε στο σκοτάδι ένιωσα το χέρι της να γλιστράει
στο δικό μου. Είτε φοβόταν μη σκοντάψει είτε την φόβιζε το σκοτάδι, δεν ήξερα
ποιο από τα δύο αλλά δεν με πείραζε καθόλου που το είχε κάνει. Το άγγιγμά της ήταν
απαλό παρότι κρατιόταν καλά από το χέρι μου. Φτάσαμε στο υπόγειο και σταθήκαμε
με την πλάτη στον τοίχο. Χαλάρωσα το κράτημα μου αλλά η Μαρία δεν τράβηξε το χέρι
της.
Άκουσα την άλλη ομάδα να
ανακοινώνει ότι ξεκινάει το ψάξιμο και μετά μια κίνηση στο σκοτάδι. Κάτι
κινείτο κάπου στο βάθος, πιθανότατα ποντικός ή γάτα, πιο σπάνια αλεπού από το
κοντινό βουνό. Ένιωσα το χέρι της Μαρίας να με σφίγγει. Είχε φοβηθεί. Εγώ συνέχισα
να την κρατώ και να ακούω την ανάσα της δίπλα μου και δεν θα με πείραζε αν αυτό
το παιχνίδι κρατούσε ώρες.
Τους βρήκαν όλους εκτός
από εμάς και όταν το παραδέχθηκαν ξεκινήσαμε να βγούμε από το αβυσσαλέο σκοτάδι
που μας κάλυπτε. Πριν βγούμε στο φως η Μαρία, που κρατούσε ακόμα το χέρι μου,
γύρισε και με κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο τρυφερότητα αλλά και κάτι άλλο,
λύπη; Τεντώθηκε λίγο και με φίλησε απαλά στα χείλη. Το άγγιγμά της ήταν τρυφερό
σαν βελούδο και ανάλαφρο σαν σύννεφο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ή μήπως
ήταν ολόκληροι αιώνες; έκανε πίσω και ψιθύρισε:
-Αν μόνο μπορούσα να
μείνω.
Μετά προχώρησε και βγήκε
έξω και την ακολούθησα. Το επόμενο πρωί έφυγε από την πόλη. Ο πατέρας της ήταν
στέλεχος μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρίας και μετακινούταν συχνά. Δεν την
είδα ποτέ ξανά και δεν μπόρεσα να την ξαναβρώ.
Κράτησα αυτήν την
ανάμνηση σαν πολύτιμο θησαυρό στην καρδιά μου αργότερα όταν έφυγα από το σπίτι
μου για σπουδές και μετά για τη στρατιωτική μου θητεία. Όταν ένιωθα μόνος ή
απογοητευμένος σκεφτόμουν αυτό το άδολο τρυφερό φιλί για να πάρω θάρρος.