Ο
ιερέας και ο συνοδός του αλλά και ο Μάρκος στράφηκαν ξαφνιασμένοι στη γυναίκα
που ανέβαινε την σκάλα για το χαγιάτι μαζί με έναν μεγαλόσωμο όσο και
ηλικιωμένο βοσκό σκεπασμένο με μια χοντρή κάπα.
-Καλά
Χριστούγεννα Βασίλη, είπε ο μεγαλόσωμος ξένος με μια βαθιά φωνή που ταίριαζε
στο μέγεθός του.
-Καλά
Χριστούγεννα, καλώς ήρθες στο σπιτικό μου.
Οι
δύο βοσκοί αντάλλαξαν μια γερή χειραψία και κάθισαν όλοι κοντά στη φωτιά να
ζεσταθούν αφού ο ιερέας και ο συνοδός του βγήκαν και ξεφόρτωσαν το υπομονετικό
υποζύγιό τους που ο οικοδεσπότης τους οδήγησε μετά στο στάβλο με τα δικά του
ζωντανά. Οι δυο βοσκοί κάθισαν σε χαμηλά σκαμνιά, ο ιερέας κάθισε σε μια
καρέκλα, ο Μιχάλης προτίμησε να καθίσει πάνω σε μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι.
Ακούμπησε στον τοίχο αφήνοντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.
-Πιο
βολικά από τα χαμηλά σκαμνάκια, είπε στον Μάρκο που τον κοίταζε.
Εκείνος
κάθισε τον μιμήθηκε και κάθισε κοντά του.
-Από
πού είσαι;
-Από
την Αθήνα, γέννημα θρέμμα.
-Και
πως βρέθηκες εδώ πάνω;
-Ήρθα
για τα Χριστούγεννα. Ξέρω από παλιά τον πατέρα Σαμουήλ και ήρθα να τον δω και
μιας και είχε την απόφαση αυτή για τα Χριστούγεννα είπα να μείνω.
Ο
Μάρκος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν
είχες να κάνεις τίποτα καλύτερο; Ρεβεγιόν;
-Πέρυσι
ήμουν στην Τάιμς Σκουέαρ, εντάξει είναι μια εμπειρία αλλά δεν είναι αυτό που
μετράει.
Είχαν
αρχίσει να μαζεύονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μπάρμπα Βασίλη,
οι τρεις γιοι του με τις γυναίκες και τα παιδιά τους επιστρέφοντας από τις
δουλειές και τις ετοιμασίες. Η γυναίκα του έψησε ψωμί στη φωτιά και έβαλε πάνω
λάδι και ρίγανη και το πρόσφερε στους ξένους, στα παιδιά και τα εγγόνια της.
Ανάψανε και δυο λάμπες με πετρέλαιο μιας και είχε πιάσει να σκοτεινιάζει.
-Ε
τι άλλο ήθελες δηλαδή;
-Τα
Χριστούγεννα είναι μια διαφορετική μέρα, θέλει άλλα πράγματα για να την
καταλάβεις. Να πας στην εκκλησία, να αφήσεις τις έννοιες και τις σκοτούρες σου στα
χέρια Εκείνου που γεννήθηκε σε σπήλαιο και κοιμήθηκε σε φάτνη για να μας σώσει
εμάς. Είναι μια γιορτή και μια μέρα να είσαι με την οικογένεια. Και για να σε
προλάβω, αν δεν έχεις οικογένεια, κάτι άλλο θα γίνεται για να βρεις αυτήν
οικογενειακή θαλπωρή όπως εγώ.
Ο
Μάρκος τον κοίταξε και μετά βάλθηκε να κοιτάει τους οικοδεσπότες. Είχαν μια
ζεστασιά, οι κινήσεις και οι τρόποι τους. Αρχίσανε να στρώνουν για την νύχτα. Ο
παππούς έλεγε στα εγγόνια του ιστορίες για τα καλικατζάρια που σαν απόψε
ανέβαιναν στον κόσμο να πειράξουν τους ανθρώπους. Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ.
-Με
την αλλαγή μας στο σχέδιο δεν κάναμε τον εσπερινό.
-Το
πρωί, πριν τον όρθρο, είπε ο Σαμουήλ.
Πέσανε
για ύπνο. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτάζει τα δοκάρια στο ταβάνι με τα διάφορα σκεύη
και τρόφιμα κρεμασμένα από αυτά, το τζάκι που έκαιγε και τελικά αποκοιμήθηκε.
Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι λίγες φορές στη ζωή του ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος.
Ξύπνησε
από ένα άγγιγμα στον ώμο και όταν σηκώθηκε είδε ότι ήταν πολύ πρωί, είχε
ξαστεριά και μπορούσε να δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Τυλίχτηκε καλά το μπουφάν
του μιας και το κρύο ήταν τσουχτερότατο. Ο Μάρκος είδε ότι είχαν ακόμα ένα γαϊδούρι
φορτωμένο με πράγματα.
Η
διαδρομή ως το Κακοπέρατο ήταν μια δύσκολη, ειδικά στο σκοτάδι αλλά την έκαναν
με κέφι μιας και ήταν για καλό σκοπό. Τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα ενώ ο
Μιχάλης με τον ιερέα έψελναν από τους ύμνους της εορτής με τη συνοδεία του μπάρμπα
Μήτσου που αποδεικνυόταν πολύ καλλίφωνος με τη βαθιά φωνή του.
Ως
που να φτάσουν στο εκκλησάκι είχε πιάσει να χιονίζει και πάλι και τα παιδιά έπιασαν
να λένε το «Χιόνια στο καμπαναριό…»
Όταν
φτάσανε μπήκαν μέσα κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν και οι γυναίκες έπιασαν να κάνουν
λίγη φασίνα μέσα, ένα σκούπισμα και ξεσκόνισμα στους παμπάλαιους πάγκους που
χρησίμευαν για στασίδια.
-Παππού
γιατί σηκωθήκαμε τόσο πρωί για την εκκλησία; ρώτησαν τα εγγόνια του τον μπάρμπα
Βασίλη.
-Γιατί
πριν από πολλά χρόνια η Παναγία μας έτσι μέσα στη νύχτα γέννησε τον Χριστό μας.
Να μια τέτοια νύχτα ήταν που ένα άγγελος εμφανίστηκε σε απλούς βοσκούς σαν εμάς
να τους πει ότι γεννήθηκε ο Χριστός μας και πήγανε πρώτοι εκείνοι να προσκυνήσουν
και μετά οι μάγοι με τα δώρα, χρυσάφι, λιβάνι και ένα πολύτιμο άρωμα που το λένε
σμύρνα.
Ο
Μιχάλης πήρε θέση στο αναλόγιο και ο Σαμουήλ έβαλε ευλογητός. Σαν να μην είχε περπατήσει τόσο δρόμο και να μην ήταν
γέροντας, ο ιερέας ετέλεσε τον εσπερινό με την ίδια ζέση που θα το έκανε και
στον καθεδρικό ναό. Ο Μιχάλης με την βοήθεια των δύο ηλικιωμένων βοσκών, που διάβασαν
κυρίως τα αναγνώσματα, εκτέλεσε καθήκοντα ψάλτη. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν
με κατάνυξη.
Ο
Μάρκος καθισμένος σε έναν πάγκο ένιωθε σαν να είχε μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο,
έναν κόσμο εξαϋλωμένο, πιο κοντά στον ουρανό παρά στις γήινες έννοιες και φροντίδες,
έναν κόσμο για τον οποίο είχε μόνο ακούσει ως τώρα αλλά δεν τον είχε ζήσει. Έβλεπε
τους ανθρώπους γύρω του να προσεύχονται και να είναι ταυτόχρονα ήρεμοι, και
χαρούμενοι στο φως που έδιναν τα κεράκια του και η λαμπάδα που είχαν στο ψαλτήρι
για να βλέπουν τα βιβλία.
Τελειώσανε
τον εσπερινό και μπήκανε στον όρθρο, έξω το χιόνι έπεφτε απαλό και πυκνό. Ο μπάρμπα
Μήτσος βγήκε και χτύπησε την μικρή καμπάνα όταν άρχισε ο όρθρος και μετά στις καταβασίες
ψέλνοντας και εκείνος:
-Χριστός
γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθειτε…
Την
ξαναχτύπησε στη δοξολογία για να σημάνει ότι έφτανε η ώρα της λειτουργίας.
Ο
Μάρκος απορούσε με το πώς δεν πεινούσε με τόσο λίγο φαγητό χθες, ή πως δεν νύσταζε
με τόσο λίγο ύπνο. Δεν ήταν λίγος συνειδητοποίησε, είχαν κοιμηθεί νωρίς και έχοντας
κάνει τόσο ήσυχο ύπνο, είχε ξεκουραστεί.
-Μετά
φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…
Ο
Σαμουήλ με το άγιο ποτήριο στα χέρια, κοινώνησε όλο το μικρό του εκκλησίασμα
εκτός του Μάρκου και μετά από λίγο έδωσε την απόλυση και τους μοίρασε το αντίδωρο.
Κάθισαν μετά και ήπιαν καφέ και φάγανε λίγο, οι γυναίκες είχαν φέρει κεράσματα
για να τους δυναμώσουν πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
Είχε
ξημερώσει και ξεκινήσανε με τα παιδιά να τραγουδάνε:
«Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…»
Ο
Μάρκος πλησίασε τον Μιχάλη.
-Από
το διάβασμά σου και μερικές άλλες παρατηρήσεις συμπέρανα ότι είσαι μορφωμένος. Και
όμως δείχνεις να είσαι απόλυτα εξοικειωμένος με τη ζωή εδώ.
-Δεν
την προτιμώ. Η απόλαυσή μου είναι τα βιβλία και με αυτά ασχολούμαι αλλά για να
νιώσεις τις γιορτές δεν χρειάζεται επιτήδευση ή μεγάλα πάρτι, αρκεί μια ζεστή
αγκαλιά, μερικοί δικοί σου άνθρωποι και αυτό είναι.
-Μπορεί
να έχεις δίκιο. Αυτά είναι σίγουρα τα πλέον διαφορετικά Χριστούγεννα που έχω κάνει.
-Μπορεί,
είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο καθώς έφταναν στο σπίτι και μετά πρόσθεσε, αλλά
σίγουρα θα έχουν από το καλύτερο φαγητό!
Ο Μάρκος άρχισε να γελάει, οι μυρωδιές μέσα από το σπίτι σίγουρα τον
βεβαίωναν για αυτό.