Ξύπνησα νιώθοντας αρκετά ξεκούραστος αν και ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος, με βασάνιζε η σκέψη για την Κατερίνα και το μωρό της. Σηκώθηκα και την άφησα να κοιμάται. Βγήκα από το δωμάτιο και στάθηκα στο πλατύσκαλο. Όλοι κοιμούνταν ακόμη και έτσι απόφάσισα να βγω για έναν περίπατο, κάτι που συνήθιζα όταν ήθελα να σκεφθώ.
Το περπάτημα στος χιονισμένους δρόμους του χωριού με βοήθησε να ξαναβρώ τη γαλήνη μου αλλά ακόμα δεν μπορούσα να βρω μια λύση για το πρόβλημα που βρισκόταν μπροστά μου. Μόνο θαύμα θα έκανε το Δημήτρη να λογικευτεί και αν δεν το έκανε με τη θέλησή του αυτό θα έβλαπτε την Κατερίνα αλλά και το παιδί. Αλλά τι μπορούσα να κάνω;
Επέστρεψα στο σπίτι παγωμένος και ανέβηκα πάλι στο δωμάτιο όπου τη βρήκα ξύπνια αλλά ακόμα ξαπλωμένη. Κάθισα στην πολυθρόνα.
-Κάνει κρύο; ρώτησε. Δείχνεις παγωμένος.
-Ναι, βαρύ κρύο.
Σηκώθηκε καθιστή και μετά όρθια και ήρθε κοντά μου. Πήρε τα χέρια μου στα δικά της να τα ζεστάνει.
-Είσαι πολύ γλυκό κορίτσι Κατερίνα, είπα. Μακάρι να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος για' σενα.
-Και αν τον έχω βρει;
-Ο Δημήτρης δεν είναι ο κατάλληλος, είπα. Τον αγάπησες αλλά εκείνος όχι.
-Δεν εννοώ το Δημήτρη. Ξέρω πια τι ήθελε από' μενα.
-Αλλά υπάρχει κάποιος άλλος; ρώτησα έκπληκτος.
-Ναι, είπε η Κατερίνα.
Ήταν άραγε αλήθεια ή είχε γελαστεί πάλι η κοπέλα που αναζητούσε ένα στήριγμα για την ευαίσθητη ψυχή της; Αν ήταν αλήθεια ίσως να έβρισκα εκεί την λύση που ζητούσα.
-Χαίρομαι, της είπα.
Μας διέκοψε το χτύπημα της πόρτας και δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό όλη την ημέρα μιας και δεν μείναμε μόνοι μας. Το βράδυ η Κατερίνα ήταν πολύ κουρασμένη και δεν μιλήσαμε γι' αυτό.
Οι υπόλοιπες μέρες περάσανε ήσυχα και έφτασε η παραμονή της πρωτοχρονιάς. Παραβρέθηκα στο πιο θορυβώδες και ανούσιο γλέντι που είχα ποτέ μου δει. Τραγουδούσαν και έπιναν κάνοντας προπόσεις στην υγεία της Κατερίνας και μας εύχονταν καλούς απογόνους. Το γλέντι την κούρασε και αποσυρθήκαμε αμέσως μετά τα μεσάνυχτα και την αλλαγή του χρόνου.
Η Κατερίνα ξάπλωσε και μου ζήτησε να ξαπλώσω και' γω δίπλα της. Το έκανα και αμέσως μετακινήθηκε στην αγκαλιά μου. Την ένιωσα να τρέμει.
-Τι είναι; ρώτησα. Τι έχεις;
-Φοβάμαι, ομολόγησε με σιγανή φωνή. Φοβάμαι τι θα φέρει αυτή η νέα χρονιά που μόλις άρχισε.
Χάιδεψα απαλά τα μαλλιά της ψιθυρίζοντάς της καθησυχαστικά:
-Δεν είσαι μόνη σου, δεν θα σε αφήσω.
Αποκοιμήθηκε εκεί στην αγκαλιά μου και όλη τη νύχτα έμεινε κοντά μου, με τα χέρια της να κρατάνε το δικό μου σφιχτά.
Τη μεθεπόμενη μέρα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Οι γονείς της την αποχαιρέτησαν εγκάρδια. Αντιθέτως αποχαιρέτησαν εμένα πολύ ψυχρά. Η αποστολή μου είχε τελειώσει και ήθελαν να μου δείξουν πως δεν ήθελαν να με ξαναδούν. Ούτε εγώ ήθελα.
Φτάσαμε στο σπίτι και πριν μπούμε στάθηκα.
-Έλα, είπα στην Κατερίνα, πέρνα εσύ πρώτη για το γούρι.
-Εγώ; είπε εκείνη. Εγώ είμαι......
Δεν την άφησα να συνεχίσει.
-Είσαι μια γυναίκα στην πιο ευτυχισμένο ρόλο που μπορεί να έχει, αυτόν της μητέρας. Θα γίνεις μητέρα Κατερίνα. Δεν υπάρχει κάτι πιο μεγαλειώδες.
Πέρασε πρώτη και ακολούθησα.
-Ευχαριστώ για όλα, μου είπε.
-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Ούτε χρειάζεται να φύγεις από το σπίτι επειδή όλα είναι εντάξει με τους δικούς σου. Έλα πάμε για ύπνο, είναι αργά.
Μόλις το είπα έσβησαν τα φώτα καθώς διακόπηκε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, κάτι απόλυτα συνηθισμένο σε μέρες που μαινόταν καταιγίδα όπως απόψε. Η Κατερίνα γέλασε.
-Φαίνεται πως και η ΔΕΗ συμφωνεί μαζί σου.
-Έτσι φαίνεται. Πάμε λοιπόν.
Με καληνύχτισε και πήγαμε στα δωμάτιά μας. Ξάπλωσα σκεφτικός. Η οικογένειά της είχε παίξει την κωμωδία της οικογενειακής ευτυχίας για το θεαθείναι, τα προσχήματα είχαν σωθεί. Θα νοιάζονταν πλέον για την κόρη τους; Δεν το πίστευα, το φαρμάκι που είχε εναντίον της η αδερφή της ήταν ενδεικτικό. Και θα χρειαζόταν κάθε βοήθεια, από υλική ως ψυχολογική.
Η βροχή δυνάμωσε και οι αστραπές με τις επακόλουθες βροντές πλήθυναν. Αυτό δεν με πείραζε, μου αρέσουν οι καταιγίδες. Έκλεισα τα μάτια μου αφήνοντας τον ήχο της βροχής να γαληνέψει τις σκέψεις μου. Αλλά η γαλήνη αυτή ήταν βραχύβια. Άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε η Κατερίνα. Κοντοστάθηκε.
-Δεν κοιμάμαι, είπα.
-Σε πειράζει να μείνω εδώ; Ξέρω ότι είναι ανόητο αλλά φοβάμαι να μείνω μόνη μου. Θα καθίσω στην καρέκλα σου, δεν θα σε ενοχλήσω. Απλά... Απλά ήθελα να είμαι κοντά σου.
-Θα αρρωστήσεις αν μείνεις εκεί, είπα. Έλα να ξαπλώσεις και θα σηκωθώ εγώ. Θα κάτσω να γράψω.
Η Κατερίνα ήρθε δίπλα μου και με εμπόδισε να σηκωθώ.
-Χρειάζεσαι και εσύ την ξεκούραση, είπε. Δεν μπορώ να το δεχθώ. Αλλά αν δεν σε πειράζει να.....
Τραβήκτηκα στο πλάι έχοντας καταλάβει τι ήθελε. Ξάπλωσε δίπλα μου. Το πρόσωπό της έδειχνε γαλήνη και αναρωτιόμουν πόσα λίγα είχε ανάγκη αυτό το κορίτσι για να είναι ευτυχισμένο, απλά λίγη φροντίδα, κάποιον να την καταλαβαίνει, να την προσέχει.
Μια μικρή κραυγή εκ μέρους της διέκοψε τις σκέψεις μου. Την κοίταξα αλλά χαμογελούσε.
-Ένιωσα το μωρό, είπε.
Πήρε το χέρι μου και το ακούμπησε στην κοιλιά της. Ένιωσα τη νέα ζωή να σκιρτά μέσα της. Μια πρωτόγνωρή αίσθηση, ασυναίσθητα χάιδεψα την κοιλιά της. Η Κατερίνα έπιασε το χέρι μου και το οδήγησε στο στήθος της. Ένιωσα την καρδιά της να χτυπάει κάτω από την παλάμη μου.
-Μπορείς να νιώσεις κάτι για' μενα;
-Κατερίνα.....
-Είμαι πολύ ανόητη.... Έγκυος με ένα παιδί που ο πατέρας του δεν θέλει. Ποιος θα.... Ποιος θα ήθελε να μπλέξει μαζί μου;
-Δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο, είπα. Αξίζεις να σε αγαπάνε και η ατυχία σου με το Δημήτρη δεν θα.....
-Αξίζω; Τότε γιατί είμαι μόνη; Γιατί με εγκαταλείψανε όλοι; είπε και παρά το σκοτάδι διέκρινα ότι τα μάτια της ήταν υγρά.
-Εγώ δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ, στο υπόσχομαι.
Έγειρα προς το μέρος της και τη φίλησα. Καθώς το χέρι μου ήταν ακόμη στο σώμα της την ένιωσα να ριγεί. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και το φιλί βάθυνε, έγινε πιο παθιασμένο, ερωτικό. Έφερε το σώμα της πιο κοντά στο δικό μου.
-Μην κάνεις πίσω σε παρακαλώ, ψιθύρισε. Άφησέ με να νιώσω απόψε ότι κάποιος.......
Τη φίλησα πάλι. Χάιδεψα τα μακριά μαλλιά της, άγγιξα τα βρεγμένα από δάκρυα μάγουλά της και τα απαλά χείλη της. Και συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να την αφήσω, θα έκανα το παν για εκείνη.
Εκείνη τη νύχτα έγινε δική μου, δεν μπορώ να περιγράψω την ένωσή μας. Δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις. Πως να περιγράψω την αγάπη της, ή ποια επίθετα θα μπορούσαν να αποδώσουν την γλυκήτητα του φιλιού της, την απαλότητα του αγγίγματός της, το χάδι της, το βλέμμα της; Πως να εκφράσω αυτό το ταξίδι των δυο μας στα μυστικά μονοπάτια που μόνο εραστές διαβαίνουν;
Όταν έγειρα ξανά στο κρεβάτι και την τράβηξα στην αγκαλιά μου ήξερα ότι τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. Και ήξερα πια και τι έπρεπε να γίνει. Ήσυχος με αυτήν την σκέψη αποκοιμήθηκα με την Κατερίνα να κοιμάται ήδη γαληνεμένη στα χέρια μου.