Ο Βοτανειάτης έστρωσε στο
έδαφος μια κουβέρτα και ξάπλωσε έχοντας άλλη μια για να σκεπαστεί. Κοίταξε τον
έναστρο ουρανό. Μπορούσε να διακρίνει πολλούς αστερισμούς και ήξερε τα ονόματα
των περισσοτέρων μιας και είχε κοιμηθεί εκατοντάδες φορές στην ύπαιθρο κατά τη
διάρκεια εκστρατειών. Απόψε όμως δεν ήταν εύκολο να κοιμηθεί, μετά από δύο
μήνες στη φυλακή ήταν και πάλι ελεύθερος έστω και επιφορτισμένος με μια
αποστολή που ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Ο Λέων και ο Λαόνικος
κοιμούνταν ήδη σκεπασμένοι με τις κουβέρτες τους. Ο Βάλρους είχε αποτραβηχτεί
λίγο πιο μακριά μέσα στο σκοτάδι για να μην τον θαμπώνει η φωτιά και να μπορεί
να βλέπει χωρίς να φαίνεται.
-Δεν κοιμάσαι…
Ο Βοτανειάτης στράφηκε
και αντίκρισε την Αλίμα που τον κοιτούσε.
-Όχι, είπε, είναι
περίεργη αίσθηση να κοιμάμαι και πάλι ελεύθερος.
-Εγώ νόμιζα ότι δε θα
ξανακοιμηθώ ποτέ, όπως είδες ήμουν έτοιμη για εκτέλεση.
Ο Βοτανειάτης χαμογέλασε.
-Κανονικά εκείνη την ώρα
θα ήμουν νεκρός και ο Μαρδοχαίος θα επιδείκνυε το κεφάλι μου αλλά με
χρειάζονται ακόμα.
-Γιατί σε καταδικάσανε σε
θάνατο; ρώτησε η Αλίμα.
Είχε ανασηκωθεί και
στηριζόταν στο μπράτσο της. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν στο πλάι κάνοντας το
φως να παίζει δημιουργώντας σκιές στο πρόσωπό της, μεταμορφώνοντάς το
σαγηνευτικά.
-Είδες τη δικαιοσύνη του
Μαρδοχαίου, διαμαρτυρήθηκα γι’ αυτήν και όταν κατάλαβε ότι ήθελα να πάω το θέμα
στην βασιλεύουσα σκέφθηκε να με βγάλει από τη μέση οπότε και εγώ τον πρόλαβα
προκαλώντας μια στάση που δυστυχώς δεν πέτυχε.
-Έχεις πολεμήσει πολύ;
-Σε κάθε πόλεμο της
αυτοκρατορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια.
-Δε θα φοβάσαι τίποτα
τότε, είπε η Αλίμα.
-Μόνο οι ανόητοι δεν
φοβούνται, είπε ο Βοτανειάτης, ο κόσμος έχει κινδύνους που δεν ξέρουμε και
τέρατα που παραμονεύουν στις σκιές αλλά η αλήθεια είναι πως λίγα πράγματα
μπορούν να με φοβίσουν.
-Είσαι τυχερός, είπε η
κοπέλα, εγώ φοβάμαι. Ακόμα και αυτό εδώ το μέρος με τρομάζει.
-Γιατί; Δεν υπάρχει κάτι
να σε απειλεί.
-Είμαι παιδί της ερήμου,
είπε η Αλίμα, οι σκιές στα δένδρα είναι για μένα τρομακτικές και αυτή η νύχτα
που δεν ασημώνει την κυματιστή άμμο είναι εφιαλτικά σκοτεινή.
Ο Βοτανειάτης την κοίταξε
στα μάτια. Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι η ύπαιθρος στην οποία εκείνος είχε ζήσει
περισσότερο καιρό από ότι σε παλάτια σε κάποιον άλλο θα φαινόταν τόσο
απειλητική.
-Μη φοβάσαι, είπε, δε θα
σε αφήσουμε να πάθεις κανένα κακό.
Η Αλίμα χαμογέλασε, είχε
ένα όμορφο χαμόγελο που γλύκαινε το πρόσωπό της. Σηκώθηκε και μετέφερε τα σκεπάσματά
της πιο κοντά στον πολεμιστή.
-Σε πειράζει; είπε.
-Όχι, ένευσε ο Βοτανειάτης
παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τον τύλιγε η ευωδία κανέλας και αγιοκλήματος,
προφανώς είχε βάλει κάποιο άρωμα στο λουτρό και τώρα όπως είχε έρθει κοντά του ήταν
ιδιαίτερα αισθητό. Ήταν όμορφη κοπέλα και αντίθετα με τις νεαρές καλλονές του
παλατιού αυτή φαινόταν να έχει κάτι παραπάνω από εμφάνιση και ποθητό σώμα. Αποκοιμήθηκε
με αυτές τις σκέψεις.
Η νύχτα πέρασε χωρίς
πρόβλημα και το πρωί μετά από ένα γρήγορο πρόγευμα ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν
και πάλι. Οι πολεμιστές και ο Λαόνικος ετοίμαζαν τα άλογά τους και η Αλίμα είχε
επωφεληθεί να πάει στην πηγή να ρίξει λίγο νερό πάνω της. Απολάμβανε την
αίσθηση της δροσιάς στο πρόσωπο και το λαιμό της όταν άκουσε τους θάμνους πίσω
της να παραμερίζουν. Γύρισε και αντίκρισε τον Χρυσάφιο. Τρομαγμένη τακτοποίησε
το φόρεμά της κρύβοντας το γυμνό στήθος της και μετά φόρεσε βιαστικά και το
κάλυμμα της κεφαλής.
-Ήθελα να σου μιλήσω,
είπε ο ευνούχος.
-Για ποιο πράγμα; είπε η
Αλίμα καχύποπτα.
-Μόνο εμείς θα γυρίσουμε
από τον πύργο, είπε ο Χρυσάφιος πλησιάζοντας, και θα ήθελα να μιλήσουμε για το
μέλλον σου. Μια τόσο όμορφή γυναίκα σίγουρα θα ενδιαφέρει τον δούκα Αξιώτη.
Το χέρι του ταξίδεψε στο
στήθος της, το κατέβασε με την ράχη χαϊδεύοντας την καμπύλη του. Η Αλίμα
τραβήχτηκε με μια κραυγή απέχθειας που έφερε εκεί τον Βοτανειάτη.
-Τι συμβαίνει εδώ; ρώτησε
αυστηρά.
-Είχαμε μια συζήτηση για
το μέλλον, είπε ο Χρυσάφιος.
Η Αλίμα απομακρύνθηκε
αφήνοντας τον Βοτανειάτη μπερδεμένο, ο ευνούχος δεν μπορούσε να την ποθεί
ερωτικά ή να έχει τέτοιες ανάγκες, άρα; Τι ήθελε λοιπόν; Δεν του άρεσε να μην
έχει απάντηση για κάποιο ερώτημα ειδικά όταν διαισθανόταν ότι μπορεί να είχε να
κάνει με την αποστολή που είχε αναλάβει.
Τις σκέψεις του διέκοψε
μια κραυγή του Λέοντος. Αναζήτησε τον κίνδυνο και είδε μια δράκα ψηλών,
μεγαλόσωμων όντων με μυώδη σώματα και κυρτές πλάτες που ήταν οπλισμένα με
τσεκούρια και ρόπαλα να ξεπροβάλλει μέσα από τα δένδρα.
-Τελώνια του βουνού, είπε
ο Βάλρους με απέχθεια και προχώρησε να αντιμετωπίσει τα κακόβουλα όντα. Ο
Βοτανειάτης και ο Λέων έσπευσαν να πάρουν θέση δίπλα του.
Ήταν μια μάχη σύντομη αλλά
σκληρή, τα τελώνια ήταν εξαιρετικά δυνατά και αιμοβόρα. Αν είχαν ένα
μειονέκτημα ήταν η έλλειψη συντονισμού, δεν πολεμούσαν σαν ομάδα αλλά το καθένα
μόνο του, έτσι πολλές φορές αλληλοεμποδίζονταν επιτρέποντας στους τρεις
πολεμιστές να τα αντιμετωπίζουν και τελικά ένα προς ένα να τα σκοτώσουν.
Μόλις έπεσε και το τελευταίο,
ο Λαόνικος είπε:
-Ελπίζω να μην έχουμε και
άλλα τέτοια όμορφα συναπαντήματα.
-Δεν αμφιβάλλω ότι θα μας
περιμένουν στον προορισμό μας, είπε ο Λέων χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη πριν
ανέβει στο άλογό του.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να
γέρνει προς τη δύση όταν είδαν μπροστά τους τον πύργο. Τα τείχη του ήταν ψηλά
και στο χρώμα της πέτρας του γύρω βουνού ενώ οι πύργοι τους είχαν καταπέσει από
τα χρόνια που είχαν περάσει χωρίς συντήρηση κάνοντας ωστόσο τα τείχη πιο
απροσπέλαστα και ισχυρά αντί να τα εξασθενούν. Η πύλη ήταν ανοιχτή και από μέσα
ερχόταν ένα κιτρινωπό φως σαν από πολλά κεριά. Η σιωπή ήταν σχεδόν απόλυτη, δεν
ακουγόταν κανένα ζώο, δεν κελαηδούσαν πουλιά και δεν πετούσαν στον ουρανό, δεν
κουνιόταν φύλλο, σαν να ήταν ακόμα και ο αέρας ακίνητος. Μόνο τα πέταλα των
αλόγων τους πάνω στις πέτρες ακούγονταν και η
ησυχία μεγέθυνε τον ήχο.
-Δεν μου αρέσει αυτό το
μέρος καθόλου, είπε ο Λαόνικος, σίγουρα πρέπει να μπούμε;
Πέρασαν την πύλη και τα
πέταλά τους κροτάλισαν στο παμπάλαιο πλακόστρωτο της εσωτερικής αυλής.
Σταμάτησαν μπροστά στην είσοδο των κτισμάτων του πύργου που ήταν κλειστή και,
όπως φάνηκε από μια δοκιμή, κλειδωμένη.
-Μπορείς να την ανοίξεις;
είπε Βοτανειάτης στον Λαόνικο.
Εκείνος πήδηξε από το
άλογό του και πήγε στην πύλη. Έβγαλε από ένα σακούλι ένα μικρό μεταλλικό
εργαλείο και άρχισε να δουλεύει στην κλειδαριά. Ξεκλείδωσε την πύλη και μετά
επέστρεψε κοντά στους άλλους χωρίς να τολμήσει να την ανοίξει.
-Μείνε εδώ με τα άλογα,
είπε ο Βοτανειάτης και με τους υπόλοιπους προχώρησε στην πύλη και την έσπρωξε.
2 σχόλια:
Καλή βδομάδα να ευχηθώ καλέ μου φίλε και καλές γιορτές.
Η Φαντασία στη γραφή σου έχει πολύ ζωντανά χαρακτηριστικά.
Να είσαι καλά.
Ευχαριστώ φίλε μου, να σου ευχηθώ καλή εβδομάδα. Αύριο θα έχουμε και το τελευταίο κομμάτι της ιστορίας.
Δημοσίευση σχολίου