Όσοι δεν ήταν ήδη στο
σαλόνι κατέβηκαν με τις φωνές. Ανάμεσά τους και οι φίλοι του Ρωμανού και της
Χριστίνας. Βγήκαν απότομα από το δωμάτιο με την Οφήλια να ντύνεται ακόμα,
φορώντας εκείνη τη στιγμή ένα πουλόβερ και αφού παραλίγο να πέσουν πάνω στον
Μιχάλη κατέβηκαν τη σκάλα.
Ο Ντούντας έκανε ένα βήμα
προς την κόρη του με το χέρι υψωμένο ενώ όλοι παρακολουθούσαν βουβοί.
-Δεν μπορείς να μιλάς.
Με ένα εξαγριωμένο βλέμμα
ο Ντούντας έψαξε για κάτι γύρω και τελικά άρπαξε τη μασιά του τζακιού. Τη
σήκωσε με στόχο το κορμί της κόρης του.
-Δώσε μου την ευχή σου
πατέρα να παντρευτώ και να γεννήσω το εγγονάκι σου, είπε η Χριστίνα.
-Την κατάρα μου να έχεις!
μούγκρισε ο Ντούντας και ετοιμάστηκε να κατεβάσει τη μασιά.
-Δημήτρη Ντούντα! είπε
αυστηρά μια φωνή. Τι λόγος βρήκε από το στόμα σου; Κατέβασε το χέρι σου και μη
την χτυπήσεις. Ή μήπως είσαι καλύτερος από Εκείνον που είπε ο αναμάρτητος
πρώτος τον λίθο βαλέτω;
Ο Ντούντας στράφηκε να
δει ποιος είχε τολμήσει να του μιλήσει έτσι και αντίκρισε τον Σαμουήλ. Ο
ιερομόναχος τον κοίταξε αυστηρά.
-Πάτερ; είπε ο Ρωμανός.
Θα μας παντρέψετε;
-Μην ξανακούσω για γάμους,
είπε ο Ντούντας με μάτια που γεμάτα βία.
-Ναι, θα σας παντρέψω,
είπε ήσυχα ο Σαμουήλ.
-Πως τολμάς;
Ο Σαμουήλ στάθηκε μπροστά
στο Ντούντα. Εκείνος τον αγριοκοίταξε αλλά ο ιερέας δεν άφηνε να φοβηθεί.
-Πριν από το νόμο των
ανθρώπων έρχεται ο θείος νόμος. Και αυτός προστάζει να τους παντρέψω.
-Και η μοιχεία;
-Συγχωρείται, και το
τέκνο θα γεννηθεί μέσα στο γάμο όπως πρέπει.
-Ακόμα και αν τους
παντρέψεις θα τους χωρίσω, είπε ο Ντούντας.
-Ους ο Θεός συνέζευξε,
άνθρωπος μη χωριζέτω! Επικατάρατος όποιος αντιβαίνει το λόγο του Θεού.
Ο Μιχάλης, απαρατήρητος
από όλους, κατέβηκε και κάθισε σε μια πολυθρόνα και κοίταξε το ρολόι του.
Ύστερα κοίταξε τον Σαμουήλ.
-Ναι, θα παντρευτούμε,
είπε ο Ρωμανός.
-Και’ γω κουμπάρος, είπε
ο Φίλιππος.
-Εσύ να πας να δεις με τι
ασχολείτο η μάνα σου στα νιάτα της, είπε εκτός εαυτού ο Ντούντας.
Ο Φίλιππος τον κοίταξε
σαστισμένος και ο Ντούντας γύρισε πάλι στο Ρωμανό ενώ η Φωτεινή χλόμιαζε.
-Σιχαμένε προδότη
καλύτερα να σε σκοτώσω και να κλάψει σαν χήρα παρά να σας αφήσω μαζί. Η προδοσία
του παππού σου κόστισε ακριβά στη δική μου την οικογένεια, είναι ένα στίγμα που
δε φεύγει.
-Και που δεν έκανε αυτός!
είπε ο Σαμουήλ. Γίνανε πριν 70 χρόνια όλα αυτά, δεν πρέπει πια να τα ξεχάσετε
όλα;
-Μια φορά προδότης πάντα
προδότης και μετά γιος προδότη…
-Που ποτέ δεν διέπραξε
προδοσία!
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν
στο Μιχάλη που είχε πει τα τελευταία λόγια κοφτά και πολύ δυνατά.
-Τι εννοείς; ρώτησε ο
Ντούντας.
-Ο Ρωμανός Μεληδόνης, ο
παππούς του μελλοντικού σου γαμπρού δεν υπήρξε ποτέ προδότης!
-Είσαι τρελός; Όλοι
ξέρουν…
-Δεν ξέρουν τίποτα, είπε
ο Μιχάλης κοφτά. Οι Γερμανοί κατέφτασαν εδώ πέρα και έκαναν αντίποινα για τη
δολοφονία του λοχαγού Έριχ Φον Κράιμε στις 7 Δεκεμβρίου του 1943. Τους οδήγησε
ένας άνδρας να πιστέψουν ότι το χωριό βοηθούσε τους αντάρτες. Ήταν ο ίδιος που
σκότωσε και τον λοχαγό. Μόνο που η δολοφονία του λοχαγού δεν διατάχθηκε από το
ΕΛΑΣ ή το ΕΑΜ ή από το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, δεν ήταν κάποιος
σημαντικός. Όχι, η διαταγή για τη δολοφονία του ήρθε από το Βερολίνο, κάποιος τον
ήθελε νεκρό και έβαλε τον προδότη να τον σκοτώσει. Φυσικά δεν ήταν κάποιος
υψηλά ιστάμενος, αυτός ο παρανοϊκός ο Χίμλερ θα έβαζε τα Ες - Ες να κάνουν την
δουλειά. Ο Χίτλερ πάλι…
-Πες μας ότι δεν ήταν και
ο Χίτλερ τρελός! κορόιδευσε ο Ντούντας.
-Δεν έχει σημασία, είπε ο
Μιχάλης, ο Χίτλερ θα τον είχε καλέσει στο Βερολίνο και θα τον είχε εκτελέσει παραδειγματικά.
Αλλά δεν ήταν τόσο σημαντικός, ήταν απλά ένας νεαρός Πρώσος ευγενής που είχε γίνει
στρατιωτικός από οικογενειακή παράδοση και όχι γιατί το ήθελε. Κατάφερε να
είναι επιτελικός στην εκστρατεία στην Πολωνία και στην Γαλλία. Τοποθετήθηκε σε
μονάδα στην Επιχείρηση Μαρίτα, την Γερμανική επίθεση στα Βαλκάνια, αλλά δεν
κινδύνευσε καθώς ήταν στη Γιουγκοσλαβία που έπεσε αμαχητί.
-Γιατί μας τα λες όλα
αυτά; ρώτησε ο Μεληδόνης, τι σχέση έχουν με το έγκλημα που φορτώνουν στον
πατέρα μου;
-Θα φτάσω και σε αυτό. Ο
Φον Κράιμε κατάφερε να αποφύγει το ανατολικό μέτωπο, έμεινε στην Ελλάδα από το
τέλος της εκστρατείας ως το θάνατό του σαν αξιωματικός των δυνάμεων κατοχής.
Δεν έκανε τίποτα σημαντικό ή αξιοσημείωτο. Άρα γιατί να πεθάνει; Γιατί είχε
κάποιες διαφορές πίσω στην πατρίδα, για κάποια γυναίκα. Ο φονιάς του είχε το
θράσος να προτείνει να κάνουν αντίποινα οι Γερμανοί για τους αντάρτες
καλύπτοντας το έγκλημά του. Ή μάλλον το έγκλημα του φόνου, έπρεπε να πω γιατί
ήταν και δωσίλογος.
-Ευχαριστούμε πολύ που
μας εξήγησες σε βάθος το έγκλημα του προδότη!
-Μόνο που δεν είπα ποτέ
ότι λεγόταν Ρωμανός Μεληδόνης.
-Ξέρεις ποιος ήταν;
-Ξέρω, το ίντερνετ δεν
είναι μόνο για να βλέπει κανείς πορνό, παρεμπιπτόντως χαίρομαι που έγινα αιτία
να κλείσει μια σελίδα και να εξαφανιστούν χιλιάδες τέτοιες ταινίες, είπε ο
Μιχάλης - ακούστηκαν γέλια και ο Ντούντας κοκκίνισε - είναι και εργαλείο για να
κάνεις έρευνα. Ειδικά όταν έχεις πρόσβαση και σε αξιόπιστα σάιτ με καλό υλικό.
Είδα μαρτυρίες και την επίσημη Γερμανική αναφορά. Ο προδότης δε λεγόταν
Μεληδόνης. Αν και ήταν κοντά, ίσως κάποιος να είδε την αναφορά και να μπέρδεψε
αν δεν ήξερε και Γερμανικά γιατί ο προδότης λεγόταν Μελδούνης. Δημήτρης
Μελδούνης.
-Πως τολμάς!
Η Αδαμαντία Σκληρού είχε
σηκωθεί όρθια και είχε πλησιάσει εξαγριωμένη τον Μιχάλη.
-Τα αρχεία είναι σαφή,
είπε εκείνος ήσυχα.
-Ο πατέρας μου… Τον
θυμάμαι καθαρά… ένας καλός άνθρωπος και γενναιόδωρος.
-Ο πατέρας σας κυρία
Σκληρού, είπε ο Μιχάλης, το είχε κάνει αυτό πάνω από μια δεκαετία πριν
γεννηθείτε. Δεν ήταν πιθανότατα ο ίδιος άνθρωπος.
-Και τι θέλεις τώρα;
Αποζημίωση για τα εγκλήματα της κατοχής;
-Όχι, ότι έγινε έγινε.
Αυτό που θέλω είναι να καθαρίσει το όνομα της οικογένειας Μεληδόνη και να
αφήσετε τα δύο αυτά παιδιά που αγαπιούνται να μείνουν μαζί. Ένα καλό γαμήλιο
δώρο θα ήταν μια αντίδοση για όσα χάσανε τότε.
-Αποκλείεται! είπε η
γριά.
-Παραμύθια, είπε ο
Ντούντας. Πόσα σου τάξανε για την ιστορία αυτή;
Ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος.
-Ό,τι είχα να πω το είπα,
είπε. Αν δεν με πιστεύετε μπορείτε να περιμένετε το τεύχος Ιανουαρίου στα
Ιστορικά Θέματα όπου θα δημοσιευθεί η μελέτη μου.
Γύρισε και προχώρησε προς
τη σκάλα. Άκουσε τη Μαρία να ουρλιάζει και είδε τα μάτια της Οφήλια που ήταν
απέναντί του να ανοίγει τα μάτια της διάπλατα. Την επόμενη στιγμή δέχθηκε ένα
δυνατό χτύπημα στην πλάτη που τον έστειλε στο δάπεδο μπροστά στο τζάκι. Έκανε
να σηκωθεί και δέχθηκε ένα δεύτερο. Κύλισε στο πλάι και βρέθηκε ξαπλωμένος
ανάσκελα στο χαλί βλέποντας ποιος τον είχε χτυπήσει.
-Α ο κύριος Σούλας, είπε
ο Μιχάλης, θα έλεγα να αρχίσεις να τρέχεις. Τα σύνορα είναι κοντά, ίσως και να
προλάβεις να τα περάσεις.
Ο Αλβανός επιστάτης των
κτημάτων της Σκληρού κοίταξε τον πεσμένο άνδρα και χαμογέλασε ειρωνικά. Ύστερα
κοίταξε την κυρά του και σήκωσε πάλι τον σωλήνα με τον οποίο είχε χτυπήσει τον
Μιχάλη. Αλλά τώρα η έκπληξη είχε περάσει και οι φίλοι του δεν ήταν πρόθυμοι να
το αφήσουν έτσι. Ο Μαξιμίλιαν έκανε να κινηθεί από το μέρος του αλλά ο Αλβανός
σήκωσε το σωλήνα.
-Προλαβαίνεις πριν του
κάνω το κεφάλι πολτό; είπε ειρωνικά.
-Άσε κάτω το σωλήνα μην
στον χώσω εκεί που δε φέγγει ο ήλιος!
Όλων τα βλέμματα
στράφηκαν προς την πόρτα, εκεί στεκόταν ένας άνδρας με λεπτό μυώδες σώμα,
έδειχνε ασήμαντος με το απλό παντελόνι και το σακάκι. Είχε συνηθισμένο πρόσωπο
με ένα εξαιρετικά παρατηρητικό ζευγάρι μάτια που δεν έχαναν καμία λεπτομέρεια.
-Ποιος είσαι’ συ που θα
μας κάνεις κουμάντο; ρώτησε αυθάδικα ο Αλβανός ξέροντας ότι είχε την υποστήριξη
της κυρίας του. Η απάντηση ωστόσο δεν ήταν αυτή που θα ήθελε.
-Αστυνομία, είμαι ο
επιθεωρητής Ραξής.
Το όνομα ήταν γνωστό και έφερε
μια τελευταία πράξη απελπισίας. Ο Αλβανός πέταξε το σωλήνα και έκανε να
τραβήξει όπλο. Ο Ραξής απλά ήταν πιο γρήγορος, τράβηξε το πιστόλι που βρισκόταν
στη θήκη στη ζώνη του και πυροβόλησε. Το όπλο τινάχτηκε πέρα και ο Σούλας
έπιανε το χέρι του ουρλιάζοντας. Ο Μιχάλης μάζεψε το πιστόλι ενώ ακόμα δύο
αστυνομικοί έμπαιναν στον ξενώνα.
-Γκιόργκι Σούλα
συλλαμβάνεσαι για έργω επίθεση και απόπειρα δολοφονίας, είπε ο Ραξής, για τα
παλιά σου εγκλήματα με τον Στάμο θα τα πούμε μετά.
-Σου το είπα να τρέξεις,
είπε ο Μιχάλης καθώς περνούσε από μπροστά του ο Σούλας.
-Πως ήξερες; είπε με
λύσσα ο Αλβανός.
-Ποτέ δεν θα ξεχάσω
κανέναν από όσους εμπλάκηκαν σε εκείνη την υπόθεση. Είσαι από τους τελευταίους
που δεν είσαι στη φυλακή ή το χώμα, σε αναγνώρισα με την πρώτη που σε είδα.
Ο Μιχάλης στράφηκε στην
Σκληρού.
-Θέλατε να με σιγήσετε,
είπε ψυχρά, αλλά δεν το καταφέρατε. Θα μπορούσα να ζητήσω εκδίκηση, και ο νόμος
είναι με το μέρος μου, αλλά δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.
Γύρισε προς τον Ντούντα
αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει.
-Για χάρη της ανώμαλης
κόρης μου να υποθέσω;
Ο Μιχάλης κοκάλωσε. Η
παγερή έκφραση στο πρόσωπό του φανέρωνε τέτοιο θυμό που ο Ραξής θυμήθηκε το
βράδυ εκείνο που ο φίλος του είχε πυροβολήσει τον Στάμο ζητώντας εκδίκηση για
το θάνατο της αγαπημένης του Βερονίκης. Ο Μιχάλης στράφηκε και κοίταξε την
Σκληρού.
-Είσαι μοχθηρός άνθρωπος
και θα το πληρώσεις.
-Από’ σενα;
-Όχι, όχι από’ μένα. Εγώ
δε θα ασχοληθώ άλλο μαζί σου πέρα από αυτό που θα σου πω τώρα. Υπάρχουν πολλά
είδη φυλακής και κανένα χειρότερο από αυτό που χτίζουμε εμείς για τον εαυτό
μας. Λίγοι είμαστε ευτυχείς να μην το κάνουμε αλλά και αυτοί οι λίγοι έχουν
σταυρό να σηκώσουν. Η μοναξιά είναι από τους δύσκολους, μπορείς να τον
σηκώσεις; Γιατί θα μείνεις μόνη, να είσαι σίγουρη.
Η Αδαμαντία Σκληρού
κοίταξε τις κόρες της. Η Ηρώ στεκόταν δίπλα στον Μαξιμίλιαν, εκείνος είχε
περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Η Κλωντίν είχε βάλει τα δικά της
προστατευτικά στους ώμους της Μαρίας. Κατάλαβε ότι είχε δίκιο ο Μιχάλης.
-Καταραμένε σακάτη, είπε
με μίσος, είθε να πονάς πάντα και να μην έρχεται ο θάνατος να σε ανακουφίσει.
Ο Μιχάλης δεν απάντησε αν
και είδε τη φρίκη σε πολλά πρόσωπα γι’ αυτό που είχε ξεστομίσει η γριά.
Πλησίασε τον Ντούντα.
-Βλέπεις είχατε ένα μίσος
χωρίς λόγο. Δώσε την ευχή σου να παντρευτούν, πίστεψέ με όταν θα γίνεις παππούς
θα νιώσεις άλλος άνθρωπος.
-Και να αφήσω την κόρη
μου να γίνει μια νοικοκυρά; Να μη σπουδάσει;
-Ποιος είπε να μη σπουδάσει;
είπε ο Μιχάλης. Δεν θα είναι η πρώτη ούτε η τελευταία που θα σπουδάσει
παντρεμένη και με παιδί.
Ο Ντούντας τον κοίταξε.
-Γιατί τα κάνεις όλα
αυτά; είπε τελικά.
-Πριν από λίγα χρόνια
έφτασα στα πρόθυρα του θανάτου. Αυτό με δίδαξε τι αξίζει και τι όχι στη ζωή
μας. Και για να μου επέτρεψε ο Ύψιστος να επιστρέψω από τον κάτω κόσμο υπέθεσα
ότι κάτι θα έπρεπε να κάνω καλά, βοηθώ αυτούς που μπορώ λοιπόν.
Ο Ντούντας τον κοίταξε
σαν να έβλεπε τρελό αλλά κάτι στη σταθερότητά του και στην συμπεριφορά που είχε
δείξει όλες τις μέρες του στον Αρχάγγελο τον επηρέασε τελικά.
-Εντάξει, είπε, ας
παντρευθούν, αφού δεν υπάρχει πια και αυτό το θέμα.
Η Χριστίνα έτρεξε και τον
αγκάλιασε. Ο Ρωμανός πήγε και εκείνος κοντά. Ο Μιχάλης χαμογέλασε και πήγε προς
τα μέρος του Ραξή. Ο αστυνόμος του’ ριξε μια λοξή ματιά.
-Μπορείς να μου πεις πως
καταφέρνεις να μπλέκεις συνέχεια;
-Βλέπω πολλά, διαβάζω
ακόμα πιο πολλά και δεν κρατώ το στόμα μου κλειστό.
-Όχι πάντα, είπε ο
αστυνόμος, ξέρω ότι γνωρίζεις πράγματα που ποτέ δεν έχεις πει.
Ο Μιχάλης κοίταξε την
Οφήλια που ήταν στην αγκαλιά του Φίλιππου.
-Όχι πάντα, όπως το
είπες. Δεν καταστρέφω οικογένειες.
Το χωριό έβρισκε ξανά τον
κανονικό ρυθμό της ζωής του. Οι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν σπίτια τους. Οι
πιο γενναιόδωροι ή οι πιο φιλότιμοι άφησαν και ένα ποσό για τη φιλοξενία στην
Εύη. Εκείνη είχε δεχθεί να βοηθήσει το χωριό στη δυσκολία του, να μην έβγαινε
και με ζημιά από την ιστορία αυτή.
Το ρεύμα και οι
τηλεπικοινωνίες είχαν αποκατασταθεί και ο δρόμος ήταν και πάλι ανοιχτός.
Η Ηρώ φίλησε τον
Μαξιμίλιαν παθιασμένα.
-Εντάξει! Είστε σε
δημόσιο χώρο, κόψτε το, είπε ο Έρικ.
-Ζηλεύεις; τον πείραξε η
Κλωντίν.
Η αρχαιολογική αποστολή
ήταν έτοιμη να φύγει, είχαν πακετάρει και οι περισσότεροι είχαν ήδη
επιβιβαστεί.
-Θα μου λείψεις, είπε η
κοκκινομάλλα κοπέλα.
-Θα σας περιμένω στην Αθήνα,
είπε ο Βρετανός, δεν θα αργήσουμε να είμαστε μαζί.
-Ναι, αλλά και πάλι θα
μου λείψεις, είπε η Ηρώ και τον φίλησε ξανά.
Η Άννα είχε έρθει να
αποχαιρετήσει τον Κρίστιαν.
-Σε ευχαριστώ πολύ, για
όλα.
-Έκανα αυτό που έπρεπε,
και αν με χρειαστείς κάτι μπορείς να με βρεις εύκολα.
-Ναι, είπε η γυναίκα, έχω
την κάρτα με τα τηλέφωνα.
Ο Μιχάλης ήταν ο
τελευταίος που κατέφτασε, είχε πάει στην εκκλησία και τώρα είχε έρθει στα
αυτοκίνητα. Είχε αποχαιρετήσει τον Σαμουήλ και είχε υποσχεθεί να στείλει στον
ηλικιωμένο ιερέα την έκδοση της έκθεσής τους για το χωριό.
Η Μαρία τον περίμενε. Τον
αγκάλιασε σφιχτά.
-Σε ευχαριστώ για όλα όσα
έκανες, είπε. Είσαι πολύ καλός άνθρωπος.
-Δεν θα το έλεγες, είπε ο
Μιχάλης με ένα χαμόγελο, αν ήξερες που θα πάω από δω. Να βάλω κάποιον φυλακή,
ήρθε η ώρα της εκδίκησης για αυτό, είπε και έδειξε το πόδι του.
-Μπορώ να έρθω μαζί σου;
Δε φοβάμαι τίποτα.
-Όχι, εσύ θα ζήσεις μια
ήσυχη και φυσιολογική ζωή, το Λονδίνο είναι ωραίο, πίστεψέ με. Ένας φίλος
σπούδασε εκεί.
Τη φίλησε απαλά στο
μέτωπο και ανέβηκε στο βαν. Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν.
Επίλογος
Ο Μιχάλης κατέβηκε τα
λίγα σκαλιά από το αεροπλάνο και στάθηκε στην πίστα του αεροδρομίου Γκάτγουικ.
Το αεροπλάνο Γκάλφστρημ IV
που τον είχε φέρει από την Αθήνα ανήκε στον Μαξιμίλιαν που το χρησιμοποιούσε
για τη γρήγορη μετακίνηση της ομάδας του σε αρχαιολογικές αποστολές σε όλο τον
κόσμο. Τώρα το είχε στείλει να τον φέρει για το γάμο του με την Ηρώ.
Κοίταξε τον ουρανό που
ήταν γεμάτος σύννεφα, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει και στην Αθήνα, ο καιρός
είχε χαλάσει σε όλη την Ευρώπη κάτι που τον ενθουσίαζε μιας και ποτέ δεν ήταν
φίλος του ήλιου.
-Κοιτάς τον καιρό;
Ο Μιχάλης έστρεψε το
βλέμμα του στο αυτοκίνητο που είχε σταματήσει μπροστά του. Ο Μαξιμίλιαν είχε
βγει ήδη και τον πλησίαζε. Τον ακολούθησε η Ηρώ και η Μαρία.
-Ναι, είναι όπως μου
αρέσει.
-Αν λέγαμε να
παντρευτούμε στη Μαγιόρκα δε θα ερχόσουν, να υποθέσω, τον πείραξε η Ηρώ.
-Θα ερχόμουν αλλά δεν θα
το είχα ευχαριστηθεί. Ο καλύτερος καιρός ήταν εκείνος στο χωριό σου, το
απόλαυσα το χιόνι. Δύο χρόνια τώρα δεν
ξαναείδα χιόνι.
-Τι νέα από την Αθήνα;
ρώτησε ο Μαξιμίλιαν.
-Ο Μανδράκος πάει μέσα
ισόβια, πήρα την εκδίκησή μου αλλά θα τα πούμε αυτά άλλη ώρα. Έχετε ευχές από
τον Ρωμανό και τη Χριστίνα.
-Τι κάνουν;
-Ευτυχισμένοι, μόλις
άρχισε την ιατρική η Χριστίνα και την γεωπονική ο Ρωμανός. Όσο για το γιο τους,
μεγαλώνει! Ο Ντούντας έχει γίνει χαζοπαππούς κάτι που τον μαλάκωσε όπως ήταν
αναμενόμενο.
-Ξαναπήγες στο χωριό;
ρώτησε η Ηρώ.
Είχε ξαναπάει. Τον είχαν
καλέσει ο Ρωμανός και η Χριστίνα στο γάμο τους ευγνώμονες που τους είχε
βοηθήσει τόσο. Είχε βρει εκεί φυσικά τον Αλέξη που ήταν ένας νεαρός
ευπαρουσίαστος εύελπις, Ο Φίλιππος που τους πάντρεψε, όπως είχε πει, σπούδαζε
μηχανολόγος μηχανικός και η Οφήλια δεν έβλεπε την ώρα να περάσει στην φιλολογία
στην Αθήνα για να είναι μαζί του. Η Αγγελική είχε επίσης περάσει στη φιλολογική
κάτι που έδειχνε ξαφνικά μια πολύ καλή επιλογή μιας και το χωριό τους θα
αποκτούσε σχολείο για την εξυπηρέτηση του χωριού και των γύρω μικρότερων οικισμών.
Είχε μείνει λίγο στο
χωριό, αν και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μέσα γράφοντας, είχε
κάνει πολλούς περιπάτους για να διαπιστώσει μερικές αλλαγές όπως την αλλαγή του
Ντούντα που δεν ήταν τώρα κοινοτάρχης. Αυτή τη θέση είχε αναλάβει ο άνδρας της
Φωτεινής που είχε αφήσει πια τη θάλασσα.
Το χωριό είχε πάλι ξένους,
γίνονταν έργα συντήρησης στη γέφυρα με επικεφαλής τον Κρίστιαν που βρισκόταν σε
καλό δρόμο με την τώρα διαζευγμένη Άννα. Μετέφερε τα νέα του χωριού στην Ηρώ.
-Και εσύ; Εσύ τι κάνεις;
ρώτησε η Μαρία.
-Όπως τα ξέρεις, είπε
στηριγμένος στο μπαστούνι του.
Η κοπέλα το κοίταξε
λυπημένη.
-Το χειρότερο πράγμα που
ξεστόμισε η μητέρα μου, το είπε σε’ σενα.
-Δεν είπε κάτι που δεν
συμβαίνει, είπε ο Μιχάλης, και σίγουρα δεν παρακαλώ να με λυτρώσει ο θάνατος. Η
ζωή αξίζει όπως και να’ χει το πράγμα.
Η Αδαμαντία Σκληρού είχε
πεθάνει λίγους μήνες μετά τα γεγονότα στο χωριό από αποπληξία που είχε προέλθει
από την απογοήτευση ότι όλα όσα σχεδίαζε αλλά και όσα πίστευε είχαν χαθεί. Το
γεγονός του θανάτου της είχε καθυστερήσει το γάμος της κόρης της.
-Πες μου καλύτερα τα δικά
σου νέα, πως πάνε οι σπουδές;
-Πολύ καλά, είπε η Μαρία,
σε ευχαριστώ για τη βοήθεια.
-Την Κλωντίν πρέπει να
ευχαριστείς πολύ περισσότερο από εμένα, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο.
-Υπάρχει και κάτι άλλο
για το οποίο πρέπει να ευχαριστώ εσένα γιατί εσύ μου έδωσες την αυτοπεποίθηση
για να το κάνω, είμαι με κάποιον.
-Αλήθεια αυτά είναι
υπέροχα νέα!
-Και δεν τον νοιάζει το
θέμα με τα παιδιά, παρότι πιστεύει ότι μπορεί να μην είναι αδύνατο να γίνω
μητέρα με τις νέες θεραπείες.
-Όλα καλά λοιπόν, είπε ο
Μιχάλης, πράγμα που μου θυμίζει ότι πρέπει να ξεφορτώσουμε το δώρο σας από το
αεροπλάνο.
-Άσε το πάνω μας, είπε ο
Μαξιμίλιαν και ανέβηκε στο αεροπλάνο μαζί με την Ηρώ.
-Που θα πας μετά το γάμο;
ρώτησε η Μαρία.
-Πίσω στην Αθήνα, είπε ο
Μιχάλης, σκοτώθηκε ένας φίλος σε ατύχημα αλλά είναι το τρίτο στη Λυρική σε
ισάριθμα χρόνια και μου φαίνεται εξαιρετικά ύποπτο.
-Σε έλκουν τα μυστήρια ε;
ρώτησε η κοπέλα.
-Τα μυστήρια και εκείνοι
που χρειάζονται βοήθεια. Τέλος πάντων, προς το παρόν έχουμε έναν γάμο να
παρακολουθήσουμε. Πάμε να δούμε τι θα πουν για το δώρο.
Τέλος