Οι Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς – Τα Τέρατα της Οξφόρδης

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για τα χρόνια πριν ο Σέρλοκ Χολμς γίνει διάσημος ντετέκτιβ. Παρότι τον γνωρίζουμε νέο στη Σπουδή Στο Άλικο, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ μας λέει λίγα πράγματα για το παρελθόν του και πολύ σποραδικά. Ο Άντριου Λέιν προσπαθεί μέσα από τα βιβλία της σειράς Οι Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς να ρίξει για πρώτη φορά φως στα εφηβικά χρόνια του διάσημου ντετέκτιβ. Πώς ήταν ως έφηβος; Πού και πότε απέκτησε τις διάσημες ικανότητές του; Χρησιμοποιώντας τα λιγοστά στοιχεία που παρείχε ο Ντόιλ, κυρίως στα ύστερα έργα του, κατόρθωσε να συνθέσει με συνέπεια τον νεαρό χαρακτήρα του Σέρλοκ. Το εγχείρημά του μάλιστα είχε την τύχη να εγκριθεί από την Conan Doyle Estate Ltd, καθώς και των εν ζωή συγγενών του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ.
Ο ίδιος ο Λέιν είπε για το έργο του:
Ήθελα από καιρό να γράψω ένα δικό µου βιβλίο µε πρωταγωνιστή τον Σέρλοκ Χολµς, αλλά δε µου είχε περάσει ποτέ η ιδέα να γράψω για τα νεανικά του χρόνια. Πάντοτε θεωρούσα ότι θα έγραφα – όπως όλοι οι άλλοι – ένα βιβλίο µε τον ίδιο ως ενήλικα. Ο ατζέντης µου, ο Ρόµπερτ Κίρµπι, που εκπροσωπεί επίσης τους κληρονόµους του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, τους είχε επιστήσει την προσοχή σε δύο πράγματα – πρώτον, ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους έναν από τους γνωστότερους λογοτεχνικούς χαρακτήρες όλων των εποχών και, δεύτερον, ότι η αγορά βιβλίων για το νεανικό κοινό είχε ανάγκη από καλογραµµένα βιβλία µε δυνατούς χαρακτήρες. Αφού είχαν συμφωνήσει ότι µια σειρά βιβλίων για τα νεανικά χρόνια του Σέρλοκ Χολµς ήταν µια καλή ιδέα, µου τηλεφώνησε και µε ρώτησε αν ενδιαφερόμουν να το αναλάβω. ∆ε χρειάστηκε να ρωτήσει δεύτερη φορά.
Στα Τέρατα της Οξφόρδης ο νεαρός Σέρλοκ πηγαίνει στην μεγάλη πανεπιστημιούπολη για σπουδές. Εκεί ακούει για περίεργες κλοπές στο τοπικό νεκροτομείο αλλά και για την περίεργη περίπτωση ενός ηλικιωμένου κυρίου που επιμένει ότι το σπίτι του μετακινείται πηγαίνοντας κοντά και μετά απομακρυνόμενο από ένα δάσος. Τίποτα δεν έλκει τον Σέρλοκ περισσότερο από ένα μυστήριο, ή δύο στην περίπτωσή μας. Έτσι αναλαμβάνει να τα λύσει. Σχετίζονται μεταξύ τους ή όχι; Και είναι δυνατόν ένα σπίτι να μετακινείται;
Μια καλή αστυνομική περιπέτεια που κυλάει γρήγορα και μας δίνει αυτό ακριβώς που υπόσχεται, μια εικόνα του διασημότερου ντετέκτιβ στον κόσμο ενώ ετοιμάζεται να γίνει αυτός που ξέρουμε.

Σίμων Ο Κυρηναίος

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο όχλος μανιασμένος φώναζε ακόμα για τη σταύρωσή του. Φανατισμένοι από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους όχι μόνο είχαν ζητήσει την απελευθέρωση του επαναστάτη Βαραββά από τον Πόντιο Πιλάτο αλλά είχαν και πάρει πάνω την ευθύνη για το αίμα που θα χυνόταν. Στο δρόμο που οδηγούσε από το Πραιτόριο, την έδρα του Ρωμαίου έπαρχου, στο Γολγοθά όπου θα εκτελείτο η ποινή είχαν μαζευτεί πολλοί για να φωνάξουν και να χλευάσουν εκείνον που είχαν υποδεχτεί μόλις λίγες μέρες πριν θριαμβευτικά σαν Μεσσία.
Και ο Ιησούς; Βαδίζει φέροντας το σταυρό όπως ήταν η πρακτική της εποχής για την εκτέλεση με σταύρωση. Αλλά είναι εξασθενημένος, εξαντλημένος, μετά την αγωνιώδη προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή, ακολούθησε η σύλληψη, χτυπήματα από τους υπηρέτες των αρχιερέων, από τους Ρωμαίους μετά, οι εμπαιγμοί, και η μαστίγωση, και ο σταυρός είναι βαρύς. Πολύ βαρύς. Φέρει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, όχι μόνο όσων είχαν ζήσει από τον Αδάμ ως εκείνη τη μέρα αλλά και όλων όσων θα ακολουθούσαν στους αιώνες μετά.
Προχωρεί μέσα στην θάλασσα των προσώπων που συσπασμένα από το μίσος προφέρουν μόνο ύβρεις και χλεύη ενώ εδώ και κει λίγες γυναίκες κλαίνε για τον άδικο θάνατο στον οποίο καταδικάστηκε. Και τελικά γονατίζει κάτω από το βάρος. Ο όχλος μανιάζει. Δόρατα και ασπίδες κροτούν, είναι ο κραταιός βρυχηθμός της Ρώμης, οι φωνές κοπάζουν μπροστά στην απειλή των Ρωμαίων στρατιωτών που θέλουν να τελειώνουν με το επαχθές καθήκον τους. Βλέποντας το Χριστό τόσο καταπονημένο για να μην καθυστερήσουν άλλο αγγαρεύουν έναν περαστικό που είναι γεροδεμένος για να σηκώσει το σταυρό.
Ήταν ένα απλός άνθρωπος αγρότης. Είχε σηκωθεί αχάραγα το πρωί για να πάει στο χωράφι του και έχοντας ολοκληρώσει τις δουλειές του επέστρεφε στην πόλη. Όταν έφυγε για τον αγρό του ακόμα δεν είχε γίνει γνωστή η σύλληψη του Χριστού και τώρα επέστρεφε σε μια πόλη που έβραζε με μίσος έχοντας καταδικάσει τον σωτήρα του κόσμου αλλά εκείνος δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά. Το όνομά του ήταν Σίμων και ήταν γνωστός ως Κυρηναίος από τον τόπο καταγωγής του. Σήκωσε το σταυρό βοηθώντας τον Χριστό να φέρει σε πέρας την πορεία προς το Γολγοθά για την σωτηρία των ανθρώπων. Σε αυτόν τον απλό αγρότη έτυχε μια μεγάλη τιμή που δεν είχε επιζητήσει, ούτε καν την είχε φανταστεί. Να γίνει βοηθός του ίδιου του Θεού στην πιο ιερή στιγμή της επίγειας ζωής του, την ώρα της θυσίας και να συνδέσει το όνομά του με αυτή ως την αιωνιότητα.
Εκείνη την ώρα που όλοι φώναζαν το σταυρωθήτω εκείνος βάδισε μαζί με τον ίδιο το Θεό ως το Γολγοθά. Ευλογημένη στιγμή, που όπως και στον ληστή που θα σταυρωνόταν μαζί με τον Χριστό, άνοιξε το δρόμο για τον Παράδεισο.

Ιστολόγιο του μήνα – Μάρτιος 2017

Author: Νυχτερινή Πένα /

Τι θα λέγατε στον αγαπημένο σας λογοτεχνικό ήρωα; Κάτι για τις περιπέτειές του στο βιβλίο που τον γνωρίσατε; Μήπως θα είχατε απορίες να σας λύσει; Ή μήπως θα μιλούσατε για κάτι άλλο, σαν φιλαράκια που μοιράζεστε μια συζήτηση μαζί με ένα μπουκάλι κρασί;

Τι δεν μπορεί να το κάνει κάποιος αυτό; Η φίλη μου η Άννα διαφωνεί κατηγορηματικά και μάλιστα ήδη έχει κάνει μερικές συζητήσεις με κάποιους από τους αγαπημένους της μυθιστορηματικούς ήρωες. Θα βρείτε αυτές τις συζητήσεις εδώ: http://heroestalks.blogspot.gr/

Μυστικά 20 - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Όσοι δεν ήταν ήδη στο σαλόνι κατέβηκαν με τις φωνές. Ανάμεσά τους και οι φίλοι του Ρωμανού και της Χριστίνας. Βγήκαν απότομα από το δωμάτιο με την Οφήλια να ντύνεται ακόμα, φορώντας εκείνη τη στιγμή ένα πουλόβερ και αφού παραλίγο να πέσουν πάνω στον Μιχάλη κατέβηκαν τη σκάλα.

Ο Ντούντας έκανε ένα βήμα προς την κόρη του με το χέρι υψωμένο ενώ όλοι παρακολουθούσαν βουβοί.
-Δεν μπορείς να μιλάς.
Με ένα εξαγριωμένο βλέμμα ο Ντούντας έψαξε για κάτι γύρω και τελικά άρπαξε τη μασιά του τζακιού. Τη σήκωσε με στόχο το κορμί της κόρης του.
-Δώσε μου την ευχή σου πατέρα να παντρευτώ και να γεννήσω το εγγονάκι σου, είπε η Χριστίνα.
-Την κατάρα μου να έχεις! μούγκρισε ο Ντούντας και ετοιμάστηκε να κατεβάσει τη μασιά.
-Δημήτρη Ντούντα! είπε αυστηρά μια φωνή. Τι λόγος βρήκε από το στόμα σου; Κατέβασε το χέρι σου και μη την χτυπήσεις. Ή μήπως είσαι καλύτερος από Εκείνον που είπε ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω;
Ο Ντούντας στράφηκε να δει ποιος είχε τολμήσει να του μιλήσει έτσι και αντίκρισε τον Σαμουήλ. Ο ιερομόναχος τον κοίταξε αυστηρά.
-Πάτερ; είπε ο Ρωμανός. Θα μας παντρέψετε;
-Μην ξανακούσω για γάμους, είπε ο Ντούντας με μάτια που γεμάτα βία.
-Ναι, θα σας παντρέψω, είπε ήσυχα ο Σαμουήλ.
-Πως τολμάς;
Ο Σαμουήλ στάθηκε μπροστά στο Ντούντα. Εκείνος τον αγριοκοίταξε αλλά ο ιερέας δεν άφηνε να φοβηθεί.
-Πριν από το νόμο των ανθρώπων έρχεται ο θείος νόμος. Και αυτός προστάζει να τους παντρέψω.
-Και η μοιχεία;
-Συγχωρείται, και το τέκνο θα γεννηθεί μέσα στο γάμο όπως πρέπει.
-Ακόμα και αν τους παντρέψεις θα τους χωρίσω, είπε ο Ντούντας.
-Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω! Επικατάρατος όποιος αντιβαίνει το λόγο του Θεού.
Ο Μιχάλης, απαρατήρητος από όλους, κατέβηκε και κάθισε σε μια πολυθρόνα και κοίταξε το ρολόι του. Ύστερα κοίταξε τον Σαμουήλ.
-Ναι, θα παντρευτούμε, είπε ο Ρωμανός.
-Και’ γω κουμπάρος, είπε ο Φίλιππος.
-Εσύ να πας να δεις με τι ασχολείτο η μάνα σου στα νιάτα της, είπε εκτός εαυτού ο Ντούντας.
Ο Φίλιππος τον κοίταξε σαστισμένος και ο Ντούντας γύρισε πάλι στο Ρωμανό ενώ η Φωτεινή χλόμιαζε.
-Σιχαμένε προδότη καλύτερα να σε σκοτώσω και να κλάψει σαν χήρα παρά να σας αφήσω μαζί. Η προδοσία του παππού σου κόστισε ακριβά στη δική μου την οικογένεια, είναι ένα στίγμα που δε φεύγει.
-Και που δεν έκανε αυτός! είπε ο Σαμουήλ. Γίνανε πριν 70 χρόνια όλα αυτά, δεν πρέπει πια να τα ξεχάσετε όλα;
-Μια φορά προδότης πάντα προδότης και μετά γιος προδότη…
-Που ποτέ δεν διέπραξε προδοσία!
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν στο Μιχάλη που είχε πει τα τελευταία λόγια κοφτά και πολύ δυνατά.
-Τι εννοείς; ρώτησε ο Ντούντας.
-Ο Ρωμανός Μεληδόνης, ο παππούς του μελλοντικού σου γαμπρού δεν υπήρξε ποτέ προδότης!
-Είσαι τρελός; Όλοι ξέρουν…
-Δεν ξέρουν τίποτα, είπε ο Μιχάλης κοφτά. Οι Γερμανοί κατέφτασαν εδώ πέρα και έκαναν αντίποινα για τη δολοφονία του λοχαγού Έριχ Φον Κράιμε στις 7 Δεκεμβρίου του 1943. Τους οδήγησε ένας άνδρας να πιστέψουν ότι το χωριό βοηθούσε τους αντάρτες. Ήταν ο ίδιος που σκότωσε και τον λοχαγό. Μόνο που η δολοφονία του λοχαγού δεν διατάχθηκε από το ΕΛΑΣ ή το ΕΑΜ ή από το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, δεν ήταν κάποιος σημαντικός. Όχι, η διαταγή για τη δολοφονία του ήρθε από το Βερολίνο, κάποιος τον ήθελε νεκρό και έβαλε τον προδότη να τον σκοτώσει. Φυσικά δεν ήταν κάποιος υψηλά ιστάμενος, αυτός ο παρανοϊκός ο Χίμλερ θα έβαζε τα Ες - Ες να κάνουν την δουλειά. Ο Χίτλερ πάλι…
-Πες μας ότι δεν ήταν και ο Χίτλερ τρελός! κορόιδευσε ο Ντούντας.
-Δεν έχει σημασία, είπε ο Μιχάλης, ο Χίτλερ θα τον είχε καλέσει στο Βερολίνο και θα τον είχε εκτελέσει παραδειγματικά. Αλλά δεν ήταν τόσο σημαντικός, ήταν απλά ένας νεαρός Πρώσος ευγενής που είχε γίνει στρατιωτικός από οικογενειακή παράδοση και όχι γιατί το ήθελε. Κατάφερε να είναι επιτελικός στην εκστρατεία στην Πολωνία και στην Γαλλία. Τοποθετήθηκε σε μονάδα στην Επιχείρηση Μαρίτα, την Γερμανική επίθεση στα Βαλκάνια, αλλά δεν κινδύνευσε καθώς ήταν στη Γιουγκοσλαβία που έπεσε αμαχητί.
-Γιατί μας τα λες όλα αυτά; ρώτησε ο Μεληδόνης, τι σχέση έχουν με το έγκλημα που φορτώνουν στον πατέρα μου;
-Θα φτάσω και σε αυτό. Ο Φον Κράιμε κατάφερε να αποφύγει το ανατολικό μέτωπο, έμεινε στην Ελλάδα από το τέλος της εκστρατείας ως το θάνατό του σαν αξιωματικός των δυνάμεων κατοχής. Δεν έκανε τίποτα σημαντικό ή αξιοσημείωτο. Άρα γιατί να πεθάνει; Γιατί είχε κάποιες διαφορές πίσω στην πατρίδα, για κάποια γυναίκα. Ο φονιάς του είχε το θράσος να προτείνει να κάνουν αντίποινα οι Γερμανοί για τους αντάρτες καλύπτοντας το έγκλημά του. Ή μάλλον το έγκλημα του φόνου, έπρεπε να πω γιατί ήταν και δωσίλογος.
-Ευχαριστούμε πολύ που μας εξήγησες σε βάθος το έγκλημα του προδότη!
-Μόνο που δεν είπα ποτέ ότι λεγόταν Ρωμανός Μεληδόνης.
-Ξέρεις ποιος ήταν;
-Ξέρω, το ίντερνετ δεν είναι μόνο για να βλέπει κανείς πορνό, παρεμπιπτόντως χαίρομαι που έγινα αιτία να κλείσει μια σελίδα και να εξαφανιστούν χιλιάδες τέτοιες ταινίες, είπε ο Μιχάλης - ακούστηκαν γέλια και ο Ντούντας κοκκίνισε - είναι και εργαλείο για να κάνεις έρευνα. Ειδικά όταν έχεις πρόσβαση και σε αξιόπιστα σάιτ με καλό υλικό. Είδα μαρτυρίες και την επίσημη Γερμανική αναφορά. Ο προδότης δε λεγόταν Μεληδόνης. Αν και ήταν κοντά, ίσως κάποιος να είδε την αναφορά και να μπέρδεψε αν δεν ήξερε και Γερμανικά γιατί ο προδότης λεγόταν Μελδούνης. Δημήτρης Μελδούνης.
-Πως τολμάς!
Η Αδαμαντία Σκληρού είχε σηκωθεί όρθια και είχε πλησιάσει εξαγριωμένη τον Μιχάλη.
-Τα αρχεία είναι σαφή, είπε εκείνος ήσυχα.
-Ο πατέρας μου… Τον θυμάμαι καθαρά… ένας καλός άνθρωπος και γενναιόδωρος.
-Ο πατέρας σας κυρία Σκληρού, είπε ο Μιχάλης, το είχε κάνει αυτό πάνω από μια δεκαετία πριν γεννηθείτε. Δεν ήταν πιθανότατα ο ίδιος άνθρωπος.
-Και τι θέλεις τώρα; Αποζημίωση για τα εγκλήματα της κατοχής;
-Όχι, ότι έγινε έγινε. Αυτό που θέλω είναι να καθαρίσει το όνομα της οικογένειας Μεληδόνη και να αφήσετε τα δύο αυτά παιδιά που αγαπιούνται να μείνουν μαζί. Ένα καλό γαμήλιο δώρο θα ήταν μια αντίδοση για όσα χάσανε τότε.
-Αποκλείεται! είπε η γριά.
-Παραμύθια, είπε ο Ντούντας. Πόσα σου τάξανε για την ιστορία αυτή;
Ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος.
-Ό,τι είχα να πω το είπα, είπε. Αν δεν με πιστεύετε μπορείτε να περιμένετε το τεύχος Ιανουαρίου στα Ιστορικά Θέματα όπου θα δημοσιευθεί η μελέτη μου.
Γύρισε και προχώρησε προς τη σκάλα. Άκουσε τη Μαρία να ουρλιάζει και είδε τα μάτια της Οφήλια που ήταν απέναντί του να ανοίγει τα μάτια της διάπλατα. Την επόμενη στιγμή δέχθηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη που τον έστειλε στο δάπεδο μπροστά στο τζάκι. Έκανε να σηκωθεί και δέχθηκε ένα δεύτερο. Κύλισε στο πλάι και βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα στο χαλί βλέποντας ποιος τον είχε χτυπήσει.
-Α ο κύριος Σούλας, είπε ο Μιχάλης, θα έλεγα να αρχίσεις να τρέχεις. Τα σύνορα είναι κοντά, ίσως και να προλάβεις να τα περάσεις.
Ο Αλβανός επιστάτης των κτημάτων της Σκληρού κοίταξε τον πεσμένο άνδρα και χαμογέλασε ειρωνικά. Ύστερα κοίταξε την κυρά του και σήκωσε πάλι τον σωλήνα με τον οποίο είχε χτυπήσει τον Μιχάλη. Αλλά τώρα η έκπληξη είχε περάσει και οι φίλοι του δεν ήταν πρόθυμοι να το αφήσουν έτσι. Ο Μαξιμίλιαν έκανε να κινηθεί από το μέρος του αλλά ο Αλβανός σήκωσε το σωλήνα.
-Προλαβαίνεις πριν του κάνω το κεφάλι πολτό; είπε ειρωνικά.
-Άσε κάτω το σωλήνα μην στον χώσω εκεί που δε φέγγει ο ήλιος!
Όλων τα βλέμματα στράφηκαν προς την πόρτα, εκεί στεκόταν ένας άνδρας με λεπτό μυώδες σώμα, έδειχνε ασήμαντος με το απλό παντελόνι και το σακάκι. Είχε συνηθισμένο πρόσωπο με ένα εξαιρετικά παρατηρητικό ζευγάρι μάτια που δεν έχαναν καμία λεπτομέρεια.
-Ποιος είσαι’ συ που θα μας κάνεις κουμάντο; ρώτησε αυθάδικα ο Αλβανός ξέροντας ότι είχε την υποστήριξη της κυρίας του. Η απάντηση ωστόσο δεν ήταν αυτή που θα ήθελε.
-Αστυνομία, είμαι ο επιθεωρητής Ραξής.
Το όνομα ήταν γνωστό και έφερε μια τελευταία πράξη απελπισίας. Ο Αλβανός πέταξε το σωλήνα και έκανε να τραβήξει όπλο. Ο Ραξής απλά ήταν πιο γρήγορος, τράβηξε το πιστόλι που βρισκόταν στη θήκη στη ζώνη του και πυροβόλησε. Το όπλο τινάχτηκε πέρα και ο Σούλας έπιανε το χέρι του ουρλιάζοντας. Ο Μιχάλης μάζεψε το πιστόλι ενώ ακόμα δύο αστυνομικοί έμπαιναν στον ξενώνα.
-Γκιόργκι Σούλα συλλαμβάνεσαι για έργω επίθεση και απόπειρα δολοφονίας, είπε ο Ραξής, για τα παλιά σου εγκλήματα με τον Στάμο θα τα πούμε μετά.
-Σου το είπα να τρέξεις, είπε ο Μιχάλης καθώς περνούσε από μπροστά του ο Σούλας.
-Πως ήξερες; είπε με λύσσα ο Αλβανός.
-Ποτέ δεν θα ξεχάσω κανέναν από όσους εμπλάκηκαν σε εκείνη την υπόθεση. Είσαι από τους τελευταίους που δεν είσαι στη φυλακή ή το χώμα, σε αναγνώρισα με την πρώτη που σε είδα.
Ο Μιχάλης στράφηκε στην Σκληρού.
-Θέλατε να με σιγήσετε, είπε ψυχρά, αλλά δεν το καταφέρατε. Θα μπορούσα να ζητήσω εκδίκηση, και ο νόμος είναι με το μέρος μου, αλλά δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.
Γύρισε προς τον Ντούντα αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει.
-Για χάρη της ανώμαλης κόρης μου να υποθέσω;
Ο Μιχάλης κοκάλωσε. Η παγερή έκφραση στο πρόσωπό του φανέρωνε τέτοιο θυμό που ο Ραξής θυμήθηκε το βράδυ εκείνο που ο φίλος του είχε πυροβολήσει τον Στάμο ζητώντας εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του Βερονίκης. Ο Μιχάλης στράφηκε και κοίταξε την Σκληρού.
-Είσαι μοχθηρός άνθρωπος και θα το πληρώσεις.
-Από’ σενα;
-Όχι, όχι από’ μένα. Εγώ δε θα ασχοληθώ άλλο μαζί σου πέρα από αυτό που θα σου πω τώρα. Υπάρχουν πολλά είδη φυλακής και κανένα χειρότερο από αυτό που χτίζουμε εμείς για τον εαυτό μας. Λίγοι είμαστε ευτυχείς να μην το κάνουμε αλλά και αυτοί οι λίγοι έχουν σταυρό να σηκώσουν. Η μοναξιά είναι από τους δύσκολους, μπορείς να τον σηκώσεις; Γιατί θα μείνεις μόνη, να είσαι σίγουρη.
Η Αδαμαντία Σκληρού κοίταξε τις κόρες της. Η Ηρώ στεκόταν δίπλα στον Μαξιμίλιαν, εκείνος είχε περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Η Κλωντίν είχε βάλει τα δικά της προστατευτικά στους ώμους της Μαρίας. Κατάλαβε ότι είχε δίκιο ο Μιχάλης.
-Καταραμένε σακάτη, είπε με μίσος, είθε να πονάς πάντα και να μην έρχεται ο θάνατος να σε ανακουφίσει.
Ο Μιχάλης δεν απάντησε αν και είδε τη φρίκη σε πολλά πρόσωπα γι’ αυτό που είχε ξεστομίσει η γριά. Πλησίασε τον Ντούντα.
-Βλέπεις είχατε ένα μίσος χωρίς λόγο. Δώσε την ευχή σου να παντρευτούν, πίστεψέ με όταν θα γίνεις παππούς θα νιώσεις άλλος άνθρωπος.
-Και να αφήσω την κόρη μου να γίνει μια νοικοκυρά; Να μη σπουδάσει;
-Ποιος είπε να μη σπουδάσει; είπε ο Μιχάλης. Δεν θα είναι η πρώτη ούτε η τελευταία που θα σπουδάσει παντρεμένη και με παιδί.
Ο Ντούντας τον κοίταξε.
-Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; είπε τελικά.
-Πριν από λίγα χρόνια έφτασα στα πρόθυρα του θανάτου. Αυτό με δίδαξε τι αξίζει και τι όχι στη ζωή μας. Και για να μου επέτρεψε ο Ύψιστος να επιστρέψω από τον κάτω κόσμο υπέθεσα ότι κάτι θα έπρεπε να κάνω καλά, βοηθώ αυτούς που μπορώ λοιπόν.
Ο Ντούντας τον κοίταξε σαν να έβλεπε τρελό αλλά κάτι στη σταθερότητά του και στην συμπεριφορά που είχε δείξει όλες τις μέρες του στον Αρχάγγελο τον επηρέασε τελικά.
-Εντάξει, είπε, ας παντρευθούν, αφού δεν υπάρχει πια και αυτό το θέμα.
Η Χριστίνα έτρεξε και τον αγκάλιασε. Ο Ρωμανός πήγε και εκείνος κοντά. Ο Μιχάλης χαμογέλασε και πήγε προς τα μέρος του Ραξή. Ο αστυνόμος του’ ριξε μια λοξή ματιά.
-Μπορείς να μου πεις πως καταφέρνεις να μπλέκεις συνέχεια;
-Βλέπω πολλά, διαβάζω ακόμα πιο πολλά και δεν κρατώ το στόμα μου κλειστό.
-Όχι πάντα, είπε ο αστυνόμος, ξέρω ότι γνωρίζεις πράγματα που ποτέ δεν έχεις πει.
Ο Μιχάλης κοίταξε την Οφήλια που ήταν στην αγκαλιά του Φίλιππου.
-Όχι πάντα, όπως το είπες. Δεν καταστρέφω οικογένειες.

Το χωριό έβρισκε ξανά τον κανονικό ρυθμό της ζωής του. Οι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν σπίτια τους. Οι πιο γενναιόδωροι ή οι πιο φιλότιμοι άφησαν και ένα ποσό για τη φιλοξενία στην Εύη. Εκείνη είχε δεχθεί να βοηθήσει το χωριό στη δυσκολία του, να μην έβγαινε και με ζημιά από την ιστορία αυτή.
Το ρεύμα και οι τηλεπικοινωνίες είχαν αποκατασταθεί και ο δρόμος ήταν και πάλι ανοιχτός.

Η Ηρώ φίλησε τον Μαξιμίλιαν παθιασμένα.
-Εντάξει! Είστε σε δημόσιο χώρο, κόψτε το, είπε ο Έρικ.
-Ζηλεύεις; τον πείραξε η Κλωντίν.
Η αρχαιολογική αποστολή ήταν έτοιμη να φύγει, είχαν πακετάρει και οι περισσότεροι είχαν ήδη επιβιβαστεί.
-Θα μου λείψεις, είπε η κοκκινομάλλα κοπέλα.
-Θα σας περιμένω στην Αθήνα, είπε ο Βρετανός, δεν θα αργήσουμε να είμαστε μαζί.
-Ναι, αλλά και πάλι θα μου λείψεις, είπε η Ηρώ και τον φίλησε ξανά.
Η Άννα είχε έρθει να αποχαιρετήσει τον Κρίστιαν.
-Σε ευχαριστώ πολύ, για όλα.
-Έκανα αυτό που έπρεπε, και αν με χρειαστείς κάτι μπορείς να με βρεις εύκολα.
-Ναι, είπε η γυναίκα, έχω την κάρτα με τα τηλέφωνα.
Ο Μιχάλης ήταν ο τελευταίος που κατέφτασε, είχε πάει στην εκκλησία και τώρα είχε έρθει στα αυτοκίνητα. Είχε αποχαιρετήσει τον Σαμουήλ και είχε υποσχεθεί να στείλει στον ηλικιωμένο ιερέα την έκδοση της έκθεσής τους για το χωριό.
Η Μαρία τον περίμενε. Τον αγκάλιασε σφιχτά.
-Σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες, είπε. Είσαι πολύ καλός άνθρωπος.
-Δεν θα το έλεγες, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο, αν ήξερες που θα πάω από δω. Να βάλω κάποιον φυλακή, ήρθε η ώρα της εκδίκησης για αυτό, είπε και έδειξε το πόδι του.
-Μπορώ να έρθω μαζί σου; Δε φοβάμαι τίποτα.
-Όχι, εσύ θα ζήσεις μια ήσυχη και φυσιολογική ζωή, το Λονδίνο είναι ωραίο, πίστεψέ με. Ένας φίλος σπούδασε εκεί.
Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και ανέβηκε στο βαν. Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν.

  


Επίλογος

Ο Μιχάλης κατέβηκε τα λίγα σκαλιά από το αεροπλάνο και στάθηκε στην πίστα του αεροδρομίου Γκάτγουικ. Το αεροπλάνο Γκάλφστρημ IV που τον είχε φέρει από την Αθήνα ανήκε στον Μαξιμίλιαν που το χρησιμοποιούσε για τη γρήγορη μετακίνηση της ομάδας του σε αρχαιολογικές αποστολές σε όλο τον κόσμο. Τώρα το είχε στείλει να τον φέρει για το γάμο του με την Ηρώ.
Κοίταξε τον ουρανό που ήταν γεμάτος σύννεφα, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει και στην Αθήνα, ο καιρός είχε χαλάσει σε όλη την Ευρώπη κάτι που τον ενθουσίαζε μιας και ποτέ δεν ήταν φίλος του ήλιου.
-Κοιτάς τον καιρό;
Ο Μιχάλης έστρεψε το βλέμμα του στο αυτοκίνητο που είχε σταματήσει μπροστά του. Ο Μαξιμίλιαν είχε βγει ήδη και τον πλησίαζε. Τον ακολούθησε η Ηρώ και η Μαρία.
-Ναι, είναι όπως μου αρέσει.
-Αν λέγαμε να παντρευτούμε στη Μαγιόρκα δε θα ερχόσουν, να υποθέσω, τον πείραξε η Ηρώ.
-Θα ερχόμουν αλλά δεν θα το είχα ευχαριστηθεί. Ο καλύτερος καιρός ήταν εκείνος στο χωριό σου, το απόλαυσα το χιόνι. Δύο  χρόνια τώρα δεν ξαναείδα χιόνι.
-Τι νέα από την Αθήνα; ρώτησε ο Μαξιμίλιαν.
-Ο Μανδράκος πάει μέσα ισόβια, πήρα την εκδίκησή μου αλλά θα τα πούμε αυτά άλλη ώρα. Έχετε ευχές από τον Ρωμανό και τη Χριστίνα.
-Τι κάνουν;
-Ευτυχισμένοι, μόλις άρχισε την ιατρική η Χριστίνα και την γεωπονική ο Ρωμανός. Όσο για το γιο τους, μεγαλώνει! Ο Ντούντας έχει γίνει χαζοπαππούς κάτι που τον μαλάκωσε όπως ήταν αναμενόμενο.
-Ξαναπήγες στο χωριό; ρώτησε η Ηρώ.
Είχε ξαναπάει. Τον είχαν καλέσει ο Ρωμανός και η Χριστίνα στο γάμο τους ευγνώμονες που τους είχε βοηθήσει τόσο. Είχε βρει εκεί φυσικά τον Αλέξη που ήταν ένας νεαρός ευπαρουσίαστος εύελπις, Ο Φίλιππος που τους πάντρεψε, όπως είχε πει, σπούδαζε μηχανολόγος μηχανικός και η Οφήλια δεν έβλεπε την ώρα να περάσει στην φιλολογία στην Αθήνα για να είναι μαζί του. Η Αγγελική είχε επίσης περάσει στη φιλολογική κάτι που έδειχνε ξαφνικά μια πολύ καλή επιλογή μιας και το χωριό τους θα αποκτούσε σχολείο για την εξυπηρέτηση του χωριού  και των γύρω μικρότερων οικισμών.
Είχε μείνει λίγο στο χωριό, αν και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μέσα γράφοντας, είχε κάνει πολλούς περιπάτους για να διαπιστώσει μερικές αλλαγές όπως την αλλαγή του Ντούντα που δεν ήταν τώρα κοινοτάρχης. Αυτή τη θέση είχε αναλάβει ο άνδρας της Φωτεινής που είχε αφήσει πια τη θάλασσα.
Το χωριό είχε πάλι ξένους, γίνονταν έργα συντήρησης στη γέφυρα με επικεφαλής τον Κρίστιαν που βρισκόταν σε καλό δρόμο με την τώρα διαζευγμένη Άννα. Μετέφερε τα νέα του χωριού στην Ηρώ.
-Και εσύ; Εσύ τι κάνεις; ρώτησε η Μαρία.
-Όπως τα ξέρεις, είπε στηριγμένος στο μπαστούνι του.
Η κοπέλα το κοίταξε λυπημένη.
-Το χειρότερο πράγμα που ξεστόμισε η μητέρα μου, το είπε σε’ σενα.
-Δεν είπε κάτι που δεν συμβαίνει, είπε ο Μιχάλης, και σίγουρα δεν παρακαλώ να με λυτρώσει ο θάνατος. Η ζωή αξίζει όπως και να’ χει το πράγμα.
Η Αδαμαντία Σκληρού είχε πεθάνει λίγους μήνες μετά τα γεγονότα στο χωριό από αποπληξία που είχε προέλθει από την απογοήτευση ότι όλα όσα σχεδίαζε αλλά και όσα πίστευε είχαν χαθεί. Το γεγονός του θανάτου της είχε καθυστερήσει το γάμος της κόρης της.
-Πες μου καλύτερα τα δικά σου νέα, πως πάνε οι σπουδές;
-Πολύ καλά, είπε η Μαρία, σε ευχαριστώ για τη βοήθεια.
-Την Κλωντίν πρέπει να ευχαριστείς πολύ περισσότερο από εμένα, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο.
-Υπάρχει και κάτι άλλο για το οποίο πρέπει να ευχαριστώ εσένα γιατί εσύ μου έδωσες την αυτοπεποίθηση για να το κάνω, είμαι με κάποιον.
-Αλήθεια αυτά είναι υπέροχα νέα!
-Και δεν τον νοιάζει το θέμα με τα παιδιά, παρότι πιστεύει ότι μπορεί να μην είναι αδύνατο να γίνω μητέρα με τις νέες θεραπείες.
-Όλα καλά λοιπόν, είπε ο Μιχάλης, πράγμα που μου θυμίζει ότι πρέπει να ξεφορτώσουμε το δώρο σας από το αεροπλάνο.
-Άσε το πάνω μας, είπε ο Μαξιμίλιαν και ανέβηκε στο αεροπλάνο μαζί με την Ηρώ.
-Που θα πας μετά το γάμο; ρώτησε η Μαρία.
-Πίσω στην Αθήνα, είπε ο Μιχάλης, σκοτώθηκε ένας φίλος σε ατύχημα αλλά είναι το τρίτο στη Λυρική σε ισάριθμα χρόνια και μου φαίνεται εξαιρετικά ύποπτο.
-Σε έλκουν τα μυστήρια ε; ρώτησε η κοπέλα.
-Τα μυστήρια και εκείνοι που χρειάζονται βοήθεια. Τέλος πάντων, προς το παρόν έχουμε έναν γάμο να παρακολουθήσουμε. Πάμε να δούμε τι θα πουν για το δώρο.


Τέλος

Μυστικά 19

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Χριστίνα βγήκε από το μπάνιο και έψαξε να βρει την πετσέτα στο ημίφως. Μπορεί να είχαν ζεστό νερό μιας και το καλοριφέρ ήταν εφοδιασμένο με σύστημα μπόιλερ αλλά φως δεν υπήρχε και έκανε τη δουλειά της με ένα κερί. Πήρε την πετσέτα αλλά ανακάλυψε ότι είχε δύο ακόμα χέρια να βοηθούν με τη δουλειά. Ή βοηθούσαν ως που έκλεισαν γύρω από τα στήθη της.
-Ρωμανέ, είπε με κομμένη ανάσα καθώς τα χέρια χάιδευαν τις θηλές και πρόθυμα χείλη φιλούσαν το λαιμό της.
-Ναι κυρά και βασίλισσά μου: της ψιθύρισε ο αγαπημένος της ενώ τη γυρνούσε προς το μέρος του και τη φιλούσε στα χείλη αυτή τη φορά.
-Τίποτα… είπε η Χριστίνα καθώς εκείνος την ανασήκωνε και φιλούσε τα στήθη της. Έλεγα να σου κάνω μια παρατήρηση…
Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους γοφούς του καθώς τον ένιωθε ερεθισμένο και έτοιμο για ένα ακόμα παθιασμένο σμίξιμο.
-Πρέπει να προσέχουμε λίγο, ψιθύρισε ο Ρωμανός, μη σε κάνουμε μανούλα.
-Πολύ αργά γι’ αυτό… είπε η Χριστίνα χωρίς να συνειδητοποιεί τι της ξέφυγε.
-Τι λες; είπε ο Ρωμανός.
-Ναι, είμαι έγκυος, είπε η Χριστίνα, ακόμα δεν το χώνεψα και’ γω. Πριν λίγο έκανα το τεστ, έχω μια εβδομάδα καθυστέρηση και ναι περιμένω παιδί. Δεν είναι υπέροχο;
-Μόνο υπέροχο; είπε ο Ρωμανός. Είναι τέλειο!
Τη φίλησε με πάθος, εκείνη το ανταπέδωσε και λίγο αργότερα έμεναν ξέπνοοι από τον ταυτόχρονο οργασμό τους και απόλυτα ευτυχισμένοι. Αλλά έχοντας ξεχάσει τον Δημήτρη Ντούντα.
Αν ήταν δυνατόν για το Ρωμανό και τη Χριστίνα να χαίρονται τον έρωτά τους ακόμα και με το χωριό ολόκληρο μαζεμένο ήταν γιατί η παρέα των εφήβων που είχαν περάσει τη νύχτα στην αποθήκη είχε αποφασίσει ότι θα ήταν ωραία να κατασκηνώσουν μαζί και πάλι, ειδικά τώρα που θα ήταν και στα ζεστά. Είχαν πιάσει ένα δωμάτιο μαζί αντίθετα με το πιο σύνηθες που ήταν οικογένειες να πιάνουν ένα δωμάτιο μαζί.
Για οικονομία είχαν κλείσει τα σώματα στους διαδρόμους και θερμαίνονταν μόνο τα δωμάτια και η μεγάλη τραπεζαρία με το σαλόνι που είχε και το τζάκι. Στους διαδρόμους η κυκλοφορία γινόταν στα γρήγορα για να καταφύγουν στην ζέστη των δωματίων και πάλι. Οι ξένοι είχαν διατηρήσει τα δωμάτιά τους αν και η Κλωντίν είχε μετακομίσει με τον Έρικ για να ελευθερώσει ένα δωμάτιο.
Ο Κρίστιαν με τη σειρά του είχε προσφερθεί να φιλοξενήσει την Άννα και τη μικρή της κόρη κάτι που εκείνη δεν δέχθηκε για να μην τον ξεβολέψει και πήρε ένα με την Φωτεινή που τα παιδιά της είχαν κατασκηνώσει με τους φίλους τους.

Ο Μιχάλης κάθισε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Ακόμα είχε ρεύμα για το λάπτοπ και μπορούσε να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Δεν είχε ακόμα καταφέρει να λύσει το πρόβλημα της Μαρίας. Φαινόταν ότι η κοπέλα δεν είχε που αλλού να κοιμηθεί. Αν έμενε στο δικό του δωμάτιο δεν θα κοιμόταν και ο ίδιος εδώ αλλά θα πήγαινε να κοιμηθεί κάπου αλλού. Ίσως στο σαλόνι σε κάποια άκρη.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να δει έξω καθώς έπεφτε το σκοτάδι. Ξαναγύρισε και κάθισε στο γραφείο του. Άνοιξε ένα έγγραφο που ήθελε και άρχισε να γράφει. Σταμάτησε μόνο για να κατέβει για το δείπνο όπου έφαγε αμίλητος παρακολουθώντας τους κατοίκους του Αρχάγγελου.

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και μέσα στον ξενώνα βασίλευε βαθύ σκοτάδι που το διέκοπταν μικρές εστίες φωτός από κάποια λάμπα ή κερί. Λίγοι ήταν αυτοί που ξαγρυπνούσαν. Ένας ήταν ο Σαμουήλ που κατά την συνήθειά του διάβαζε το μεσονυχτικό. Ακόμα ένας ήταν ο Μιχάλης που συνέχιζε να γράφει. Λίγοι ακόμα εδώ και εκεί ξαγρυπνούσαν στην αγκαλιά του έρωτα οι περισσότεροι.
Ο Μιχάλης έγραφε ως που ένα χτύπημα στην πόρτα τον διέκοψε.
-Εμπρός, είπε, δεν είναι κλειδωμένα.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Μαρία.
-Δεν βρήκα πουθενά αλλού να κοιμηθώ, μπορούμε να μοιραστούμε το κρεβάτι σου;
Κατάλαβε πως ακούστηκε η φράση της και κοκκίνισε.
-Δεν εννοούσα… μόνο να κοιμηθώ δίπλα σου…
-Ξάπλωσε, είπε ο Μιχάλης, εγώ δεν έχω ακόμα ανάγκη για ύπνο.
Η κοπέλα τον κοίταξε.
-Δεν θέλω να σου στερήσω την ξεκούραση. Αν νιώθεις άβολα να φύγω, δεν πειράζει. Έχεις κάνει ήδη πολύ περισσότερα για εμένα από ό,τι θα μπορούσα να ζητήσω ακόμα και αν με αγαπούσες και είχαμε σχέση.
Ο Μιχάλης είχε αρχίσει και πάλι να γράφει αλλά σταμάτησε με την τελευταία φράση. Σηκώθηκε από το γραφείο και στάθηκε όρθιος απέναντί της.
-Μαρία τι ζητάς από εμένα; Δεν είμαι εκείνος που μπορεί να σου προσφέρει την ευτυχία.
-Επειδή είσαι μεγαλύτερός μου; είπε η κοπέλα.
-Όχι, επειδή είμαι ένας άνθρωπος που έχω δει πολλά και έχω κάνει πολλά και επειδή η γυναίκα που αγάπησα είναι νεκρή.
-Και δεν θα αγαπήσεις ποτέ; είπε η κοπέλα. Είσαι νέος για μια τέτοια απόφαση.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε.
-Ήμουν ακόμα πιο νέος όταν την πήρα.
-Μα γιατί; Γιατί;
-Για πολλούς λόγους. Μαρία δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που ζητάς αλλά είσαι ελεύθερη να κοιμηθείς εδώ.
-Και αν δεν θέλω την ελεημοσύνη σου αλλά την αγάπη σου;
-Πραγματικά την έχεις, όχι την ερωτική που είναι πια νεκρή για εμένα αλλά την αγάπη ενός φίλου.
Η Μαρία τον αγκάλιασε.
-Θα είμαι εδώ για’ σενα.
-Σε ευχαριστώ, είπε ο Μιχάλης, ξάπλωσε να ξεκουραστείς τώρα.
Η κοπέλα άρχισε να γδύνεται, ο Μιχάλης την κοίταξε για μια στιγμή και μετά επέστρεψε στο έργο του.





Κεφάλαιο Ενδέκατο

Η Χριστίνα μπήκε στο δωμάτιό που έμεναν οι γονείς της, ο Δημήτρης Ντούντας διάβαζε μερικά έγγραφα που τα είχε δίπλα στην λάμπα για να βλέπει. Η μητέρα της κοίταζε έξω. Ο καιρός είχε αλλάξει, η θύελλα υποχωρούσε και την επόμενη ή την μεθεπόμενη μέρα θα άνοιγε και πάλι ο δρόμος.
-Θέλω να σας μιλήσω, είπε.
Οι γονείς την κοίταξαν. Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε για την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της.
-Είμαι έγκυος, είπε απαλά. Θέλω να το κρατήσω και να γίνω μητέρα.
Η μητέρα της είχε μείνει άφωνη.
-Ποιος είναι ο πατέρας; απαίτησε να μάθει ο Ντούντας.
Η Χριστίνα έκλεισε τα μάτια πριν πει αυτό που ήξερε ότι θα απέκλειε κάθε περίπτωση συνεννόησης, κάθε δυνατότητα αποδοχής.
-Ο Ρωμανός Μεληδόνης.
-Ο γιος του προδότη! βρυχήθηκε ο Ντούντας.
Σηκώθηκε από το κάθισμά του και διέσχισε το δωμάτιο με δυο δρασκελιές. Άρπαξε την κοπέλα από τα μαλλιά.
-Πηδήχτηκες με τον γιο του προδότη; Θέλεις να με ατιμάσεις; Αλλά θα τα πούμε τώρα… Πάμε.
-Δημήτρη! έκανε η σύζυγός του. Θα διαπομπεύσεις την κόρη σου;
-Και αυτήν και εκείνον. Τώρα αμέσως.
Ο Ντούντας κατέβηκε στο σαλόνι σέρνοντας την κόρη του και με ένα τίναγμα του χεριού την έριξε στο χαλί μέσα στη μέση κάνοντας κάθε συζήτηση να σταματήσει.
-Χριστίνα! έκανε ο Ρωμανός. Τι κάνετε κύριε Ντούντα;
-Αυτό που πρέπει στις πόρνες! Δεν είναι η πόρνη σου;
-Είναι η κοπέλα μου, θα γίνει η γυναίκα μου.
Ο Ντούντας στράφηκε στον πατέρα του Ρωμανού.
-Σιχαμένε προδότη, δεν φτάνει το κακό που έχει κάνει η οικογένειά σου; Θες να μολύνεις το αίμα μου τώρα;
-Πατέρα, σε παρακαλώ, είπε η Χριστίνα με δάκρυα στα μάτια, δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε όλα; Με το Ρωμανό αγαπιόμαστε, θα παντρευτούμε. Θα σπουδάσω, δεν θα εγκαταλείψω τα όνειρά μου αλλά θα είμαι και μητέρα.
-Δεν θέλω να ακούσω άλλο.

Μυστικά 18

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο

Η αποθήκη ήταν παλιά και είχε αρκετά σημεία στην οροφή που χρειάζονταν επειγόντως επισκευή και από κάποια σημεία έμπαινε χιόνι. Το χιόνι που έμπαινε δεν έφτανε συνήθως κάτω, εκτός από ένα σημείο στο πίσω μέρος. Συνήθως το σταματούσαν τα δοκάρια που υποστήριζαν την σκεπή. Ένα από αυτά τα δοκάρια ήταν αρκετά σαπισμένο πια για να μην αντέξει το χιόνι που συσσωρεύτηκε με την καταιγίδα. Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο θραύσης. Καθώς άρχιζε να υποχωρεί λεπτό χιόνι, σαν ζάχαρη άχνη, άρχισε να πέφτει κάτω.
Ο Φίλιππος είχε ξυπνήσει αλλά καθώς ήταν ο μόνος, από όσο μπορούσε να δει, δεν είχε σηκωθεί. Εξάλλου ήταν ζεστά εκεί που ήταν. Κοιτούσε το πρόσωπο της ακόμα κοιμισμένης Οφήλια, ήταν όμορφη σαν άγγελος, τόσο όμορφη όσο και ο εσωτερικός της κόσμος. Το χέρι του ήταν ακόμα στο δικό της αλλά άπλωσε το άλλο και άγγιξε απαλά τις μπούκλες της. Ήταν τόσο περίεργο, είχε κοιμηθεί με πολλές κοπέλες, κάποιες τις είχε κυνηγήσει, κάποιες απλά του είχαν προσφερθεί χωρίς ενδοιασμό, οι πιο πολλές είχαν αρκετή σεξουαλική εμπειρία και είχαν προσφέρει ηδονή αλλά τον είχε κερδίσει τελικά αυτή η κοπέλα που δεν είχε καν φλερτάρει ποτέ της. Και αυτό γιατί είχε αυτόν τον γλυκό και άδολο χαρακτήρα.
Χιόνι έπεσε στο χέρι του και στα μαλλιά της Οφήλια και τον έκανε να κοιτάξει πάνω. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι συνέβαινε αλλά μετά είδε το δοκάρι να κινείται και συνειδητοποίησε τον κίνδυνο. Χωρίς να χάσει χρόνο με το να την ξυπνήσει έσκυψε πάνω από την Οφήλια και την αγκάλιασε. Ύστερα την τράβηξε προς το μέρος του.
Πάνω στην ώρα, το δοκάρι έσπασε με ένα ξερό κρακ και προσγειώθηκε εκεί που είχε κοιμηθεί όλη νύχτα η Οφήλια με έναν κρότο που κούνησε όλη την αποθήκη και έριξε κι άλλο χιόνι πάνω τους.
Η Οφήλια ξύπνησε με ένα απότομο τίναγμα αλλά ηρέμησε βλέποντας ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του Φιλίππου.
-Τι έγινε; ρώτησε.
-Το καταφύγιό μας έχει αβαρίες, είπε εκείνος με ένα χαμόγελο.
Η κοπέλα γύρισε και είδε το δοκάρι και μετά κοίταξε πάνω και είδε το κομμάτι του συννεφιασμένου ουρανού που είχε αποκαλύψει η πτώση της σκεπής. Ξανακοίταξε τον Φίλιππο.
-Ευχαριστώ, είπε. Κινδύνευσες για’ μενα.
-Δεν θα άφηνα να σε χτυπήσει το δοκάρι!
-Ευχαριστώ πάντως, ευτυχώς που φοβήθηκα τη νύχτα και ήθελα να μείνεις εδώ, είπε η Οφήλια κοιτώντας τον κατάματα.
Τα πρόσωπά τους απείχαν ελάχιστα εκατοστά, ο Φίλιππος τα εκμηδένισε με μια μικρή κλίση του κεφαλιού του και άγγιξε απαλά τα χείλη της. Η Οφήλια δεν αντέδρασε, αλλά την ένιωσε να χαλαρώνει όπως την κρατούσε, έμεινε στην αγκαλιά του ασφαλής και… ερωτευμένη.

Ο Μιχάλης στάθηκε έξω από την εκκλησία του χωριού. Είχε μόλις βγει από αυτή και τώρα ατένιζε το θέαμα του χιονισμένου χωριού και της υπαίθρου πέρα από αυτό. Είχε έρθει στην εκκλησία της οποίας ευλαβείτο και την μνήμη μιας και ήταν η εορτή του και είχε ψάλλει τον όρθρο με τον ιερέα. Ο Σαμουήλ είχε χαρεί που είχε κάποιον να τον βοηθήσει. Μετά την ακολουθία ο Μιχάλης είχε μιλήσει με τον ιερέα για όσα είχε ανακαλύψει και όλα όσα υποψιαζόταν.
-Τι να κάνω πάτερ; είχε ρωτήσει. Να μιλήσω ή να μην τα αποκαλύψω;
-Να μην τα αποκαλύψεις, ειδικά αυτά που αφορούν το παρελθόν, είπε ο γηραιός ιερομόναχος, εκτός και αν κάνοντάς το μπορεί να διορθωθεί η αδικία ή να σωθούν ζωές, όχι μόνο από το θάνατο αλλά και από την δυστυχία.
Με τη συμβουλή αυτή ο Μιχάλης είχε αποφασίσει να μην μιλήσει για όσα ήξερε αν δεν χρειαζόταν.
Άφησε την εκκλησία και ξεκίνησε για τον ξενώνα σκεφτικός. Στο δρόμο συνάντησε τον Κρίστιαν με την Άννα που τον χαιρέτησαν και τον ευχαρίστησαν και οι δύο για τη βοήθειά του. Αμέσως μετά συνάντησε και τους ταλαιπωρημένους μαθητές που έφταναν επιτέλους στο χωριό τους. Εκείνους δεν τους γνώριζε για να μιλήσουν αλλά δεν του ξέφυγε ότι ο Φίλιππος κρατούσε αγκαλιά ουσιαστικά την Οφήλια ή το πώς αγγίζονταν ο Αλέξης και η Αγγελική.
-Νιάτα, είπε με ένα χαμόγελο και συνέχισε τον αργό δρόμο του. Το κρύο είχε ένα τίμημα στο τραυματισμένο πόδι του αν και όχι τόσο όσο η υγρασία.

-Επιτέλους φτάσαμε, είπε ένας από τους μαθητές του Γυμνασίου. Φοβήθηκα ότι θα χαθούμε.
-Τη νύχτα με το χιόνι μπορεί να είναι δύσκολο αλλά όχι να χαθούμε και τη μέρα στον τόπο μας, είπε ο Φίλιππος. Άντε πάμε, να βρούμε ζεστασιά και να φάμε και τίποτα.
-Για φαΐ δεν ξέρω, αλλά η ζεστασιά αμφισβητείται, είπε ο Αλέξης, δεν έχουμε ρεύμα.
-Θα δείξει, είπε ο Φίλιππος. Αγγελική πες ότι έρχομαι, να πάω την Οφήλια σπίτι πρώτα.
-Εντάξει, είπε εκείνη.
Ο Αλέξης την έπιασε από το μπράτσο.
-Θα σε δω πιο μετά;
-Ναι, είπε η κοπέλα, θα βγω μια βόλτα.

Η επιστροφή των μαθητών πήρε και την τελευταία ανησυχία από τους γονείς τους, τώρα είχαν να περάσουν μια κακοκαιρία όπως τόσες φορές αλλά απλά είχαν και ξένους στο χωριό που είχαν αποκλειστεί μαζί τους και παραδόξως δεν είχαν και κανένα πρόβλημα με αυτό.

Η νύχτα άρχισε να πέφτει και μαζί της και η θερμοκρασία. Οι κάτοικοι του Αρχάγγελου, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, κλείστηκαν στα σπίτια τους κοντά στα τζάκια για να ζεσταθούν. Οι ξένοι παρασυρμένοι από την Ηρώ είχαν επιδοθεί σε έναν ζωηρότατο χιονοπόλεμο στον οποίον προσπάθησαν να παρασύρουν και τον Μιχάλη μόλις βγήκε από τον εσπερινό αλλά εκείνος προτίμησε να πάει μια βόλτα. Άλλοι βέβαια συμμετείχαν, όπως η Άννα με την μικρή Αγγελική, που τις κάλεσε ο Κρίστιαν και ο Ρωμανός με την Χριστίνα που τους φώναξε η Ηρώ.
Καθώς το σκοτάδι πύκνωνε σταμάτησαν και οι υπόλοιποι και ξεκίνησαν για τον ξενώνα. Ο Μαξιμίλιαν έπιασε αγκαζέ την Ηρώ.
-Τι θα έλεγες να πάμε στο δικό μου μέρος απόψε;
-Μμ δεν είναι άσχημη ιδέα. Αλλά το δικό μου έχει πιο καλό κρεβάτι, είπε η Ηρώ παιχνιδιάρικα.
-Ένα πολύ καλό επιχείρημα, συμφώνησε ο Μαξιμίλιαν.

Ο Μιχάλης κοίταξε τον Μαξιμίλιαν και την Ηρώ να πηγαίνουν προς το σπίτι της και χαμογέλασε. Ήξερε ότι ο φίλος του είχε περάσει πολλά και δεν είχε βρει την εκλεκτή της καρδιάς του αλλά δεν είχε ποτέ χάσει την ελπίδα ότι υπήρχε κάπου εκεί έξω το άλλο του μισό.
-Περίμενες αρκετά φίλε, μονολόγησε, μπορείς να το χαρείς τώρα πλέον που το ζεις.
Λίγο πιο πέρα στο σκοτάδι ένα ζευγαράκι μοιραζόταν ένα φιλί κάτω από το απαλό χιόνι που έπεφτε. Ο Μιχάλης προσπέρασε χωρίς κανένα σχόλιο, μόνο με ένα χαμόγελο. Στην ηλικία αυτή η πίστη στην αγάπη είναι ακλόνητη και είναι επίσης έτοιμοι να πολεμήσουν με κάθε μέσο. Και αυτοί οι δύο θα έπρεπε να πολεμήσουν για να πείσουν τις οικογένειές τους.
Ίσως επειδή η όρασή του δεν ήταν πια τόσο δυνατή ή επειδή είχε βυθιστεί στις σκέψεις του δεν πρόσεξε ακόμα ένα ζευγαράκι, εκείνοι τον είδαν αλλά δε διέκοψαν το πρώτο τους φιλί σαν ζευγάρι, μόλις τα είχαν φτιάξει.

-Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.
Ο Σαμουήλ ευλόγησε το εκκλησίασμά του και μετά ευλόγησε και τον Μιχάλη που είχε αναλάβει το ρόλο του ψάλτη. Άρχισε να μοιράζει το αντίδωρο στους λίγους πιστούς που είχαν ξεμυτίσει από τα σπίτια τους για να πάνε στην εκκλησία αυτό το παγωμένο πρωινό. Ο Μιχάλης κατεβαίνοντας από το αναλόγιο πήγε και αυτός να πάρει αντίδωρο.
-Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι εφ’ υμάς.
Ο Μιχάλης φίλησε το χέρι του ιερέα και παρατήρησε:
-Καταπονημένος μου φαίνεστε πάτερ.
-Παρότι μισό αιώνα εδώ πάνω συνήθισα το κρύο, μερικές φορές δεν είναι εύκολη παρέα για τις νύχτες.
-Έκανε κρύο απόψε.
-Ναι και πίστεψέ με οι πιο πολλοί δεν είχαμε προετοιμαστεί για τόσο νωρίς βαρυχειμωνιά. Απόψε θα είναι ακόμα πιο δύσκολο.
-Ο ξενώνας έχει ακόμα θέρμανση.
-Ίσως θα μπορούσε να κανονιστεί κάτι, είπε ο ιερέας, θα το φροντίσω.

Η Εύη Λάζου δεν ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Όπως έλεγε είχε να μπει σε εκκλησία από τη βάπτισή της. Σεβόταν απεριόριστα όμως τον Σαμουήλ. Ήξερε ότι στα νιάτα του θα μπορούσε να είχε διαλέξει μια ενορία σε μια μεγάλη πόλη και να είχε πάρει το δρόμο για τα ανώτερα αξιώματα της εκκλησίας αλλά εκείνος είχε προτιμήσει να μείνει και να διακονήσει σε αυτό το μικρό χωριό. Για την επιλογή του αυτή και την αγάπη που είχε στους ανθρώπους του χωριού τον εκτιμούσε.
Ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να μπαίνει στον ξενώνα και πολύ περισσότερο που δεν ήθελε κάποιον από τους ξένους αλλά την ίδια. Της εξήγησε το πρόβλημα και το ήθελε να ζητήσει από εκείνη.
-Εντάξει, πάτερ, του είπε. Δεν θα αφήσω τους συγχωριανούς μου να παγώσουν αλλά τι θα κάνουμε από τρόφιμα; Δεν έχω τα απαραίτητα για τόσους ανθρώπους.
-Θα οργανώσουμε μια κοινή τράπεζα, είπε ο Σαμουήλ. Θα μοιραστούμε το φαγητό που έχουμε.
-Θα το πεις εσύ στους άρχοντες του χωριού; ρώτησε η Εύη τονίζοντας το άρχοντες.
Ο ιερέας κατένευσε και βγήκε.

Οι περισσότεροι είχαν περάσει μια άσχημη νύχτα με τα σπίτια τους να παγώνουν όσο τελείωνε η καύσιμος ύλη, και δεν είχαν πολλές αντιρρήσεις για το σχέδιο του ιερέα τους. Ωστόσο δεν έλειπαν και οι αντιρρήσεις και οι προστριβές στην τακτοποίηση. Ο Ντούντας αρνήθηκε να λάβει τη θέση του διαιτητή, πλησίαζαν οι εκλογές και δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κανέναν. Η Αδαμαντία Σκληρού ήθελε πολύ να αναλάβει δράση σε μια τέτοια στιγμή αυξάνοντας το κύρος της αλλά το κρύο την είχε καταβάλλει, επέμενε όμως ότι μπορούσε να αναλάβει η Ηρώ.
Η κοκκινομάλλα κοπέλα δέχθηκε αλλά δεν επιφορτίστηκε το έργο μόνη της. Έσπευσε να τη βοηθήσει ο Μαξιμίλιαν και το κύρος όπως και η πείρα που είχε αποκτήσει στο να οργανώνει καταστάσεις βοήθησαν. Καθώς εκείνος ήταν ξένος και δεν είχε γνωριμίες και προτιμήσεις στο χωριό εμπιστεύονταν την κρίση του όλοι.
Καθώς ξανάρχιζε να πέφτει το χιόνι πυκνό όλο το χωριό είχε μαζευτεί στον ξενώνα, κεριά και λάμπες είχαν επιστρατευθεί για να δώσουν λίγο φως και οι περισσότεροι κάθονταν κοντά σε καλοριφέρ και τζάκια συζητώντας. Τα παιδιά ήταν πανευτυχή να παίζουν χιονοπόλεμο έξω μπροστά και γύρω από τον ξενώνα, ενώ τα πρόσεχαν κάποιες από τις μητέρες ενώ κάποιες γυναίκες ακόμα ασχολούνταν με το φαγητό.
Το χωριό είχε από κάθε απόψεως συγκεντρωθεί στον ξενώνα. Ο Ντούντας είχε τραβήξει ένα τραπέζι σε μια άκρη της τραπεζαρίας και είχε δηλώσει ότι θα είναι το κοινοτικό γραφείο ως τη λήξη της έκτακτης κατάστασης. Ο Ανδρέας είχε μεταφερθεί στο υπόγειο του ξενώνα και είχε κλειστεί σε μια αποθήκη, εκεί κάτω έλεγε ο αστυνομικός ότι ήταν τώρα το αστυνομικό τους τμήμα.

Ο πατέρας Σαμουήλ και ο Μιχάλης διέσχισαν τα χιονισμένα καλντερίμια ως την εκκλησία για να κάνουν τον εσπερινό. Ήταν οι μόνοι που είχαν πάει. Μέσα στην σχεδόν τελείως σκοτεινή εκκλησία ο Μιχάλης ένιωθε το πνεύμα του να αφουγκράζεται έναν άλλο κόσμο και εναπέθεσε εκεί τα ερωτήματα του τι έπρεπε να κάνει που τον βασάνιζαν με τα όσα ήξερε.
Είχαν τελειώσει τον εσπερινό και προχωρούσαν προς την πόρτα όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν μόνοι στην εκκλησία. Υπήρχε και ένα άτομο που είχε παρακολουθήσει την ακολουθία, η Μαρία σηκώθηκε από ένα στασίδι τυλιγμένο στο σκοτάδι και τους πλησίασε.
-Καλησπέρα, είπε.
-Καλησπέρα Μαρία, είπε ο Σαμουήλ. Βολευτήκατε στον ξενώνα;
-Ναι, είπε η κοπέλα αν και θα ήθελα να μιλήσω με τον Μιχάλη για κάτι σχετικό.
-Βεβαίως, είπε ο Σαμουήλ με ένα χαμόγελο, εξάλλου οι νέοι με τους νέους.
-Εγώ δεν είμαι και τόσο νέος, είπε ο Μιχάλης.
-Για ρώτα και’ μένα, είπε ο ιερομόναχος που ήταν κάπου τριάντα χρόνια και πιο μεγάλος από το Μιχάλη.
Ο Μιχάλης και η Μαρία τον άφησαν και προχώρησαν προς τον ξενώνα. Το χιόνι που έπεφτε πυκνό τους απέκοπτε σχεδόν από όλο τον κόσμο.
-Λοιπόν; είπε ο Μιχάλης, τι είναι; Έγινε κάτι στον ξενώνα; Καμιά φασαρία;
-Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο, βιάστηκε να τον καθησυχάσει η κοπέλα. Αλλά έχω ένα πρόβλημα εγώ, σχετικά με το κρεβάτι μου.
-Ποιο;
-Μιας και είμαι μόνη και ανύπανδρη λένε να κοιμηθώ στο ίδιο δωμάτιο με την μητέρα μου. Οπουδήποτε αλλού αλλά όχι μαζί της. Δεν μου μιλάει ή αν το κάνει μου πετάει υπονοούμενα. Το πρωί έστρωνα πάνω μου το πουλόβερ για να έρθω στην εκκλησία και τι μου είπε; Το ευχαριστιέσαι να χαϊδεύεσαι, βλέπω. Μπορεί να δέχθηκε να γυρίσω σπίτι αλλά δεν ξεχνάει.
-Εντάξει, θα δούμε αν μπορείς να κοιμηθείς κάπου αλλού.
-Δεν μπορούμε να βάλουμε ένα ράντζο στο δωμάτιό σου; Ακόμα και στο πάτωμα κοιμάμαι.
Ο Μιχάλης γύρισε και την κοίταξε.
-Έχω ζήσει αρκετό καιρό στην επαρχία για να ξέρω τι θα λένε για’ σενα αν μείνεις μαζί μου. Ήταν άλλο όταν κοιμήθηκες στο δωμάτιό μου και δεν το πήρε κανένας είδηση και άλλο τώρα που είναι όλο το χωριό μαζεμένο στον ξενώνα.
-Και τι έγινε; Μη χάσω την καλή μου φήμη και δεν παντρευτώ; είπε η κοπέλα με χαμόγελο που δεν έκρυβε την πικρία που ένιωθε. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει, όλοι ξέρουν εδώ ότι είμαι στείρα. Και αν πρόκειται να με βοηθήσετε να κάνω μια νέα αρχή δεν θα έχει σημασία έτσι δεν είναι; Τι λέει το χωριό εννοώ.
-Δεν έχεις άδικο, είπε ο Μιχάλης. Αλλά θα δούμε.