Μυστικά 18

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο

Η αποθήκη ήταν παλιά και είχε αρκετά σημεία στην οροφή που χρειάζονταν επειγόντως επισκευή και από κάποια σημεία έμπαινε χιόνι. Το χιόνι που έμπαινε δεν έφτανε συνήθως κάτω, εκτός από ένα σημείο στο πίσω μέρος. Συνήθως το σταματούσαν τα δοκάρια που υποστήριζαν την σκεπή. Ένα από αυτά τα δοκάρια ήταν αρκετά σαπισμένο πια για να μην αντέξει το χιόνι που συσσωρεύτηκε με την καταιγίδα. Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο θραύσης. Καθώς άρχιζε να υποχωρεί λεπτό χιόνι, σαν ζάχαρη άχνη, άρχισε να πέφτει κάτω.
Ο Φίλιππος είχε ξυπνήσει αλλά καθώς ήταν ο μόνος, από όσο μπορούσε να δει, δεν είχε σηκωθεί. Εξάλλου ήταν ζεστά εκεί που ήταν. Κοιτούσε το πρόσωπο της ακόμα κοιμισμένης Οφήλια, ήταν όμορφη σαν άγγελος, τόσο όμορφη όσο και ο εσωτερικός της κόσμος. Το χέρι του ήταν ακόμα στο δικό της αλλά άπλωσε το άλλο και άγγιξε απαλά τις μπούκλες της. Ήταν τόσο περίεργο, είχε κοιμηθεί με πολλές κοπέλες, κάποιες τις είχε κυνηγήσει, κάποιες απλά του είχαν προσφερθεί χωρίς ενδοιασμό, οι πιο πολλές είχαν αρκετή σεξουαλική εμπειρία και είχαν προσφέρει ηδονή αλλά τον είχε κερδίσει τελικά αυτή η κοπέλα που δεν είχε καν φλερτάρει ποτέ της. Και αυτό γιατί είχε αυτόν τον γλυκό και άδολο χαρακτήρα.
Χιόνι έπεσε στο χέρι του και στα μαλλιά της Οφήλια και τον έκανε να κοιτάξει πάνω. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι συνέβαινε αλλά μετά είδε το δοκάρι να κινείται και συνειδητοποίησε τον κίνδυνο. Χωρίς να χάσει χρόνο με το να την ξυπνήσει έσκυψε πάνω από την Οφήλια και την αγκάλιασε. Ύστερα την τράβηξε προς το μέρος του.
Πάνω στην ώρα, το δοκάρι έσπασε με ένα ξερό κρακ και προσγειώθηκε εκεί που είχε κοιμηθεί όλη νύχτα η Οφήλια με έναν κρότο που κούνησε όλη την αποθήκη και έριξε κι άλλο χιόνι πάνω τους.
Η Οφήλια ξύπνησε με ένα απότομο τίναγμα αλλά ηρέμησε βλέποντας ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του Φιλίππου.
-Τι έγινε; ρώτησε.
-Το καταφύγιό μας έχει αβαρίες, είπε εκείνος με ένα χαμόγελο.
Η κοπέλα γύρισε και είδε το δοκάρι και μετά κοίταξε πάνω και είδε το κομμάτι του συννεφιασμένου ουρανού που είχε αποκαλύψει η πτώση της σκεπής. Ξανακοίταξε τον Φίλιππο.
-Ευχαριστώ, είπε. Κινδύνευσες για’ μενα.
-Δεν θα άφηνα να σε χτυπήσει το δοκάρι!
-Ευχαριστώ πάντως, ευτυχώς που φοβήθηκα τη νύχτα και ήθελα να μείνεις εδώ, είπε η Οφήλια κοιτώντας τον κατάματα.
Τα πρόσωπά τους απείχαν ελάχιστα εκατοστά, ο Φίλιππος τα εκμηδένισε με μια μικρή κλίση του κεφαλιού του και άγγιξε απαλά τα χείλη της. Η Οφήλια δεν αντέδρασε, αλλά την ένιωσε να χαλαρώνει όπως την κρατούσε, έμεινε στην αγκαλιά του ασφαλής και… ερωτευμένη.

Ο Μιχάλης στάθηκε έξω από την εκκλησία του χωριού. Είχε μόλις βγει από αυτή και τώρα ατένιζε το θέαμα του χιονισμένου χωριού και της υπαίθρου πέρα από αυτό. Είχε έρθει στην εκκλησία της οποίας ευλαβείτο και την μνήμη μιας και ήταν η εορτή του και είχε ψάλλει τον όρθρο με τον ιερέα. Ο Σαμουήλ είχε χαρεί που είχε κάποιον να τον βοηθήσει. Μετά την ακολουθία ο Μιχάλης είχε μιλήσει με τον ιερέα για όσα είχε ανακαλύψει και όλα όσα υποψιαζόταν.
-Τι να κάνω πάτερ; είχε ρωτήσει. Να μιλήσω ή να μην τα αποκαλύψω;
-Να μην τα αποκαλύψεις, ειδικά αυτά που αφορούν το παρελθόν, είπε ο γηραιός ιερομόναχος, εκτός και αν κάνοντάς το μπορεί να διορθωθεί η αδικία ή να σωθούν ζωές, όχι μόνο από το θάνατο αλλά και από την δυστυχία.
Με τη συμβουλή αυτή ο Μιχάλης είχε αποφασίσει να μην μιλήσει για όσα ήξερε αν δεν χρειαζόταν.
Άφησε την εκκλησία και ξεκίνησε για τον ξενώνα σκεφτικός. Στο δρόμο συνάντησε τον Κρίστιαν με την Άννα που τον χαιρέτησαν και τον ευχαρίστησαν και οι δύο για τη βοήθειά του. Αμέσως μετά συνάντησε και τους ταλαιπωρημένους μαθητές που έφταναν επιτέλους στο χωριό τους. Εκείνους δεν τους γνώριζε για να μιλήσουν αλλά δεν του ξέφυγε ότι ο Φίλιππος κρατούσε αγκαλιά ουσιαστικά την Οφήλια ή το πώς αγγίζονταν ο Αλέξης και η Αγγελική.
-Νιάτα, είπε με ένα χαμόγελο και συνέχισε τον αργό δρόμο του. Το κρύο είχε ένα τίμημα στο τραυματισμένο πόδι του αν και όχι τόσο όσο η υγρασία.

-Επιτέλους φτάσαμε, είπε ένας από τους μαθητές του Γυμνασίου. Φοβήθηκα ότι θα χαθούμε.
-Τη νύχτα με το χιόνι μπορεί να είναι δύσκολο αλλά όχι να χαθούμε και τη μέρα στον τόπο μας, είπε ο Φίλιππος. Άντε πάμε, να βρούμε ζεστασιά και να φάμε και τίποτα.
-Για φαΐ δεν ξέρω, αλλά η ζεστασιά αμφισβητείται, είπε ο Αλέξης, δεν έχουμε ρεύμα.
-Θα δείξει, είπε ο Φίλιππος. Αγγελική πες ότι έρχομαι, να πάω την Οφήλια σπίτι πρώτα.
-Εντάξει, είπε εκείνη.
Ο Αλέξης την έπιασε από το μπράτσο.
-Θα σε δω πιο μετά;
-Ναι, είπε η κοπέλα, θα βγω μια βόλτα.

Η επιστροφή των μαθητών πήρε και την τελευταία ανησυχία από τους γονείς τους, τώρα είχαν να περάσουν μια κακοκαιρία όπως τόσες φορές αλλά απλά είχαν και ξένους στο χωριό που είχαν αποκλειστεί μαζί τους και παραδόξως δεν είχαν και κανένα πρόβλημα με αυτό.

Η νύχτα άρχισε να πέφτει και μαζί της και η θερμοκρασία. Οι κάτοικοι του Αρχάγγελου, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, κλείστηκαν στα σπίτια τους κοντά στα τζάκια για να ζεσταθούν. Οι ξένοι παρασυρμένοι από την Ηρώ είχαν επιδοθεί σε έναν ζωηρότατο χιονοπόλεμο στον οποίον προσπάθησαν να παρασύρουν και τον Μιχάλη μόλις βγήκε από τον εσπερινό αλλά εκείνος προτίμησε να πάει μια βόλτα. Άλλοι βέβαια συμμετείχαν, όπως η Άννα με την μικρή Αγγελική, που τις κάλεσε ο Κρίστιαν και ο Ρωμανός με την Χριστίνα που τους φώναξε η Ηρώ.
Καθώς το σκοτάδι πύκνωνε σταμάτησαν και οι υπόλοιποι και ξεκίνησαν για τον ξενώνα. Ο Μαξιμίλιαν έπιασε αγκαζέ την Ηρώ.
-Τι θα έλεγες να πάμε στο δικό μου μέρος απόψε;
-Μμ δεν είναι άσχημη ιδέα. Αλλά το δικό μου έχει πιο καλό κρεβάτι, είπε η Ηρώ παιχνιδιάρικα.
-Ένα πολύ καλό επιχείρημα, συμφώνησε ο Μαξιμίλιαν.

Ο Μιχάλης κοίταξε τον Μαξιμίλιαν και την Ηρώ να πηγαίνουν προς το σπίτι της και χαμογέλασε. Ήξερε ότι ο φίλος του είχε περάσει πολλά και δεν είχε βρει την εκλεκτή της καρδιάς του αλλά δεν είχε ποτέ χάσει την ελπίδα ότι υπήρχε κάπου εκεί έξω το άλλο του μισό.
-Περίμενες αρκετά φίλε, μονολόγησε, μπορείς να το χαρείς τώρα πλέον που το ζεις.
Λίγο πιο πέρα στο σκοτάδι ένα ζευγαράκι μοιραζόταν ένα φιλί κάτω από το απαλό χιόνι που έπεφτε. Ο Μιχάλης προσπέρασε χωρίς κανένα σχόλιο, μόνο με ένα χαμόγελο. Στην ηλικία αυτή η πίστη στην αγάπη είναι ακλόνητη και είναι επίσης έτοιμοι να πολεμήσουν με κάθε μέσο. Και αυτοί οι δύο θα έπρεπε να πολεμήσουν για να πείσουν τις οικογένειές τους.
Ίσως επειδή η όρασή του δεν ήταν πια τόσο δυνατή ή επειδή είχε βυθιστεί στις σκέψεις του δεν πρόσεξε ακόμα ένα ζευγαράκι, εκείνοι τον είδαν αλλά δε διέκοψαν το πρώτο τους φιλί σαν ζευγάρι, μόλις τα είχαν φτιάξει.

-Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.
Ο Σαμουήλ ευλόγησε το εκκλησίασμά του και μετά ευλόγησε και τον Μιχάλη που είχε αναλάβει το ρόλο του ψάλτη. Άρχισε να μοιράζει το αντίδωρο στους λίγους πιστούς που είχαν ξεμυτίσει από τα σπίτια τους για να πάνε στην εκκλησία αυτό το παγωμένο πρωινό. Ο Μιχάλης κατεβαίνοντας από το αναλόγιο πήγε και αυτός να πάρει αντίδωρο.
-Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι εφ’ υμάς.
Ο Μιχάλης φίλησε το χέρι του ιερέα και παρατήρησε:
-Καταπονημένος μου φαίνεστε πάτερ.
-Παρότι μισό αιώνα εδώ πάνω συνήθισα το κρύο, μερικές φορές δεν είναι εύκολη παρέα για τις νύχτες.
-Έκανε κρύο απόψε.
-Ναι και πίστεψέ με οι πιο πολλοί δεν είχαμε προετοιμαστεί για τόσο νωρίς βαρυχειμωνιά. Απόψε θα είναι ακόμα πιο δύσκολο.
-Ο ξενώνας έχει ακόμα θέρμανση.
-Ίσως θα μπορούσε να κανονιστεί κάτι, είπε ο ιερέας, θα το φροντίσω.

Η Εύη Λάζου δεν ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Όπως έλεγε είχε να μπει σε εκκλησία από τη βάπτισή της. Σεβόταν απεριόριστα όμως τον Σαμουήλ. Ήξερε ότι στα νιάτα του θα μπορούσε να είχε διαλέξει μια ενορία σε μια μεγάλη πόλη και να είχε πάρει το δρόμο για τα ανώτερα αξιώματα της εκκλησίας αλλά εκείνος είχε προτιμήσει να μείνει και να διακονήσει σε αυτό το μικρό χωριό. Για την επιλογή του αυτή και την αγάπη που είχε στους ανθρώπους του χωριού τον εκτιμούσε.
Ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να μπαίνει στον ξενώνα και πολύ περισσότερο που δεν ήθελε κάποιον από τους ξένους αλλά την ίδια. Της εξήγησε το πρόβλημα και το ήθελε να ζητήσει από εκείνη.
-Εντάξει, πάτερ, του είπε. Δεν θα αφήσω τους συγχωριανούς μου να παγώσουν αλλά τι θα κάνουμε από τρόφιμα; Δεν έχω τα απαραίτητα για τόσους ανθρώπους.
-Θα οργανώσουμε μια κοινή τράπεζα, είπε ο Σαμουήλ. Θα μοιραστούμε το φαγητό που έχουμε.
-Θα το πεις εσύ στους άρχοντες του χωριού; ρώτησε η Εύη τονίζοντας το άρχοντες.
Ο ιερέας κατένευσε και βγήκε.

Οι περισσότεροι είχαν περάσει μια άσχημη νύχτα με τα σπίτια τους να παγώνουν όσο τελείωνε η καύσιμος ύλη, και δεν είχαν πολλές αντιρρήσεις για το σχέδιο του ιερέα τους. Ωστόσο δεν έλειπαν και οι αντιρρήσεις και οι προστριβές στην τακτοποίηση. Ο Ντούντας αρνήθηκε να λάβει τη θέση του διαιτητή, πλησίαζαν οι εκλογές και δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κανέναν. Η Αδαμαντία Σκληρού ήθελε πολύ να αναλάβει δράση σε μια τέτοια στιγμή αυξάνοντας το κύρος της αλλά το κρύο την είχε καταβάλλει, επέμενε όμως ότι μπορούσε να αναλάβει η Ηρώ.
Η κοκκινομάλλα κοπέλα δέχθηκε αλλά δεν επιφορτίστηκε το έργο μόνη της. Έσπευσε να τη βοηθήσει ο Μαξιμίλιαν και το κύρος όπως και η πείρα που είχε αποκτήσει στο να οργανώνει καταστάσεις βοήθησαν. Καθώς εκείνος ήταν ξένος και δεν είχε γνωριμίες και προτιμήσεις στο χωριό εμπιστεύονταν την κρίση του όλοι.
Καθώς ξανάρχιζε να πέφτει το χιόνι πυκνό όλο το χωριό είχε μαζευτεί στον ξενώνα, κεριά και λάμπες είχαν επιστρατευθεί για να δώσουν λίγο φως και οι περισσότεροι κάθονταν κοντά σε καλοριφέρ και τζάκια συζητώντας. Τα παιδιά ήταν πανευτυχή να παίζουν χιονοπόλεμο έξω μπροστά και γύρω από τον ξενώνα, ενώ τα πρόσεχαν κάποιες από τις μητέρες ενώ κάποιες γυναίκες ακόμα ασχολούνταν με το φαγητό.
Το χωριό είχε από κάθε απόψεως συγκεντρωθεί στον ξενώνα. Ο Ντούντας είχε τραβήξει ένα τραπέζι σε μια άκρη της τραπεζαρίας και είχε δηλώσει ότι θα είναι το κοινοτικό γραφείο ως τη λήξη της έκτακτης κατάστασης. Ο Ανδρέας είχε μεταφερθεί στο υπόγειο του ξενώνα και είχε κλειστεί σε μια αποθήκη, εκεί κάτω έλεγε ο αστυνομικός ότι ήταν τώρα το αστυνομικό τους τμήμα.

Ο πατέρας Σαμουήλ και ο Μιχάλης διέσχισαν τα χιονισμένα καλντερίμια ως την εκκλησία για να κάνουν τον εσπερινό. Ήταν οι μόνοι που είχαν πάει. Μέσα στην σχεδόν τελείως σκοτεινή εκκλησία ο Μιχάλης ένιωθε το πνεύμα του να αφουγκράζεται έναν άλλο κόσμο και εναπέθεσε εκεί τα ερωτήματα του τι έπρεπε να κάνει που τον βασάνιζαν με τα όσα ήξερε.
Είχαν τελειώσει τον εσπερινό και προχωρούσαν προς την πόρτα όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν μόνοι στην εκκλησία. Υπήρχε και ένα άτομο που είχε παρακολουθήσει την ακολουθία, η Μαρία σηκώθηκε από ένα στασίδι τυλιγμένο στο σκοτάδι και τους πλησίασε.
-Καλησπέρα, είπε.
-Καλησπέρα Μαρία, είπε ο Σαμουήλ. Βολευτήκατε στον ξενώνα;
-Ναι, είπε η κοπέλα αν και θα ήθελα να μιλήσω με τον Μιχάλη για κάτι σχετικό.
-Βεβαίως, είπε ο Σαμουήλ με ένα χαμόγελο, εξάλλου οι νέοι με τους νέους.
-Εγώ δεν είμαι και τόσο νέος, είπε ο Μιχάλης.
-Για ρώτα και’ μένα, είπε ο ιερομόναχος που ήταν κάπου τριάντα χρόνια και πιο μεγάλος από το Μιχάλη.
Ο Μιχάλης και η Μαρία τον άφησαν και προχώρησαν προς τον ξενώνα. Το χιόνι που έπεφτε πυκνό τους απέκοπτε σχεδόν από όλο τον κόσμο.
-Λοιπόν; είπε ο Μιχάλης, τι είναι; Έγινε κάτι στον ξενώνα; Καμιά φασαρία;
-Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο, βιάστηκε να τον καθησυχάσει η κοπέλα. Αλλά έχω ένα πρόβλημα εγώ, σχετικά με το κρεβάτι μου.
-Ποιο;
-Μιας και είμαι μόνη και ανύπανδρη λένε να κοιμηθώ στο ίδιο δωμάτιο με την μητέρα μου. Οπουδήποτε αλλού αλλά όχι μαζί της. Δεν μου μιλάει ή αν το κάνει μου πετάει υπονοούμενα. Το πρωί έστρωνα πάνω μου το πουλόβερ για να έρθω στην εκκλησία και τι μου είπε; Το ευχαριστιέσαι να χαϊδεύεσαι, βλέπω. Μπορεί να δέχθηκε να γυρίσω σπίτι αλλά δεν ξεχνάει.
-Εντάξει, θα δούμε αν μπορείς να κοιμηθείς κάπου αλλού.
-Δεν μπορούμε να βάλουμε ένα ράντζο στο δωμάτιό σου; Ακόμα και στο πάτωμα κοιμάμαι.
Ο Μιχάλης γύρισε και την κοίταξε.
-Έχω ζήσει αρκετό καιρό στην επαρχία για να ξέρω τι θα λένε για’ σενα αν μείνεις μαζί μου. Ήταν άλλο όταν κοιμήθηκες στο δωμάτιό μου και δεν το πήρε κανένας είδηση και άλλο τώρα που είναι όλο το χωριό μαζεμένο στον ξενώνα.
-Και τι έγινε; Μη χάσω την καλή μου φήμη και δεν παντρευτώ; είπε η κοπέλα με χαμόγελο που δεν έκρυβε την πικρία που ένιωθε. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει, όλοι ξέρουν εδώ ότι είμαι στείρα. Και αν πρόκειται να με βοηθήσετε να κάνω μια νέα αρχή δεν θα έχει σημασία έτσι δεν είναι; Τι λέει το χωριό εννοώ.
-Δεν έχεις άδικο, είπε ο Μιχάλης. Αλλά θα δούμε. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου