Το
πρωινό ήταν αρκετά κρύο μιας και ήταν μόλις 14 Μαρτίου και η θάλασσα δεν ήταν
μακριά. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν γύρω από το ΚΨΜ της μονάδας κοντά στο Βαθύ
της Σάμου ήταν μουδιασμένοι. Είχαν μόλις φτάσει στο νησί ερχόμενοι από τα
στρατόπεδα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων και τόσο το κρύο όσο και το νέο περιβάλλον
δεν βοηθούσαν, είναι και ξάγρυπνοι από το ταξίδι με το πλοίο όλη τη νύχτα, καθώς
περίμεναν για την μεταφορά τους στις μονάδες που θα υπηρετούσαν.
Είχε
μόλις ξημερώσει και μέσα στο γκρίζο πρωινό οι περισσότεροι ήταν βυθισμένοι σε
σκέψεις, κάποιοι συζητούσαν μαζεμένοι σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες. Κάποιοι
έχουν πάρει και πίνουν καφέ σε πλαστικά κύπελλα, είναι ένας τρόπος να
ζεσταθούν.
Ανάμεσα
στους τελευταίους είναι ένας νεαρός, έχει πάρει το αχνιστό κύπελλο αλλά δεν
έχει πιει ακόμα. Κάτι σκέφτεται, κάτι τον απασχολεί.
-Προς
τα που είναι η Αθήνα; ρωτάει;
Είναι
ένας νεαρός άνδρας ψηλός σχετικά με μαύρα μαλλιά. Κοντά του ένας λίγο
μεγαλύτερος με κοντοκομμένα καστανά μαλλιά είναι ο μόνος που μπορεί να
απαντήσει. Δεν είναι από τη Σάμο αλλά βλέπει στην άλλη πλευρά του κόλπου τον
καθεδρικό του Αγίου Νικολάου και ξέροντας ότι οι εκκλησίες έχουν ανατολικό
προσανατολισμό τα υπόλοιπα είναι εύκολα. Δείχνει στον άγνωστό του στρατιώτη τη
σωστή κατεύθυνση. Εκείνος γυρίζει προς αυτήν την κατεύθυνση, υψώνει το κύπελλο
και λέει τρυφερά:
-Καλημέρα
αγάπη μου.
Είναι
από τα όμορφα πράγματα που έχω να θυμάμαι από το στρατό. Δεν ξαναείδα ποτέ τον
ρομαντικό συνάδερφό μου εύχομαι να του πήγαν όλα καλά και να είναι ακόμη με την
καλή του. Γιατί το θυμήθηκα σήμερα; Μα γιατί συνέβη ακριβώς πριν από είκοσι
χρόνια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου