Γράφοντας Στα Ταξίδια

Author: Νυχτερινή Πένα /

 

Σε μια προηγούμενη ανάρτηση είχα υποσχεθεί να μιλήσω για το που έχω γράψει, αυτή τη φορά από πλευράς γεωγραφίας και όχι χώρου. Αυτό θα κάνω σήμερα.

Έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, και με αυτό εννοώ τα νότια προάστεια, η Αττική έχει καλυφθεί πλήρως. Έχω γράψει από τη Δραπετσώνα ως το Σούνιο και από το Ψυχικό ως τη Ραφήνα. Σε κάθε μήκος και πλάτος της Αττικής. Από τον ΕΦΚΑ στην Ομόνοια (όπου έγραφα σημειώσεις για το έβδομο βιβλίων των Χρονικών, τελευταία που πήγα σε δημόσια υπηρεσία πριν μας πιάσει η πανδημία) ως το TGI Friday της Γλυφάδας.

Αλλά ας αφήσουμε την Αττική. Το πρώτο μέρος που έγραψα μετά την Αττική ήταν το συνηθισμένο μέρος διακοπών μου, η Μυτιλήνη. Μάλιστα την πρώτη μου χρονιά εκεί σαν συγγραφέας είχα μια σπάνια εμπειρία για συγγραφέα του εικοστού πρώτου αιώνα, καθώς ακόμα δεν υπήρχε ηλεκτρισμός έγραφα το βράδυ με λάμπα πετρελαίου! Και μιας και το αναφέραμε έχω γράψει με το φως κεριού και με φακό ακόμη (στο στρατό ας πούμε σε μια διακοπή ρεύματος). Στη Μυτιλήνη ολοκλήρωσα το πρώτο έργο μου και μετά άρχισα το δεύτερο.

Το επόμενο μέρος που με δέχθηκε σαν συγγραφέα ήταν η Κυπαρισσία. Έχω γράψει και εδώ για την Άνω Πόλη και πόσο κατάλληλη είναι για τους συγγραφείς. Καθώς τελείωνα το σχολείο και άρχιζα τις σπουδές πρόσθεσα και άλλα μέρη. Την Καβάλα και μετά τη Χαλκίδα, με τη δεύτερη να είναι το μόνο μέρος στο οποίο δεν άρχισα και δεν ολοκλήρωσα ποτέ έργο παρότι έμεινα καιρό και έγραψα πολύ. Τύχαινε πάντα στα Σαββατοκύριακα η αλλαγή.

Διακοπές με έφεραν στην Κω, στα Ιωάννινα, στην Άνδρο αλλά και στον Προυσό της Ευρυτανίας. Δεν άφησα κανένα μέρος να μην το τιμήσω και μάλιστα έγραψα και στο πλοίο από και προς την Άνδρο όπως και στο αεροπλάνο για την Κω. Οικογενειακές υποχρεώσεις με έφεραν στην Θήβα, την Αλεξανδρούπολη, την Χίο και την Κομοτηνή και τίμησα όλα αυτά τα μέρη.

Η στρατιωτική μου θητεία με έφερε σε επαφή με ακόμα περισσότερα μέρη, την Κόρινθο, τη Σάμο, τις Σέρρες και τη Νιγρίτα, τη Θεσσαλονίκη και την Ασπροβάλτα (βοήθησε και το γεγονός ότι δεν κάθισα σε ένα μέρος πάνω από δύο μήνες). Στη Σάμο έγινε το περιστατικό που είπα την άλλη φορά στο αεροδρόμιο, στις Σέρρες έγραψα στο περβάζι ενός παραθύρου που ήταν φαρδύ σαν τραπέζι.

Εκδρομές στα Καλάβρυτα και την Βάστα με έφεραν να γράψω και εκεί όπως και στο Πήλιο με θέα κάτω τον Βόλο. Δεν έχω μείνει σε μέρος έστω και κάποιες ώρες και να μη γράψω. Για να συμβεί αυτό πρέπει να έχω μείνει κάτω από δίωρο ή να μην έχω καταφέρει να καθίσω κάτω.

Θα μου πείτε, δεν έχεις βγει καθόλου από την Ελλάδα; Μια φορά μόνο και πήγα στην Ιταλία. Μάλιστα επειδή το κάθε πλοίο είναι τυπικά έδαφος της χώρας της οποίας τη σημαία φέρει, έχω πατήσει σε Κυπριακό έδαφος. Μάλιστα έχω γράψει κιόλας σε αυτό διασχίζοντας την Αδριατική. Έχω γράψει στη Ρώμη και τη Φλωρεντία. Για να πω την αλήθεια, το να σχεδιάζω ένα μυθιστόρημα, το Όλα Για Την Αγάπη, στις τρεις και τριάντα τη νύχτα στο σαλόνι του ξενοδοχείου στη Φλωρεντία καθισμένος στο σκοτάδι είναι μια από τις πιο έντονές μου αναμνήσεις και ας είναι σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε.

Τώρα πια δεν πολυταξιδεύω αλλά όσο ταξιδεύω γράφω, δεν θα πάω πουθενά και να μη γράψω, στο κάτω κάτω αν δεν γράψω τι θα κάνω;

Από Τα Άγνωστα Του Αγώνα 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

    

Κάποια στιγμή ο Κανάρης και το πλήρωμα του βρέθηκαν σε ανάγκη για εφόδια, είχαν λείψει ακόμα και το νερό και τα πιο βασικά τρόφιμα. Κάνανε λοιπόν γιουρούσι σε ένα Αυστριακό πλοίο και πήραν ό,τι χρειάζονταν. Πριν αφήσει το πλοίο ο Κανάρης κάλεσε τον πλοίαρχο και ρώτησε:

-Πόσα κάνουν αυτά που πήραμε;

-Δεν είναι τίποτε, του λέει ο Αυστριακός χαρούμενος που δεν είχε πάθει χειρότερα.

Ο Κανάρης του δίνει τότε ένα χαρτί.

-Τι είναι αυτό; ρωτάει ο Αυστριακός.

-Γραμμάτιο για αυτά που πήραμε, 2000 γρόσια, λέει ο θρυλικός μπουρλοτιέρης. Θα στα πληρώσει το κράτος μας.

-Μα δεν έχετε κράτος, λέει ο Αυστριακός.

-Θα κάνουμε! απάντησε με μάτια που άστραφταν ο Κανάρης.

Πέρασαν χρόνια και ο Αυστριακός έπιασε λιμάνι στον Πειραιά. Τον καλούν να ανέβει στην Αθήνα που τον θέλει ο υπουργός. Πάει λοιπόν στον υπουργό οικονομικών. Δεν αναγνωρίζει τον Κανάρη τόσα χρόνια μετά αλλά εκείνος τον θυμάται. Διατάζει και του δίνουν τα χρήματα, τα 2000 γρόσια, και του λέει ποιος είναι. Έμεινε ο Αυστριακός να θαυμάζει.

-Είδες; Κάναμε κράτος! είπε περήφανα ο Κανάρης.

Από Τα Άγνωστα Του Αγώνα 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πάντα αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της πατρίδας, πίστευε ότι θα ελευθερωνόταν, ότι είχε έρθει η ώρα. Έλεγε ότι ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή του. Εργαζόταν ακούραστα για αυτήν την ελευθερία και ποτέ δεν σταματούσε να μάχεται τους Τούρκους.

Κάποτε που έγιναν πολύ δύσκολα τα πράγματα βγήκε να συνεχίσει τον αγώνα στη θάλασσα κάνοντας επιδρομές στον εχθρό. Βρέθηκε λοιπόν στα ανοιχτά κάποια στιγμή και του τέλειωσε ο καπνός. Άδεια η καπνοσακούλα, τίποτα στην πίπα. Έπιασε να σκαλίσει τον καπνό που είχε ξεραθεί πάνω της μπας και βγάλει τίποτα.

-Α ρε Θοδωράκη! μονολόγησε. Θες να ελευθερώσεις την Ελλάδα και’ συ δεν μπορείς να κάνεις χωρίς τον καπνό σου.

Και πιάνει και πετάει στη θάλασσα και την πίπα και τα σύνεργα. Και έκτοτε δεν ξανακάπνισε.

Ένα Πρωινό

Author: Νυχτερινή Πένα /

Είναι νωρίς το πρωί, κάνει αρκετή ψύχρα μιας και είναι μόνο μέσα Μαρτίου. Δεν έχουν καλοκοιμηθεί κιόλας όλη τη νύχτα στο πλοίο και αυτό συντελεί στο μούδιασμά τους. Το πλοίο τους έφερε από τον Πειραιά στη Σάμο και τώρα βρίσκονται στον ανοιχτό χώρο μπροστά από το ΚΨΜ της 79ης ΜΕΘ. Καθώς είναι όλοι του Πεζικού δεν θα είναι η μονάδα τους αλλά από εδώ θα φύγουν για τον προορισμό τους.

Όσοι ήταν μαζί σε κέντρο νεοσυλλέκτων συζητούν για να περάσει η ώρα, να μην αγχώνονται κιόλας, άλλοι έχουν πάρει καφέ για να ξυπνήσουν και να ζεσταθούν κιόλας. Ανάμεσα στους τελευταίους είναι ένας στρατιώτης που κρατά το μικρό κυπελάκι μέσα στα χέρια του αλλά δεν πίνει ακόμα. Φαίνεται κάτι να σκέφτεται.

-Προς τα πού είναι η Αθήνα; λέει χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα.

Είναι ένας ψηλός νεαρός με μαύρα μαλλιά. Κοντά του βρίσκεται ένας ακόμα στρατιώτης. Μέσα στο γκρίζο πρωινό βλέπει από την άλλη πλευρά του κόλπου το Βαθύ, την πρωτεύουσα της Σάμου, και τον ναό του αγίου Νικολάου. Από αυτό ξέρει που είναι η ανατολή και προσανατολίζεται οπότε ξέρει και που είναι η Αθήνα. Δείχνει στον στρατιώτη την σωστή κατεύθυνση. Εκείνος σηκώνει τον καφέ του και λέει:

-Καλημέρα αγάπη μου.

Δεν ξαναείδα τον ρομαντικό συνάδερφό μου, δεν ήμασταν στην ίδια μονάδα. Ελπίζω η απόσταση να μην έφθειρε τη σχέση του και να είναι ακόμα με την καλή του. Για’ μενα ήταν κάτι όμορφο, από τα λίγα που είχα να θυμάμαι από το στρατό και ειδικά από εκείνη την ημέρα. Γιατί το θυμήθηκα σήμερα; Γιατί συνέβη ακριβώς σαν σήμερα πριν από 22 χρόνια την Κυριακή 14 Μαρτίου του 1999 με ακρίβεια ωρών.

Που Έχω Γράψει

Author: Νυχτερινή Πένα /

 

Αφορμή για την ανάρτηση αυτή στάθηκε μια ερώτηση που μου κάνανε: Ποιο είναι το πιο ασυνήθιστο μέρος που έχει γράψει; Αυτό το ερώτημα μόνο απλό δεν είναι. Και δεν οφείλεται στα πολλά χρόνια ενασχόλησης με την συγγραφή αυτό το γεγονός, ή όχι εξ’ ολοκλήρου.

Ξεκινώντας σαν μαθητής έγραφα ακουμπώντας πάνω στο κρεβάτι μου και γονατιστός στο πάτωμα, φυσικά γρήγορα το εγκατέλειψα για να γράφω καθισμένος στο γραφείο μου, και αφού ήμουν μαθητής τι πιο φυσικό να έχω γράψει σε σχολικό θρανίο; Έγραφα και καθιστός ακουμπώντας στα πόδια μου εκμεταλλευόμενος διαλείμματα και κενά. Η φοιτητική μου ζωή πρόσθεσε τα εκεί θρανία καθώς και τα μπουντουάρ των ξενοδοχείων που έμεινα, και δεν βόλευαν και πολύ. Έγραψα επίσης στο τραίνο από Αθήνα για Χαλκίδα και το αντίστροφο.

Ακολούθησε ο στρατός, εκεί μπορώ να πω ότι πρόσθεσα πολλά και περίεργα στο που έγραφα. Έγραψα σε τραπέζια εστιατορίων και καφέ, ξανά σε ξενοδοχεία, καθισμένος κάτω και καθισμένος στο δάπεδο ενός φορτηγού ακουμπώντας στα πόδια μου, καθισμένος αλλά και ξαπλωμένος στην οροφή ενός φυλακίου (ζεστή από τον ήλιο που έδυε και με φοβερή θέα), στο καπό ενός τζιπ, σε πάγκο σερβιρίσματος στις κουζίνες του τάγματος, όρθιος ακουμπώντας πάνω σε ένα κρεβάτι (το πάνω από ένα διώροφο), σε τραπέζια ΚΨΜ αλλά και σε γραφεία, στο περβάζι ενός παραθύρου, και τέλος στο πιο ασυνήθιστο από όλα, στο γκισέ της Ολυμπιακής στο αεροδρόμιο της Σάμου.

Τελειώνοντας με το στρατό δεν είχα ακόμα τελειώσει με το που θα μπορούσα να γράψω. Είχαν σειρά τα μέσα μεταφοράς, έγραψα στο ΚΤΕΛ από Θήβα για Αθήνα μιας και έτυχα την μεσαία θέση που είχε ένα μεγάλο τραπέζι, έγραψα στο αστικό λεωφορείο ακουμπισμένος στο γόνατό μου,  σε σαλόνι πλοίου αλλά και σε θέσεις με τραπεζάκι μικρό, και βέβαια στο αεροπλάνο. Ειδικά παλιότερα που ήταν πιο χαλαρά τα μέτρα ήταν και πιο εύκολο. Θυμάμαι μια πτήση για Μυτιλήνη το 2001 που σταμάτησα να γράφω πριν ακουμπήσει το αεροπλάνο στο έδαφος και αυτό για να μην κάνω μουτζούρα!

Πέρα από τη θέση υπάρχει βέβαια και ο τόπος, αλλά το σε ποιες περιοχές έχω γράψει είναι ένα άλλο θέμα που θα το δούμε την επόμενη φορά.