Μέρες Του Φθινοπώρου 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Πρώτο

 

Ήταν ένα ζεστό πρωινό παρότι το καλοκαίρι έφευγε πια και ο Σεπτέμβριος είχε μπει για τα καλά. Η Έφη Δάγκου βέβαια δεν ένιωθε τη ζέστη κολυμπώντας στη πισίνα στον κήπο της οικογενειακής βίλας στη Γλυφάδα. Της άρεσε το δροσερό νερό ακόμα περισσότερο αφού ήταν σχεδόν ολόγυμνη μέσα στην πισίνα. Κολύμπησε στην άκρη της και κοίταξε τον άνδρα που καθόταν απέναντί της στη σκιά. Είχε βολευτεί σε μια πολυθρόνα και διάβαζε ένα βιβλίο όσο εκείνη κολυμπούσε μιας και ο ίδιος δεν το έκανε. Δίπλα του ήταν στερεωμένο στον τοίχο ένα μπαστούνι.

-Μιχάλη, του φώναξε και εκείνος την κοίταξε.

Είχε γαλανά μάτια και σοβαρό βλέμμα. Το γεγονός ότι είχε έναν αέρα λόγιου της άρεσε. Επίσης της άρεσε ότι οι φίλες της ζήλευαν, ο Μιχάλης ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος, είχε εμπειρίες από ταξίδια και πολλές τη ζήλευαν για το τι θα της έκανε στο κρεβάτι.

Τίποτα ήταν η απάντηση. Δεν είχε κοιμηθεί μαζί του, δεν είχε κάνει τίποτα άλλο παρά μόνο να φιληθεί μαζί του. Αλλά της άρεσε όπως ήταν τα πράγματα.

-Μην κοιτάς, θα βγω.

-Εντάξει, είπε ο Μιχάλης και ξαναγύρισε στο βιβλίο του.

Η Έφη βγήκε από το νερό και προχώρησε προς το σπίτι λύνοντας το κάτω μέρος, το μόνο που φορούσε, από το μπικίνι της. Το πέταξε στον Μιχάλη, έπεσε δίπλα στο πόδι του. Θα το έβλεπε και θα ήξερε ότι ήταν ολόγυμνη αλλά δεν θα μπορούσε να σηκώσει το βλέμμα του. Ήταν πολύ κύριος για να το κάνει και της άρεσε να παίζει έτσι με τις αντοχές του.

Ντύθηκε και επέστρεψε στον κήπο, ο Μιχάλης συνέχιζε να διαβάζει. Την είχε ξαφνιάσει η ανακάλυψη ότι πίσω από τον άνθρωπο με τα απλά γούστα βρισκόταν μια διόλου ευκαταφρόνητη οικονομική θέση, αμελητέα μπροστά στη δική της αλλά σημαντική, την οποία δεν επεδείκνυε καθόλου.

-Το βράδυ έχει δεξίωση η Φλάμη, θα πάμε; Θέλω να με συνοδέψεις.

-Εντάξει.

Η Έφη παραμέρισε το χέρι του με το βιβλίο και κάθισε καβαλικευτά στην αγκαλιά του. Τον φίλησε στο στόμα και τρύπωσε τη γλώσσα της να βρει τη δική του. Έσπρωξε το στήθος της στο στέρνο του και πίεσε τους γοφούς του με τα γόνατά της. Ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει και λίκνισε το σώμα της πάνω του ενώ εκείνος την έπιανε από τη μέση.

-Μ’ αρέσει να σε νιώθω έτσι, ψιθύρισε στο αυτί του, σαν να σε νιώθω μέσα μου.

Ένιωσε τα χέρια του να κατεβαίνουν στους γοφούς της και αμέσως τραβήχτηκε.

-Είπαμε ότι δεν θα κάνουμε σεξ, του είπε αυστηρά.

Ο Μιχάλης την κοίταξε σαστισμένος.

-Νόμιζα ότι αναθεώρησες. Το σχόλιο που μόλις έκανες και η συμπεριφορά σου…

Η Έφη χαμογέλασε.

-Όχι, δεν άλλαξα γνώμη. Λοιπόν, πάμε μια βόλτα; Να φάμε και κάτι;

-Ναι, δεν είναι κακή ιδέα.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήρε το μπαστούνι του. Αυτή του η αναπηρία την ενοχλούσε αλλά προς το παρόν εκτελούσε τον σκοπό του. Δεν ήταν ότι θα τον παντρευόταν εξάλλου.

Μπορεί να ήταν Σεπτέμβριος αλλά τα μαγαζιά είχαν κόσμο, πολλοί κατέβαιναν κοντά στη θάλασσα για καφέ και πολλοί για ψώνια. Η Έφη δεν ενδιαφερόταν να καθίσουν κάπου αλλά τα ψώνια ήταν η ζωή της.

-Κοίτα αυτές τις γόβες, υπέροχες. Αχ, δεν πήρα την κάρτα μαζί μου και δεν έχω τόσα μετρητά, είπε καθώς στεκόταν έξω από μια βιτρίνα.

-Γιατί πόσο κάνουν; είπε ο Μιχάλης που ήξερε ότι η Έφη είχε πάντα ένα γενναίο ποσό μαζί της.

-1770 ευρώ.

-1770 ευρώ για ένα ζευγάρι γόβες;

-Είναι Μανόλο Μπλάνικ.

-Δεν βλέπω να είναι φτιαγμένες από χρυσό, ούτε καν δέρμα, γιατί είναι τόσο ακριβές;

-Είσαι τόσο άσχετος με τη μόδα!

-Κατανοείς ότι για πολύ κόσμο 1770 ευρώ είναι πάνω από δύο μισθούς;

-Ε και; Τι με νοιάζει εμένα;

Ο Μιχάλης μόρφασε. Είχε γνωρίσει την Έφη μερικούς μήνες νωρίτερα σε μια έκθεση βιβλίου. Η αγάπη της για τα βιβλία και τα γούστα της σε αυτά τον έκαναν να μιλήσει μαζί της λίγο παραπάνω και να πάνε και για έναν καφέ. Η ευγενική της συμπεριφορά και το γεγονός ότι έδειχνε να είναι ευαίσθητη και εσωστρεφής τον έκαναν να προχωρήσει μαζί της σε μια σχέση. Μια σχέση χωρίς ερωτική επαφή, η Έφη δεν είχε ακόμα κάνει έρωτα και ήθελε να είναι σίγουρη. Αυτό δεν τον πείραζε, τον ενοχλούσε το παιχνίδι της να τον προκαλεί και μετά να σταματάει. Η σημερινή δεν ήταν η πρώτη φορά. Ακόμα και αυτό ίσως να μην ήταν τόσο ενοχλητικό αν δεν είχε ανακαλύψει τη σκληρότητα και την αναλγησία που έβγαζε πολλές φορές.

-Πάμε; της είπε.

Γύρισαν να φύγουν και έπεσαν πάνω σε μια μικρή ανθοπώλισσα. Ήταν ένα λιανό κοριτσάκι με ένα καλάθι με μικρά μπουκετάκια.

-Ένα για την κυρία; είπε δειλά.

Η Έφη παραμέρισε αδιάφορα το κορίτσι και έκανε να περάσει, το πλεχτό καλαθάκι του κοριτσιού πιάστηκε στη μεταξωτή της μπλούζα.

-Πώς τολμάς; Να μου χαλάσεις τη μπλούζα; Ηλίθιο αλητάκι!

Χαστούκισε το κορίτσι με τέτοια δύναμη που της έπεσε το καλαθάκι σκορπίζοντας τα μπουκετάκια στο πεζοδρόμιο και τον δρόμο. Εκείνο έπεσε στα γόνατα προσπαθώντας να τα μαζέψει, βλέποντας ένα μπροστά της η Έφη το πάτησε και το διέλυσε. Βλέποντας το κορίτσι να προσπαθεί να πιάσει ένα άλλο το πάτησε και αυτό.

-Έφη! Σταμάτα!

Γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη με μάτια που άστραφταν από θυμό. Έβλεπε την αποδοκιμασία στο δικό του βλέμμα και δεν της άρεσε. Δεν της άρεσε να την κρίνουν.

-Τι, θα την αφήσω έτσι; Να μην την τιμωρήσω;

-Καταστρέφοντας τον μόνο τρόπο της να βγάλει λίγα χρήματα; Τι θα κερδίσεις από αυτό;

-Ικανοποίηση, είπε η Έφη με έναν τρόπο που έκανε τον Μιχάλη να την κοιτάξει προσεκτικά.

Τα μάτια της έλαμπαν τώρα από ευχαρίστηση που έφτανε την ηδονή.

-Θα πέταγες μια περιουσία για ένα ζευγάρι γόβες και δεν λυπάσαι αυτό το κακόμοιρο που δεν θα δει αυτά τα λεφτά ούτε σε ένα χρόνο;

-Ας πρόσεχε.

-Τι να πρόσεχε; Δεν ήταν πλούσια και τα έχασε. Γεννήθηκε προφανώς σε φτωχή οικογένεια και τα βγάζουν δύσκολα πέρα.

-Εντάξει, λυπάμαι πολύ. Πάμε τώρα;

Ο Μιχάλης πλησίασε το κορίτσι και το ανασήκωσε. Εκείνο τον κοίταξε με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του.

-Πώς σε λένε;

-Θάλεια.

-Πού τα βρίσκεις τα λουλούδια, Θάλεια;

-Τα μαζεύω από το βουνό, μια κοπέλα στο ανθοπωλείο μού δίνει μερικά και συμπληρώνω τα μπουκετάκια μου. Μετά τα πουλάω για ό,τι μου δώσουν.

Ο Μιχάλης στράφηκε στην Έφη.

-Δώσε μου ένα μαντήλι.

Εκείνη του έδωσε και ο Μιχάλης σκούπισε απαλά τα δάκρυα του κοριτσιού. Η Έφη έβγαλε μια κραυγή φρίκης και πρόσθεσε μια βλαστήμια. Ο Μιχάλης της έριξε ένα άγριο βλέμμα και συνέχισε καθαρίζοντας και μερικές μουτζούρες από το παιδικό προσωπάκι. Γονάτισε μπροστά της.

-Πού μένεις; Έχεις σπίτι;

-Μένω με τη μητέρα και τα αδέρφια μου στην οδό Πετμεζά. Δεν έχει αριθμό.

Φυσικά δεν είχε αριθμό. Η ονομασία του δρόμου δεν ήταν καν επίσημη και αυτό γιατί ήταν εκτός σχεδίου πόλεως. Η Θάλεια και η οικογένειά της έμεναν είτε σε κάποιο αυθαίρετο ή σε κάποιο εγκαταλειμμένο κτίσμα.

-Πάρε αυτό, της είπε ο Μιχάλης, και πήγαινε σπίτι σου. Και θα έρθω να δω τη μητέρα σου, να δω τι μπορεί να γίνει.

Το κορίτσι κοίταξε το νόμισμα και μετά αθώα, όπως όλα τα παιδιά, τον αγκάλιασε από τον λαιμό και του έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο. Ο Μιχάλης χαμογέλασε και σηκώθηκε όρθιος με κόπο. Η Θάλεια του χαμογέλασε και έφυγε κρατώντας σφιχτά το καλαθάκι της και το χαρτονόμισμα.

-Είσαι με τα καλά σου; Διακόσια ευρώ; είπε η Έφη.

-Εσύ θα έδινες 1770 για να πάρεις τις γόβες.

-Ναι, αλλά θα έπαιρνα τις γόβες. Εσύ τι πήρες; Μια αγκαλιά; Με διακόσια ευρώ έπαιρνες μια αγκαλιά και πολλά άλλα.

-Ξέρεις πόσες μέρες θα φάνε αυτοί οι άνθρωποι με αυτά τα λεφτά; Όσο για την αγκαλιά, ήταν η πιο αγνή που πήρα ποτέ.

-Πού ξέρεις, μπορεί να χαρούν τόσο πολύ που να σου ανοίξει τα πόδια της η μάνα της ή καμιά μεγαλύτερη αδερφή αν έχει.

Ο Μιχάλης την κοίταξε με απέχθεια.

-Γιατί έχεις τέτοια κακία μέσα σου; Τι σου έκανε το κοριτσάκι;

-Θα ξήλωνε τη μπλούζα μου και εσύ την περιποιήθηκες κιόλας! Εμένα δεν με πρόσεξες ποτέ έτσι.

-Δεν είχες την ανάγκη. Αν σε έβλεπα να κλαις, δεν θα σε άφηνα έτσι.

-Δεν μυξοκλαίω για τα λουλουδάκια μου, τις τελευταίες λέξεις η Έφη τις είπε με ειρωνικό τόνο.

-Μην το κάνεις αυτό, μην ειρωνεύεσαι αυτό που δεν καταλαβαίνεις.

-Δεν θέλω να καταλάβω τους ζητιάνους. Εσύ που είστε από την ίδια πάστα τα καταφέρνεις μια χαρά.

-Τι θέλεις να κάνω, Έφη;

-Θέλω να μου ζητήσεις συγγνώμη επειδή δεν πήρες το μέρος μου αλλά πήγες με αλητάκι και το βοήθησες.

Ο Μιχάλης δεν μίλησε.

-Έλα, συνέχισε η Έφη μαργιόλικα, ζήτα μου συγγνώμη και όταν πάμε σπίτι θα σε αφήσω να με πάρεις όπως θες. Δεν θα σε αφήσω απλά ερεθισμένο, θα σε ικανοποιήσω απόλυτα.

-Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν έκανα κάτι για το οποίο πρέπει να ζητήσω συγγνώμη.

-Ζήτα μου συγγνώμη, είπε η Έφη απότομα. Ζήτα μου συγγνώμη γονατιστός αλλιώς θα σε κάνω να το πληρώσεις.

-Δεν πρόκειται.

-Γονάτισες για το αλητάκι αλλά όχι για μένα;

-Αν το χρειαζόσουν να το κάνω, αλλά όχι για να ικανοποιηθεί ο εγωισμός σου. Όχι, Έφη. Δεν θα περάσει το δικό σου.

-Ζήτα μου συγγνώμη, τώρα! μάνιασε η Έφη. Τώρα! Αλλιώς θα φροντίσω να καταστραφείς.

-Μπορείς να δοκιμάσεις, αλλά θα διαπιστώσεις ότι δεν είναι τόσο εύκολο. Δεν έχω τα εκατομμύρια του πατέρα σου αλλά δεν είμαι αυτό που νομίζεις.

-Θα φροντίσω να φτύσει αίμα το αλητάκι σου. Θα πουλάει λουλούδια στα πρεζόνια στην Ομόνοια.

Ο Μιχάλης έκανε ένα βήμα προς την Έφη και το βλέμμα του ήταν τόσο τρομακτικό που η υπερφίαλη γυναίκα πισωπάτησε.

-Μπορείς να τα βάλεις μαζί μου όσο θέλεις, θα χαρώ να σου το τρίψω στην μούρη. Αλλά αν πειράξεις το παιδάκι θα φροντίσω να μαρτυρήσεις. Στο ορκίζομαι!

Η Έφη του γύρισε την πλάτη.

-Αυτό σημαίνει ότι τελειώσαμε, της είπε ο Μιχάλης.

-Είσαι ένας αδύναμος σακάτης, και ήθελες να σε αφήσω να με πηδήξεις κιόλας.

-Τουλάχιστον χρησιμοποίησες τις σωστές λέξεις, γιατί αυτό θα ήταν, δεν έχεις ίχνος συναισθήματος μέσα σου. Δεν αφήνει χώρο το τεράστιο εγώ σου.

Η Έφη έφυγε φουριόζα και ο Μιχάλης χαμογέλασε θλιμμένα. Παρότι το έβλεπε ότι αυτή η σχέση δεν είχε πολύ μέλλον, δεν ήθελε να τελειώσει έτσι. Δεν απολάμβανε τις εντάσεις.

 

Κάθισε στο κρεβάτι του με έναν αναστεναγμό ανακούφισης και έτριψε το γόνατό του που είχε αρχίσει να του στέλνει πιο έντονα μηνύματα πόνου. Το είχε κουράσει σήμερα και δεν ήταν περίεργο που πονούσε, ο παλιός τραυματισμός σήμαινε ότι ποτέ δεν ήταν τελείως εντάξει, αλλά σε μέρες που το είχε κουράσει ή όταν υπήρχε υγρασία υπέφερε.

Μετά τον χωρισμό του από την Έφη είχε επιστρέψει στο σπίτι του και είχε περάσει την ώρα του χαμένος στις μελέτες του. Το απόγευμα είχε πάει να βρει την καινούρια του φίλη. Έμενε σε ένα μικρό αυθαίρετο κτίσμα, λίγο παραπάνω από ένα υπνοδωμάτιο και ένα μπάνιο. Ο Μιχάλης μίλησε με τη μητέρα της Θάλειας, μια γυναίκα άρρωστη και τσακισμένη από τις δυσκολίες. Είχε κανονίσει να βρεθεί ένα σπίτι να μείνουν και να ξεκινήσει η διαδικασία για να βγει σύνταξη για τη γυναίκα καθώς και βοήθεια από την πρόνοια μιας και όλα τα παιδιά έπρεπε να πηγαίνουν κανονικά σχολείο και όχι να δουλεύουν. Άφησε ακόμα μερικά χρήματα για να έχουν ως που να ξεκινήσουν αυτές οι παροχές.

Πριν φύγει η γυναίκα έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας να τον ευχαριστήσει. Ο Μιχάλης την ανασήκωσε ευγενικά.

-Τι κάνεις κυρία, της είπε, να πέσεις στα πόδια μου; Έλα σήκω και δεν είμαι βασιλιάς να με προσκυνάς.

-Είσαι καλός άνθρωπος.

Βγήκε έξω και βρήκε τη Θάλεια να τον περιμένει με ένα μπουκετάκι αγριολούλουδα. Τα πήρε και το κοριτσάκι χαμογέλασε πλατιά.

Αυτό το παιδικό χαμόγελο έφερε και στον ίδιο ένα χαμόγελο καθώς ξάπλωνε. Έσβησε το φως και έμεινε να σκέφτεται. Τον διέκοψε το τηλέφωνο. Συνοφρυώθηκε, καθώς η ώρα ήταν περασμένη για τηλεφωνήματα, και άπλωσε το χέρι του στο κομοδίνο όπου βρισκόταν το τηλέφωνο.

-Ναι;

-Καλησπέρα, Μιχάλη, συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας.

-Καλησπέρα, Γιώργο, τι έγινε και με θυμήθηκες και μάλιστα τέτοια ώρα;

-Θυμάσαι μια υπόθεση που σου είχα αναφέρει; Μια κοπέλα με χρέη…

-Ναι, το θυμάμαι. Είχα δει και κάποια από τα αρχεία.

-Θέλω να τα δεις όλα, με το αζημίωτο φυσικά.

-Δεν χρεώνω τους φίλους, τι θες να δω;

-Είναι πολλά. Θα σου τα στείλω σε δόσεις το πρωί.

-Έγινε, καλό βράδυ.

Ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε πίσω στο κομοδίνο. Σκέφθηκε την υπόθεση του φίλου του. Ο Γιώργος ήταν ένας δικηγόρος που είχε γνωρίσει όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και είχαν κρατήσει επαφές. Ο Γιώργος συνήθως είχε να κάνει με ποινικές υποθέσεις αν και η συγκεκριμένη ήταν μια υπόθεση χρεών. Δεν ήταν σίγουρος αν ο ίδιος μπορούσε να βοηθήσει σε κάτι αλλά ας τα ξανάβλεπε όλα.

Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι και ο Μιχάλης το πήρε και πάλι. Δύο φορές δεν χτυπούσε κανονικά σε μερικές μέρες, όχι μέσα σε μερικά λεπτά. Το έπιασε.

-Ναι;

-Μάικ, χρόνια και ζαμάνια!

-Ντάνιελ! Χαίρομαι που σε ακούω. Πώς είσαι; Πώς είναι η Λίζ;

-Καλά, ανυπομονεί να σε δει, είναι η αλήθεια. Μπορείς να αφήσεις την Αθήνα για λίγο;

-Γιατί;

-Ερχόμαστε με το Βίκτορυ στο Αιγαίο, για μια έρευνα και η βοήθεια κάποιου που ξέρει περισσότερα για την ιστορία από ό,τι η ιστορία για τον εαυτό της, όπως το έθεσε ο Αλέξανδρος, θα μας είναι πολύτιμη.

-Εντάξει, πού πάμε;

-Στη Μυτιλήνη, ψάχνουμε μια καραβέλα των Γατελούζων.

-Πού ακριβώς στη Μυτιλήνη; Δεν είναι και μικρό νησί.

-Εικάζουμε ότι έχει βυθιστεί έξω από την πόλη της Μήθυμνας, την ξέρεις;

-Ναι, είναι βόρεια.

-Σωστά, θα είμαστε στον Πειραιά σε τρεις μέρες για να σε πάρουμε αν θες.

Ο Μιχάλης το σκέφθηκε μια στιγμή.

-Όχι, θα σας βρω στο νησί. Μπορείτε να γλιτώσετε και την παράκαμψη στον Πειραιά έτσι.

-Αυτό θα μας κέρδιζε μια μέρα, είπε ο συνομιλητής του Μιχάλη, μιας και ερχόμαστε από τον νότο θα περάσουμε από τα Κύθηρα και θα πάμε βορειοανατολικά αντί για βόρεια.

-Κανονίστηκε τότε. Θα σας δω εκεί.

Ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας αυτή τη φορά. Ο Ντάνιελ ήταν παλιός φίλος και η ομάδα του αποτελούνταν από ανθρώπους που συμπαθούσε και είχε δουλέψει μαζί τους στο παρελθόν. Θα χαιρόταν να τους ξαναδεί και να συνεργαστούν. Και θα χαιρόταν να δει και την Λιζ.

Ήταν η σειρά του να πάρει ένα τηλέφωνο.

-Μάρκο, είπε μόλις του απάντησαν, μπορείς να μου κλείσεις ένα αεροπορικό εισιτήριο για την Μυτιλήνη; Θα σου τα δώσω μετρητά... Με όποια πτήση βρεις, δεν με απασχολεί.

Ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο, ναι ήταν καλή ιδέα να πάει στην Μυτιλήνη. Θα ασχολείτο με ό,τι ήταν αυτό που έψαχνε ο Ντάνιελ και θα βοηθούσε και τον Γιώργο στην υπόθεση που ήθελε. Θα γλίτωνε και από τη ζέστη.

Τηλεφώνησε στον Γιώργο.

-Μη στείλεις τίποτα, είπε, θα έρθω εκεί.

 

Η Έφη απολάμβανε τη σαμπάνια όσο και τα βλέμματα πάνω της. Το φόρεμα που φορούσε αγκάλιαζε το σώμα της και πρόβαλλε προκλητικά τις καμπύλες της. Σε αυτήν την μεγάλη αίθουσα που βρισκόταν στο ισόγειο μιας έπαυλης στην Κηφισιά, ήταν συγκεντρωμένα μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της καλής κοινωνίας της Αθήνας.

Το βλέμμα της σταμάτησε στη φίλη της και οικοδέσποινα. Η Νικόλ Φλάμη είχε εξαφανιστεί πριν από λίγο και τώρα είχε επιστρέψει φορώντας άλλη τουαλέτα. Σίγουρα δεν είχε πάει μόνο να αλλάξει, κάποιον είχε ρίξει στο κρεβάτι της. Η Έφη το σκέφθηκε αδειάζοντας το ποτήρι της με τη σαμπάνια. Εκείνη ήξερε ποιον ήθελε απόψε.

Ο Νικόλαος Βλέμμυς θα μπορούσε να είναι πατέρας της σχεδόν, ήταν κάπου είκοσι χρόνια πιο μεγάλος από την ίδια. Αλλά δεν είχε σημασία, είχε ακούσει ότι ήταν αδίστακτος επιχειρηματίας, άνθρωπος που δεν άφηνε καμία ευκαιρία να περάσει χωρίς να την εκμεταλλευτεί και ανηλεής με τους αντιπάλους του. Επίσης ήταν αχόρταγος στο κρεβάτι, λέγανε τα ψιθυριστά σχόλια.

Και εκείνη τα χρειαζόταν όλα αυτά.

Πλησίασε και από το βλέμμα του κατάλαβε ότι του άρεσε, βλέμμα αρπακτικού, ανθρώπου που παίρνει ό,τι επιθυμεί.

-Χορεύουμε; του πρότεινε.

Πήγαν πιο πέρα, στον χώρο που μερικά ζευγάρια λικνίζονταν στους ήχους ενός απαλού τραγουδιού και η Έφη κόλλησε το σώμα της πάνω του.

-Έχω ακούσει πολλά για σένα, είπε.

-Καλά, να υποθέσω, είπε εκείνος.

-Καλά, από εκείνα που ερεθίζουν μια γυναίκα, είπε η Έφη.

Λίκνισε το σώμα της σε μια σαφή πρόκληση και ένιωσε την αντίδραση του σώματός του. Την επόμενη στιγμή ένιωσε το χέρι του να σφίγγει τον πισινό της.

-Υπέροχα, καταλαβαινόμαστε. Θέλω να κάνεις κάτι για μένα.

-Τι;

-Να καταστρέψεις κάποιον.

Του εξήγησε για τον Μιχάλη και ότι ήθελε να τον δει να καταστρέφεται.

-Τι θα κερδίσω εγώ;

-Ότι κέρδος αποκομίσεις από την εξόντωσή του, είναι δικό σου. Επιπλέον είμαι πρόθυμη να σου προσφέρω την ευχαρίστηση.

Άφησαν την αίθουσα και η Έφη τον οδήγησε σε ένα από τα δωμάτια για τους ξένους. Ήταν επιπλωμένο με ένα διπλό κρεβάτι και ένα κομό από σουηδικό ξύλο. Η Έφη ξεκούμπωσε το φόρεμα και το άφησε να κυλίσει από πάνω της. Ο Βλέμμυς την έπιασε από τους ώμους. Την έγειρε στο κομό με την κοιλιά και εκείνη ακούμπησε στο κομό με τους βραχίονες. Η Έφη στηρίχτηκε στα χέρια της ενώ εκείνος παραμέρισε το εσώρουχό της.       

-Θέλω να τον κάνεις να υποφέρει, να καταστραφεί! 

Καθώς ο Βλέμμυς βυθιζόταν μέσα της πρόσθεσε:

-Και εκείνο το αλητάκι θέλω να πονέσει. Να τη διαλύσεις.

Το ικανοποιημένο βογγητό του εραστή της την έκανε να καταλάβει πόσο του άρεσε η ιδέα ενώ μια βίαιη κίνηση που έκανε δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τη μοίρα που επεφύλασσε στη μικρή Θάλεια. Η ιδέα την έφτασε στον οργασμό.

-Ναι, βόγκηξε, έτσι να της κάνεις. Να της ξεσκίσεις τον κώλο! Να τη σχίσεις στη μέση που τόλμησε να με λερώσει με το άγγιγμά της!

 

Ο Μιχάλης άφησε το σπίτι του νωρίς το πρωί δύο μέρες αργότερα και με ένα ταξί πήγε στο διεθνές αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Από εκεί μια ήσυχη πτήση 45 λεπτών τον έφερε στο αεροδρόμιο Οδυσσέας Ελύτης, καθώς στάθηκε στην κορυφή της σκάλας αποβίβασης του αεροπλάνου και ο ήλιος του πρωινού τον έλουσε κοίταξε το τοπίο και τη θάλασσα. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι τον περίμενε στο νησί.

3 σχόλια:

Giannis Pit. είπε...

Είχα τη χαρά να το διαβάσω στο Wattpad. Εξαιρετικό, δυναμικό. Μια πολύ όμορφη περιπέτεια, Μιχάλη που κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά λόγια φίλε μου. Είπα να την ανεβάσω και εδώ για τους εδώ αναγνώστες μου.

Giannis Pit. είπε...

Πολύ καλά έκανες, φίλε μου.

Δημοσίευση σχολίου