Μέρες Του Φθινοπώρου 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο

 

-Βρε, βρε, τι έχουμε εδώ;

Ο Μιχάλης στράφηκε και αντίκρισε τον Ντάνιελ Μόντακιου. Ο πρώην πεζοναύτης και νυν δύτης, είχε επιστρέψει από τις απαραίτητες διαδικασίες του λιμεναρχείου για τα ξένα σκάφη που ελλιμενίζονταν στα Ελληνικά χωρικά ύδατα υποβάλλοντας τα ναυτιλιακά έγγραφα του σκάφους αλλά και τα ταξιδιωτικά έγγραφα όσων επέβαιναν σε αυτό.

Ο Ντάνιελ ήταν ψηλός σαν τον Μιχάλη και γεροδεμένος. Ο Μιχάλης έκανε τις συστάσεις με την Κλερ και αντάλλαξαν μια γερή χειραψία. Μετά οι δύο Βρετανοί έσπρωξαν το φουσκωτό στη θάλασσα και αφού επιβιβάστηκαν όλοι ξεκίνησαν για το πλοίο.

-Είχες καμιά τύχη με τις έρευνές σου; ρώτησε ο Ντάνιελ.

-Ναι, νομίζω ότι το πλοίο που αναζητούμε είναι το Νουόστρα Σινιόρα Ντε Λα Φιόρε, μια καραβέλα που έφυγε από την Κωνσταντινούπολη κατά την άλωση.

-Κατά την άλωση;

-Ναι, παρά τον εχθρικό στόλο απ’ έξω υπήρξαν και άλλα πλοία που κατάφεραν να δραπετεύσουν από την Πόλη. Οι Τούρκοι δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερη ικανότητα στη θάλασσα. Περισσότερο κίνδυνο διέτρεχαν τα πλοία κατά την πλεύση στη θάλασσα του Μαρμαρά εξαιτίας των φρουρίων που είχαν χτίσει οι Τούρκοι.

-Διέφυγε από την άλωση και ήρθε εδώ;

-Σταμάτησε στην Λήμνο πρώτα, που ήταν επίσης Γενουάτικη κτήση, και μετά ήρθε εδώ.

-Γιατί βυθίστηκε;

-Εικασίες μπορώ να κάνω μόνο. Υπάρχει μια αναφορά και λέει ότι ο πλοίαρχος Γκαετάνο διάλεξε να πιάσει στο λιμάνι του Μολύβου γιατί, έχοντας ήδη αβαρίες, δεν θα μπορούσε να φτάσει με τον καιρό που γυρνούσε στη Μυτιλήνη. Εικάζω ότι είχε πάθει ζημιές ξεφεύγοντας από τους Τούρκους και, όταν άρχισε να φαίνεται ότι θα ξεσπάσει καταιγίδα, ο πλοίαρχος αποφάσισε να πιάσει στον Μόλυβο γιατί δεν θα προλάβαινε να φτάσει στη Μυτιλήνη και η ακτή μεταξύ τους δεν προσφέρει πουθενά καταφύγιο από την κακοκαιρία. Προφανώς τους πρόλαβε πριν φτάσουν τον Μόλυβο και το πλοίο βυθίστηκε.

-Εντάξει, θα πάρουμε την πορεία του ανάποδα και θα αρχίσουμε την έρευνα.

Η Κλερ κοίταζε το πλοίο με ενδιαφέρον, δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο από κοντά. Παρότι δεν έφερε πλέον τον οπλισμό του, το πλοίο εξακολουθούσε να είναι επιβλητικό. Διέθετε εξάλλου όλο τον υπόλοιπο εξοπλισμό του συν τις προσθήκες για τα νέα του καθήκοντα.

-Έχεις ταξιδέψει πολλές φορές με αυτό; ρώτησε η Κλερ.

-Ναι, ματάκια μου, είπε ο Μιχάλης, αρκετά.

Η Κλερ ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Ο Ντάνιελ ήταν πιο μπροστά και δεν τους έβλεπε αλλά ο Γουίλλιαμ που βρισκόταν πίσω στη μηχανή του είδε και χαμογέλασε με κατανόηση.

Έφτασαν στο πλάι του Βίκτορυ και ο Μιχάλης ήταν ο πρώτος που ανέβηκε τη σκάλα για να επιβιβαστεί. Ακολούθησε η Κλερ και μετά οι δύο Βρετανοί ασφαλίζοντας και τη βάρκα.

-Μάικ!

Μια κοπέλα έτρεξε προς το μέρος του Μιχάλη, ήταν ψηλή και λεπτή μα είχε ένα σώμα δυνατό και λυγερό. Είχε τη χάρη γαζέλας όπως έτρεχε προς το μέρος του. Φορούσε ένα μαύρο t-shirt και ένα απλό μαύρο παντελόνι. Έπεσε με ορμή στην αγκαλιά του Μιχάλη και όπως την κράτησε εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά.

Η Κλερ ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας στην καρδιά. Ποια ήταν η κοπέλα με την οικειότητα αυτή προς τον Μιχάλη; Μια οικειότητα που ήταν φανερό ότι δεν ήταν ξένη ούτε σε εκείνον αφού δεν είχε ξαφνιαστεί και την κρατούσε ακόμα σφιγμένη πάνω του.

-Χαίρομαι που σε βλέπω και εγώ Λιζ, είπε ο Μιχάλης. Να σου συστήσω την Κλερ, είναι η κοπέλα μου.

Η Λιζ στράφηκε και κοίταξε την Κλερ, τώρα μπορούσε και η Κλερ να την δει καλύτερα. Είχε λαμπερά μαύρα μάτια και τα μαλλιά της κομμένα κοντά σε καρφάκια.

-Είσαι η κοπέλα του; Αλήθεια;

-Ναι, είπε η Κλερ.

Η Λιζ την αιφνιδίασε αγκαλιάζοντάς την.

-Πολύ χαίρομαι, της είπε, ήταν καιρός να τον νοικοκυρέψει μια γυναίκα!

Η Κλερ γέλασε και κοίταξε τον Μιχάλη.

-Το είχαν όλοι έγνοια αυτό;

-Ο Ντάνιελ και η ομάδα του με γνώρισαν αμέσως μετά το χωρισμό μου με την Ντήντρα, όταν είχα αποφασίσει ότι δεν θα ξαναζούσα κάτι τέτοιο και είχα γίνει… πώς το είπες Γουίλ;

-Μοναχικός Λύκος.

Η Κλερ χαμογέλασε.

-Τώρα δεν είναι πια μοναχικός.

-Υπέροχα, είπε η Λιζ.

-Λοιπόν, είπε ο Ντάνιελ, είναι ώρα για γεύμα, θα φάτε μαζί μας;

Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά στην Κλερ και εκείνη ένευσε.

-Ναι, θα μείνουμε για φαγητό.

-Ωραία, είπε ο Ντάνιελ, Σαμ, δείξε τους λίγο την καμπίνα του Μάικ.

Ένας ναύτης μπήκε μπροστά να οδηγήσει τον Μιχάλη και την Κλερ στην καμπίνα που προοριζόταν για εκείνον. Τον ακολούθησαν στο εσωτερικό του πλοίου μέσα από μια πόρτα με το συνηθισμένο ψηλό κατώφλι των πλοίων και σε έναν στενό διάδρομο. Πέρασαν μερικές πόρτες πηγαίνοντας προς την πρύμνη μέχρι να σταματήσουν σε μια κλειστή. Ο Σαμ έδωσε στον Μιχάλη το κλειδί και τους χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού.

Ο Μιχάλης άνοιξε την πόρτα και έγνευσε στην Κλερ να περάσει πρώτη. Εκείνη το έκανε και έριξε μια ματιά γύρω. Η καμπίνα ήταν μακρόστενη, απαρτιζόμενη από μια κουκέτα στα δεξιά και ένα γραφείο με μια καρέκλα στα αριστερά και δίπλα ένα φωριαμό. Στον απέναντι τοίχο ανοιγόταν ένα φινιστρίνι.

Η Κλερ κάθισε στην κουκέτα.

-Δεν είναι και πολύ μεγάλη, είπε ο Μιχάλης.

-Δεν περίμενα ότι θα υπήρχε καν καμπίνα για ένα άτομο σε πολεμικό πλοίο, παρατήρησε η Κλερ.

-Είναι από αυτές που προορίζονταν για επισκέπτες, είπε ο Μιχάλης. Έχω ξαναμείνει εδώ, γι’ αυτό είναι η καμπίνα μου.

-Πώς βρέθηκες ανακατεμένος με κάτι τέτοιο;

-Πριν από μερικά χρόνια, αφού είχα χάσει την Ντήντρα και μια ελπίδα μου μετά χάθηκε, είχα αποφασίσει να ζήσω μια ζωή πολύ πιο απομονωμένη και μοναχική. Ο Ντάνιελ έψαχνε να βρει ένα πολεμικό χαμένο από τον πόλεμο στη θάλασσα των κοραλλιών και ρώτησε τον Ράινχαρτ, για έναν ειδικό να τον βοηθήσει με την μελέτη των αναφορών και των εγγράφων από τότε.

-Ποιος είναι ο Ράινχαρτ;

-Ο Ευσέβιος Ράινχαρτ είναι, συνταξιούχος τώρα πια, καθηγητής ιστορίας με έδρα στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Έβαλε μόνο ένα δέκα σε όλη του την ακαδημαϊκή καριέρα, στον υποφαινόμενο. Έτσι με θυμήθηκε μόλις ρώτησε ο Ντάνιελ και μας έφερε σε επαφή.

-Κατάλαβα. Και τώρα ψάχνετε ένα άλλο πλοίο. Δεν πλήττει κανείς μαζί σου, αγάπη μου!

Ο Μιχάλης χαμογέλασε και κάθισε στην καρέκλα, τη γύρισε ώστε να βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με την Κλερ, που ρώτησε:      

-Ποια είναι η Λιζ; Γιατί σου έχει τέτοια αδυναμία;

-Η Λιζ είναι φίλη, εδώ και πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια από όταν ήταν ακόμα μια ανήσυχη όσο και εξαιρετικά ευφυής έφηβη. Και όταν λέμε ευφυής, να έχει αφήσει την τάξη της πίσω και την επόμενη ακόμα. Οι γονείς της απευθύνθηκαν σε εμένα τότε γιατί δίδασκα στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Διαπίστωσα πως ήταν πανέξυπνη και μίλησα στον Ράινχαρτ που κανόνισε να ολοκληρώσει το σχολείο και να περάσει στο πανεπιστήμιο. Σε τρία χρόνια πήρε δύο πτυχία. Άλλοι περνάνε τέσσερα χρόνια για να πάρουν ένα και εκείνη πήρε στα τρία χρόνια δύο.

-Έξυπνο κορίτσι, γι’ αυτό σου έχει αδυναμία; τον πείραξε η Κλερ.

-Όχι, είπε ο Μιχάλης, μου έχει αδυναμία γιατί την πρόσεχα στη σχολή και μετά δεθήκαμε.

-Γιατί την πρόσεχες στη σχολή;

-Πήγε στο πανεπιστήμιο στα δεκατέσσερα. Μπορεί να ήταν ευφυία αλλά δεν ήταν ώριμη σε πολλά πράγματα, είχα τον νου μου για να μην την εκμεταλλευτεί κάποιος ή να την μπλέξουν σε κάτι. Επειδή γινόταν αυτό, όταν ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα ήμουν εγώ που το έμαθα, και όταν είχε κάποιο πρόβλημα κατάφευγε σε μένα.

-Πόσο ήσουν τότε;

-Τριάντα τριών όταν την γνώρισα.

-Σχεδόν θα μπορούσε να είναι κόρη σου.

-Δεν έχεις άδικό, αγάπη μου, θα μπορούσε. Δεθήκαμε περισσότερο όταν σκοτώθηκαν οι γονείς της. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου. Ήταν τόσο κλονισμένη που ήθελε να κάνει κακό στον εαυτό της. Την μετέπεισα και μιλούσαμε πολλές ώρες, τελικά ξέσπασε και άρχισε να κλαίει. Την κράτησα όσο το έκανε αυτό και μετά αποκοιμήθηκε. Πέρασα σε εκείνον τον καναπέ όλη τη νύχτα κρατώντας την για να μην την ξυπνήσω αφού είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί.

-Έκανες αυτό που έπρεπε, είπε η Κλερ, πώς σκοτώθηκαν οι γονείς της; Τροχαίο;

-Ένα τραγικό δυστύχημα, σκοτώθηκαν δεκατέσσερα άτομα εκείνη τη μέρα.

Η Κλερ ένευσε.

-Καταλαβαίνω τώρα γιατί είστε τόσο κοντά. Στις αποστολές τι κάνει;

-Είναι εξπέρ στους υπολογιστές και ειδική στο να τρυπώνει σε ασφαλή δίκτυα ή βάσεις δεδομένων.

-Χάκερ.

-Όταν μας χρειάζεται.

Ένα χτύπημα στην πόρτα τους διέκοψε.

-Μάικ, είπε ο άνδρας απ’ έξω, ο Μορίς είπε ότι το φαγητό είναι έτοιμο.

-Εντάξει, ερχόμαστε.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και η Κλερ τον μιμήθηκε.

-Μορίς;

-Ναι, ο μάγειράς μας είναι Γάλλος από την Βρετάνη. Και είναι εξαιρετικός όπως θα δεις σύντομα. Ή μάλλον θα δοκιμάσεις, έπρεπε να πω.

Πήγε προς την πόρτα αλλά η Κλερ τον σταμάτησε.

-Τι;

Τον φίλησε στο στόμα με πάθος. Εκείνος την αγκάλιασε και το φιλί έγινε πιο βαθύ.

-Δεν σε είχα φιλήσει εδώ και πολλή ώρα, ψιθύρισε η Κλερ, και μου είχε λείψει. Δεν θα τολμούσα να το κάνω μόλις βγαίναμε από την καμπίνα.

-Γιατί; Είναι όλοι φίλοι και τους είπα ότι είσαι η κοπέλα μου ήδη.

-Ναι, το ξέρω, ίσως είναι και χαζό εκ μέρους μου. Αλλά εγώ μόλις τους γνώρισα ενώ εσύ τους ξέρεις πολλά χρόνια και είμαι κάπως…

-Καταλαβαίνω, είπε ο Μιχάλης, αλλά μην ανησυχείς καρδιά μου, θα γίνουν και δικοί σου φίλοι. Έλα, πάμε να φάμε.

 

Ο Ρωμανός, η Φωτεινή και η Ελπίδα είχαν τελειώσει το φαγητό τους και συζητούσαν καθισμένοι στο τραπέζι. Συζητούσαν για τα βιβλία και τα μαθήματα της τελευταίας τους σχολικής χρονιάς και ποιους καθηγητές ήθελαν να αποφύγουν.

Η Ελπίδα κοίταξε το ρολόι της.

-Καιρός να πάω σπίτι.

-Να σε συνοδεύσω; είπε ο Ρωμανός.

-Αν θέλεις, είπε η κοπέλα.

Η Ελπίδα χαιρέτησε την Φωτεινή και με τον Ρωμανό ξεκίνησαν για το σπίτι της. Εκείνος είχε πάρει και την τσάντα με τα βιβλία της επιμένοντας ιπποτικά να την ξεκουράσει.

-Εσύ με ξεκουράζεις και εγώ σε κουράζω, είπε η κοπέλα.

-Αλήθεια; Δεν παρατήρησα κάτι τέτοιο.

-Είσαι πολύ καλός, Ρωμανέ. Πότε σε κουράζω; Τώρα μου κουβαλάς τα βιβλία, πριν σε έκανα μαξιλάρι.

-Δεν είναι κόπος, είπε ο Ρωμανός, κάθε άλλο. Ξεκουράστηκες με τον ύπνο, δεν ξεκουράστηκες;

-Ναι, είχα ξυπνήσει και πολύ πρωί. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εσύ πρέπει να…

-Ευχαρίστησή μου, την έκοψε ο Ρωμανός. Γι’ αυτό εξάλλου είναι οι φίλοι.

Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας, ένα μικρό σπίτι πάνω στην επαρχιακή οδό. Η κοπέλα ξεκλείδωσε και μπήκε. Ο Ρωμανός της παρέδωσε την τσάντα με τα βιβλία.

-Θες να έρθεις μέσα;

-Πρέπει να γυρίσω, θα έρθουν και οι δικοί μου από τη Μυτιλήνη.

-Εντάξει, θα τα πούμε το πρωί.

-Ναι, βέβαια θα σε βρω στον πλάτανο.

Η Ελπίδα τον αγκάλιασε σφιχτά και ο Ρωμανός της το ανταπέδωσε. Η Ελπίδα άγγιξε με τα χείλη της το λαιμό του καθώς ψιθύριζε:

-Ευχαριστώ για όλα.

Η ανάσα της χάιδεψε το δέρμα του και έστειλε μια θέρμη στο κορμί του γεννώντας του την ανάγκη να τη φιλήσει. Να φιλήσει τα απαλά χείλη της που ακόμα άγγιζαν το λαιμό του, να τη χαϊδέψει και να νιώσει τους κτύπους της καρδιάς της. Να της πει όλα όσα ένιωθε.

Η Ελπίδα παρά την πρόθεση αποχαιρετισμού δεν είχε τραβηχτεί από την αγκαλιά του. Ένιωθε ακόμα την ανάσα της να τον χαϊδεύει και είχε συναίσθηση των χεριών της στην πλάτη του. Στο μυαλό του ήρθε η Μάρθα, είχε βρεθεί σε μια ανάλογη θέση και με εκείνη και μπορεί να είχε ακολουθήσει μια οργιαστική ερωτική πράξη αλλά δεν ένιωθε τίποτα τότε από όσα ένιωθε τώρα. Στο αγκάλιασμα της Μάρθας υπήρχε η ικανοποίηση μιας ορμής, στο αγκάλιασμα της Ελπίδας υπήρχαν τα πάντα. Την κράτησε πιο σφιχτά στην αγκαλιά του, εκείνη τράβηξε τα χέρια της από την πλάτη του και τα μάζεψε μπροστά στο στήθος της ενώ έγειρε και το κεφάλι της στον ώμο του. Είχε μαζευτεί μέσα στην αγκαλιά του σαν να ζητούσε προστασία εκεί. Ο Ρωμανός τη χάιδεψε απαλά στην πλάτη και την ένιωσε να χαλαρώνει στην αγκαλιά του.

-Δεν πρέπει να σε κρατώ, είπε η Ελπίδα, πρέπει να γυρίσεις.

-Θα σε δω το πρωί, της είπε.

Η Ελπίδα τραβήχτηκε απρόθυμα από την αγκαλιά του και αυτή τη φορά δεν χάιδεψε μόνο η ανάσα της το λαιμό του. Ένιωσε τα χείλη της να τον αγγίζουν σε ένα δειλό, απαλό φιλί στο λαιμό.

Και αυτό το άτολμο αλλά τόσο τρυφερό φιλί άξιζε περισσότερο από όλους τους οργασμούς της Μάρθας Κόρβου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου