Μέρες Του Φθινοπώρου 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μιχάλης περίμενε την Κλερ και πάλι έξω από το εστιατόριο. Η κοπέλα χαμογέλασε μόλις τον είδε. Απόψε είχε μαζί της ένα μικρό σακίδιο με τα απαραίτητα για τη θάλασσα.

-Καλησπέρα, είπε ο Μιχάλης, πώς τα πέρασες σήμερα;

-Ωραία, εσύ; Τελείωσες με τη δουλειά που είχες;

-Ναι, όλα καλά. Πώς σου φάνηκε το Σίγρι; ρώτησε ο Μιχάλης ενώ έμπαιναν στο εστιατόριο.

-Πολύ εντυπωσιακό, εκείνη η πλευρά του νησιού είναι σαν να αλλάζεις ξαφνικά πλανήτη, από την δροσιά και τα δέντρα στην ξεραΐλα και τις πέτρες.

Αυτό το βράδυ έφαγαν ελαφρά μιας και ήθελαν να πάνε για κολύμπι και δεν πήραν και επιδόρπιο.

-Αλήθεια, είπε η Κλερ, τι δουλειά κάνεις;

-Δεν ήταν επαγγελματική υπόθεση, είπε ο Μιχάλης, βοήθησα έναν φίλο.

-Εντάξει, αλλά με τι ασχολείσαι;

-Με τα βιβλία ή με τις αρχαιολογικές έρευνες. Έχω διδάξει κιόλας ιστορία. Εσύ;

-Με τα βιβλία, με τις γλώσσες…

-Είσαι καθηγήτρια;

-Όχι, δεν ασκώ κάποιο επάγγελμα. Κληρονόμησα αρκετά χρήματα για να το καθιστούν περιττό. Έτσι ασχολούμαι με πράγματα που με ενδιαφέρουν για να μην τεμπελιάζω και να διατηρούμαι σε εγρήγορση.

Ο Μιχάλης ένευσε, το καταλάβαινε αυτό. Έκανε και εκείνος το ίδιο ουσιαστικά.

Μετά το δείπνο βγήκαν στον δρόμο και περπάτησαν προς την παραλία. Το αεράκι ανέμισε τα μαλλιά της Κλερ.     

-Θα έχει κύμα απόψε, είπε ο Μιχάλης, όχι πολύ αλλά θα έχει.

-Δεν με πειράζει το κύμα.

-Θέλει λίγο πιο προσοχή.

-Δεν ανησυχώ αφού θα είμαι μαζί σου.

Σαν για να επιβεβαιώσει τη δήλωσή της γλίστρησε το χέρι της μέσα στο δικό του. Ο Μιχάλης το κράτησε και η Κλερ πήρε μια βαθιά ανάσα νιώθοντας όμορφα όπως και κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του.

-Τώρα που τελείωσε η δουλειά σου θα φύγεις; ρώτησε εκφράζοντας την σκέψη που ήρθε να την φοβίσει ξαφνικά.

-Όχι, είπε ο Μιχάλης, ξέχασες τους Γατελούζους;

Πράγματι τους είχε ξεχάσει αλλά τώρα θυμήθηκε την ιστορική του έρευνα και ανάσανε ανακουφισμένη.

-Έχω κι άλλο λόγο να μείνω τώρα. Μπορώ να συνεχίσω και εδώ το βιβλίο μου.

-Το βιβλίο σου;

-Ναι, πριν που είπα για βιβλία δεν εννοούσα ότι διαβάζω, γράφω κιόλας.

Η Κλερ τον κοίταξε με έκπληξη, δεν φανταζόταν ότι η εικόνα του λόγιου που απέπνεε ήταν τόσο κυριολεκτική. Της άρεσε αυτό, της άρεσε όλο και πιο πολύ ο Μιχάλης. Με τον τρόπο που κρατούσε το χέρι της καταλάβαινε ότι του άρεσε και εκείνη.

Φτάσανε στο γεφυράκι και το περάσανε. Ο Μιχάλης την οδήγησε στην άμμο, στο σημείο που είχαν καθίσει το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν σταμάτησε. Την πήγε σε ένα απόμερο σημείο μακριά από τον κόσμο και τη φασαρία.

Στάθηκαν στην άμμο μόνοι με το σκοτάδι να τους κυκλώνει και από πάνω τους τον έναστρο ουρανό.

-Είναι ωραία, είπε η Κλερ.

Άπλωσε στην άμμο μια πετσέτα και ακούμπησε τα πράγματά της. Άρχισε να γδύνεται και ο Μιχάλης τη μιμήθηκε. Η Κλερ είχε φορέσει κάτω από τα ρούχα το μαγιό της. Παρότι το μαγιό ήταν ένα απλό μαγιό σε μαύρο χρώμα, κολάκευε την Κλερ. Τόνιζε τη λεπτή σιλουέτα της και έκανε αντίθεση με το λευκό της δέρμα.

Ο Μιχάλης είχε κάνει το ίδιο και έτσι γδύθηκε και εκείνος μένοντας με το μαγιό. Προχώρησε στην θάλασσα.

-Μπαίνουμε με το μαλακό, είπε και η Κλερ τον μιμήθηκε, όχι γιατί έβρισκε τη θάλασσα κρύα αλλά γιατί ήταν νύχτα και δεν ήξερε την περιοχή.

Πέσανε στο νερό και άρχισαν να κολυμπούν. Ο Μιχάλης κολυμπούσε ευθεία προς το μικρό νησάκι του αγίου Γεωργίου που βρισκόταν στα ανοιχτά και η Κλερ τον ακολούθησε. Ο Μιχάλης σταμάτησε αφού είχαν ανοιχτεί αρκετά. Η Κλερ ήρθε κοντά του.

-Γιατί σταματήσαμε;

-Για τη θέα.

Η Κλερ έριξε μια ματιά γύρω και κατάλαβε. Τα φώτα της ακτής ήταν μακριά μιας και πριν μπουν στην θάλασσα είχαν απομακρυνθεί από τα μαγαζιά και την πολυκοσμία και έτσι είχαν σκοτάδι γύρω τους. Με τον έναστρο ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους να αντικατοπτρίζεται στην θάλασσα γύρω τους, ήταν σαν να κολυμπούσαν σε έναν ωκεανό από αστέρια.

-Είναι πολύ όμορφα, είπε.

Ήθελε να τον αγκαλιάσει γι’ αυτήν την εμπειρία που της χάριζε. Αλλά αν το έκανε, δεν ήταν σίγουρη για το τι θα ακολουθούσε. Ο Μιχάλης την έβγαλε από το δίλημμα καθώς ξεκίνησε να κολυμπάει και πάλι. Τον ακολούθησε και τον είδε με έκπληξη να σηκώνεται όρθιος. Μέσα στο σκοτάδι δεν είχε καταλάβει ότι είχαν πλησιάσει κάποιο ύφαλο. Ο Μιχάλης στράφηκε προς το μέρος της και της έτεινε το χέρι του. Εκείνη το έπιασε και ο Μιχάλης την τράβηξε να φτάσει κοντά του.

-Τώρα σήκω όρθια, είπε. Μπορείς να πατήσεις άφοβα.

Το νερό τους έφτανε ως τους μηρούς.

-Πόσο βαθιά είναι εδώ;

-Πέρα από τον βράχο, μερικά μέτρα. Αλλά παλιά ίσα που έφτανε το νερό ως τον αστράγαλό μου. Δεν ξέρω αν ανέβηκε η θάλασσα ή υποχωρεί ο βράχος.

-Θα πάμε πιο βαθιά;

-Αυτό θα ήταν επικίνδυνο, έχει δίκτυα συνήθως.

Η Κλερ κοίταξε γύρω.

-Είναι ωραία. Άξιζε τον κόπο αυτό το νυχτερινό κολύμπι.

-Χαίρομαι που σου άρεσε. Θέλεις να επιστρέψουμε;

Η Κλερ ένευσε και έπεσαν πάλι στο νερό. Κολύμπησαν πίσω προς την ακτή και η Κλερ σταμάτησε πάλι στο σημείο που της είχε υποδείξει πριν. Έγειρε πίσω και κοίταξε τα αστέρια ψηλά στον ουρανό. Ήταν τόσο όμορφα, τόσο γαλήνια.

Τινάχτηκε καθώς την ακούμπησε κάτι που ήταν σκληρό και ταυτόχρονα αγκαθωτό. Έβγαλε μια κραυγή αλλά ο Μιχάλης την έπιασε καθησυχαστικά από τον ώμο.

-Δεν είναι τίποτα, ένα παλαμάρι.

-Ένα τι;

-Είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε για τα σκοινιά που δένουν για ασφάλεια τα πλοία και οι βάρκες.

Ο Μιχάλης το έπιασε και το σήκωσε μέσα από το νερό για να το δει η Κλερ. Ήταν ένα χοντρό σκοινί που είχε μαλλιάσει από την παραμονή στο νερό.

-Αυτό το σκοινί το δένουν στην ακτή και καταλήγει σε μια άγκυρα ή σε ένα βαρίδι. Όταν γυρνάει η βάρκα, τη δένουν και είναι ασφαλής.

-Τώρα δεν έχει βάρκα, παρατήρησε η κοπέλα.

-Λείπει σε νυχτερινό ψάρεμα, πυροφάνι που λένε. Θα γυρίσει την αυγή.

-Κατάλαβα.

-Επίσης είναι ο τεμπελόδρομός μας.

Τεμπελόδρομος είναι ένας ανεπίσημος όρος για τους κυλιόμενους ιμάντες που έχουν πολλά διεθνή αεροδρόμια για την πιο ξεκούραστη μετακίνηση επιβατών. Η Κλερ απόρησε με την παρομοίωση.

-Τι εννοείς;

-Ένας γρήγορος τρόπος για να πάμε σχεδόν ως έξω.

-Πώς;

-Πιάσου από τον ώμο μου, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο και η Κλερ έβαλε τα χέρια της και στους δύο ώμους του.

Ο Μιχάλης έπιασε το παλαμάρι και άρχισε να το τραβάει με δύναμη. Μιας και εκείνο ήταν δεμένο γερά, το αποτέλεσμα ήταν να ωθηθούν με ταχύτητα προς την ακτή εκείνος με την Κλερ. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι της για να μην τινάζεται το νερό στα μάτια της. Βρέθηκε να ακουμπάει σχεδόν τον λαιμό του Μιχάλη και αυτή τη φορά χωρίς να το πολυσκεφτεί απέθεσε ένα απαλό φιλί στον λαιμό του. Εκείνος δεν αντέδρασε και η Κλερ σκέφτηκε ότι δεν το είχε νιώσει με το νερό που τον χτυπούσε καθώς τους μετέφερε και τους δύο προς την αμμουδιά.

Ο Μιχάλης άφησε το παλαμάρι πάτησε, στον βυθό και γύρισε να πιάσει την Κλερ που, επειδή είχε ακόμα κεκτημένη ταχύτητα, κατέληξε στην αγκαλιά του σαστισμένη.

-Τι έγινε; ρώτησε.

-Το παλαμάρι έστριβε γιατί είναι δεμένο στα κάγκελα εκείνης της μάντρας, αλλά δεν ήθελα να πάμε προς εκείνη την κατεύθυνση. Έχει αχινούς και δεν θα ήθελα να έχεις κάποιο ατύχημα.

-Ευχαριστώ.

Στέκονταν σε απόσταση αναπνοής. Ο Μιχάλης την κοίταξε στα μάτια και την επόμενη στιγμή την αγκάλιασε. Τη φίλησε στο στόμα, τα χείλη της ήταν αλμυρά από το θαλασσινό νερό, και η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της. Η Κλερ τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και το φιλί βάθυνε. Ο Μιχάλης χάιδεψε την γυμνή της πλάτη και εκείνη ρίγησε.

Ο Μιχάλης άφησε τα χείλη της για να τη φιλήσει στον λαιμό κατηφορίζοντας προς τον ώμο της. Την ανασήκωσε για να φτάνει πιο εύκολα και εκείνη έδεσε τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Παραμέρισε τις τιράντες από το μαγιό της καθώς ο Μιχάλης φιλούσε τον λαιμό της και κατηφόρισε στον ώμο της, φίλησε την κλείδα της και μετά ακολούθησε την καμπύλη του στήθους της.

Η Κλερ έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο χάδι αυτό των χειλιών του. Ήξερε ότι έπρεπε να το σταματήσει, ότι αν δεν το έκανε σε λίγο δεν θα ήταν πια δυνατό να σταματήσουν, αλλά δεν ήθελε. Το ήθελε τόσο πολύ αυτό το χάδι. Καθώς ο Μιχάλης τη φιλούσε γύμνωσε το στήθος της. Εκείνος συνέχισε το φιλί του και έφτασε στην κορυφή του, στη ροδαλή θηλή με την άλω σε χρώμα κοραλλιού. Την ένιωσε να ερεθίζεται στα χείλη του και την κράτησε ανάμεσά τους ενώ τη χάιδευε με τη γλώσσα του.

-Μιχάλη… είπε η Κλερ.

-Ναι;

-Μην το σταματάς… Μου αρέσει.

Ήταν μια ηδονή που πρώτη φορά βίωνε, καθώς ο Μάρτιν ποτέ δεν το έκανε αυτό. Το θεωρούσε περιττό να το κάνει για να ευχαριστήσει εκείνη αφού δεν προσέφερε σε εκείνον τίποτα. Αλλά τώρα ο Μιχάλης τη φιλούσε εκεί και έστελνε στο κορμί της ρίγη απόλαυσης. Πίεσε το σώμα της πάνω του και εκείνος της χαμογέλασε για να τη φιλήσει στη συνέχεια στα χείλη ενώ της κατέβαζε το μαγιό στη μέση.

Η Κλερ ανταπέδωσε το φιλί με πάθος και έλυσε τα πόδια της από τη μέση του για να τον αφήσει να της το βγάλει τελείως. Ένιωσε τα χέρια του στους γυμνούς γοφούς της και ρίγησε από την προσμονή. Έβαλε τα χέρια της στη μέση του και έλυσε το κορδόνι του μαγιό του. Το κατέβασε απελευθερώνοντας τον ανδρισμό του. Τα δάχτυλά της τον χάιδεψαν παιχνιδιάρικα κάνοντας τον Μιχάλη να πάρει μια βαθιά ανάσα. Ύστερα την αγκάλιασε και την τράβηξε κοντά του.

Ένιωσε τον ανδρισμό του ανάμεσα στα πόδια της και φίλησε τον Μιχάλη με ένα βαθύ ερωτικό φιλί ενώ τον δεχόταν μέσα της. Τύλιξε και πάλι τα πόδια της στη μέση του. Τραβήχτηκε λίγο και τον κοίταξε στα μάτια.

-Κάνε μου έρωτα, ψιθύρισε, κάνε με να θυμάμαι τη νύχτα αυτή κάτω από τα άστρα.

Ο Μιχάλης έφερε το ένα χέρι του στην πλάτη της καθώς τη φιλούσε, και το ανέβασε χαϊδεύοντας ως τον λαιμό της ενώ την έκανε δική του.

-Μείνε μαζί μου, της ψιθύρισε.

-Απόψε και για την υπόλοιπη ζωή μου, είπε η Κλερ.

Σφίχτηκε πάνω του καθώς έφταναν μαζί στην ολοκλήρωση και την εκρηκτική κορύφωση.

Έμειναν για λίγο εκεί αγκαλιασμένοι, σιωπηλοί, απολαμβάνοντας ο ένας την παρουσία του άλλου και αυτό που μόλις είχε συμβεί μεταξύ τους.

Βγήκαν μετά από το νερό αφού μάζεψαν τα μαγιό τους. Η Κλερ πήρε μια πετσέτα από τα πράγματά της και γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη. Εκείνος απλά την παρακολουθούσε.

-Τι;

-Είσαι πολύ όμορφη.

Καθώς ήταν ακόμα ολόγυμνος μπορούσε να δει την επίδραση που είχε το θέαμα επάνω του. Πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε.

-Θα σου έκανα εδώ έρωτα, πάνω στην πετσέτα αλλά φοβάμαι ότι το πρωί θα βρούμε τον μπελά μας.

-Δεν πειράζει.

-Πρέπει να ντυθούμε, έχουμε δρόμο ως το ξενοδοχείο και οι καφετέριες είναι ακόμα ανοιχτές.

-Δεν χρειάζεται, είπε ο Μιχάλης, από’ δω το σπίτι μου είναι κοντά, θα πάρουμε το μονοπάτι που βλέπεις εκεί και δεν θα μας δει ψυχή. Απλά σκεπάσου με μια πετσέτα για την ψύχρα.

Αλλά η Κλερ δεν ένιωθε πια την ψύχρα. Η πρότασή του την είχε γεμίσει με μια πρωτόγνωρη θέρμη. Ήταν περισσότερο από ό,τι περίμενε να της προτείνει να πάνε σπίτι του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε με πάθος και εκείνος το ανταπέδωσε.

-Σπίτι σου, λοιπόν, είπε η Κλερ.

Ξεκίνησαν για το σπίτι του Μιχάλη.

Και η νύχτα ήταν ακόμα στην αρχή της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου