Κεφάλαιο
Δωδέκατο
Ο
Μιχάλης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε και τα δύο φύλλα της
καγκελόπορτας για να οδηγήσει μέσα η Κλερ. Εκείνη πάρκαρε δίπλα σε μια μεγάλη,
ροζιασμένη ελιά και βγήκε. Πήγαν μαζί ως το σπίτι. Ο Μιχάλης άνοιξε και μπήκαν.
-Θα
φύγουμε αμέσως; ρώτησε η Κλερ.
-Όχι,
ακόμα, είπε ο Μιχάλης, γιατί;
-Έλεγα
να πάω στο ξενοδοχείο, για μερικά ρούχα.
Ο
Μιχάλης την κοίταξε. Δίστασε για μια στιγμή, ήταν ίσως νωρίς για αυτό που ήθελε
να προτείνει. Ωστόσο γιατί να περιμένει; Είχε εξομολογηθεί στην Κλερ το πιο
μεγάλο μυστικό του, είχαν κάνει έρωτα με την πρόθεση να κάνουν παιδί. Τι θα
έπρεπε άραγε να τον κάνει να διστάσει;
-Κλερ,
σκεφτόμουν ότι δεν χρειάζεται να κάνεις αυτές τις διαδρομές. Να μείνεις εδώ,
μαζί μου, αν θέλεις. Έχω και άλλο δωμάτιο αν νιώθεις ότι εδώ θα είσαι
στρυμωγμένη και…
Η
Κλερ ρίχθηκε στην αγκαλιά του και τον φίλησε με πάθος.
-Ναι,
το θέλω, είπε μετά. Θα πάω να πάρω τα πράγματά μου και να έρθω.
-Ωραία,
θα σε περιμένω και θα πάμε για τον Ντάνιελ, είπε ο Μιχάλης και την φίλησε και
εκείνος. Πάμε να σου ανοίξω.
Ο
Ρωμανός βγήκε στον δρόμο με τη Φωτεινή και την Ελπίδα. Είχαν πάρει τα βιβλία
τους και τώρα συζητούσαν τι μπορούσαν να κάνουν ως την ώρα που θα περνούσε το
λεωφορείο για το χωριό.
-Πάμε
μέχρι την πλατεία να καθίσουμε; είπε ο Ρωμανός. Με τόσο βάρος δεν είμαστε να
πάμε και πολύ μακριά.
-Να
καθίσουμε για ένα παγωτό; ρώτησε η Ελπίδα.
Ο
Ρωμανός και η Φωτεινή αντάλλαξαν ένα άβολο βλέμμα.
-Κερνάω
εγώ.
-Δεν
είναι σωστό, είπε ο Ρωμανός, εμείς είμαστε δύο και εσύ μία.
-Δεν
πειράζει, είπε η Ελπίδα, πάμε να φάμε ένα παγωτό ως που να έρθει το λεωφορείο
μας.
Η
Έφη έκανε ηλιοθεραπεία ξαπλωμένη σε μια σαιζλόνγκ στον προσωπικό χώρο της
καμπίνας της Κατερίνας. Φορούσε τα γυαλιά ηλίου της και τίποτα άλλο, της άρεσε
και αυτού του είδους η ελευθερία.
-Απολαμβάνεις
τον ήλιο;
Η
Έφη σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε την Κατερίνα.
-Ναι,
είχες βγει στην πόλη;
Είχαν
πιάσει στο λιμάνι της Μυτιλήνης από το προηγούμενο βράδυ και είχαν βγει για
δείπνο, ύστερα είχαν περάσει μερικές ώρες στο κρεβάτι της Κατερίνας αλλά το
πρωί είχε φύγει όταν εκείνη ξύπνησε.
-Πήγες
για ψώνια;
-Ναι,
θα στα δείξω μετά. Τώρα ήθελα να σου δείξω αυτό, είπε η Κατερίνα και της έδειξε
ένα μικρό κουτάκι.
-Είναι
αυτό που νομίζω;
-Ναι,
το δηλητήριο για τον αγαπημένο σου.
Η
Έφη έκανε μια γκριμάτσα απέχθειας.
-Δεν
είναι ο αγαπημένος μου, ένας σακάτης είναι που έπαιξα μαζί του και τώρα θα
παίξω άλλη μια φορά μόνο που δεν θα του αρέσει καθόλου η κατάληξη, για εκείνον
και το μικρό αλητάκι.
-Όχι,
καθόλου, συμφώνησε η Κατερίνα.
-Θέλω
να τον δω να καταρρέει, να τσακίζεται, είπε η Έφη.
-Μου
αρέσεις όταν είσαι άγρια, είπε η Κατερίνα και άπλωσε τα χέρια της στο γυμνό
σώμα της Έφης.
Η
Κλερ επέστρεψε και άφησε τα πράγματά της στο δωμάτιο του Μιχάλη πριν πάρουν το
αυτοκίνητο για να πάνε να βρουν τους νεοφερμένους φίλους του. Μια γρήγορη ματιά
από την επαρχιακή οδό προς τη θάλασσα τους έπεισε ότι το Βίκτορυ δεν είχε ρίξει
άγκυρα στα ανοιχτά του οικισμού.
-Πρέπει
να πήγαν στην Πέτρα, είπε ο Μιχάλης, ίσως για να τελειώνουν και με τα
διαδικαστικά.
-Είναι
μακριά;
-Όχι,
η επόμενη κωμόπολη είναι μερικά χιλιόμετρα από’ δω, αν θες πάμε.
-Φυσικά,
είπε η Κλερ.
Ο
Ρωμανός, η Φωτεινή και η Ελπίδα δεν ήταν οι μόνοι μαθητές που κατέφτασαν στη
στάση για το λεωφορείο. Οι τρεις τους ανέβηκαν από τους πρώτους και προχώρησαν
πίσω – πίσω στην τελευταία θέση όπου μπορούσαν να καθίσουν μαζί. Η Φωτεινή
κάθισε στο παράθυρο και η Ελπίδα κάθισε δίπλα της. Ο Ρωμανός κάθισε δίπλα στην Ελπίδα.
-Πολλά
βιβλία, είπε η Φωτεινή, λες και δεν το ξέραμε ότι θα σκιστούμε στο διάβασμα
φέτος.
-Τελευταία
χρονιά, είπε η Ελπίδα. Μετά δεν θα είναι έτσι.
-Αρκεί
να περάσουμε, σχολίασε η Φωτεινή.
-Εσύ
φοβάσαι; Η πιο δυνατή μαθήτρια του σχολείου; την πείραξε ο αδερφός της.
-Οι
εξετάσεις είναι απρόβλεπτες, όλοι τις φοβούνται. Ξέρεις πόσοι καλοί μαθητές
τρώνε τα μούτρα τους κάθε χρόνο; Όσο καλά προετοιμασμένος και να είσαι δεν
ξέρεις τι μπορεί να τύχει, και πού πας και το άγχος, ε;
Η
Φωτεινή σταμάτησε να αγορεύει και έκανε ένα νόημα στον Ρωμανό. Η Ελπίδα είχε
ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του Ρωμανού και είχε αποκοιμηθεί. Το ένα χέρι
της ήταν στην τσάντα της που την είχε στο δάπεδο, το άλλο της ήταν στο χέρι του
Ρωμανού με τα δάκτυλά τους μπλεγμένα.
-Και
μετά μου λέτε δεν τρέχει τίποτα, ψιθύρισε με ένα χαμόγελο.
-Δεν
το περίμενα ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, είπε η Δωροθέα ενώ έβγαιναν από το
δικαστικό μέγαρο όπου ήδη το δικαστήριο είχε αποφασίσει αναστολή όλων των μέσων
κατά της ίδιας εκ μέρους της τράπεζας ως που να διαλευκανθεί η νομιμότητα ή μη
του αρχικού δανείου.
-Κύριε
Γιαννέλλη, αποδειχτήκατε τόσο καλός όσο λένε, είπε και η Δέσποινα. Κάνατε το
θαύμα σας.
-Δεν
θα το είχα πετύχει αν ο Μιχάλης δεν είχε κάνει την παρατήρηση για την
ημερομηνία.
-Πώς
μπορεί να θυμόταν κάτι τέτοιο; αναρωτήθηκε η Δωροθέα.
-Ίσως,
είπε η Δέσποινα, είναι η ημερομηνία που έμεινε ανάπηρος.
-Μητέρα!
-Όχι,
κυρία Αμπλιώτη, είπε ο δικηγόρος με βλοσυρό ύφος. Δεν είναι, ήταν ήδη σε αυτήν
την κατάσταση τότε. Και πολλά χρόνια πριν. Τον είδα όταν τον κατεβάσανε από το
Νοκτούρνο. Τον κάρφωσε στο κατάστρωμα μια αντένα που έσπασε από την
υπερκατασκευή του πλοίου. Στάθηκε τυχερός στην ατυχία του, λίγο πιο κάτω και θα
είχε χάσει το πόδι του, λίγο πιο πάνω θα του είχε κόψει την μηριαία αρτηρία και
θα είχε πεθάνει από αιμορραγία. Αλλά εσείς βλέπετε μόνο έναν σακάτη. Σας
απέδειξε ότι έχει ένα λαμπρό μυαλό.
-Δεν
παύει να είναι σακάτης.
-Δεν
τον θέλετε εχθρό σας.
-Γιατί
θα με χτυπήσει με το μπαστούνι; ειρωνεύθηκε η Δέσποινα.
-Όχι,
είπε ο δικηγόρος με ένα χαμόγελο, αλλά είναι ο πιο γενναίος άνθρωπος που ξέρω.
Αν υπάρχει κάποιος που δεν φοβάται τίποτα, είναι αυτός. Πάνε τόσα χρόνια και
δεν θα το ξεχάσω, να στέκεται μόνος του στην ουδέτερη ζώνη και να καλύπτει με
το σώμα του μια λιανή, ρακένδυτη φυγάδα ενώ τον σημαδεύουν μια ντουζίνα
Τούρκοι. Και αν ζει σήμερα, είναι γιατί ο Ακομινάτος ήταν απίστευτος σκοπευτής.
Κούνησε
το κεφάλι του.
-Τέλος
πάντων, αυτά είναι στο παρελθόν. Πάντως μην τον προκαλέσετε, δεν θα σας βγει σε
καλό. Λοιπόν, πρέπει να πηγαίνω. Θα τα πούμε σύντομα.
Ο
δικηγόρος χαιρέτησε και απομακρύνθηκε.
-Πάμε
και’ μείς, είπε η Δωροθέα, τα παιδιά θα έχουν γυρίσει από το σχολείο.
Απομακρύνθηκαν
λίγο πριν η Δωροθέα πει:
-Μητέρα
γιατί δεν τον συμπαθείς; Μας έκανε τόσο καλό, είναι τόσο φοβερό που υποφέρει
από ένα τραύμα;
-Φοβερό
ή μη είναι η αλήθεια. Και εσένα τι σε κόφτει; Σκέφτεσαι να του προσφέρεις ένα
ζεστό στήθος να ακουμπήσει και ένα κρεβάτι να ξεκουραστεί;
Η
Δωροθέα σταμάτησε να περπατάει και γύρισε και κοίταξε τη μητέρα της.
-Κοιμήθηκα
με τον άντρα μου, γιατί να μην κοιμηθώ και με αυτόν; Αυτός αν μη τι άλλο με
βοήθησε και του χρωστάω, είπε απότομα η Δωροθέα.
Όπως
το είπε σκέφτηκε το χέρι του στη χειραψία, γερό, αρρενωπό αλλά και ευγενικό. Το
σκέφτηκε να κλείνει πάνω στο στήθος της και ένιωσε ένα ρίγος προσμονής να την
διατρέχει. Ναι, ήθελε να κοιμηθεί με τον Μιχάλη.
Ο
Μιχάλης διέκρινε το Βίκτορυ στα ανοιχτά πολύ πριν φτάσουν στην κωμόπολη και
είπε στην Κλερ να πάρει την περιφερειακή οδό για να βγουν στην άλλη άκρη της
όπου και ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε τον Ντάνιελ.
-Τον
ξέρεις χρόνια;
-Ναι,
έχουμε ξανακάνει αποστολές μαζί.
-Πώς
γνωριστήκατε;
-Μεγάλη
ιστορία, είπε ο Μιχάλης, έχεις μερικές μέρες διαθέσιμες;
-Για
σένα; Όσες θέλεις.
-Είναι
όντως μεγάλη ιστορία.
-Θα
μου την πεις όμως;
-Ναι,
βεβαίως.
Αφήσανε
το αυτοκίνητο στην άκρη της κωμόπολης και προχωρήσανε στο εσωτερικό της. Στην
πλευρά αυτή βρίσκονταν το πιο σύγχρονο μέρος με ενοικιαζόμενα δωμάτια και πολλά
τουριστικά μαγαζιά. Εκεί βρίσκονταν και οι λιμενικές αρχές. Πριν φτάσουν στο
λιμεναρχείο, ο Μιχάλης εντόπισε ένα φουσκωτό τραβηγμένο στην άμμο. Ένας άντρας,
που φαινόταν από μακριά ότι ήταν ναυτικός, καθόταν στην πρύμνη του και
αγνάντευε τη θάλασσα ακουμπισμένος στην εξωλέμβιο μηχανή.
-Όπως
το φαντάστηκα, είπε ο Μιχάλης.
Πλησίασαν
τον άνδρα και μετά ο Μιχάλης είπε στα Αγγλικά.
-Εσύ
φυλάς τη βάρκα, αλλά ποιος φυλάει εσένα;
-Ποιος
φυλάει τους φύλακες, κύριε καθηγητά, είπε ο άνδρας και γύρισε προς το μέρος του
χαμογελώντας. Χαίρομαι που σε βλέπω, Μάικ.
-Δεν
είμαι πια καθηγητής, Γουίλ, είπε ο Μιχάλης. Πώς είσαι εσύ;
-Μια
χαρά, είμαστε χαρούμενοι που ξαμοληθήκαμε και πάλι για κυνήγι, είπε ο άλλος
άνδρας. Και ποια είναι η πανέμορφη δεσποινίς;
-Κλερ
Σεν Βίνσεντ, συστήθηκε η Κλερ και του έσφιξε το χέρι.
-Γουίλλιαμ
Κάβεντις, είπε ο άνδρας.
-Ο
Γουίλλιαμ ήταν στους πεζοναύτες και από τότε που αποστρατεύθηκε ακολουθεί τον
Ντάνιελ σε εξερευνήσεις για να έχει ακόμα το στοιχείο της περιπέτειας στη ζωή
του, ολοκλήρωσε τις συστάσεις ο Μιχάλης, Γουίλ, να σου συστήσω την κοπέλα μου.
-Τι;
Αποφάσισες να νοικοκυρευτείς;
Ο
πρώην πεζοναύτης στράφηκε στην Κλερ.
-Εσύ
είσαι δική μας έτσι; Βρετανή.
-Ναι.
-Το
ήξερα ότι χρειαζόταν ένα από τα δικά μας κορίτσια για να τον πείσει να πάψει να
είναι μοναχικός λύκος, μπράβο κοπελιά.
-Πού
είναι ο Ντάνιελ; ρώτησε ο Μιχάλης. Στο λιμεναρχείο;
-Ναι,
θα έρθει όπου να’ ναι.
-Ωραία,
θα τον περιμένουμε.
-Θες
να σας πάω στο πλοίο και να γυρίσω;
-Όχι,
θα τον περιμένουμε.
-Μια
χαρά. Βολευτείτε εδώ πέρα.
-Πρέπει
να ξυπνήσεις, φτάσαμε, είπε ο Ρωμανός απαλά στην Ελπίδα.
Η
κοπέλα τινάχτηκε και γύρισε να τον κοιτάξει. Βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής και
ο Ρωμανός έπιασε τον εαυτό να εύχεται να μπορούσε να την φιλήσει. Η Ελπίδα είχε
ζεσταθεί μέσα στο λεωφορείο και είχε αναψοκοκκινίσει. Το χρώμα την έκανε να
δείχνει ακόμα πιο όμορφη και της χάριζε μια ψεύτικη εικόνα ευρωστίας. Αυτή η
τελευταία σκέψη ήρθε να ματώσει την καρδιά του νεαρού άνδρα.
Το
λεωφορείο σταμάτησε με ένα ξεφύσημα των φρένων και οι τρεις τους κατέβηκαν. Η
Ελπίδα στάθηκε για μια στιγμή να ξυπνήσει τελείως.
-Ωραίος
ήταν αυτός ο ύπνος, είπε, λίγα λεπτά αλλά αναζωογονητικά.
-Έλα
να καθίσεις μαζί μας, είπε ο Ρωμανός. Άσε την τσάντα θα την πάρω εγώ.
-Α
μπράβο! είπε πειρακτικά η Φωτεινή, εμένα δε λες να με ξεκουράσεις!
Γέλασαν
και οι τρεις και ξεκίνησαν για το μαγαζί. Δεν υπήρχαν πολλοί θαμώνες και
κάθισαν και εκείνοι σε ένα τραπέζι.
-Λοιπόν,
θα σου κάνουμε το τραπέζι, είπε η Φωτεινή, τι έχεις όρεξη να φας;
-Δεν
χρειάζεται.
-Επιμένω,
είπε η Φωτεινή.
-Και’
γώ, είπε ο Ρωμανός και έπιασε το χέρι της πάνω στο τραπέζι.
Η
Ελπίδα τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε.
-Εντάξει,
να μη σας χαλάσω το χατίρι, είπε και κάλυψε το χέρι του με το ελεύθερο δικό
της.
Η
Μάρθα βγήκε από το λουτρό ολόγυμνη με μια μόνο πετσέτα στα χέρια με την οποία
σκούπιζε τα μαλλιά της. Κοντοστάθηκε στο κέντρο του δωματίου με το μυαλό της να
κάνει σχέδια για το βράδυ. Ήξερε ότι είχε τελειώσει με τον Ρωμανό και σκεφτόταν
ποιο αρσενικό θα μπορούσε να πάρει τη θέση του.
Είχε
προσέξει έναν γκρουμ από το προσωπικό που έδειχνε ότι θα την ικανοποιούσε
απόλυτα. Πέταξε την πετσέτα στο μπουντουάρ και πήγε να πάρει το μπουρνούζι της
από την ράχη μιας καρέκλας. Δεν πρόλαβε να το κάνει καθώς άνοιξε η πόρτα και
μπήκε ο Βασίλης που έλεγε:
-Η
Φοίβη κοιμάται ακόμα, έλεγα αν ενδιαφέρεσαι για μια…
Σταμάτησε
βρίσκοντας την Μάρθα μπροστά του σε αυτήν την κατάσταση. Το μαγιό που φορούσε
ήταν αρκετά εφαρμοστό για να διακρίνει τον ανδρισμό του να σκληραίνει.
-Βλέπει
κάτι που σου αρέσει; τον ρώτησε πειραχτικά.
-Πολλά,
είπε ο Βασίλης και την πλησίασε.
Η
Μάρθα έλυσε το μαγιό του και το άφησε να πέσει στα πόδια του.
-Η
Φοίβη κοιμάται;
-Ναι,
ακόμα.
-Τι
περιμένεις τότε;
Ο
Βασίλης την αγκάλιασε και εκείνη έφερε το πόδι της γύρω από τη μέση του.
-Ξέσκισέ
με, αγόρι μου, του είπε.
Την
σήκωσε στα χέρια του και την κάθισε πάνω στο μπουντουάρ, εκείνη έδεσε τα πόδια
της στη μέση του και ολοκλήρωσαν σε εκείνη τη θέση. Μετά η Μάρθα τον οδήγησε
στο κρεβάτι της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου