Μέρες Του Φθινοπώρου 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Ενδέκατο

 

Η Κλερ άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας υπερβολικά ζεστή. Ξεσκεπάστηκε και η πρωινή δροσιά πάνω στο γυμνό σώμα της την ανακούφισε κάπως αλλά πάλι δεν ένιωθε καλά. Ένα σφίξιμο στο στέρνο επιβεβαίωσε τον χειρότερο φόβο της.

Όχι! Όχι, τώρα. Θεέ μου, όχι τώρα, σκέφθηκε, ενώ ο πόνος γινόταν πιο οξύς.

Προσπάθησε να φτάσει την τσάντα της αλλά δεν μπορούσε. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τον ακόμα κοιμισμένο Μιχάλη. Ήθελε να τον ξυπνήσει αλλά δεν είχε δύναμη να τον σκουντήσει. Το χέρι της έπεσε στο πλάι αδύναμα. Έπιασε το χέρι του Μιχάλη, θα πέθαινε κοντά του, ήταν κάτι και αυτό.

Το άγγιγμα της τον ξύπνησε. Για μια στιγμή δεν κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ύστερα ανακάθισε.

-Κλερ, είπε η φωνή του ακόμα βραχνή από τον ύπνο, έχεις ένεση μαζί σου; Στην τσάντα σου;

Η Κλερ ένευσε αδύναμα. Η αναπνοή της είχε γίνει ρηχή και αγωνιώδης. Ο Μιχάλης έπιασε την τσάντα της Κλερ και άρχισε να ψάχνει με γρήγορες κινήσεις. Ενώ το έκανε αυτό έριχνε ματιές και στην ίδια και συνέχιζε να της μιλάει:

-Μείνε μαζί μου, αγάπη μου, μπορείς να το ξεπεράσεις. Μη φοβάσαι. Θα τα καταφέρεις.

Βρήκε τη σύριγγα και μετά στράφηκε στην αγαπημένη του. Την γύρισε στο πλάι και έκανε ένα σταυρό στον γλουτό της καθορίζοντας το τεταρτημόριο που ήθελε και μετά της έκανε την ένεση. Άφησε τη σύριγγα και την πήρε στην αγκαλιά του ανασηκώνοντας το πάνω μέρος του κορμιού της και κρατώντας το κεφάλι της.

-Ανάσαινε, αργά και σταθερά. Έλα, ψυχή μου, μπορείς, ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις.

Η Κλερ προσπάθησε να μιλήσει αλλά δεν μπόρεσε. Μόνο τον κοίταζε στα μάτια. Ο Μιχάλης την κρατούσε στην αγκαλιά του και εκείνη τον κοίταζε στα μάτια. Αργά αργά η αναπνοή της έγινε κανονική και το χρώμα γύρισε στα μάγουλά της.

-Είμαι εντάξει, είπε απαλά.

Ανασηκώθηκε και ανατρίχιασε με το αεράκι στην πλάτη της καθώς ήταν τώρα μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο Μιχάλης την πήρε πάλι στην αγκαλιά του και εκείνη μαζεύτηκε κοντά του σαν παιδί που αναζητά προστασία.

-Πρέπει να σου πω κάτι, είπε η Κλερ.

-Ό,τι θες.

-Θα σου το πω…Είναι δύσκολο γι’ αυτό μην με διακόψεις, σε παρακαλώ.

-Σε ακούω, είπε απλά ο Μιχάλης αλλά την έσφιξε λίγο περισσότερο στην αγκαλιά του.

-Πάσχω από ένα σπάνιο καρδιοαναπνευστικό σύνδρομο. Δεν ξέρω πόσο έχω να ζήσω, δεν περιμένουν οι γιατροί να υποκύψω άμεσα αλλά δεν θα ζήσω για να γεράσω. Έπρεπε να στο πω από την αρχή. Δεν το έκανα γιατί στην αρχή ξεκινήσαμε φιλικά και είπα θα είναι ωραία να έχω την παρέα σου όσο είμαι εδώ. Ακόμα και όταν φιληθήκαμε και σταματήσαμε έπεισα τον εαυτό μου ότι ήταν όλα εντάξει. Και μετά κάναμε μπάνιο μαζί και ήρθε η στιγμή που κάναμε έρωτα. Έπρεπε να μιλήσω, να σε σταματήσω αλλά δεν μπορούσα. Ξέρεις γιατί; Με φίλησες με έναν τρόπο που ο Μάρτιν δεν έκανε ποτέ, φίλησες το στήθος μου που εκείνος το έβρισκε περιττό, και μετά βίωσα τον πρώτο μου οργασμό. Ήθελα κι άλλο, να νιώσω ποθητή, αγαπημένη. Να αισθανθώ αυτά που δεν είχα ποτέ. Δεν μου πήγαινε να τα σταματήσω όλα.

Η Κλερ σταμάτησε και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Τα ξανάνοιξε και συνέχισε.

-Απόψε μου άνοιξες την καρδιά σου. Για μένα αυτό που έκανες ήταν το σωστό και δεν είναι πρόβλημα να μείνω μαζί σου. Μετά δεν μπορούσα να σου πω τι μου συμβαίνει γιατί θα ήταν σαν να σου ζητούσα αντάλλαγμα για το ότι έμεινα μαζί σου. Τώρα ξέρεις. Θα καταλάβω αν θέλεις να φύγεις.

Ο Μιχάλης την ανασήκωσε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Ύστερα την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Κλερ πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.

-Δεν θα σε αφήσω ποτέ, της είπε ο Μιχάλης.

Η Κλερ τον φίλησε και εκείνη. Μετά ανακάθισε στην αγκαλιά του και τον φίλησε με πάθος στο στόμα, η γλώσσα της βρήκε τη δική του σε ένα ερωτικό παιχνίδι που κανείς από τους δύο δεν διέκοψε για λίγο. Η Κλερ μετακινήθηκε στην αγκαλιά του για να τον δεχθεί μέσα της και βόγκηξε ελαφρά καθώς αυτό συνέβαινε. Συνέχισαν έτσι ως την ολοκλήρωση. Η Κλερ έγειρε στην αγκαλιά του πάλι.

-Σε ευχαριστώ που είσαι ακόμα εδώ, είπε.

-Δεν θα έφευγα και να σε αφήσω.

-Οι πιο πολλοί δεν θα έμεναν.

-Γι’ αυτό χώρισες;

-Ναι, ο Μάρτιν όταν το έμαθε μου είπε ότι, αν ήθελα να έχω κάποιον στη ζωή μου ενώ είμαι έτσι, πρέπει να κάνω κάποιες παραχωρήσεις και να μην το παίζω σεμνή. Κοινώς να του κάνω αυτό που είχα αρνηθεί.

-Τι κόπανος! έκανε ο Μιχάλης. Τι του είπες;

-Να πάει να γαμηθεί! είπε η Κλερ. Δεν είχα ποτέ απαντήσει σε άνθρωπο έτσι και δεν το έκανα και έκτοτε αλλά δεν μπόρεσα να κρατηθώ με τον Μάρτιν.

Ο Μιχάλης χάιδεψε την πλάτη της και η Κλερ τον φίλησε στον λαιμό όπως ήταν στην αγκαλιά του. Ευχήθηκε να είχε χρόνο μαζί του και να ήταν δυνατό να του χαρίσει ένα παιδί. Θα ήθελε να ζήσει μαζί του σε μια οικογένεια όσο της έμενε να ζήσει και θα ήταν και πιο εύκολο για εκείνον μετά αν δεν ήταν μόνος.

-Πάμε να κάνουμε ένα μπάνιο; είπε η Κλερ, και μετά να ετοιμαστούμε να γυρίσουμε;

-Ναι, πάμε.

Πήγαν στη θάλασσα και κολύμπησαν αλλά όχι βαθιά. Η Κλερ φαινόταν να έχει μια παιχνιδιάρικη διάθεση και έριχνε στον Μιχάλη νερά. Εκείνος της το ανταπέδωσε και για λίγο έπαιζαν σαν παιδιά. Η Κλερ ήξερε τι έφταιγε, είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω της. Το μέλλον δεν είχε αλλάξει αλλά είχε γίνει πιο φωτεινό. Ό,τι και αν ερχόταν δεν θα το αντιμετώπιζε μόνη.

Βγήκαν από τη θάλασσα και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ενώ μάζευαν τα πράγματά τους την προσοχή της Κλερ τράβηξε ένα πλοίο στο βάθος.

-Κοίτα, είναι πολεμικό; ρώτησε τον Μιχάλη.

-Ήταν κάποτε, είπε εκείνος.

-Θες να πεις ότι ξέρεις ποιο πλοίο είναι;

-Ναι, το HMS Βίκτορυ. Όταν το ναυτικό το παρόπλισε, ο Ντάνιελ το αγόρασε και το διαμόρφωσε σε ερευνητικό. Επίσης είναι παμπόνηρος. Αντί για την κλασσική προσέγγιση στο νησί προτίμησε να κάνει τον κύκλο του νησιού. Έτσι εμείς ξέρουμε ότι κατέφτασε ο Βλέμμυς αλλά εκείνος δεν εντόπισε τον Ντάνιελ.

-Έχει να κάνει με την έρευνα για το πλοίο;

-Ναι, θα ρίξουν άγκυρα στα ανοιχτά εδώ ή θα πάνε στο Μόλυβο. Θα μάθω σύντομα. Μετά θα πάω εκεί. Μπορείς να έρθεις και εσύ, αν θέλεις βέβαια.

Η Κλερ τον κοίταξε.

-Δεν θα άφηνα μια ευκαιρία σαν αυτή να πάει χαμένη, να δω λίγο από το πώς είναι η ζωή σου όταν δεν κάνεις απλά διακοπές. Αλλά ως τι θα έρθω μαζί σου; Δεν θα σε ρωτήσουν;

-Ναι, είπε ο Μιχάλης, και η απάντησή μου θα είναι αποδεκτή.

-Ποια θα είναι αυτή η απάντηση;

-Η κοπέλα μου… η μνηστή μου, αν θες.

Η Κλερ τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της. Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και την κράτησε σφιγμένη πάνω του με την καρδιά της να χτυπάει δίπλα στη δική του.

 

Ο Ρωμανός και η Φωτεινή ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στο λύκειο μιας και τους είχε φέρει η μητέρα τους φεύγοντας για τη Μυτιλήνη. Το χωριό τους διέθετε μόνο δημοτικό, για γυμνάσιο και λύκειο έπρεπε να πηγαίνουν στην πιο κοντινή κωμόπολη. Έτσι η Ειρήνη, που ήταν στο γυμνάσιο, και τα δύο δίδυμα αδέρφια έπρεπε να πηγαίνουν στην Πέτρα. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη αλλά η έλλειψη τακτικής συγκοινωνίας δυσκόλευε τα πράγματα.

Περνώντας την μεγάλη καγκελόπορτα ο Ρωμανός έριξε μια ματιά στην αυλή. Κάμποσοι από τους συμμαθητές του είχαν μαζευτεί από νωρίς για να παίξουν μπάσκετ. Υπό άλλες συνθήκες θα πήγαινε και εκείνος να παίξει αλλά τώρα είχε ένα ραντεβού να τηρήσει.

-Θα σε δω μετά, είπε στην Φωτεινή και εκείνη χαμογέλασε.

Το λύκειο στεγαζόταν σε παλιό, κλασικό κτίριο, ένα αρχοντικό μιας άλλης εποχής που καταλάμβανε ένα ολόκληρο τετράγωνο, όσο βέβαια ο όρος αυτός μπορούσε να έχει εφαρμογή στην γραφική κωμόπολη με τα στενά δρομάκια. Μπορούσε να θεωρηθεί ότι πιάνει ένα τετράγωνο μιας και από όλες τις πλευρές περνούσε ένας δρόμος με την επαρχιακή οδό να περνάει από την πρόσοψή του. Η αυλή του κτιρίου ήταν στο μπροστινό μέρος αλλά υπήρχε ακάλυπτος χώρος και στα πλευρά εξαιτίας της εγγύτητας με τους δρόμους. Ο Ρωμανός ήξερε ότι αριστερά όπως έβλεπε το σχολείο θα έβρισκε την Ελπίδα.

Δεν έκανε λάθος, όπως συνήθιζε η κοπέλα καθόταν κάτω από τον τεράστιο πλάτανο στο πεζούλι που πήγαινε γύρω από τον κορμό του.

-Καλημέρα! της είπε.

Η Ελπίδα σηκώθηκε και τον αγκάλιασε.

-Καλή χρονιά να έχουμε! του ευχήθηκε.

Φορούσε ένα ελαφρύ πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι. Ήταν φανερό ότι κρύωνε. Κάθισαν πάλι στο πεζούλι.

-Πώς είσαι; ρώτησε ο Ρωμανός.

-Εντάξει, είπε η κοπέλα. Απλά είναι ακόμα πρωί και νιώθω κάπως το κρύο.

Ο Ρωμανός πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την κράτησε κοντά του.

-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα.

-Στη διάθεσή σου, γι’ αυτό είναι οι φίλοι.

Η Ελπίδα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το χέρι του Ρωμανού στον ώμο της. Έμειναν έτσι για λίγο χωρίς να μιλάνε. Η κοπέλα είχε σταματήσει να κρυώνει.

-Το ξέρεις ότι κάνει κρύο το πρωί, γιατί βιάστηκες να έρθεις;

-Έπρεπε να φύγουν οι δικοί μου για δουλειές.

Ο Ρωμανός ένευσε. Οι γονείς της δούλευαν μακριά και έτσι αν ήταν να την φέρουν στο σχολείο έπρεπε να είναι πολύ νωρίς.

-Δεν πειράζει, απλά έλεγα αν θα έρθεις νωρίς.

-Η μητέρα μου πάει στη Μυτιλήνη.

-Είχατε νέα; ρώτησε η Ελπίδα που ο Ρωμανός της είχε εξομολογηθεί από καιρό την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν μπλεγμένοι.

-Ναι, ένας φίλος του δικηγόρου μας έκανε θαύματα και ξαφνικά έχουμε ελπίδα να ξεμπλέξουμε.

-Αυτά είναι καλά νέα! Πολύ χαίρομαι! Τι έκανε ο φίλος του δικηγόρου σας;

Ο Ρωμανός της εξήγησε πώς ο Μιχάλης είχε παρατηρήσει αυτό που κανείς άλλος δεν είχε σκεφθεί να ελέγξει και ξαφνικά είχαν μια ελπίδα να βγουν από το αδιέξοδο ενώ είχε πάψει να τους κυνηγάει και η εφορία αφού ένα χρέος είχε τακτοποιηθεί λογιστικά.

-Ο Θεός άκουσε τις προσευχές σας και έστειλε κάποιον να σας βοηθήσει.

-Μήπως να του ζητήσω να εξαφανίσει και την Ράλλη τώρα που είναι εδώ; είπε ο Ρωμανός κάνοντας την Ελπίδα να γελάσει.

Η κοπέλα σταμάτησε ξαφνικά να γελάει, πνίγηκε, διπλώθηκε στα δύο και άρχισε να βήχει. Ο Ρωμανός την άφησε και σηκώθηκε όρθιος. Έπιασε την φίλη του από τους ώμους και την βοήθησε να ανασηκωθεί.

-Πάρε ανάσα, έλα με το μαλακό.

Η Ελπίδα κρατήθηκε πάνω του παίρνοντας κοφτές ανάσες. Κατάφερε να σταθεί όρθια.

-Ευχαριστώ, είπε. Μια μέρα θα το πάθω αυτό και δεν θα υπάρχει επιστροφή.

Ο Ρωμανός την αγκάλιασε.

-Είπαμε, δεν θα το λες αυτό. Θα γίνεις καλά.

-Το είπαμε, είπε η Ελπίδα απαλά. Αλλά δε σημαίνει ότι θα γίνει.

-Θα γίνει, είπε ο Ρωμανός και τα μάτια του ήταν δύο θάλασσες πόνου. Είσαι δυνατή.

-Δεν την πας πουθενά απόμερα; Σε λίγο θα σου τον πάρει κανονικά.

Ο Ρωμανός στράφηκε στον συμμαθητή του που είχε πλησιάσει και είχε μιλήσει με τον τρόπο αυτό. Ήταν ένας μυώδης τύπος γνωστός για την τάση του να μπλέκει σε καυγάδες, αλλά ο Ρωμανός δεν πτοήθηκε καθόλου.

-Δημήτρη; Την βλέπεις τη θάλασσα; Άντε πνίξου! Ή ξαναπές κάνα τέτοιο για την Ελπίδα και σε πνίγω εγώ, είπε απότομα και ένιωσε την Ελπίδα να ριγεί στην αγκαλιά του ανήσυχη.

-Ώπα, ρε ιππότη! Δεν σου τη θίξαμε! είπε ο Δημήτρης αλλά έφυγε.

-Σε βάζω σε μπελάδες, είπε η Ελπίδα.

-Δεν με ενδιαφέρει, δε θα επιτρέψω σε κανέναν να βρίσει ή να σε προσβάλλει. Όποιος και αν είναι. Πώς είσαι; Συνήλθες;

-Ναι, εντάξει.

Χτύπησε το κουδούνι και οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν σε σειρές.

Ο Ρωμανός στάθηκε με τους συμμαθητές του έχοντας το μυαλό του στην Ελπίδα ωστόσο. Η κοπέλα είχε σταθεί δίπλα στην Φωτεινή και ήξερε ότι η αδερφή του θα την πρόσεχε αλλά ήθελε να έχει και ο ίδιος τον νου του.

Γνώριζε την Ελπίδα πολλά χρόνια αφού ήταν συμμαθητές από την πρώτη δημοτικού. Στο γυμνάσιο η σχέση τους είχε γίνει στενότερη, ήταν φίλοι αλλά ήταν μια φιλία πιο ισχυρή από ό,τι είχαν με άλλους. Ήταν οι δυο τους ενάντια στον κόσμο, μαζί με την Φωτεινή που ήταν επίσης φίλη της Ελπίδας από την αρχή. Την είχε παρακολουθήσει από κορίτσι να γίνεται γυναίκα και από μια τραγική σύμπτωση ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε δει σχεδόν τελείως γυμνή.

Το μυαλό του γύρισε σε εκείνη την ημέρα δύο χρόνια πριν, πρώτες τους μέρες στο λύκειο. Η μέρα ήταν ζεστή και οι κοπέλες μετά τη γυμναστική είχαν πάει στις τουαλέτες για να αλλάξουν και να ρίξουν και λίγο νερό πάνω τους. Η Ελπίδα είχε αρχίσει να μην νιώθει καλά, σαν να είχε πυρετό. Είχε γδυθεί από τη μέση και πάνω με σκοπό να βρέξει το σώμα της μήπως νιώσει καλύτερα. Τότε είχε παρατηρήσει τις μελανιές στην κοιλιά της, ανεξήγητες μιας και δεν είχε χτυπήσει και ούτε και πονούσαν, και κατέβαζε την φόρμα της για να δει αν είχε και στα πόδια της όταν σωριάστηκε στο δάπεδο λιπόθυμη.

Τα άλλα κορίτσια έβαλαν τις φωνές και ο Ρωμανός ήταν ανάμεσα σε εκείνους που έτρεξαν. Αντίθετα με τους υπόλοιπους, δεν δίστασε να μπει στις τουαλέτες, και ας ήταν γυναικείες, και να πάει κοντά στην Ελπίδα. Διαπιστώνοντας ότι δεν συνερχόταν και δεν ανταποκρινόταν σε κανένα ερέθισμα, φώναξε να καλέσουν ένα ασθενοφόρο. Έμεινε μαζί με την Ελπίδα, γονατισμένος δίπλα της και προσπαθώντας να την συνεφέρει. Η Ράλλη, που ήταν η πρώτη καθηγήτρια που είχε καταφτάσει, του είχε πει να βγει από τις γυναικείες τουαλέτες αλλά εκείνος της είχε πει να σκάσει.

Όταν έφτασε το νοσοκομειακό όχημα, σήκωσε στην αγκαλιά του την Ελπίδα για να τη μεταφέρει στο χολ, εκεί ο χώρος ήταν στενός για να φέρουν φορείο. Ήταν γυμνή με το εσώρουχο μόνο και τη φόρμα χαμηλά στα πόδια της αλλά δεν ασχολήθηκε με αυτό, φοβόταν για το τι ήταν που της συνέβαινε. Τη στιγμή που την σήκωσε, η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι ήταν εκείνος που την κρατούσε. Ξανάκλεισε τα μάτια της και σφίχτηκε πάνω του.

Την έβαλε στο φορείο και καθώς την πήγαιναν στο ασθενοφόρο, είπε στην Φωτεινή να νοιαστεί για τα πράγματά του και να ενημερώσει τη μητέρα τους για το πού βρισκόταν ο ίδιος. Η Ράλλη του έβαλε πάλι τις φωνές ότι αυτό που έκανε δεν επιτρεπόταν αλλά ο Ρωμανός την αγνόησε και πήγε μαζί. Σε όλο το δρόμο ως τη Μυτιλήνη χάιδευε τα μαλλιά της Ελπίδας και της ψιθύριζε ενθαρρυντικά.

Έτσι άρχισε ο αγώνας της κοπέλας με τη λευχαιμία. Ένας αγώνας με περισσότερες ήττες παρά νίκες, με κάθε θεραπεία να αποδεικνύεται μετά από λίγο ανίκανη να σταματήσει την εξέλιξη της νόσου και να πρέπει να πάει σε άλλη, ισχυρότερη. Αυτές οι θεραπείες ήταν η αιτία που είχε χάσει τα μαλλιά της και ήταν τόσο εξασθενημένη πολλές φορές.

-Τι κοιτάς την Στεφάνου; ψιθύρισε στο αυτί του ένας από τους συμμαθητές του. Η τουρίστρια που πήδηξες ήταν σκάλες ανώτερη, βυζάρες, καυτά κωλομέρια…

-Καλά, δεν την λες και μπάζο, ρε, είπε ένας άλλος. Ωραία βυζάκια έχει και η Στεφάνου. Στητά, στρογγυλά.

-Σκάστε! είπε απότομα ο Ρωμανός.

-Τι; Θες να προσέξεις στον αγιασμό;

-Ναι, τρέχει τίποτα;

Ήθελε να προσέξει στον αγιασμό και να προσευχηθεί για την υγεία της Ελπίδας, της κοπέλας που ήξερε πολύ καλά ότι του ήταν πολύτιμη και τόσο κοντά του όσο η Φωτεινή με την οποία ήταν μαζί από τη μήτρα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου