Μέρες Του Φθινοπώρου 16

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο

 

Η Κλερ πάτησε πάνω στο κρεβάτι για να φορέσει την κάλτσα που της έφτανε ως το γόνατο. Μόλις την έφτιαξε ίσια πρόσεξε τον Μιχάλη που την κοιτούσε καθισμένος στην καρέκλα του.

-Μη με κοιτάς έτσι, του είπε. Ξέρω πως δεν είμαι και καμιά θεά.

-Για εμένα είσαι η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο.

Η Κλερ χαμογέλασε.

-Στον κόσμο; Ούτε καν πάνω στο νησί. Αμφιβάλλω αν είμαι έστω η πιο όμορφη γυναίκα που πέρασε από τη ζωή σου.

-Είσαι η πιο όμορφη. Χωρίς κανέναν περιορισμό.

Η Κλερ χαμογέλασε και πάλι και συνέχισε με το άλλο πόδι. Ήταν ντυμένη με τα εσώρουχά της μόνο και τώρα είχε ξεκινήσει να βάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της. Είχαν κάνει έρωτα με τον Μιχάλη και μετά μαζί μπάνιο και τώρα είχαν αποφασίσει να βγουν μια βόλτα και να επισκεφθούν ίσως και το Βίκτορυ.

Ένιωσε το χέρι του Μιχάλη στο γοφό της.

-Τι; Θα μου πεις ότι είμαι και σέξι; τον πείραξε η Κλερ.

-Αμφιβάλλεις ότι είσαι;

Η Κλερ γέλασε αυτή τη φορά.

-Μετά τις τόσες μας ερωτικές επαφές, όχι!

-Αλλά τώρα δεν πρόκειται γι’ αυτό, ήθελα να βεβαιωθώ ότι δεν έκανα καμιά ζημιά με την ένεση χθες το πρωί.

-Το κοίταξα και εγώ όταν έκανα μπάνιο, δεν άφησες το παραμικρό σημάδι.

Η Κλερ έκανε μια παύση. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.

-Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Χθες το πρωί, παρότι είχες μόλις ξυπνήσει, κατάλαβες αμέσως τι έγινε και ενήργησες απόλυτα ψύχραιμα σε βαθμό που να μου κάνεις μια αψεγάδιαστη ένεση. Έχει ξανασυμβεί να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο, ήξερες τι να κάνεις, σωστά;

Είδε τον πόνο στα μάτια του πριν καν ο Μιχάλης ξεκινήσει να μιλήσει και ήξερε ότι αυτό που θα άκουγε ήταν κάτι που τον είχε σημαδέψει.

-Το έχω ξανακάνει. Σε μια άλλη κοπέλα… Σε μια άλλη ζωή.

-Ποια ήταν;

-Η πρώτη γυναίκα που αγάπησα. Τη λέγανε Μαρία…

-Λυπάμαι, είπε η Κλερ και τον αγκάλιασε. Με συγχωρείς που στο θύμισα.

-Δεν μπορούσες να ξέρεις, πώς θα μπορούσες;

-Τι είχε; Αν θέλεις να μου πεις.

Ο Μιχάλης για μια στιγμή δεν απάντησε και η Κλερ ξεκίνησε να πει:

-Αν δεν θες, δεν…

-Είχε το ίδιο σύνδρομο με εσένα.

Η Κλερ χλόμιασε. Η συνειδητοποίηση ήταν τόσο απότομη σαν να την είχαν περιλούσει με παγωμένο νερό. Όταν είχε αποκαλύψει στον Μιχάλη από τι έπασχε εκείνος όχι μόνο ήξερε τι ήταν αυτό αλλά είχε χάσει και την πρώτη του αγάπη από την αρρώστια. Δεν είχε κάνει πίσω όμως, δεν την είχε αφήσει.

Τον αγκάλιασε σφιχτά. Τον κράτησε πάνω της.

-Χθες το πρωί…

-Ναι, ήξερα τι είναι αυτό που έχεις και τι κάνει.

-Αλλά δεν έφυγες.

-Όχι, πώς θα μπορούσα; Δεν άφησα τη Μαρία τότε, δεν θα άφηνα ούτε εσένα.

-Θα έπρεπε… Όσο και αν με πονάει… Γιατί να ξαναπεράσεις τα ίδια;

-Η αγάπη δεν λειτουργεί έτσι, αγαπάμε και δεν σκεφτόμαστε αν θα πληγωθούμε. Συμβαίνει συχνά αλλά, αν δεν το διακινδυνεύσεις, δεν γίνεται.

-Πάνε πολλά χρόνια;

-Είκοσι τρία χρόνια.

-Πόσο ήταν;

-Δεκαοκτώ, όσο και εγώ. Ήταν την τελευταία μας χρονιά στο σχολείο. Τότε της είχαν πει ότι θα ζούσε μέχρι τα είκοσι τέσσερά της. Δεν υπήρχαν οι θεραπείες που υπάρχουν σήμερα, και δεν περίμεναν ότι θα αντέξει πολύ. Δυστυχώς η καρδιά της δεν άντεξε ούτε τόσο. Πέθανε στα δεκαεννιά της, την πρώτη μας χρονιά στο πανεπιστήμιο.

-Λυπάμαι… Ωστόσο μετά… Υπήρξαν άλλες δύο κοπέλες.

-Ναι, τρία χρόνια αργότερα γνώρισα την Βερονίκη Στάμου, τη Βερόνικα όπως την έλεγαν όλοι. Ξέρεις τι έγινε μετά και από τη Βερόνικα πέρασαν δέκα χρόνια ως που γνώρισα την Ντήντρα. Από τότε πέρασαν άλλα τόσα σχεδόν χρόνια.

Η Κλερ δεν τον άφησε από την αγκαλιά της. Τον φίλησε απαλά.

-Μακάρι να βρεις σε εμένα όσα ονειρεύεσαι, ψιθύρισε.

 

-Η φετινή σας χρονιά θα είναι η πιο δύσκολη αλλά και αυτή που έχει την μεγαλύτερη σημασία αφού θα κρίνει το μέλλον σας.

Η Ράλλη στεκόταν στην έδρα και ρητόρευε ενώ από κάτω επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κανένας μαθητής με τα σωστά του δεν ήθελε να εξοργίσει την Ράλλη. Είχε τη φήμη της πιο αυστηρής καθηγήτριας που είχε πατήσει σε αυτό το λύκειο και φρόντιζε να την δικαιώνει κάθε μέρα.

-Λοιπόν, και τώρα στο μάθημα μας, είπε η Ράλλη ολοκληρώνοντας το λογύδριό της. Ναι, Υακίνθου;

Ο Ρωμανός έριξε μια λοξή ματιά στην Νίκη. Γιατί είχε σηκώσει το χέρι της πριν ακόμα αρχίσουν το μάθημα; Σε άλλους καθηγητές θα ήταν για να τους καλοπιάσει, εδώ δεν είχε τέτοια ανάγκη.

-Κυρία, δεν είναι ρητά διατυπωμένο στον κανονισμό του σχολείου ότι απαγορεύονται τα καπέλα μέσα στην τάξη;

-Ναι, βεβαίως.

-Γιατί η Στεφάνου νομίζει ότι μπορεί να είναι η εξαίρεση του κανόνα, είπε η Νίκη δείχνοντας την Ελπίδα που όπως πάντα φορούσε το μαντήλι στο κεφάλι.

Ο Ρωμανός στράφηκε και κοίταξε την Νίκη, αν το βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει θα ήταν νεκρή. Εκείνη ύψωσε το φρύδι ειρωνικά.

-Τι της έφταιξε η άρρωστη κοπέλα; άκουσε έναν συμμαθητή του από πίσω.

Ο Ρωμανός σηκώθηκε όρθιος.

-Ο κανονισμός μιλάει για καπέλα, είπε, αυτό είναι μαντήλι. Και το μαντήλι κατά παράδοση δεν είναι πουθενά απαγορευμένο. Ακόμα και στην εκκλησία οι γυναίκες μπορούν να το φοράνε ενώ οι άντρες μπαίνουν ασκεπείς.

-Δεν πήρες το λόγο, Στασινέ, κάτσε κάτω μην αρχίσουμε την χρονιά άσχημα.

-Απλά ήθελα να υποδείξω αυτό…

-Δεν μου κάνουν μαθητές υποδείξεις εμένα, κατάλαβες; τον έκοψε η Ράλλη. Και η Στεφάνου δεν είναι εξαίρεση σε κανέναν κανόνα. Πρέπει να το βγάλει.

-Ο κανονισμός είναι όμως έτσι και τα μαντήλια δεν αναφέρονται, πετάχτηκε ο συμμαθητής του που είχε μιλήσει και πριν αν και δεν τον είχε ακούσει άλλος από τον Ρωμανό.

Μια αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα πλευρά του παρατηρούσε για άλλη μια φορά την έλλειψη ομοιογένειας και την ύπαρξη κλικών ανάμεσα στους συμμαθητές του. Με τον ίδιο, τη Φωτεινή και την Ελπίδα, και μόνο ακόμα έναν μαθητή από το δικό τους χωριό, και μιας και δεν ανήκαν στα δημοφιλή άτομα της τάξης ή του σχολείου, δεν υπήρχε σχεδόν καμία υποστήριξη για την Ελπίδα.  Αναρωτήθηκε πώς και η αδερφή του δεν είχε επέμβει αλλά είδε ότι η αδερφή του μιλούσε ψιθυριστά στην Ελπίδα, στηρίζοντάς την μπροστά σε αυτήν την εχθρότητα. Ήταν λοιπόν μόνος του αλλά αυτό δεν θα τον έκανε να σιωπήσει.

-Βλέπετε, είπε. Δεν είναι υποχρεωμένη να το βγάλει.

-Έξω, είπε η Ράλλη.

-Ας το φοράει, είπε η Νίκη, είναι άρρωστη, δεν νομίζω να θέλει κανείς να δει το χάλι της.

Η Ελπίδα έσκυψε το κεφάλι και αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Ρωμανό. Πηγαίνοντας για την πόρτα σταμάτησε στο θρανίο της Υακίνθου και σήκωσε το χέρι του. Το κατέβασε με ορμή δίνοντάς της ένα ηχηρότατο χαστούκι.

-Καλά της έκανες! φώναξε κάποιος ενώ η Ράλλη βρυχιόταν:

-Έξω! Και στο διάλειμμα θα πάμε στο διευθυντή.

 

Ο Μιχάλης έκλεισε το κινητό και στράφηκε στην Κλερ.

-Αρχίσανε την έρευνα αλλά τίποτα ακόμα. Δεν με χρειάζονται οπότε, αν θέλεις, μπορούμε να πάμε μια βόλτα.

-Θα το ήθελα, είπε η Κλερ, μόνο να σταματήσουμε να ανανεώσω την ενοικίαση του αυτοκινήτου και πάμε όπου θες.

Μετά την φορτισμένη πρωινή τους συζήτηση, η Κλερ είχε φτιάξει πρωινό και το είχαν πάρει έξω συζητώντας. Τώρα αποφάσιζαν πώς να περάσουν την ημέρα τους.

-Θες να πάμε στην Πέτρα;

-Ναι, είπε η Κλερ. Να υποθέσω ότι πήρε το όνομα από τον βράχο με το φρούριο πάνω.

-Δεν είναι φρούριο, είναι μια εκκλησία απλά έχει ψηλούς τοίχους. Στον περίβολο. Βέβαια δεν είναι περίεργο που την πέρασες για φρούριο. Το ίδιο νόμιζε και ο κυβερνήτης ενός πολεμικού το 1912 που απελευθερώθηκε το νησί από τους Τούρκους. Αλλά η Παναγία σήκωσε θάλασσα και το πλοίο γύρισε ώστε να μη σημαδεύει την εκκλησία.

-Είναι αφιερωμένη στην Παναγία η εκκλησία;

-Ναι, έχουν και μια εικόνα παλιά που βρέθηκε στον βράχο, γι’ αυτό χτίστηκε εκεί η εκκλησία.

-Ωραία, είπε η Κλερ θα πάμε εκεί.

 

Η Ελπίδα ένιωθε άσχημα. Για μια φορά δεν ήταν η αιτία η κατάσταση της υγείας της αλλά τα συναισθήματά της. Η Υακίνθου είχε θελήσει να την εξευτελίσει και ο Ρωμανός δεν θα το επέτρεπε αυτό γιατί ένιωθε για εκείνη όπως και η ίδια για εκείνον. Και του είχε βγει σε κακό. Το τι ένιωθε είχε κάνει κακό σε εκείνον. Με δυσκολία κρατούσε τον εαυτό της από το να ξεσπάσει σε δάκρυα. Τώρα είχε μπλέξει ο Ρωμανός και θα τιμωρούνταν για χάρη της.

Ο Ρωμανός που της στεκόταν πάντα. Ο Ρωμανός που τον αγαπούσε περισσότερο από το κάθε τι. Τον αγαπούσε από το γυμνάσιο ακόμα, από όταν την προστάτευε και την πρόσεχε σαν στενή φίλη. Θυμόταν πολύ ζωντανά τη μέρα που η καταραμένη αρρώστια είχε μπει στη ζωή της. Πως είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της και παρότι ήταν σχεδόν ολόγυμνη και κατατρομαγμένη, είχε νιώσει ασφαλής διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν στα χέρια του Ρωμανού. Και πώς να μην τον αγαπούσε που της είχε σταθεί σε κάθε βήμα του δύσκολου αγώνα της για να παλέψει με την λευχαιμία.

Την επισκεπτόταν στο νοσοκομείο, της πήγαινε τα μαθήματα, καθόταν εκεί και διάβαζαν μαζί για να τη βοηθάει. Ακόμα και την βοηθούσε να ξεμουδιάζει περπατώντας μέσα στο δωμάτιο ή στο διάδρομο του νοσοκομείου κρατώντας την από την μέση. Να της δίνει δύναμη να κρατηθεί στη ζωή.

Ένιωσε να ανακατεύεται. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πέθαινε, μόνο προβλήματα δημιουργούσε.

Ένιωσε να πνίγεται. Δεν μπορούσε να μείνει στην τάξη. Σήκωσε το χέρι της.

-Ναι, Στεφάνου;

-Μπορώ να πάω έξω; Δεν αισθάνομαι καλά.

-Ναι, πήγαινε, απάντησε αδιάφορα η καθηγήτρια.

Η Φωτεινή που καθόταν στο ίδιο θρανίο με την Ελπίδα, της έπιασε το χέρι.

-Θες να έρθω μαζί σου; ρώτησε ανήσυχη.

-Όχι, εντάξει είμαι, απάντησε η Ελπίδα.

Βγήκε από την τάξη και προχώρησε να βρει τον Ρωμανό. Δεν δυσκολεύτηκε να το κάνει. Καθόταν στο τέλος του διαδρόμου σε έναν ξύλινο πάγκο. Την άκουσε να πλησιάζει και στράφηκε. Σηκώθηκε όρθιος βλέποντας ότι ήταν εκείνη.

-Δεν είσαι καλά; τη ρώτησε.

-Εντάξει είμαι. Για σένα ερχόμουν.

-Γιατί;

-Συγγνώμη, Ρωμανέ, εγώ φταίω.

-Για ποιο πράγμα;

-Που είσαι εδώ έξω. Που κινδυνεύεις να τιμωρηθείς.

-Δεν θα άφηνα το πουτανάκι να σε φέρει σε δύσκολη θέση ούτε τη Ράλλη. Αν θες πάω μέσα και τις κάνω και τις δύο τόπι στο ξύλο.

Η Ελπίδα χαμογέλασε.

-Δεν θα διόρθωνε τίποτα αυτό.

-Θα με έκανε να νιώσω καλύτερα.

-Ίσως θα ήταν καλύτερα να λείπω εγώ. Αρχίζει να μην δουλεύει και αυτή η θεραπεία. Ίσως να είναι καλύτερα λοιπόν να πεθάνω και να τελειώνουμε.

-Μην το ξαναπείς αυτό! είπε ο Ρωμανός. Θα γίνεις καλά. Πρέπει να γίνεις καλά…

Η φωνή του έσπασε και σταμάτησε.

-Λυπάμαι, είπε η Ελπίδα. Εγώ φταίω για όλα.

-Δεν φταις εσύ αν μια πουτάνα δεν έχει μυαλό και μια άλλη ηλίθια την σιγοντάρει.

-Φταίω γιατί σε βάζω σε μπελάδες.

-Δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να σε μειώσει ή να σε προσβάλει.

Η Ελπίδα κοίταξε τον Ρωμανό.

-Τι θα γίνει αν σε αποβάλλουν;

-Δεν κάνω ποτέ απουσίες για να κινδυνέψω τώρα.

-Θα σε βάλει στο μάτι η Ράλλη.

-Τώρα θα με βάλει; Έχει δύο χρόνια ήδη. Και δεν με νοιάζει.

Η Ελπίδα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ένιωθε την ευθύνη να την πνίγει. Τελικά δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Ρωμανός την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του. Την κράτησε έτσι ως που η κοπέλα άρχισε να ηρεμεί. Έκανε τότε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε.  Άπλωσε το χέρι του να σκουπίσει το δάκρυ που έβλεπε στο μάγουλό της και την χάιδεψε τρυφερά. Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια της και έγειρε το κεφάλι της ακουμπώντας στο χέρι του. Εκείνος χάιδεψε το μάγουλό της, κοιτώντας το πρόσωπό της, όμορφο παρά την ταλαιπωρία της, όμορφο και αγαπημένο.

Δεν το σκέφτηκε συνειδητά. Την έφερε πιο κοντά του και έσκυψε προς το μέρος της. Η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε κατάματα. Αυτό που είδε εκεί τον βεβαίωσε για αυτό που πήγαινε να κάνει. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της.

Τα χείλη της ήταν απαλά, με ένα άγγιγμα τρυφερό και γλυκό, όπως ήταν και ο χαρακτήρας της. Το χέρι του γλίστρησε στο πίσω μέρος του λαιμού της και τη χάιδεψε απαλά. Ήταν ζεστή σαν να είχε πυρετό. Η Ελπίδα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και αφέθηκε στο φιλί αυτό, το πρώτο της φιλί.

Σαν κάθε κοπέλα είχε μια εικόνα στο μυαλό της για το πώς θα είναι το πρώτο φιλί της. Αυτό που ζούσε όμως υπερέβαινε τα όσα είχε φανταστεί. Ήταν πιο γλυκό και τρυφερό, πιο αισθαντικό. Φίλησε με όλη της την ψυχή τον Ρωμανό και για μια στιγμή φάνηκαν να είναι όλα όπως έπρεπε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου