Κεφάλαιο
Τέταρτο
Ο Μιχάλης και η Κλερ
βγήκαν από το εστιατόριο και στάθηκαν στο δρομάκι. Δεν υπήρχαν πολλοί άλλοι
εκεί γύρω και μπορούσαν να ακούσουν τους ήχους της νύχτας, ήχους που τείνουν να
γίνουν άγνωστοι στους κατοίκους της πόλης.
-Πού πάμε; ρώτησε η Κλερ.
Εσύ ξέρεις την περιοχή.
-Βουνό ή θάλασσα;
-Μμ…θάλασσα, τουλάχιστον
για πρώτη φορά.
Η φράση αυτή δημιούργησε
μια ευχάριστη αίσθηση στον Μιχάλη. Λέγοντας η πρώτη φορά, εννοούσε ότι είχε
σκοπό να τον ξαναδεί, να περπατήσουν και πάλι παρέα. Είχε νιώσει το ίδιο και
λίγο νωρίτερα όταν είχε μιλήσει για το επόμενο γεύμα που θα έπαιρναν μαζί.
-Πάμε, της είπε και
έδειξε προς ποια πλευρά θα έπρεπε να κατευθυνθούν.
Η Κλερ κοίταζε γύρω της
τα απλά, μικρά σπίτια περιτριγυρισμένα από μεγάλους κήπους και περιβόλια.
-Είναι ωραία εδώ,
καταλαβαίνω τι βρίσκεις σε αυτό το μέρος και ας είσαι γόνος της πόλης.
-Έχει ηρεμία, ησυχία.
Είναι ένα μέρος για να χαλαρώσει κανείς από τους ρυθμούς της πόλης. Εσύ από πού
είσαι;
-Γεννήθηκα στο Μπρίστολ
αλλά μεγάλωσα στο Μπέρμιγχαμ.
-Ακούγοντας το όνομά σου
ήξερα ότι είσαι Αγγλίδα παρότι το μικρό σου δεν είναι Αγγλικό.
-Η μητέρα μου ήταν
Γαλλίδα.
-Γι’ αυτό ξέρεις και τις
δύο γλώσσες, ποια είναι η τρίτη;
-Τα Λατινικά και μετά
έμαθα και Ελληνικά. Μαθαίνω Γερμανικά τώρα.
-Πολύγλωσση!
-Μου αρέσει να μαθαίνω
γλώσσες, είναι σαν να σου ανοίγεται ένας κόσμος καθώς γνωρίζεις τη νέα γλώσσα
και το λαό που τη μιλάει κυρίως.
-Δεν ξέρω για τα
Γερμανικά αλλά τα Ελληνικά σου είναι πολύ καλά, δεν φαίνεσαι για ξένη.
-Merci, monsieur! Vous êtes très gentil!
-Δεν μιλώ Γαλλικά αλλά η
προφορά μού φαίνεται σωστή.
Η Κλερ γέλασε.
-Τι σημαίνει;
-Ευχαριστώ, κύριέ μου,
είστε πολύ ευγενικός.
Τώρα περπατούσαν σε ένα
στριφογυριστό δρομάκι ανάμεσα σε σπίτια και σε μικρά μαγαζιά. Φτάσανε σε ένα
σημείο που έστριβε το δρομάκι παράλληλα με κάτι που έμοιαζε με κανάλι αλλά
χωρίς νερό.
-Αυτό τι είναι; Κάποιο
έργο που έμεινε στη μέση;
-Όχι, είναι η κοίτη ενός
χειμάρρου. Τώρα δεν έχει νερό αλλά το χειμώνα κατεβάζει, ανοίγει μάλιστα δρόμο
μέσα από την άμμο και χύνεται στη θάλασσα.
Ο Μιχάλης έδειξε τον
δρόμο.
-Από’ δω θα γυρίσουμε
πάλι προς τα εστιατόρια και τις καφετέριες, και για το ξενοδοχείο σου από’ δω
θα πάμε.
-Έχουμε και άλλη επιλογή;
-Ναι, περνάμε το γεφυράκι
εκεί, της έδειξε ένα μικρό γεφυράκι πάνω από τον χείμαρρο, και πάμε στην
αμμουδιά.
-Θα το ήθελα, αν δεν
είναι κόπος, είπε η Κλερ και το βλέμμα της στάθηκε στο μπαστούνι του.
-Όχι, δεν είναι, είπε ο
Μιχάλης σημειώνοντας ωστόσο ότι είχε νοιαστεί να μην του προκαλέσει αχρείαστο
κόπο ή πόνο.
Περάσανε το γεφυράκι και
βρεθήκανε στην άμμο. Περπάτησαν αργά ως το σημείο σχεδόν που έσκαγε το κύμα. Η
Κλερ πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε απαλά:
-Είναι πολύ όμορφα εδώ.
-Μου αρέσει και εμένα για
την ησυχία που έχει εδώ. Αλλά και για κάτι άλλο.
-Τι;
-Κοίτα πάνω, είπε ο
Μιχάλης με ένα χαμόγελο.
Η Κλερ το έκανε και
έμεινε να κοιτάζει. Μακριά από κάθε φως ο έναστρος ουρανός φαινόταν πιο
έντονος, σε όλο του το μεγαλείο. Τα αναρίθμητα άστρα φαίνονταν να τρεμοπαίζουν
συνθέτοντας μια μαγευτική εικόνα.
-Είναι υπέροχο, είπε η
Κλερ.
Έκανε να κοιτάξει τον
Μιχάλη και η κίνηση την έκανε να ζαλιστεί. Έχασε την ισορροπία της αλλά δεν
έπεσε καθώς ο Μιχάλης έσπευσε να την συγκρατήσει. Βρέθηκε στην αγκαλιά του με
το κεφάλι της να αναπαύεται στο στέρνο του και την αναπνοή της να βγαίνει
ακανόνιστη. Είχε τρομάξει από την απότομη ζάλη και την πτώση αλλά τώρα, καθώς
συνερχόταν, άρχισε να νιώθει και άλλα πράγματα. Ένιωθε μια πρωτόγνωρη σιγουριά,
το κράτημα του Μιχάλη ήταν γερό αλλά ταυτόχρονα προσεκτικό και μπορούσε να
αισθανθεί τη ζεστασιά από το σώμα του. Θα της άρεσε να μείνει για λίγο έτσι,
ήρεμη, σίγουρη και προστατευμένη.
-Είσαι καλά; ρώτησε ο
Μιχάλης ανήσυχος.
-Ζαλίστηκα, δεν είναι
τίποτα. Η απότομη κίνηση φταίει.
Ο Μιχάλης συνέχισε να την
κρατάει αν και έδειχνε να έχει συνέλθει. Δεν του ήταν εξάλλου καθόλου
δυσάρεστο, η Κλερ τον είχε κερδίσει σ’ αυτές τις ώρες που είχαν περάσει μαζί.
-Θέλεις να καθίσεις; τη
ρώτησε.
-Όχι, είπε εκείνη, είμαι
εντάξει. Συγγνώμη αν σε ανησύχησα.
-Αφού είσαι καλά, όλα
εντάξει.
Την άφησε καθώς στεκόταν
πλέον όρθια χωρίς πρόβλημα.
-Είναι πολύ ωραία, είπε η
Κλερ. Σε ευχαριστώ που μου το έδειξες. Έρχεσαι συχνά εδώ;
-Πολλά βράδια, με βοηθάει
να σκεφθώ και μου αρέσει ο έναστρος ουρανός.
-Θα χαρώ να ξαναέρθω.
-Όποτε θέλεις.
Το αεράκι δυνάμωσε
μεγαλώνοντας και το κύμα.
-Είναι επικίνδυνο να
κολυμπήσεις νύχτα εδώ; ρώτησε η Κλερ.
-Όχι, αν ξέρεις πού θα
πας.
-Ωραία, μου αρέσει το
νυχτερινό κολύμπι, είπε η Κλερ κοιτώντας την θάλασσα και μετά στράφηκε και τον
κοίταξε, και θα είμαι ασφαλής αν έρθεις μαζί μου εσύ που ξέρεις τι πρέπει να
αποφύγω.
Ο Μιχάλης πήγε να πει
κάτι αλλά εκείνη τον πρόλαβε.
-Θυμάμαι τι μου είπες,
αλλά θα είμαστε μόνοι μας τη νύχτα. Θα μπορώ να βοηθήσω εξάλλου αν χρειαστεί.
-Εντάξει, υποχώρησε ο
Μιχάλης.
Ξεκίνησαν να περπατάνε
στην αμμουδιά.
-Θα πρέπει να γυρίσουμε
πίσω στο γεφυράκι για να επιστρέψουμε στον δρόμο;
-Όχι, πιο πέρα η αμμουδιά
φτάνει μέχρι τον δρόμο, εκεί που είναι οι πολλές καφετέριες.
-Λοιπόν, η πρώτη μου μέρα
εδώ επιβεβαιώνει την απόφασή μου να έρθω.
-Είναι και για μένα
διαφορετικά μιας και δεν είχα ξανάρθει τέτοια εποχή του χρόνου.
-Έρχεσαι καλοκαίρι;
-Συνήθως ναι. Αλλά αυτή η
μειωμένη τουριστική κίνηση είναι θελκτική για μένα.
Φτάσανε στο ξενοδοχείο
της Κλερ. Ο Μιχάλης στάθηκε, γύρισε και την κοίταξε.
-Υποθέτω ότι εδώ λέμε
καληνύχτα.
-Ναι, είπε η Κλερ. Σε
ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά.
-Αν θες, μπορούμε να την
επαναλάβουμε αύριο το βράδυ.
-Θα το ήθελε πολύ.
Ο Μιχάλης έδωσε μια κάρτα
στην Κλερ.
-Τα σταθερά τηλέφωνα
είναι στην Αθήνα αλλά το κινητό το έχω μαζί μου.
Η Κλερ την έβαλε στο
τσαντάκι της και τον κοίταξε. Τον αγκάλιασε ύστερα. Ο Μιχάλης την κράτησε στην
αγκαλιά του και μετά, αυθόρμητα, εναπέθεσε απαλά ένα φιλί στα μαλλιά της. Όταν
την άφησε, η Κλερ μετάνιωσε που κατέπνιξε την επιθυμία να τον φιλήσει και
εκείνη στο λαιμό όπως ήταν στην αγκαλιά του.
Αποτραβήχτηκε και τον
κοίταξε άλλη μια φορά. Μετά μπήκε μέσα και ο Μιχάλης ξεκίνησε για το σπίτι του.
Ο Ρωμανός ξύπνησε
νιώθοντας μια περίεργη ευφορία και ταυτόχρονα λίγο αποπροσανατολισμένος. Το
δροσερό αεράκι που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα χάιδευε το σώμα του
πληροφορώντας τον ότι ήταν ολόγυμνος. Επίσης, μπορούσε να νιώσει τον ανδρισμό
του ερεθισμένο, καθόλου περίεργο με αυτά που είχαν γίνει τις τελευταίες ώρες.
Κοίταξε τη γυναίκα δίπλα
του. Η Μάρθα κοιμόταν ολόγυμνη, χορτασμένη από ηδονή. Ο Ρωμανός κοίταξε τα
τεράστια στήθη της και ένιωσε αμέσως τον ανδρισμό του να σκληραίνει. Το ότι
ακόμα μπορούσε να το κάνει αυτό τον εξέπληττε αφού είχαν ολοκληρώσει πολλές
φορές πριν σταματήσουν και αποκοιμηθούν.
Μόλις είχε αφήσει το
εστιατόριο είχε έρθει στο ξενοδοχείο. Η κοπέλα στην υποδοχή είχε πάρει τηλέφωνο
στην σουίτα της κυρίας Κόρβου και εκείνη είχε ζητήσει να τον αφήσουν να ανέβει.
Επίσης είχε ζητήσει και ένα ουίσκι. Ο Ρωμανός ανέβηκε στο δωμάτιο και του
άνοιξε η Μάρθα ντυμένη με μια λευκή ρόμπα. Μπήκε μέσα και η Μάρθα έκλεισε την πόρτα. Εκείνος γύρισε να την
αντικρίσει από ευγένεια και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η ρόμπα ήταν πεσμένη
στο πάτωμα και η Μάρθα ήταν από κάτω ολόγυμνη. Το βλέμμα του στάθηκε στα στήθη
της και μετά στην κοιλιά της. Τέλος μαγνητίστηκε από εκείνο που δεν είχε δει
ξανά και στο οποίο η Μάρθα του πρόσφερε μια απρόσκοπτη θέα, ειδικά αφού ανήκε
στις γυναίκες που έκαναν ολική αποτρίχωση.
Ξεροκατάπιε ενώ αποκτούσε
μια εντυπωσιακή στύση. Η Μάρθα τον πλησίασε και ρώτησε:
-Σου αρέσει αυτό που
βλέπεις;
Ο Ρωμανός ένευσε, πολύ
σαστισμένος για να μιλήσει. Η Μάρθα άπλωσε το χέρι της στον ανδρισμό του και
τον χούφτωσε στέλνοντας ένα ρίγος ηδονής να τον διατρέξει. Η Μάρθα τον τράβηξε
κοντά της και τον φίλησε στο στόμα, η γλώσσα της άνοιξε τα χείλη του και βρήκε
τη γλωσσά του ενώ με το ένα χέρι συνέχιζε να χαϊδεύει τον ανδρισμό του. Ο
Ρωμανός ένιωσε μια ένταση να συσσωρεύεται μέσα του που δεν ήξερε πώς να
εκτονώσει. Αγκάλιασε την Μάρθα και ενθαρρυμένος από τις κινήσεις της κατέβασε
τα χέρια του στους γοφούς της.
Εκείνη έλυσε τη ζώνη του
παντελονιού του που έπεσε στα πόδια του και ακολούθησε το εσώρουχο. Ύστερά
έκανε πίσω και αποσπάστηκε από την αγκαλιά του. Τον έγδυσε τελείως και τον
κοίταξε από πάνω έως κάτω. Τον οδήγησε στο κρεβάτι της και τον ξάπλωσε ανάσκελα.
Ύστερα κάθισε ιππαστί στα πόδια του και τον πήρε μέσα της. Ο Ρωμανός άφησε μια
κραυγή και ενστικτωδώς με ένα τίναγμα εκσπερμάτωσε μέσα της. Άρπαξε τους γοφούς
της καθώς βίωνε τον πρώτο του οργασμό και η Μάρθα ένιωσε με ηδονή αυτό του το
τελείωμα.
Έσκυψε και τον φίλησε στα
χείλη και μετά στον λαιμό. Κατηφόρισε στο γεροδεμένο του στέρνο όπου κτητικά
τον φίλησε με ένα ρουφηχτό φιλί που ήξερε ότι θα αφήσει σημάδι.
Κάνανε ξανά και ξανά
έρωτα, ο Ρωμανός βίωνε με απόλαυση τα χάδια και τα φιλιά, τα προκαταρκτικά και
τους οργασμούς. Μαζί τους κέρδιζε και την περηφάνεια του να ικανοποιεί μια
μεγαλύτερη και έμπειρη γυναίκα όπως η ίδια του έλεγε.
-Ήταν η πρώτη σου φορά;
τον ρώτησε όταν έμειναν ξαπλωμένοι μετά την πέμπτη ολοκλήρωση.
-Ναι, είπε ο Ρωμανός διστακτικά.
-Ήσουν υπέροχος, με
πήδηξες υπέροχα, και να είσαι σίγουρος ότι από’ δω και μπρος θα έχεις πιο
πολλές επαφές.
-Πώς…
-Εκτός του ότι αύριο
βράδυ σε θέλω πάλι εδώ να περάσουμε ωραία, το ότι έχεις κάνει σεξ θα σου δώσει
κύρος ανάμεσα στους συμμαθητές και τους φίλους σου και θα σε προτιμάνε και τα
κορίτσια.
-Αν με πιστέψουν.
-Θα σου δώσω ένα ενθύμιο.
Ένα τρόπαιο θα πεις εσύ. Θα έχεις και ένα σημάδι να το πιστοποιεί.
-Τι σημάδι;
-Θα δεις.
Ο Ρωμανός κοίταξε τη
γυναίκα δίπλα του και αναρωτήθηκε αν θα είχε δίκιο. Πιθανότατα ναι. Ήξερε από
αυτά, ήταν φανερό. Σκέφθηκε τις συμμαθήτριές του, ήταν κάποιες που αυτό που
είχε γίνει θα τις επηρέαζε σε βαθμό που να θέλουν να κάνουν σχέση μαζί του.
Σκέφτηκε τη Νίκη, ήταν το
πιο δημοφιλές κορίτσι του σχολείου και σίγουρα θα ήθελε να πέσει στο κρεβάτι
μαζί του. Στη σκέψη του στήθους της ένιωσε μια ευχάριστη διέγερση. Η Μάρθα είχε
δίκιο. Τώρα άρχιζαν τα ωραία.
Γύρισε στο πλευρό για να
ξανακοιμηθεί. Πριν χαθεί στη λήθη του ύπνου στη σκέψη του δεν ήρθε ούτε η
πρόθυμη ερωμένη του, ούτε η μελλοντική κατάκτηση αλλά ένα κορίτσι που ήξερε από
χρόνια και που ήταν πάντα κάτι το ξεχωριστό, η Ελπίδα, και χωρίς να ξέρει το
γιατί, του φάνηκαν ξαφνικά όλα τα άλλα που σκεφτόταν χυδαία, σε σχέση με εκείνη.
Αποκοιμήθηκε.
«Η κυριαρχία των
Γατελούζων στη Λέσβο άρχισε το 1355 όταν ο Ιωάννης ο Ε’ Παλαιολόγος ευχαρίστησε τον Γενοβέζο Φραγκίσκο
Γατελούζο για την υποστήριξη στην σύγκρουση με τον Ιωάννη Καντακουζηνό δίνοντάς
του για σύζυγο την αδερφή του Μαρία και για προίκα το νησί της Λέσβου.»
Ο Μιχάλης τα ήξερε όλα
αυτά αλλά έπρεπε να ξεκινήσει από κάπου.
Ο ήχος του κινητού που
έλαβε ένα μήνυμα τον διέκοψε. Αναρωτήθηκε ποιος του έστελνε μήνυμα και μάλιστα
τέτοια ώρα. Το πήρε και άνοιξε τα μηνύματα. Δεν αναγνώρισε τον αριθμό αλλά το
κείμενο του δήλωνε τον αποστολέα.
«Ήθελα να σε ευχαριστήσω
για μια υπέροχη βραδιά, την καλύτερη που είχα εδώ και καιρό. Καληνύχτα.»
Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Του
άρεσε αυτός ο γλυκός χαρακτήρας που είχε η Κλερ. Της απάντησε:
«Η ευχαρίστηση δική μου»
της έγραψε. «Ανυπομονώ να την επαναλάβουμε. Καληνύχτα.»
Αναρωτήθηκε αν ήταν
πρέπον ή είχε παραβεί κάποιο άγραφο νόμο περί οικειότητας. Θα το μάθαινε το
πρωί.
Πήγε για ύπνο με το μυαλό
στην Κλερ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου