Κεφάλαιο
Τρίτο
Ο Μιχάλης στάθηκε στην
μεγάλη καγκελόπορτα και την ξεκλείδωσε. Την άνοιξε και μπήκε. Στάθηκε και
κοίταξε το σπίτι που βρισκόταν ανάμεσα σε μερικές ελιές. Δεν ήταν μεγάλο αλλά
ήταν ό,τι του χρειαζόταν. Κλείδωσε την πόρτα και προχώρησε με τα πράγματά του
προς το σπίτι. Ένας μικρός διάδρομος από τσιμέντο οδηγούσε στον χώρο που ήταν
χτισμένο το σπίτι. Για την ακρίβεια στα σπίτια, μιας και ήταν δύο τα κτίσματα. Στον
υπόλοιπο χώρο είχε αφήσει το έδαφος ελεύθερο. Χρειαζόταν να οργώνεται για να
καρποφορούν οι ελιές και για πιθανές άλλες καλλιέργειες όπως οι τριανταφυλλιές
που είχε κατά μήκος του φράχτη με το διπλανό κτήμα.
Έφτασε στο σπίτι και
στάθηκε ανάμεσα στα δύο κτίσματα. Αυτός ο χώρος που βρισκόταν ανάμεσα, και
λίγος γύρω ήταν στρωμένος με πλάκα. Στράφηκε στην πόρτα για να την ξεκλειδώσει.
Όπως συνήθιζε μπήκε από την πόρτα της κουζίνας και όχι από την πιο επίσημη που
άνοιγε κατευθείαν στο δωμάτιό του. Το σπίτι ήταν απλά διαρρυθμισμένο,
μπαίνοντας στο σπίτι και την κουζίνα, είχε αριστερά του μπάνιο και ευθεία
βρισκόταν το δωμάτιό του. Στο άλλο κτίσμα βρισκόταν ακόμα ένα υπνοδωμάτιο μαζί
με το μπάνιο του.
Κλείδωσε την πόρτα πίσω
του, πήγε στον πίνακα του ηλεκτρικού και άνοιξε τον κεντρικό διακόπτη. Άνοιξε
και τον θερμοσίφωνα και μετά ασχολήθηκε να τακτοποιήσει τα ρούχα του στη
ντουλάπα, και το λάπτοπ με τα βιβλία και τις σημειώσεις του στο τραπέζι.
Μόλις τελείωσε με τις
δουλειές αυτές, μπήκε στο μπάνιο και έκανε ένα ζεστό ντουζ ενώ ύστερα ξάπλωσε
να κοιμηθεί επειδή είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς για να ταξιδέψει.
-Είναι πολύ ωραία σουίτα,
είπε η Μάρθα περιδιαβαίνοντας το κατάλυμά τους στο ξενοδοχείο.
Σίγουρα ήταν μεγάλο,
διέθετε δυο κρεβατοκάμαρες με το μπάνιο της η κάθε μια, ένα χωλ και ένα μεγάλο
δωμάτιο με σαλόνι. Η Φοίβη κάθισε σε μια πολυθρόνα ενώ η Μάρθα έλεγε:
-Λέω να πάω για μια
βουτιά στην πισίνα και μετά να φάμε τίποτα. Θα έρθετε;
-Πού τη βρίσκεις τόση
ενέργεια; είπε η Φοίβη. Δεν σε κούρασε το ταξίδι;
-Μου αρέσει να παίρνω το
μέγιστο από κάθε στιγμή, είναι κρίμα που αυτό δεν το έμαθες κι εσύ. Εκτός
βέβαια, και αν θέλετε να μείνετε για λίγο μόνοι οι δυο σας… Δεν είναι κακή ιδέα!
Η Μάρθα πήγε στο δικό της
δωμάτιο και η Φοίβη σηκώθηκε να πάει στο δικό της. Ο Βασίλης την ακολούθησε και
μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω τους έπιασε τη μνηστή του από τη μέση.
-Έλεγα να περάσουμε
ευχάριστα την ώρα που θα είμαστε μόνοι.
Την φίλησε και άρχισε να
της ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Την φίλησε πάλι και μετά την απάλλαξε από το
ρούχο, την κοίταξε όπως είχε μείνει μόνο με το σουτιέν.
-Ξέρεις, η μητέρα σου δεν
έχει άδικο, ένα ενισχυμένο σουτιέν θα βελτίωνε την εικόνα σου και βέβαια θα
μπορούσες να κάνεις και κάτι με το στήθος σου. Δεν είναι ότι δεν έχεις τα
λεφτά.
Η Φοίβη έκανε πίσω και
τον κοίταξε πληγωμένη.
-Βασίλη, μην το ξαναπείς
αυτό, δεν με νοιάζει! Δεν θέλω να με κοιτάει ο καθένας γιατί φαντασιώνεται τα
στήθη μου. Θέλω να τον νοιάζει η προσωπικότητά μου.
-Δεν ήθελα να σε λυπήσω.
Η Φοίβη δεν απάντησε.
Έβγαλε και το παντελόνι της και ξάπλωσε. Ο Βασίλης γδύθηκε και ξάπλωσε δίπλα
της. Την αγκάλιασε από τη μέση και τη φίλησε στο λαιμό ενώ το χέρι του γλίστρησε
μέσα από το εσώρουχό της και άρχισε να την χαϊδεύει. Τα δάκτυλά του άρχισαν να
παίζουν με την ευαίσθητη σάρκα της γυναικείας της ύπαρξης και η Φοίβη
αναστέναξε. Ο Βασίλης άλλαξε θέση για να μπορεί να την φτάνει καλύτερα. Το
βλέμμα του πήγε στην πισίνα του ξενοδοχείου που μπορούσε να τη δει από εκεί.
Διέκρινε ολοκάθαρα την Μάρθα
να περπατά στο χώρο και το θέαμα έκανε τον ανδρισμό του να σκληρύνει οδυνηρά.
Αυτό δεν ήταν περίεργο από μόνο του, το μαγιό που είχε φορέσει η Μάρθα κάλυπτε
μόνο τα τελείως απαραίτητα, οι πλούσιοι γοφοί της και τα τεράστια στήθη της
ήταν θέαμα ελεύθερο για όλους. Η Μάρθα όμως θα γινόταν πεθερά του, δεν έπρεπε
να την βλέπει έτσι και να ονειρεύεται ότι θα της έκανε έρωτα. Στη σκέψη της
παράνομης σχέσης με τη Μάρθα τον διαπέρασε ένα ρίγος ηδονής.
Τράβηξε κοντά του την
Φοίβη και της κατέβασε τελείως το εσώρουχο. Βυθίστηκε με απόλαυση ανάμεσα στους
γοφούς της. Τραβήχτηκε λίγο και μετά ξαναβυθίστηκε μέσα της με ορμή.
-Βασίλη! είπε η Φοίβη, με
πονάς.
Αλλά εκείνος δεν άκουγε
τίποτα άλλο από την ανάγκη του σώματός του. Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε τον
οργασμό που ερχόταν. Αλλά ακόμα και όταν με ένα τίναγμα ολοκλήρωνε, ήταν την
Μάρθα που σκεφτόταν και όχι την Φοίβη που άφηνε μια κραυγή πόνου.
Η Κλερ άνοιξε τα δύο
φύλλα της πόρτας και μετά τα εξωτερικά για να βγει στη βεράντα του δωματίου
της. Κάθισε σε μια πολυθρόνα για να απολαύσει τη θέα. Μπροστά της ανοιγόταν ο
μικρός όρμος όπου ήταν χτισμένο το χωριό, λίγοι λουόμενοι στο νερό και μερικές
βάρκες, πιο πέρα το νησάκι του αγίου Γεωργίου ενώ δεξιά ο όρμος έκλεινε με ένα
ύψωμα πάνω στο οποίο υπήρχε ένας μικρός ανεμόμυλος.
Πέρα από το ύψωμα
μπορούσε να δει το τελείωμα του επόμενου κόλπου, πολύ πιο μεγάλου από τον όρμο
μπροστά της, που κατέληγε στην πόλη της Μολύβου ή της Μήθυμνας. Η κωμόπολη
λεγόταν από την αρχαιότητα Μήθυμνα αλλά στα νεότερα χρόνια την αποκαλούσαν και
Μόλυβο και τώρα επισήμως χρησιμοποιείτο το πρώτο όνομα ενώ στην καθομιλουμένη
το δεύτερο.
Ακόμα πιο πέρα στο βάθος
φαινόταν η ακτή της Τουρκίας. Καθώς ο ήλιος έδυε και η ατμόσφαιρα είχε υγρασία
μπορούσε να διακρίνει μόνο τις βουνοκορυφές αλλά το πρωί θα μπορούσε να δει
περισσότερα. Άφησε τον ήλιο να την χρυσώσει και ξεκούμπωσε λίγο το πουκάμισό
της για να αφήσει το δέρμα της να εκτεθεί στο φως του. Ήταν κάτι που θα
βοηθούσε, της έλεγαν οι γιατροί.
Κοίταξε τη θάλασσα και το
παιχνίδισμα που έκανε το φως με την ακύμαντη επιφάνειά της. Δεν είχε κολυμπήσει
ακόμα, θα το έκανε το πρωί. Παρότι το ξενοδοχείο είχε πισίνα εκείνη πάντα
προτιμούσε τη θάλασσα για να κολυμπήσει. Ακόμα και αν ήταν πιο επικίνδυνο,
ειδικά όταν δεν βρισκόταν σε οργανωμένη πλαζ, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με
την ιδέα της πισίνας.
Σηκώθηκε από την
πολυθρόνα μόνο αφού έπεσε ο ήλιος. Θα έκανε μια βόλτα στα δρομάκια του οικισμού
και θα καθόταν κάπου να φάει.
Η Μάρθα βγήκε από την
πισίνα και πήρε μια πετσέτα για να σκουπίσει το νερό από πάνω της
απολαμβάνοντας τα βλέμματα στο κορμί της. Το δικό της βλέμμα όμως ήταν
στραμμένο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στο εστιατόριο που βρισκόταν εκεί.
Την προσοχή της είχε τραβήξει ένας νεαρός που βοηθούσε τα γκαρσόνια να βάλουν
τα τραπέζια σε τακτικές σειρές. Φορούσε παντελόνι και πουκάμισο αλλά μπορούσε
να δει το μυώδες σώμα του και τα δυνατά χέρια του και σκέφθηκε αυτά τα χέρια
στους γοφούς της. Ναι, έπρεπε να τον πάρει στο κρεβάτι της!
Παρακολούθησε για λίγο τη
δουλειά. Παρότι νεαρός πρέπει να ήταν το αφεντικό γιατί οι άλλοι ακολουθούσαν
τις οδηγίες και τις εντολές του. Σκέφτηκε την δικαιολογία που της χρειαζόταν
και χαμογέλασε. Τύλιξε την πετσέτα γύρω από το σώμα της με έναν τρόπο που να το
καλύπτει αλλά και να αναδεικνύει τις πλούσιες καμπύλες της. Ύστερα πέρασε τον
δρόμο και πλησίασε τον νέο άνδρα.
-Μπορώ να σας μιλήσω;
ρώτησε ευγενικά.
Ο νεαρός γύρισε, υπέροχα
γαλανά μάτια ενώ το πρόσωπό του συμπλήρωναν τα σαρκώδη χείλη του.. Στη σκέψη
ότι σε λίγο θα τα φιλούσε και θα τα ένιωθε στο κορμί της ένιωσε να ερεθίζεται.
-Παρακαλώ, της είπε ο
νεαρός.
-Το εστιατόριο είναι δικό
σας;
-Της μητέρας μου αλλά δεν
είναι εδώ, μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;
-Ενδιαφέρομαι για κάποιο
τραπέζι. Γεύμα ή δείπνο δεν είμαι σίγουρη ακόμα. Πότε θα μπορούσαμε να
μιλήσουμε;
-Και τώρα, δεν υπάρχει
πρόβλημα, τα παιδιά θα τελειώσουν με τα τραπέζια.
-Θα ήθελα να μιλήσουμε
κατ’ ιδίαν. Το ξενοδοχείο μου είναι εδώ, αν ζητήσεις την κυρία Κόρβου θα σε
οδηγήσουν. Σε πόση ώρα τελειώνει η βάρδια σου;
-Σε είκοσι με είκοσι
πέντε λεπτά.
-Θα σε περιμένω, είπε η
Μάρθα και έφυγε λικνίζοντας τους γοφούς της.
-Άντε Ρωμανέ, απόψε θα
περάσεις καλά, είπε ένας από το προσωπικό.
Θα σε βάλει κάτω και θα σε ξεζουμίσει αλλά θα περάσεις μια νύχτα που θα
σου μένει αξέχαστη.
Ο Ρωμανός Στασινός
κοίταξε την Μάρθα Κόρβου και τους γοφούς της που περιέγραφε η πετσέτα και
ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει. Τον έτριψε αλλά τράβηξε αμέσως το χέρι
του καθώς είδε τη Φωτεινή, την δίδυμη αδερφή του, να πλησιάζει.
-Καλώς την. Γύρισε η
μητέρα μας;
-Ναι, με τη γιαγιά να
είναι όλο νεύρα.
-Δεν πήγε καλά με τον
δικηγόρο;
-Αυτό είναι το περίεργο,
από ό,τι μου είπε η μαμά, τα πράγματα πήγαν καλύτερα από ό,τι περίμεναν. Δεν
τους απέκλεισε κάθε ελπίδα, τους είπε ότι κάτι μπορεί να γίνει. Ωστόσο είχε
κάποιον βοηθό ή ειδικό εκεί και αυτός έκανε τη γιαγιά μας να νευριάσει.
-Κάτι που δεν είναι και
δύσκολο εδώ που τα λέμε. Τι σου είπε η μητέρα; Θα έρθει εδώ;
-Ναι, σε λίγο, θα καθίσω
εγώ ως που να έρθει. Άντε να κάνεις καμιά βόλτα για να ξεσκάσεις, αδερφούλη.
-Εντάξει, είπε ο Ρωμανός,
πρόσεχε το ταμείο γιατί είχαμε κάμποση δουλειά σήμερα και έχει χρήματα.
-Έγινε.
Τη φίλησε στο μάγουλο και
έφυγε.
Ο Μιχάλης ξύπνησε και
έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι για μια στιγμή. Μετά χαμογέλασε, ήταν στη
Μυτιλήνη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκανε ένα τηλέφωνο στο κοντινό μίνι
μάρκετ για να κανονίσει τον εφοδιασμό του σπιτιού με τα πράγματα που
χρειαζόταν.
Ύστερα ήταν ώρα για τον
εφοδιασμό του ίδιου, έπρεπε να φάει κάτι. Ντύθηκε και πήρε το μπαστούνι του.
Βγήκε στον δρόμο και στάθηκε για μια στιγμή να αφουγκράζεται την ησυχία του
σούρουπου. Το σπίτι του ήταν λίγο έξω από τα όρια του οικισμού και είχε την
ηρεμία και τη γαλήνη που του άρεσε.
Ξεκίνησε για ένα μικρό
εστιατόριο που ήξερε. Οι δρόμοι ήταν πιο ήσυχοι από ό,τι τους έβλεπε το
καλοκαίρι μιας και ήταν το τέλος της τουριστικής σαιζόν και οι περισσότεροι
ξένοι είχαν πλέον φύγει. Ο Μιχάλης δεν αγαπούσε την πολυκοσμία και έτσι το
προτιμούσε όπως έβλεπε τώρα το χωριό.
Σταμάτησε στο μικρό
εστιατόριο και ο ιδιοκτήτης του έσπευσε να τον καλοδεχτεί.
-Βρε, βρε! Δεν περίμενα
ότι θα σε ξαναδώ φέτος. Έλα κόπιασε μέσα!
Ο Μιχάλης μπήκε στον
μικρό χώρο με τα τραπέζια και πήγε να καθίσει σε ένα από τα ακριανά με θέα στη
θάλασσα.
-Πως κι έτσι;
-Μου προέκυψαν κάτι
δουλειές εδώ.
-Θα μείνεις καιρό;
-Μάλλον κάμποσες μέρες.
-Τι να σου φέρουμε;
ρώτησε ο μαγαζάτορας.
-Μια μπριζόλα, μια μερίδα
τυροκροκέτες και φέρε μου και μια σπράιτ.
-Έγινε!
Ο μαγαζάτορας έφυγε και ο
Μιχάλης έμεινε να αγναντεύει τη θάλασσα. Η αμμουδιά ήταν άδεια και η θάλασσα
ήταν ακίνητη σαν να ήταν από κάτι στερεό, όπως το γυαλί, και όχι απλά νερό.
-Καλησπέρα, μόνος;
Ο Μιχάλης στράφηκε και
αντίκρισε την Κλερ, χαμογέλασε στην γυναίκα και απάντησε:
-Ναι, μόλις ήρθα. Αν
θέλεις…
Έδειξε την καρέκλα
απέναντί του. Η Κλερ δεν το σκέφτηκε πολύ. Τον ευχαρίστησε και κάθισε απέναντί
του. Είχε φορέσει ένα αέρινο φόρεμα που άφηνε τους ώμους έξω, τόνιζε την
αιθέρια ομορφιά της αλλά και την έκανε να δείχνει κάπως εύθραυστη, σαν ένα
λεπτεπίλεπτο έργο τέχνης που κάποιος πρέπει να αγγίξει με προσοχή.
Η Κλερ παρήγγειλε
κοτόπουλο και ένα ποτήρι κρασί. Παρατήρησε ότι ο συνδαιτημόνας της δεν είχε
πάρει κάποιο ποτό.
-Δεν πίνεις; ρώτησε.
-Δεν το συνηθίζω. Παρότι
προσπάθησαν πολλές φορές να με πείσουν εδώ.
-Το ντόπιο ποτό, ούζο δεν
το λένε;
-Σωστά, είπε ο Μιχάλης,
αλλά είναι δυνατό ποτό, πολύ περισσότερο από το κρασί.
-Δεν θα το δοκιμάσω τότε.
Εντάξει το κρασί αλλά πιο βαριά ποτά δεν τα μπορώ.
-Για μένα δεν χάνεις
τίποτα αλλά μην το πεις στους ντόπιους!
Η Κλερ γέλασε. Είχε ένα
κελαρυστό, κρυστάλλινο γέλιο, που ήταν μεταδοτικό όσο και ευχάριστο να το
ακούς.
-Καλό το φαγητό;
-Ναι, είπε η Κλερ, πολύ
ωραίο. Δεν θα το φανταζόμουν από ένα μικρό εστιατόριο σε ένα χωριουδάκι.
-Πολλές φορές συμβαίνει
αυτό στα χωριουδάκια, έχει μαγαζάκια που είναι εκπληκτικά.
-Ποιο άλλο να δοκιμάσω
εδώ;
-Περπάτησες στην παραλία;
-Όχι ακόμα.
-Στο πέρα άκρο είναι ένα
εστιατόριο. Έχει ωραίο φαγητό και καταπληκτική θέα.
Η Κλερ ήπιε λίγο κρασί.
-Το ξέρεις καλά το μέρος.
-Έρχομαι πολλά χρόνια για
διακοπές και δεν έχω αφήσει μέρος που να μην έχω περπατήσει. Δεν έχω καθίσει σε
όλα τα εστιατόρια βέβαια και δεν έχω μείνει στα ξενοδοχεία μιας και έχω σπίτι.
-Πώς περνάς την ημέρα σου
εδώ όταν δεν είσαι έξω;
-Ασχολούμαι με βιβλία,
διαβάζω πολύ.
-Τι διαβάζεις;
-Πολλά μυθιστορήματα,
αλλά μελετώ και θέματα που με ενδιαφέρουν. Όπως οι Γατελούζοι για παράδειγμα.
Εσύ; Τι κάνεις; Τι θα κάνεις αύριο ας πούμε;
-Παρότι έχω πάντα κάποια
σχέδια στο μυαλό μου, δεν κάνω ποτέ ένα πρόγραμμα, προτιμώ τις πιο αυθόρμητες
αποφάσεις. Θέλω να ζω την κάθε στιγμή, να παίρνω όσα η ζωή μπορεί να μου φέρει
σε κάθε μέρα.
Ο Μιχάλης την κοίταζε
εξεταστικά. Η φωνή της είχε αποκτήσει ένα πάθος που δεν είχε μια στιγμή πριν.
Το πίστευε αυτό που έλεγε, και το πίστευε ακράδαντα.
-Θα πιώ σ’ αυτό, της είπε
και ύψωσε το ποτήρι του. Εκείνη το ανταπέδωσε με το δικό της.
Το βλέμμα της βρήκε το
δικό του. Της άρεσε ο τρόπος που την κοίταζε, ήταν σοβαρός αλλά όχι
απαγορευτικός, ευγενικός και φιλικός. Χαμογέλασε καθώς κατέβαζε το ποτήρι από
τα χείλη της και της το ανταπέδωσε.
Ο Μιχάλης δεν
δυσκολευόταν να χαμογελάσει στην Κλερ, είχε έναν τρόπο που τον καλούσε να το
κάνει. Δεν ήταν το συνηθισμένο γυναικείο φλερτ, δεν υπήρχε πρόκληση. Ήταν απλά
ο εαυτός της, αφηνόταν να μιλήσει με κάποιον που θεωρούσε φίλο. Αλλά στο βλέμμα
της υπήρχε κάτι που τον καλούσε να τη γνωρίσει περισσότερο.
Τις σκέψεις του διέκοψε
το κινητό του που χτύπησε.
-Με συγχωρείς, είπε στην
Κλερ και απάντησε στην κλήση, ναι;
-Καλησπέρα, πήγα σήμερα
με τη μαμά και πήραμε τα σχολικά, και ήθελα να σου πω ότι χαίρομαι πάρα πολύ
που θα ξαναπάω σχολείο.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε.
Ήταν η Θάλεια. Είχε δώσει στη μητέρα της τον αριθμό του μήπως χρειάζονταν κάτι
και τώρα η μικρούλα ήθελε να μοιραστεί μαζί του τη χαρά για τα καινούρια της
πράγματα και τη ζωή της που είχε αλλάξει.
-Μπράβο, Θάλεια. Να είσαι
καλή μαθήτρια, ε;
-Θα σε κάνω περήφανο,
υποσχέθηκε σοβαρά το κοριτσάκι.
-Όταν θα επιστρέψω από το
ταξίδι θα μου πεις για τις δασκάλες σου και τους συμμαθητές σου.
-Θα σου τα πω όλα, με το
νι και με το σίγμα. Η μαμά λέει ότι πρέπει να πάω για ύπνο. Σε αγαπώ πολύ,
Μιχάλη!
-Και εγώ σε αγαπώ, μικρή
μου, καληνύχτα!
Η Κλερ τον παρακολουθούσε
που μιλούσε και αυθόρμητα κοίταξε τα χέρια του. Δεν φορούσε βέρα άρα, αν ήταν η
κόρη του, ήταν χωρισμένος. Αναρωτήθηκε πόσο καιρό. Δεν θα την πείραζε αν ήταν
χωρισμένος αλλά αν υπήρχε οικογένεια ήθελε να το ξέρει.
-Η κόρη σου; ρώτησε όταν
ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο.
-Όχι, είπε εκείνος, δεν
έχω οικογένεια. Η Θάλεια είναι μια φίλη, ένα κοριτσάκι που…
Της είπε σύντομα την
ιστορία και εκείνη τον άκουσε με προσοχή.
-Ήταν πολύ γενναιόδωρο
αυτό που έκανες, είπε όταν ο Μιχάλης ολοκλήρωσε. Πολύ όμορφο.
-Δεν θα το ενέκριναν
όλοι.
-Όποιος δεν θα το
ενέκρινε δεν έχει καρδιά, είπε η Κλερ σοβαρά. Δεν με νοιάζει ποιος είναι, αν
δει έτσι αυτό το πλασματάκι και δεν το λυπηθεί δεν ξέρω τι έχει στο στήθος αλλά
καρδιά δεν έχει.
-Σιλικόνη ίσως,
αστειεύθηκε ο Μιχάλης.
-Γυναίκα ήταν;
-Ναι, γυναίκα, είπε ο
Μιχάλης, μια από τις πιο πλούσιες της Αθήνας.
-Να τα χαίρεται τα λεφτά
της, είπε σοβαρά η Κλερ, και να μην κάνει παιδιά επίσης.
Ο Μιχάλης θυμήθηκε μια
από τις πρώτες του εξόδους με την Έφη, του είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε παιδιά
για να μη χαλάσει το σώμα και τη σεξουαλικότητά της. Χώρια την ταλαιπωρία.
Αναρωτήθηκε γιατί η Κλερ είχε πει τη συγκεκριμένη κουβέντα και τη ρώτησε.
-Αν δεν λυπήθηκε αυτό το
κακόμοιρο πλάσμα δεν έχει το μητρικό φίλτρο, άρα δε θα γίνει καλή μητέρα όσο
πλούσια και αν είναι. Εμείς οι γυναίκες συμπονούμε τα παιδιά που δεινοπαθούν
γιατί έχουμε έμφυτη την τάση να τα αγαπάμε και να τα προστατεύουμε. Αλλά εκείνη
δεν το είχε προφανώς.
Μαζί με πολλά άλλα,
σκέφθηκε ο Μιχάλης αλλά δεν το είπε. Δεν ήθελε να μιλήσει για την Έφη, όχι
γιατί ήταν πρόσφατο και τον πονούσε. Δεν ήθελα να χαλάσει τη συζήτησή του με
την Κλερ, που τώρα αποτελείωνε το κρασί της.
-Επιδόρπιο; την ρώτησε.
-Τι θα πρότεινες; Εκτός
από καφέ, είναι αργά για να πιω καφέ.
-Παγωτό;
-Μμ… ναι. Αυτό θα ήταν
ό,τι πρέπει.
Ο Μιχάλης σήκωσε το χέρι
του και ο μαγαζάτορας πλησίασε.
-Τι να σας φέρω;
Του παρήγγειλαν παγωτά,
σοκολάτα ο Μιχάλης και κρέμα η Κλερ, με σιρόπι σοκολάτας και οι δύο.
Το αεράκι από τη θάλασσα
ήρθε μυρωμένο να παίξει με τα μαλλιά της Κλερ, εκείνη τα μάζεψε πίσω και
κοίταξε τη θάλασσα. Το σκοτάδι είχε πέσει και πάνω της έπαιζαν τα φώτα από την
παραλία ενώ στο βάθος έλαμπαν τα φώτα του Μόλυβου που αντανακλούνταν επίσης στο
νερό.
-Είναι ωραία, είπε η
Κλερ. Αύριο θα κολυμπήσω κιόλας, δεν πρόλαβα σήμερα.
-Θέλει λίγο με το μαλακό,
είναι κρύα θάλασσα.
-Πιο κρύα από την Βόρεια
Θάλασσα δεν φαντάζομαι, έχω συνηθίσει στις κρύες θάλασσες.
-Τότε θα τη βρεις μια
χαρά.
-Εσύ; Κολυμπάς;
-Όχι πια, είπε ο Μιχάλης
και έκανε ένα νόημα στο μπαστούνι που είχε στηριγμένο στον τοίχο δίπλα του.
-Συγγνώμη, είπε η Κλερ
κοκκινίζοντας, έπρεπε να το σκεφτώ.
-Δεν πειράζει, δεν έγινε
τίποτα.
-Το πρωί κοιτούσες τη
θάλασσα με έναν τρόπο που με έκανε να σκεφτώ ότι την είχες πεθυμήσει και θα
έμπαινες σύντομα.
-Όταν έλθει ο Ντάνιελ θα
μπω, ειδικά αν βρούμε το πλοίο.
-Δεν κατάλαβα, είπε η
Κλερ.
-Θα έρθει ένας φίλος που
αναζητά ένα πλοίο από τον Μεσαίωνα. Αν το βρούμε, θα κατέβω σίγουρα.
-Δεν μπορείς να
κολυμπήσεις αλλά θα κάνεις κατάδυση;
-Δεν είναι ότι δεν μπορώ
να κολυμπήσω, είναι δύσκολο να βγω από τη θάλασσα επειδή ή άμμος δεν προσφέρει
σταθερό πάτημα. Και θα ήταν κάπως οικτρό θέαμα οπότε το αποφεύγω. Από το πλοίο
είναι αλλιώς.
-Πόσο βαθιά κατεβαίνεις;
-Μερικά μέτρα, δεν είμαι
εκπαιδευμένος δύτης.
-Πολύ θα ήθελα να δω έτσι
τον βυθό από κοντά, είναι ωραίο θέαμα.
-Τίποτα πιο εύκολο, μόλις
έρθει ο Ντάνιελ θα το κανονίσουμε.
Η Κλερ χαμογέλασε
ξαφνιασμένη. Δεν περίμενε αυτήν την απάντηση, κοίταξε τον Μιχάλη που χαμογέλασε
με το ξάφνιασμά της. Τους διέκοψε ο μαγαζάτορας που έφερε τα παγωτά.
-Τι είναι οι Γατελούζοι;
-Αν ρωτήσεις τους
περισσότερους, κλαμπ στο δρόμο για το Μόλυβο.
Η Κλερ γέλασε.
-Αλλά δεν μελετάς αυτό
εσύ!
Ήταν η σειρά του Μιχάλη
να γελάσει.
-Όχι, οι Γατελούζοι ήταν
μια Γενοβέζικη οικογένεια που κυβέρνησε το νησί τον Μεσαίωνα.
-Σου αρέσει η ιστορία;
-Ναι, και το να ερευνώ
θέματα μέσα από διαθέσιμες πηγές.
-Γενεαλογικά δέντρα;
-Στην Ελλάδα είναι
δύσκολο γενικά, δεν έχουν σωθεί πολλά ληξιαρχικά στοιχεία πριν τον πόλεμο. Και
ακόμα λιγότερα πριν τον εικοστό αιώνα. Σε ενδιαφέρει το θέμα;
-Είναι κάτι που έχω
ασχοληθεί. Έχω κάνει κλασσικές σπουδές.
-Ενδιαφέρον. Και ξέρεις
και γλώσσες, τουλάχιστον τρεις.
-Τα Ελληνικά είναι η
τέταρτη, είπε η Κλερ, και την έμαθα μεγάλη σχετικά.
-Αλλά τα μιλάς τέλεια,
δεν έχεις ξενική προφορά.
-Ευχαριστώ.
Τελείωσαν το επιδόρπιό
τους και η Κλερ έκανε να πιάσει το τσαντάκι της που το είχε σε μια άκρη του
τραπεζιού. Ο Μιχάλης ακούμπησε το χέρι απαλά πάνω στο δικό της.
-Θα πληρώσω εγώ.
-Μα…
-Σε κάλεσα άλλωστε.
-Η επόμενη φορά θα είναι
δική μου, είπε η Κλερ και σταμάτησε αλλά ο Μιχάλης χαμογέλασε.
-Εντάξει.
Αφού τακτοποίησε τον
λογαριασμό σηκώθηκαν από το τραπέζι.
-Τώρα; Λέμε καληνύχτα;
ρώτησε η Κλερ.
-Όταν ήρθα από την πόλη
κοιμήθηκα οπότε θα αργήσω να πάω να κοιμηθώ. Έλεγα να πάω να περπατήσω. Αν
θέλεις να έρθεις, θα χαρώ να έχω την παρέα σου.
Η Κλερ το σκέφθηκε μόλις
για μια στιγμή πριν νεύσει καταφατικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου