Μέρες Του Φθινοπώρου 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δεύτερο

 

-Κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στη Μυτιλήνη…

Η Κλερ Σεντ Βίνσεντ δεν άκουσε την υπόλοιπη αναγγελία της όμορφης κοπέλας που ήταν η επικεφαλής του πληρώματος του Airbus 320 που είχε μόλις ολοκληρώσει την πτήση από την Αθήνα στην Μυτιλήνη. Κοίταζε έξω τη θέα, δεν είχε επισκεφθεί άλλη φορά το νησί και έτσι ανυπομονούσε να το δει. Ερχόταν πολλά χρόνια στην Ελλάδα και είχε επισκεφθεί πολλά νησιά αλλά όχι αυτό. Τώρα είχε έρθει η σειρά του, και ίσως να ήταν το τελευταίο που θα έβλεπε.

Αναστέναξε. Δεν έπρεπε να αφήνει αυτές τις σκέψεις να τη βασανίζουν. Είχε πάρει μια απόφαση και θα την τηρούσε.

Σηκώθηκε από το κάθισμά της, στην πρώτη θέση, και ετοιμάστηκε να βγει στο διάδρομο. Στην απέναντι πλευρά ένας άντρας στηριγμένος σε ένα μπαστούνι έκανε το ίδιο αλλά κοντοστάθηκε και της έκανε νόημα να βγει εκείνη πρώτη. Τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο σκεπτόμενη ότι αυτή η ευγένεια είχε χαθεί πια από τον κόσμο.

Κατέβηκε τη σκάλα και άφησε τον ήλιο να την λούσει με το φως του. Προχώρησε μετά στο λεωφορείο που περίμενε για να μεταφέρει τους επιβάτες στο τέρμιναλ του αεροδρομίου.

Ακολούθησε ο άνδρας με το μπαστούνι τον οποίο είχε προσέξει. Παρότι χρειαζόταν μπαστούνι, δεν πήγε να καθίσει αλλά στάθηκε κοντά στην πόρτα ατενίζοντας τη θάλασσα που έμοιαζε ακίνητη έτσι όπως δεν υπήρχε αέρας που να δημιουργεί το παραμικρό κυματάκι. Την κοίταξε και εκείνη, της άρεσε η θάλασσα από όταν ήταν παιδί.

 

Η Μάρθα Κόρβου διέσχισε την πρώτη θέση του αεροπλάνου με ύφος σαν να ήταν όλα κατώτερα της προσοχής της και αγνόησε τον ευγενικό χαιρετισμό από τις κοπέλες του πληρώματος. Για την Μάρθα η ταπεινοφροσύνη ήταν μια αρετή μόνο για εκείνους που είχαν λόγο να είναι ταπεινοί, όχι για εκείνη που ήταν μέλος της αφρόκρεμας της Αθηναϊκής κοινωνίας. Κατέβηκε από τη σκάλα του αεροπλάνου σαν να ήταν βασίλισσα που κατεβαίνει από τον θρόνο της, κοιτώντας αφ’ υψηλού τους γύρω της και απολαμβάνοντας τα αντρικά βλέμματα στο κορμί της. Ήξερε ότι κάθε σεξουαλικά ενεργός άντρας θα κοίταζε τους γοφούς της όπως λικνίζονταν στο περπάτημά της με τις γόβες και διαγράφονταν προκλητικά από το φόρεμά της.

Φυσικά δεν ήταν μόνο οι γοφοί της που θα τραβούσαν το αντρικό βλέμμα, τα στήθη της ήταν επίσης δυνατό σημείο, χαλάλι τις πλαστικές που είχαν χρειαστεί, στητά και μεγάλα, τέλεια αντίθεση με τη μέση της και ταίριασμα με τους γοφούς της.

Στάθηκε στο λεωφορείο και κοίταξε επιτακτικά τον άνδρα στην είσοδο. Εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα και παρά το τι περίμενε η Μάρθα το βλέμμα του δεν την περιεργάστηκε, απλά της έκανε χώρο να ανέβει. Η γυναίκα μισόκλεισε τα μάτια, ποιος ήταν αυτός που νόμιζε ότι ήταν καλύτερός της; Ανέβηκε στο λεωφορείο και τον κοίταξε πάλι. Η Μάρθα πρόσεξε τότε το μπαστούνι στο οποίο στηριζόταν και χαμογέλασε, θα τον τακτοποιούσε τον σακάτη.

 

Η Φοίβη Κόρβου δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη μητέρα της. Εκεί που η μητέρα της ήταν καστανή, εκείνη είχε μαύρα κορακάτα μαλλιά, αντί για το πλούσιο στήθος της Μάρθας, εκείνη είχε μικρό στήθος, σαν να ήταν ακόμα έφηβη. Είχε λεπτή μέση αλλά τίποτα από τους γοφούς της μητέρας της, ήταν στενή σαν αγόρι όπως είχε πει κάποτε η Μάρθα σε ευήκοον της και όχι μόνον εκείνης.

Αντίθετα με τη μητέρα της, κατέβηκε τη σκάλα βιαστικά σαν να φοβόταν μια επίπληξη αν αργούσε. Ακολούθησε τη μητέρα της στο λεωφορείο και ευχαρίστησε τον άνδρα για την ευγένειά του. Η μητέρα της το πρόσεξε και χαμογέλασε ειρωνικά. Κάθισε σε μια θέση και καθώς η κόρη της στάθηκε μπροστά της κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά.

-Λίγο μέηκ απ και ένα από εκείνα τα ενισχυμένα σουτιέν θα σε κάνανε να μοιάζεις γυναίκα, για να μην μιλήσουμε για το ότι ντύθηκες σαν καλόγρια.

-Η μητέρα σου έχει δίκιο, είπε μια βαριά αντρική φωνή, πρέπει να ντύνεσαι πιο θηλυκά.

Η Φοίβη χαμογέλασε για να μην βάλει τις φωνές. Εκείνη δεν έβρισκε κάτι κακό στο ντύσιμό της, είχε βάλει μια πουκαμίσα και ένα άνετο παντελόνι, ρούχα για ταξίδι. Δεν θα μπορούσε να νιώθει άνετα με καλό ή επίσημο ντύσιμο. Φυσικά ο Βασίλης είχε πάρει το μέρος της μητέρας της, αυτό δεν έκανε πάντα; Μπορεί να ήταν δικός της μνηστήρας αλλά ποτέ σχεδόν δεν συμφωνούσε μαζί της. Πάντα με τη μητέρα της. Την αγκάλιασε από τη μέση και την κράτησε κοντά του αλλά το άγγιγμα δεν της έφερε καμία ανακούφιση ή θαλπωρή. Εξακολουθούσε να θέλει να ουρλιάξει.

Ίσως κάτι να μην πήγαινε κάτι καλά με εκείνη. Είχε αυτά για τα οποία άλλες θα σκότωναν, έναν όμορφο μνηστήρα, μια καλή οικονομική κατάσταση και την άνεση να μη δουλεύει αλλά να κάνει την λεγόμενη καλή ζωή, και εκείνη ήθελε να ουρλιάξει, να φύγει από όλα αυτά αν ήταν δυνατόν.

Κοίταξε γύρω της νιώθοντας ξαφνικά να ασφυκτιά. Το βλέμμα της συναντήθηκε με του άνδρα με το μπαστούνι και μια περίεργη γαλήνη την κατέλαβε, σαν να της έλεγε το βλέμμα του ότι την καταλαβαίνει.

 

Ο Μιχάλης δεν θα περιεργαζόταν ποτέ μια γυναίκα όπως περίμενε η Μάρθα, ακόμα και αν κάποια περίσταση την έφερνε ολόγυμνή μπροστά του. Τώρα που είχε αφήσει πίσω του μια σχέση, όσο και αν αυτή ήταν αποτυχημένη και δεν είχε υπάρξει αυτό που είχε εκείνος ελπίσει, ήταν ακόμα πιο μακριά από το να προσέξει μια γυναίκα.

Η Φοίβη όμως είχε τραβήξει την προσοχή του, η απελπισία στο βλέμμα της ήταν τόσο εμφανής που ακόμα και απλά κοιτώντας τους συνεπιβάτες του δεν μπορούσε να μην την παρατηρήσει. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που έτρωγε το κορίτσι και το βλέμμα του μαλάκωσε. Εκείνη τη στιγμή τον κοίταξε η Φοίβη και ένιωσε ότι εκείνος την καταλαβαίνει.

Το λεωφορείο ξεκίνησε τη μικρή του διαδρομή ως το κτίριο του αεροδρομίου. Ο Μιχάλης κοίταξε έξω τον τόσο γνώριμο χώρο. Είχε ταξιδέψει πολλές φορές από αυτό και προς αυτό το αεροδρόμιο. Πολλές φορές είχε έρθει στο νησί πάνω από μια φορά το χρόνο αλλά ποτέ τόσο αργά, μετά το καλοκαίρι, μα να που είχε γίνει και αυτό.

Το λεωφορείο έφτασε στο κτίριο του αεροδρομίου και σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν και οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Η Μάρθα σηκώθηκε νωχελικά και προχώρησε προς την πόρτα. Δεν αποβιβάστηκε ωστόσο, περίμενε να το κάνει ο Μιχάλης. Μόλις εκείνος κινήθηκε προς την πόρτα το έκανε και εκείνη και με την τσάντα της χτύπησε το μπαστούνι του καθώς στηριζόταν σε αυτό για να κατέβει. Το μπαστούνι υποχώρησε και ο Μιχάλης έχασε την ισορροπία του. Απογοήτευσε την Μάρθα ωστόσο μιας και δεν σωριάστηκε στην άσφαλτο όπως εκείνη περίμενε. Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια πια με αυτό το πρόβλημα και έχοντας αντιμετωπίσει διάφορα ατυχήματα κατά καιρούς, ήταν γρήγορος στις αντιδράσεις του. Αρπάχτηκε από το στροφείο της πόρτας και κατέληξε να προσγειωθεί στο έδαφος όρθιος στα πόδια του αν και όχι με τον πιο κομψό τρόπο.

Έσφιξε τα δόντια καθώς αυτή η απότομη κάθοδος έστειλε ένα κύμα πόνου να τον διατρέξει και προχώρησε προς το εσωτερικό του τέρμιναλ χωρίς να δώσει συνέχεια.

Βγήκε έξω και ανέπνευσε με απόλαυση τον αέρα που μυρωμένος ερχόταν από τη θάλασσα. Προχώρησε στα σταθμευμένα ταξί που περίμεναν.

-Θα με πας μέχρι την πόλη; ρώτησε τον οδηγό του πρώτου στη σειρά.

Ο οδηγός δε φάνηκε να χαίρεται και ο Μιχάλης χαμογέλασε, ήξερε τι συνέβαινε. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη και έτσι το κόμιστρο δεν θα ήταν ιδιαίτερα υψηλό.

-Πάρε και άλλο δρομολόγιο. Εμένα με αφήνεις στο ηρώο κοντά στην περιφέρεια και συνεχίζεις για όπου θέλει.

Ο επόμενος επιβάτης που βγήκε ήταν η Κλερ Σεντ Βίνσεντ. Ο οδηγός τη ρώτησε αν ήθελε ταξί και εκείνη ένευσε καταφατικά

-Θα αφήσουμε τον κύριο και συνεχίζουμε, είπε ο οδηγός, πού πάτε;

Η Κλερ του είπε και ο Μιχάλης γύρισε και την κοίταξε. Στο ίδιο μέρος θα πήγαινε και ο ίδιος μόλις ολοκλήρωνε τη δουλειά του με τον Γιώργο. Ήξερε το ξενοδοχείο όπου θα έμενε.

-Είναι από τα καλύτερα της περιοχής, είπε.

-Μένετε εκεί; ρώτησε η Κλερ.

-Όχι, έχω δικό μου σπίτι.

-Θα χαρώ να ξανασυναντηθούμε.

-Το πιθανότερο, δεν είναι τόσο μεγάλο μέρος και οι πιο πολλοί ξένοι θα έχουν φύγει πια.

-Θα έχει ησυχία να υποθέσω.

-Ναι, θα έχει.

Της άρεσε αυτό. Ήθελε να περάσει τις διακοπές της σε έναν ήσυχο τόπο με ήρεμους ρυθμούς. Και θα ήταν σίγουρα ωραία εμπειρία, ειδικά αν όλοι ήταν ευγενικοί σαν αυτόν τον ξένο. Με τη συνειδητοποίηση ότι ήταν ξένος τού συστήθηκε και έκανε και εκείνος το ίδιο.

-Φτάσαμε, είπε ο οδηγός στον Μιχάλη που βγήκε. Πήρε τα πράγματά του, ένα μικρό σακίδιο και τον χαρτοφύλακα με το λάπτοπ του, και βγήκε.

-Θα τα ξαναπούμε, είπε στην Κλερ με ένα χαμόγελο.

 

Η Μάρθα δεν θα έπαιρνε ταξί για να πάει στον προορισμό της. Είχε κανονίσει για μια λιμουζίνα. Ο κουστουμαρισμένος οδηγός έβαλε τις αποσκευές τους στον κατάλληλο χώρο και κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να μπουν. Η Μάρθα κάθισε στη μια πλευρά και ο Βασίλης με τη Φοίβη απέναντί της.

-Μητέρα, είπε η Φοίβη, δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες στο λεωφορείο.

-Μπα γιατί; Δεν θα έπρεπε να παραμερίσει να ανέβω στο λεωφορείο;

-Μα το έκανε!

-Όχι όσο γρήγορα ή με το σεβασμό που θα έπρεπε.

-Μητέρα! Δεν ήταν κανένας ζητιάνος, στην πρώτη θέση ταξίδευε!

-Σίγουρα δεν ήταν του δικού μας κοινωνικού στάτους, είπε ο Βασίλης, η μητέρα σου έχει δίκιο.

Αγκάλιασε τη μνηστή του από τους ώμους και την κράτησε στο πλευρό του.

-Δε βλέπω την ώρα να βρεθούμε μόνοι, της ψιθύρισε και η Φοίβη κοκκίνισε.

Η Μάρθα γέλασε.

-Έτσι σας θέλω και μην ανησυχείτε, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, η σουίτα μας έχει δύο υπνοδωμάτια. Καιρός για εμπειρίες.

-Σίγουρα θα είναι πολλές, υπερθεμάτισε ο Βασίλης.

Θα ήταν πολλές οι εμπειρίες, αυτό το Φθινόπωρο θα έμενε σε όλους αξέχαστο.

 

Ο Μιχάλης πέρασε την πόρτα του γραφείου και στάθηκε, η περιποιημένη γραμματέας τον κοίταξε εξεταστικά και είπε:

-Παρακαλώ;

-Πες στον Γιώργο, ότι ήρθε το ιππικό.

Η κοπέλα χαμογέλασε.

-Περάστε, σας περιμένει.

Ο Γιώργος τον είχε ακούσει και ήταν στην πόρτα.

-Χαίρομαι που σε βλέπω! Να κεράσω καφέ;

-Ήπια στο αεροπλάνο.

-Πρωινό τότε;

-Έφαγα κιόλας.

-Πρώτη θέση ταξίδευες;

-Οξύνους όπως πάντα. Χαίρομαι που σε βρίσκω μια χαρά.

 

-Δεν μπορούσες να φορέσεις κάτι πιο καλό; Είναι ο πιο διακεκριμένος δικηγόρος της πόλης και από τους καλύτερους της χώρας.

Οι δύο γυναίκες που περπατούσαν βιαστικά στην οδό Χρυσομαλλούσης μαζί με το μικρό κοριτσάκι που η μία κρατούσε από το χέρι, λογόφερναν χωρίς να μειώνουν τον ρυθμό τους. Η μια ήταν γύρω στα εξήντα με αυστηρό παρουσιαστικό, ντυμένη με ένα ακριβό ταγέρ. Η νεότερη ήταν προς το τέλος της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της. Είχε ντυθεί απλά με μια πουκαμίσα και ένα υφασμάτινο παντελόνι, το ντύσιμο συμπλήρωναν απλά ίσα παπούτσια. Το συνηθισμένο ντύσιμο είχε επισύρει τη μήνι της μεγαλύτερης γυναίκας. Το κοριτσάκι που κρατούσε από το χέρι η νεότερη χοροπηδούσε ξέγνοιαστο παίζοντας ένα παιχνίδι που συνίστατο στο να μην πατάει τους αρμούς στις πλάκες του πεζοδρομίου αλλά να πηδάει από πάνω.

Φτάσανε στον προορισμό τους και η μεγαλύτερη γυναίκα στράφηκε στο κοριτσάκι.

-Ελεάνα δεν θα μιλάς, ούτε θα γελάς.

Μετά στράφηκε στην άλλη γυναίκα.

-Γιατί την πήρες μαζί;

-Άφησα ήδη πολλά στα παιδιά να κάνουν, δεν χρειαζόταν να την έχουν και εκείνη έγνοια.

Η μεγαλύτερη γυναίκα έβγαλε έναν περιφρονητικό ήχο και μπήκαν στο γραφείο, στο ισόγειο ενός μεγάλου συγκροτήματος γραφείων, όπου μια καλοντυμένη και μακιγιαρισμένη γραμματέας τους υποδέχτηκε.

-Είμαι η Δέσποινα Αμπλιώτη, είπε η μεγαλύτερη γυναίκα. Έχουμε ραντεβού με τον κύριο Γιαννέλλη.

-Παρακαλώ, περάστε. Σας περιμένει.

Η γραμματέας προχώρησε να ανοίξει την εσωτερική πόρτα και η Δέσποινα κοίταξε με νόημα την κόρη της. Η Δωροθέα Αμπλιώτη – Στασινού, αναστέναξε. Είχε συνηθίσει αυτήν την συμπεριφορά της μητέρας της αλλά δεν έπαυε να της δημιουργεί ένα αίσθημα ότι ποτέ δεν θα την ευχαριστούσε. Ό,τι και αν έκανε δεν θα ήταν αρκετό.

Το γραφείο του δικηγόρου ήταν μεγάλο και ευάερο καθώς διέθετε ένα παράθυρο αλλά και μια πόρτα που οδηγούσε σε μια φαρδιά βεράντα. Εκείνος ήταν καθισμένος πίσω από ένα μεγάλο μαονένιο έπιπλο – αντίκα βαρυφορτωμένο με έγγραφα και φακέλους. Στους τοίχους υπήρχαν βιβλιοθήκες με νομικά βιβλία αλλά και αρχειοθήκες με φακέλους υποθέσεων. Αλλά δεν ήταν όλα γύρω επαγγελματικά, σε ένα ράφι υπήρχαν λογοτεχνικά βιβλία ενώ σε ένα άλλο ένα σύστημα στέρεο με ένα cd-player και μερικά cd.

Μπροστά στο γραφείο του δικηγόρου ήταν ένα μικρό σαλονάκι με πολυθρόνες και ένα χαμηλό τραπεζάκι. Σε μια πολυθρόνα καθόταν ήδη ένας άνδρας με ένα μπαστούνι στερεωμένο ανάμεσα στα πόδια του.

-Καλώς ήρθατε, καθήστε, είπε ο Γιώργος, ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας που φορούσε ένα καλοραμμένο κουστούμι. Να σας συστήσω τον φίλο μου. Ο Μιχάλης ήρθε να βοηθήσει με τη δική σας υπόθεση.

Η Δέσποινα κοίταξε τον άλλο άνδρα απαξιωτικά. Ο Μιχάλης ανταπέδωσε το βλέμμα ατάραχος.

-Αυτός είναι σακάτης.

Ο Γιώργος πήγε να πει κάτι αλλά ο Μιχάλης τον πρόλαβε.

-Μόνο στο σώμα σας βεβαιώ, το μυαλό μου είναι μια χαρά.

Η Δέσποινα φάνηκε να χάνει τα λόγια της και η Δωροθέα χαμογέλασε αχνά.

-Λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα, είπε ο Γιώργος. Πριν από επτά περίπου χρόνια ο Παναγιώτης Στασινός, ο σύζυγος της Δωροθέας, έκανε έναρξη εργασιών στο όνομά της και πήρε δάνειο από την τράπεζα ύψους 300.000 ευρώ ενώ εξασφάλισε και ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ με άλλες 100.000. Η επιχείρηση ξεκίνησε να λειτουργεί και μετά ο Στασινός εξαφανίστηκε με τα λεφτά.

-400 χιλιάρικα; είπε ο Μιχάλης.

-Όχι, τα εκατό περίπου χρησιμοποιήθηκαν όντως για να στηθεί η επιχείρηση. Έφυγε με τα υπόλοιπα. Τώρα η Δωροθέα αντιμετωπίζει πολλαπλά οικονομικά προβλήματα. Η τράπεζα θέλει τα δανεικά τα οποία σύμφωνα με τη σύμβαση είναι 330.000 αυτή τη στιγμή. Έχει χρέη στην εφορία από την οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης που δεν μπορεί να πληρώσει γιατί η τράπεζα έχει δεσμεύσει ήδη όλα τα χρηματικά της αποθέματα.

-Ο Στασινός; Δεν καταζητείται;

-Όχι, καθώς όλα έγιναν στο όνομα της Δωροθέας δεν έκανε τίποτα παράνομο.

-Πώς το έκανε όμως;

-Του είχα δώσει την ταυτότητά μου, είπε με δυστυχισμένο ύφος η Δωροθέα.

-Αφού ήσουν τόσο ανόητη, είπε η μητέρα της.

-Δεν πήγε ο νους μου στο κακό, ήταν ο άντρας μου.

-Σωστά εδώ του είχες ανοίξει τα πόδια, στην ταυτότητα θα σταματούσες;

Η Δωροθέα κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Γιώργος είδε τον Μιχάλη να συνοφρυώνεται και κατάλαβε ότι ερχόταν καταιγίδα. Δεν είχε γνωρίσει άλλον άνθρωπο τόσο ήσυχο όσο ο Μιχάλης αλλά και κανενός ο θυμός δεν ήταν πιο βίαιος όταν πια ξεσπούσε.

-Ελάτε τώρα, είπε ήσυχα, αυτό δεν ωφελεί…

Η Δωροθέα δεν τον άκουγε. Την προσοχή της την είχε τραβήξει η Ελεάνα. Η μικρή όσο μιλούσαν έφερνε βόλτα το γραφείο, τώρα είχε πάει κοντά στον Μιχάλη και σκάλιζε το μπαστούνι του. Αυτό ήταν περίεργο, η Ελεάνα δεν πλησίαζε μόνη της ξένο. Τώρα για κάποιο λόγο φαινόταν να μην ντρέπεται. Πιάστηκε από το πόδι του Μιχάλη και αποπειράθηκε να σκαρφαλώσει. Εκείνος την άφησε, χαμήλωσε μάλιστα το πόδι του.

-Αν μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι ο Στασινός πήρε τα λεφτά, θα μπορούσε να γίνει κάτι με την τράπεζα. Αλήθεια τι επιχείρηση είναι; ρώτησε ο Μιχάλης.

-Είναι ένα μαγειρείο, μικρό εστιατόριο στο χωριό και…

-Αλήθεια; Νόμιζα ότι τα ήξερα όλα.

-Είστε από τα μέρη μας; ρώτησε η Δωροθέα.

-Έρχομαι για διακοπές.

-Δεν είναι τόσο περίπλοκο όσο το Μεμόριαλ, αφού βρήκες εκεί την άκρη θα τη βρεις και εδώ, είπε ο Γιώργος.

-Τι άκρη να βρω εδώ; Υποψιάζεσαι απάτη;

-Όχι, αλλά ελπίζω ότι ίσως δεις κάτι που μου διαφεύγει.

-Εντάξει.

Ο Γιώργος στράφηκε στη Δέσποινα.

-Οι νύξεις μας στην τράπεζα δεν πέτυχαν. Πρέπει να έχουμε κάτι παραπάνω από τον λόγο μας ότι ο Στασινός ενήργησε χωρίς να το ξέρει η Δωροθέα.

-Εγώ θα χρειαστώ τα φορολογικά αρχεία, είπε ο Μιχάλης τελείως ατάραχος από το γεγονός ότι η Ελεάνα είχε βολευτεί στην αγκαλιά του και είχε γλαρώσει, έτοιμη να κοιμηθεί.

Η Δέσποινα το είδε και πήγε να πει κάτι αλλά το βλέμμα του Μιχάλη την απέτρεψε. Η αυταρχική γυναίκα για πρώτη φορά ένιωσε την ανάγκη να υποχωρήσει μπροστά σε κάποιον.

-Έχω εδώ τις εκτυπώσεις με τα σύνολα πάνω στις οποίες βασίστηκαν τα Ε3, είπε ο Γιώργος. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη, της φετινής δήλωσης.

Ο Μιχάλης πήρε την εκτύπωση και την κοίταξε.

-Δουλεύετε με σαιζόν; παρατήρησε, από Μάιο ως Οκτώβριο;

-Ναι, όταν έχουμε ξένους, τους άλλους μήνες δεν έχει νόημα.

Ο Μιχάλης ένευσε καθώς μελετούσε τις στήλες με τους αριθμούς στο χαρτί.

-Υπάρχει ένα λάθος, είπε ξαφνικά.

-Λάθος; Τι λάθος;

-Στον Οκτώβριο, στις μισθοδοσίες.

-Είναι το επίδομα αδείας, είπε η Δέσποινα, οι επιχειρήσεις αυτές δεν δίνουν την άδεια το καλοκαίρι, τη βάζουν συνήθως στο τέλος της περιόδου. Γι’ αυτό το ποσό είναι λίγο μεγαλύτερο από τους άλλους μήνες.

-Έλα, παππούλη μου, να σου δείξω τ’ αμπέλια σου πού είναι, απάντησε ο Μιχάλης και η Δέσποινα κοκκίνισε από οργή.

Ο Γιώργος δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει αλλά η Δωροθέα κρατήθηκε καθώς ένιωσε το αυστηρό βλέμμα της μητέρας της πάνω της.

-Το ποσό είναι μικρό, θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο, κατά περίπου 50 τοις εκατό από τους άλλους μήνες.

-Και τι αλλάζει αυτό; ρώτησε η Δέσποινα.

Η Δωροθέα γύρισε να τον κοιτάξει και τότε συνειδητοποίησε τι είχε κάνει η Ελεάνα. Έσπευσε να την πάρει στα χέρια της ψιθυρίζοντας απολογίες. Ο Μιχάλης την καθησύχασε.

-Δεν ήταν κόπος.

Σηκώθηκε όρθιος.

-Γιώργο, δες το αυτό και θα ξαναμιλήσουμε. Έχω ακόμα δρόμο και δύο στάσεις να κάνω οπότε καλό είναι να ξεκινώ σιγά – σιγά.

-Λέω το Σάββατο να ανέβω στο χωριό και να συναντηθούμε εκεί, είπε ο δικηγόρος.

-Εντάξει, είπε ο Μιχάλης και πήγε προς την πόρτα.

Η Δέσποινα σχολίασε χαμηλόφωνα την εμφανή του χωλότητα και εκείνος γύρισε και την κοίταξε.

-In lingua venomum, είπε και βγήκε.

-Τι είπε; Με έβρισε; απαίτησε να μάθει η Δέσποινα.

-Είναι λατινικά, είπε ο Γιώργος μην κρύβοντας ότι το διασκέδαζε, σημαίνει στη γλώσσα το δηλητήριο, είναι παράφραση ενός λατινικού ρητού.

 

Η Έφη βγήκε από την πισίνα ολόγυμνη καθώς έβγαινε στον κήπο ο Νικόλαος Βλέμμυς. Της έριξε ένα βλέμμα που είχε άμεση επίδραση πάνω του όπως μπορούσε να δει η Έφη μιας και εκείνος φορούσε μόνο ένα μαγιό. Της άρεσε που είχε τέτοια επίδραση σε έναν άνδρα που φημιζόταν για τις κατακτήσεις του. Πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα.

-Είχα νέα, είπε ο Βλέμμυς.

-Τι νέα;

-Έβαλα έναν άνθρωπο μου στην χρηματιστηριακή να ελέγξει τον πρώην σου.

-Και;

-Δεν είναι φτωχός, δεν είναι σαν εμάς αλλά δεν είναι κανένας εμπερίστατος, θα μπορούσε να ζει άνετα με στυλ. Έχει επίσης ισχυρούς συμμάχους, τις επενδύσεις του τις χειρίζεται ο Αλέξανδρος Κομνηνός, ένας τύπος που δεν αστειεύεται καθόλου. Ο δικός μου έχασε τη θέση του. Αλλά ο πόλεμος τώρα άρχισε.

-Μμμ… μου αρέσει το πώς το βλέπεις, είπε η Έφη και άρχισε να τον φιλάει κατηφορίζοντας στο λαιμό και το στέρνο του. Το αλητάκι;

-Ανέλαβε και τους βρήκε σπίτι και μια δουλειά. Δεν μπορώ να το αναιρέσω αυτό. Αλλά τον φίλο σου θα τον κυνηγήσω. Θα τον καταστρέψω. Ξέρεις πού είναι τώρα;

-Όχι, είπε η Έφη.

-Στη Μυτιλήνη, αύριο θα πάω με το γιοτ μου και’ γω. Θέλεις να έρθεις κι’ εσύ;

-Σαν τι;

-Σαν καλεσμένη, θα έχω και άλλους ξένους εξάλλου.

-Ναι, αμέ, θέλω να τον δω να υποφέρει.

Η Έφη γονάτισε και έλυσε το μαγιό του Βλέμμυ. Εκείνος άφησε ένα βογκητό ευχαρίστησης και έπιασε το κεφάλι της.

-Ναι, είπε με βαθιά φωνή. Θα στον φέρω να τον κάνεις ό,τι θες.

Η Έφη πολλαπλασίασε τις προσπάθειες να τον ευχαριστήσει. Στο δικό της σώμα την ηδονή έφερε η σκέψη ότι ο Μιχάλης θα υπέφερε μαρτύρια.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου