Μέρες Του Φθινοπώρου 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Πέμπτο

 

Η Κλερ ξύπνησε νιώθοντας ευτυχισμένη, γύρισε ανάσκελα και τεντώθηκε. Ήταν ολόγυμνη αλλά ένιωθε μια υπέροχη θαλπωρή και μια γλυκιά χαλάρωση. Ήξερε τι ήταν που την έκανε να νιώθει τόσο διαφορετικά. Ο Μιχάλης και η σχέση τους.

Δεν ήταν μόνο η ερωτική τους συνεύρεση, ήταν όλη η παρουσία του στη ζωή της και το ότι την είχε κάνει μέρος της δικής του ζωής. Αφού κάνανε έρωτα γυρνώντας από την επίσκεψη στο Βίκτορυ, είχαν μείνει στο κρεβάτι να μιλάνε ως την ώρα που αποφάσισε να ετοιμάσει δείπνο. Είχε φτιάξει ομελέτα και την είχαν φάει μέσα, ακόμα έβρεχε και δεν μπορούσαν να φάνε έξω, και μετά είχαν δοκιμάσει και τα γλυκά. Δεν ήξερε αν ο Μορίς είχε δίκιο για την καρυδόπιτα αλλά είχαν κάνει έρωτα ως αργά τη νύχτα και είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένοι.

Αυτό την έκανε ευτυχισμένη, δεν μοιραζόταν μόνο το κρεβάτι του, την είχε κρατήσει να μείνει μαζί του, μοιραζόταν τις στιγμές του μαζί της, την είχε γνωρίσει στους φίλους του. Ήταν μέρος της ζωής του σε όλα. όχι μόνο στον ερωτικό τομέα.

Καθώς επανερχόταν η αντίληψή της από την χαλαρότητα του ύπνου, πρόσεξε ακόμα έναν ήχο. Τον μαλακό ήχο του πληκτρολογίου. Ανακάθισε και είδε τον Μιχάλη να κάθεται και να γράφει, δεν είχε ντυθεί για να μην την ξυπνήσει, ήταν ολόγυμνος αν εξαιρούσε τα γυαλιά του και το χρυσό σταυρό που κρεμόταν από μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε κοντά του προσέχοντας να μην κάνει κανέναν θόρυβο και την καταλάβει. Διάβασε τι είχε γράψει στην οθόνη:

Οι σάλπιγγες ηχήσανε απότομα. Ήταν το χαρακτηριστικό κοφτό κάλεσμα στα όπλα. Οι λεγεωνάριοι, βετεράνοι όλοι, αρχίσανε να φοράνε τους θώρακες και τα κράνη τους και οι πιο γρήγοροι ανάμεσά τους να ετοιμάζουν τα όπλα τους. Έφεραν όλοι το χαρακτηριστικό κοντό σπαθί με τη βαριά λάμα, ασπίδα και δύο πίλα, αλλά πολλοί είχαν και κάποιο ακόμα πρόσθετο όπλο, κάποιο μαχαίρι συνήθως.

Εκείνος όμως δεν είχε ακόμα ετοιμαστεί για την επερχόμενη μάχη. Πριν από τα όπλα έπρεπε να δει εκείνη. Δεν ήθελε να μην την δει ακόμα μια φορά πριν διακινδυνεύσει και πάλι τη ζωή του. Το είχε κάνει τόσες φορές και θα συνέχιζε να το κάνει άφοβα, αλλά στην περίπτωση που θα πέθαινε ήθελε να έχει δει ακόμα μια φορά την γλυκιά ομορφιά της Άρια Καικιλία.

Σαν να είχε η σκέψη του τη δύναμη να υλοποιεί την επιθυμία του, το φύλλο της εισόδου της σκηνής ανασηκώθηκε και πέρασε μέσα η κοπέλα. Η κόρη του Αρίου Σουεντωνίου ήταν μια εκπληκτικής ομορφιάς κοπέλα, ομορφιά που ξεπερνούσε μόνο η γλυκύτητα του χαρακτήρα της.

-Σέργιε! είπε η κοπέλα. Έλπιζα ότι είσαι ακόμη εδώ.

Της χαμογέλασε καθώς εκείνη τον πλησίαζε τρέχοντας και ριχνόταν στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να χορτάσει την γλυκιά της ομορφιά όπως και δεν μπορούσε να χορτάσει ποτέ την παρουσία της. Την έσφιξε πάνω του.

-Άρια, χαίρομαι που σε βλέπω!

Κοίταξε το καλοσχηματισμένο πρόσωπό της με τα αρμονικά χαρακτηριστικά, τα καστανά της μάτια, τα σαρκώδη χείλη, την αριστοκρατική κατατομή. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και ένιωσε το σώμα της πάνω στο δικό του. Το σώμα αυτό που ήξερε κάθε σημείο του σαν να ήταν το δικό του και πολύ περισσότερο. Τη φίλησε στα χείλη, η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της. Ένιωσε το σώμα της να σκιρτά στην αγκαλιά του ενώ η γλώσσα της έσμιγε με τη δική του και η επιθυμία του για εκείνη φούντωσε και πάλι. Την ήθελε, πόσο πολύ την ήθελε! Αλλά ήξερε ότι αυτό έπρεπε να περιμένει, οι Ούννοι πλησίαζαν.

Το φύλλο της σκηνής που ήταν η είσοδος σ’ αυτή παραμερίστηκε και ένας άνδρας μπήκε στη σκηνή.

-Σέργιε, οι βάρβαροι πλησιάζουν, έλα ακόμα δεν ετοιμάστηκες; Η κοόρτη μας συγκεντρώνεται.

-Έρχομαι Δέκιε, απάντησε απρόθυμος να αφήσει την Άρια αλλά ξέροντας ότι δεν μπορούσε να αφήσει το καθήκον του. Αν μη τι άλλο για την ασφάλειά της.

Γύρισε και τη κοίταξε.

-Πρέπει να φύγω, μείνε εδώ αν θες. Το στρατόπεδο θα φρουρείται.

-Θα σε περιμένω, είπε απαλά η κοπέλα. Να προσέχεις.

-Θα το κάνω, είπε αρπάζοντας τον θώρακά του.

-Ο Θεός μαζί σου, είπε η Άρια και τον άγγιξε απαλά στον ώμο καθώς έβγαινε από τη σκηνή.

 

-Ωραίο κομμάτι αλλά υπήρχαν λεγεωνάριοι τότε; Δεν είχαν αλλάξει οι στρατοί μέχρι την άλωση;

Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε και γύρισε να την αντικρίσει.

-Δεν σε είχα καταλάβει ότι ξύπνησες.

-Ήσουν αφοσιωμένος. Για πες λοιπόν. Σωστά δεν το σκέφτηκα;

-Ναι, δεν έχει να κάνει με την έρευνα αυτό. Είναι κάτι άλλο που γράφω.

Η Κλερ έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί.

-Σε βρίσκω πολύ σέξι, έτσι αφοσιωμένο στο έργο σου και ταυτόχρονα ολόγυμνο στο άγγιγμά μου.

Η αναπνοή της χάιδεψε το λαιμό του ενώ εκείνη κατέβαζε το χέρι της στο στέρνο του και μετά στην κοιλιά του. Καθώς ήταν γυμνός μπορούσε να δει το αποτέλεσμα του χαδιού της πάνω του. Της άρεσε αυτό. Ο Μιχάλης στράφηκε και την αγκάλιασε από τη μέση, την τράβηξε στην αγκαλιά του και εκείνη κάθισε και έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του.

-Ωραία είναι εδώ, είπε. Σε διέκοψα όμως.

-Δεν πειράζει.

-Απλά ήταν…

Η Κλερ σταμάτησε και έσκυψε το κεφάλι της. Ο Μιχάλης έβαλε το χέρι του στο σαγόνι της και το ανασήκωσε απαλά.

-Τι είναι, ματάκια μου;

-Με τον Μάρτιν είχα μια σχέση που με περιόριζε σε κάποια πράγματα. Σου είπα ήδη για το ερωτικό θέμα που εντάθηκε αφού έμαθε ότι είμαι άρρωστη. Πριν από αυτό βγαίναμε έξω, κάναμε έρωτα, περνούσαμε ώρες μαζί αλλά δεν είχα πρόσβαση στη δουλειά του. Ήξερα ότι δούλευε στο Σίτυ και είχε να κάνει με το χρηματιστήριο αλλά τίποτα άλλο. Δεν ήξερα τη δουλειά του, τους φίλους του, τίποτα. Εσύ με έχεις βάλει στη ζωή σου, σε όλα, σε φίλους, στα ενδιαφέροντά σου.

Τον κοίταξε στα μάτια.

-Μου πρόσφερες τα πάντα και δεν ζήτησες τίποτα.

-Μου προσφέρεις τα πάντα.

Η Κλερ χαμογέλασε και τον φίλησε.

-Είσαι υπέροχος, ήμουν τυχερή που ο οδηγός του ταξί όταν έφτασα ήθελε να βγάλει και άλλα λεφτά και σε γνώρισα.

-Πού να το’ ξερα, ε;

-Ποιο;

-Εγώ του πρότεινα να πάρει και άλλον επιβάτη. Πού να το ήξερα τι θα μου χαρίσει η γενναιοδωρία μου.

Η Κλερ γέλασε και μετά σηκώθηκε από την αγκαλιά του μόνο και μόνο για να καθίσει καβαλικευτά και αντικριστά του. Τον φίλησε απαλά στα χείλη. Μετά κοίταξε τον λαιμό του.

-Μάλλον πρέπει να φοράς κλειστό το γιακά σου σήμερα, είπε, φοβάμαι ότι σου έκανα μεγάλο σημάδι.

-Καλά, δεν πειράζει, είπε ο Μιχάλης.

Η Κλερ τον φίλησε και πάλι. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.

-Είμαι ευτυχισμένη, είπε απαλά. Σε ευχαριστώ που μου το δίνεις αυτό.

Σηκώθηκε από την αγκαλιά του.

-Λέω να κάνω ένα μπάνιο, έχει ζεστό νερό;

-Ναι, θα κάνω και εγώ αλλά πήγαινε εσύ πρώτη.

-Εντάξει.

Η Κλερ πήγε στο μπάνιο και ο Μιχάλης επέστρεψε στον υπολογιστή.

 

Ο Ρωμανός έψαξε με το βλέμμα την Ελπίδα πριν καν μπει στην αυλή του σχολείου. Την εντόπισε στη συνηθισμένη της θέση. Φορούσε παντελόνι και πουκάμισο, και τα δύο χοντρά για την εποχή. Κοιτούσε κάτω, σαν να κοιτούσε τα λευκά παπούτσια που συμπλήρωναν το απλό της ντύσιμο. Έσπευσε να πάει κοντά της. Πριν φτάσει ωστόσο, μια συμμαθήτριά του, του έκλεισε το δρόμο.

Ήταν μια κοπέλα από το δικό του τμήμα. Της έριξε μια ματιά. Η Νίκη Υακίνθου ήταν από τα πλέον δημοφιλή κορίτσια του σχολείου χάρη στο πλούσιο μπούστο της και στην αγάπη της να το επιδεικνύει όπως έκανε και τώρα μέσα από μια μπλούζα σαν δίκτυ της οποίας η πλέξη ήταν τέτοια ώστε να βλέπει το στήθος και τις μεγάλες σκουρόχρωμες θηλές της αφού είχε παραλείψει να φορέσει τίποτα από μέσα.

-Γεια σου, Ρωμανέ, είπε η Νίκη, θέλεις να με ξεμπλέξεις από το δίκτυ μου;

Λικνίστηκε προκλητικά στις ψηλοτάκουνες γόβες της και έγειρε προς το μέρος του.

-Την τρίτη ώρα στο κενό, τι λες;

Ο Ρωμανός την κοίταξε και αυτή του έκλεισε το μάτι. Ο νεαρός άνδρας θυμήθηκε τι του είχε τάξει η Μάρθα και έμεινε έκπληκτος πως η αναίσθητη εκείνη γυναίκα είχε μαντέψει τόσο καλά τις αντιδράσεις των συμμαθητών του αλλά και των κοριτσιών. Για μια στιγμή θυμήθηκε την ηδονή που του είχαν προσφέρει τα στήθη της Μάρθας και δεν είχε αμφιβολία ότι και η Νίκη θα έκανε το ίδιο. Η Νίκη σαν να διάβαζε τις σκέψεις του πέρασε τα χέρια πάνω από το στήθος της σαν να ίσιωνε τη μπλούζα της.

-Θα το απολαύσεις, είπε, πίστεψέ με. Δεν είμαι καμιά χαμηλοβλεπούσα με αναστολές.

Ο Ρωμανός ήταν σίγουρος. Η Νίκη ήταν από εκείνες που στο κρεβάτι ήταν πρόθυμες και ικανές να κάνουν τα πάντα για να προσφέρουν και να λάβουν ηδονή.

Αλλά ανίκανες να δώσουν ένα απαλό, τρυφερό φιλί στον λαιμό.

Ο Ρωμανός κούνησε το κεφάλι του και παρακάμπτοντας την Νίκη προχώρησε προς την Ελπίδα που κοιτούσε το έδαφος στα πόδια της.

-Καλημέρα!

Η Ελπίδα τον κοίταξε και χαμογέλασε.

-Καλημέρα! του είπε.

-Πώς είσαι;

-Κρυώνω, είπε η Ελπίδα στέλνοντας ένα ρίγος να διατρέξει τη ραχοκοκαλιά του Ρωμανού. Η αίσθηση κρύου σήμαινε, δυστυχώς, την αρχή της μειωμένης επίδρασης της θεραπείας. Η Ελπίδα βρισκόταν στην ανάγκης νέας προσαρμογής της αγωγής που λάμβανε, κάτι που ήταν πάντα επίπονο για την κοπέλα.

-Θες να πάμε στον ήλιο;

-Όχι, καλύτερα εδώ…

Ήξερε τι ήθελε να πει. Μακριά από τα βλέμματα των πολλών. Κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε:

-Κοιμήθηκες καλά ή σε ξύπναγε η καταιγίδα;

-Καλά κοιμήθηκα αλλά το πρωί ξύπνησα παγωμένη. Εσύ;

-Εγώ κοιμήθηκα πολύ καλά, και ονειρευόμουν…

Ο Ρωμανός σταμάτησε απότομα συνειδητοποιώντας τι πήγε να πει. Δεν μπορούσε να ομολογήσει στην Ελπίδα ότι την ονειρευόταν και ότι σκεφτόταν το απαλό της φιλί.

-Ευχάριστα όνειρα;

-Ναι, ήταν.

-Αυτό είναι καλό, είπε με ένα χαμόγελο η Ελπίδα.

Ο Ρωμανός την κοίταξε. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη όπως καθόταν μαζεμένη στο πεζούλι. Ήταν χλωμή και τα μάτια της έδειχναν πιο μεγάλα στο πρόσωπό της. Ήθελε να την αγκαλιάσει αλλά δεν ήξερε αν θα έπρεπε. Η Ελπίδα ρίγησε από το κρύο και ο Ρωμανός έστειλε τις επιφυλάξεις του σε ένα ταξίδι άνευ επιστροφής. Την αγκάλιασε και την κράτησε πάνω του σφιχτά. Η Ελπίδα έμεινε στην αγκαλιά του ακίνητη, με το κεφάλι της στο στέρνο του, και εκείνος αναρωτήθηκε αν άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε.

Η Ελπίδα αφέθηκε στην αγκαλιά του, ήταν ζεστός και την έκανε να μη νιώθει το κρύο, αλλά ακόμα πιο σημαντικά δεν ένιωθε το εσωτερικό κρύο. Αυτό το κρύο που γεννούσε η γνώση ότι οι περισσότεροι απομακρύνονταν από κοντά της μαθαίνοντας ότι είναι άρρωστη. Αλλά όχι ο Ρωμανός. Εκείνος ήταν πάντα εκεί για εκείνη.

-Τι ήθελε η Υακίνθου; ρώτησε για να σπάσει τη σιωπή.

-Να πάω μαζί της, για να το θέσω ήπια.

-Την τσουλάρα! Αναρωτιέμαι αν έχει αφήσει αρσενικό στο λύκειο που δεν έχει… Πρέπει να είσαι ο μόνος που δεν έχει πάει μαζί της. Τέλος πάντων… Ελπίζω ότι της είπες όχι.

-Φυσικά και της είπα όχι. Δεν χάρηκε καθόλου.

Η Ελπίδα τον κοίταξε και ο Ρωμανός της χαμογέλασε.

-Ζεστάθηκες; τη ρώτησε.

-Ναι, του είπε και ήταν αλήθεια αλλά δεν ήθελε να την αφήσει. Ένιωθε τόσο καλά όπως την κρατούσε. Γι’ αυτό του πρόσθεσε: Μην με αφήσεις όμως, φοβάμαι ότι θα αρχίσω να κρυώνω πάλι.

Ο Ρωμανός την κράτησε και άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη της. Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια της. Θα μπορούσε να μείνει έτσι για πάντα.

-Καλά πώς την αφήνουν να κυκλοφορεί έτσι; είπε ο Ρωμανός καθώς έβλεπε την Νίκη που τον κάρφωνε με το βλέμμα.

-Ποια; ρώτησε η Ελπίδα που δεν έβλεπε ό,τι και εκείνος.

-Την Υακίνθου.

-Είναι ανεψιά της Ράλλη!

-Αυτή η στρίγκλα πως και δεν της λέει τίποτα; Σε κάθε άλλο δεν αφήνει την ευκαιρία.

-Εμ, δεν είμαστε στους εκλεκτούς της, είπε η Ελπίδα.

-Της Ράλλη; Καλύτερα που δεν είμαστε! Όσο για την Υακίνθου, ας πάει αλλού να της κάνουν ερωτικές χάρες.

Η Ελπίδα χαμογέλασε με τον τόνο του. Εκείνος ασυναίσθητα συνέχιζε να της χαϊδεύει την πλάτη και αυτή την τρυφερότητα την είχε ανάγκη όσο και την αγωγή που την κρατούσε στη ζωή. Και ας μην μπορούσε ποτέ να γίνει η κοπέλα του.

Αναστέναξε.

-Δεν νιώθεις καλά; ρώτησε ο Ρωμανός.

-Εντάξει είμαι, απάντησε. Σταμάτησε τον εαυτό της από το να προσθέσει τη λέξη που πάντα έκαιγε την άκρη της γλώσσας της όταν μιλούσε μαζί του.

Αγάπη μου.

 

Η Κλερ βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα στα χέρια της και στεγνώνοντας το νερό από το σώμα της. Πήγε κοντά στον Μιχάλη και έριξε μια ματιά, πάνω από τον ώμο του, στην οθόνη:

Οι δυο εκατόνταρχοι προχώρησαν γρήγορα προς το σημείο που συγκεντρωνόταν η κοόρτη τους. Οι λεγεωνάριοι είχαν σχηματίσει ήδη τις γραμμές τους και κάνανε τις τελευταίες ετοιμασίες. Θα αντιμετωπίζανε μια ομάδα πολεμιστών με την χειρότερη φήμη στην ιστορία αλλά ήταν βετεράνοι και αρκετά σίγουροι για τον εαυτό τους.

-Χριστιανή είναι η Άρια; ρώτησε ο Δέκιος.

-Ναι, όπως και’ γω, είπε ο Σέργιος.

Ένας ιππέας σταμάτησε δίπλα τους, ήταν ντυμένος με ψηλές μπότες και κατάμαυρα ρούχα, μια καθόλου Ρωμαϊκή εμφάνιση πράγμα αναμενόμενο αφού ο ιππέας δεν ήταν Ρωμαίος αλλά Σαρματός. Όπως και πολλοί άλλοι του λαού του υπηρετούσαν στο ιππικό των λεγεώνων.

-Έρχονται, είπε.

-Πολλοί; ρώτησε ο Δέκιος.

-Είναι παρατεταγμένοι σε τετράγωνα με τις λόγχες ψηλά και στα πλευρά έχουν ιππείς. Πολλούς ιππείς.

Ο χιλίαρχος έδωσε το σύνθημα για να προχωρήσουν προς την έξοδο του στρατοπέδου. Η πρώτη κοόρτη, αυτή του Δέκιου και του Σέργιου, άρχισε να κινείται. Ήδη οι πύλες μπροστά είχαν ανοίξει και μια ελαφρά εκατονταρχία φοιδεράτων είχε βγει έξω ελέγχοντας ότι δεν θα υπήρχε κάποιος αιφνιδιασμός από τον εχθρό.

Η Άρια στάθηκε στο άνοιγμα της σκηνής και κοίταξε τον αγαπημένο της να απομακρύνεται.

 

-Προχωρείς βλέπω, είπε και τον φίλησε στο μάγουλο. Το μπάνιο είναι ελεύθερο.

Ο Μιχάλης έβγαλε τα γυαλιά του και σηκώθηκε. Πήγε στο μπάνιο και η Κλερ αποτελείωσε το στέγνωμά της. Κοίταξε το τραπέζι μπροστά της γεμάτο με τη δουλειά του άνδρα που είχε γίνει μέσα σε λίγες μέρες κάτι παραπάνω από εραστής. Είχε γίνει κάποιος με τον οποίον τολμούσε να ονειρευθεί, κάποιος με τον οποίο θα ήθελε να κάνει οικογένεια.

Το βλέμμα της στάθηκε σε ένα σημειωματάριο με ένα κείμενο που έδειχνε για ποίημα. Το πήρε και το διάβασε:

Είσαι όμορφη σαν την αυγή,

πιο γλυκιά από το μέλι

και τρυφερή σαν τις κρυφές σκέψεις

της καρδιάς.

 

Είσαι η εκπλήρωση κάθε

πόθου ερωτικού

μα και η απάντηση

σε μιας ζωής όνειρα

που οικογένεια αφορούν.

 

Θέλω το μπουμπούκι των χειλιών σου

να φιλήσω,

με το κρασί του έρωτά σου να μεθύσω,

με την θέρμη του κορμιού σου

την τελείωση να ζήσω…

 

Η Κλερ διάβασε το ποίημα με μια αίσθηση θέρμης να την κυριεύει. Το ποίημα ήταν άκρως ερωτικό χωρίς να γίνεται πρόστυχο και ενώ εξέφραζε την επιθυμία του για την ερωτική τους ένωση μιλούσε για το μέλλον μαζί και την δημιουργία οικογένειας. Άφησε το σημειωματάριο και σηκώθηκε. Βγαίνοντας από το μπάνιο σκεφτόταν να ντυθεί και να φτιάξει πρωινό. Τώρα σκεφτόταν ότι το πρωινό μπορούσε να περιμένει.

Πήγε στο μπάνιο και άνοιξε την πόρτα. Ο Μιχάλης δεν την αντιλήφθηκε επειδή το νερό που έτρεχε κάλυπτε κάθε ήχο. Τον πλησίασε από πίσω και μπήκε κάτω από το νερό και εκείνη. Τον αγκάλιασε από πίσω με το ένα χέρι ψηλά στο στέρνο με την παλάμη να ακουμπάει στο μέρος της καρδιάς και το άλλο από τη μέση. Τον φίλησε στο πλάι του λαιμού ενώ το χέρι της γλιστρούσε από τη μέση του στην ήβη του για να καταλήξει στον ανδρισμό του. Τύλιξε τα δάκτυλά της γύρω από τον ανδρισμό του και τον ένιωσε αμέσως να σκληραίνει.

-Σ’ αρέσει; ψιθύρισε στο αυτί του αγαπημένου της.

-Πολύ…

Τον φίλησε πάλι συνεχίζοντας να τον χαϊδεύει.

-Αν ήθελα να σου προσφέρω αυτό που αρνήθηκα στον Μάρτιν θα με άφηνες; τον ρώτησε. Αν το θέλω πραγματικά;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης. Αυτό δεν θα το κάνεις.

-Θέλω να σου προσφέρω κάτι που δεν είχες… Κάτι που να μην στο έχει προσφέρει άλλη γυναίκα. Τίποτα από τα δύο;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης και πήρε βαθιά ανάσα καθώς το χάδι της Κλερ γινόταν ακόμα πιο ερεθιστικό, ένα ρίγος τον διέτρεξε και η  Κλερ τον άφησε. Ο Μιχάλης  γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Τη φίλησε στο στόμα και η Κλερ ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος. Ο Μιχάλης κατηφόρισε τα χέρια του χαϊδεύοντας το σώμα της και η Κλερ παραδόθηκε στο χάδι, οι κινήσεις του ήταν απαλές αλλά ερεθιστικές και το νερό που έπεφτε πάνω τους τις έκανε ακόμα περισσότερο αισθησιακές.

-Μου έχεις δώσει πολλά πράγματα που δεν αντιλαμβάνεσαι ίσως, είπε ο Μιχάλης, ενώ τη φιλούσε.

-Τίποτα που να μην το είχες ξανά, είπε η Κλερ.

Σήκωσε το πόδι της και το τύλιξε στην μέση του σαν χορεύτρια λάτιν χορού και ο Μιχάλης την ανασήκωσε και την κράτησε στην αγκαλιά του με την πλάτη στον τοίχο του μπάνιου. Η Κλερ τύλιξε και το άλλο πόδι της γύρω από τη μέση του και άφησε έναν αναστεναγμό καθώς ενώνονταν. Ο Μιχάλης την φίλησε και της ψιθύρισε στο αυτί.

-Δεν έχει σημασία το τι δίνεις αλλά πώς το δίνεις, αγάπη μου.

Η Κλερ χαμογέλασε. Τον φίλησε στον λαιμό και μετά πάλι στα χείλη. Ένα φιλί που έγινε πιο βαθύ καθώς τον ένιωθε να επιταχύνει το ρυθμό του και το δικό της σώμα να ανταποκρίνεται. Φτάσανε μαζί στην κορύφωση και η Κλερ έσφιξε στην αγκαλιά της πιο πολύ τον αγαπημένο της ανήμπορη να εκφράσει με λέξεις όσα ένιωθε.

Αλλά εκείνος κατάλαβε.

 

Το κουδούνι έφερε τους μαθητές σε σειρές μπροστά στο κτίριο του σχολείου. Ο Ρωμανός στάθηκε στη συνηθισμένη του θέση με το βλέμμα του στην Ελπίδα.

-Ρε συ, σε γουστάρει η Υακίνθου, του ψιθύρισε ο Ραφαήλ, ο διπλανός του. Μη γυρίσεις αλλά σε κοιτάει συνέχεια.

Ο Ρωμανός σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

-Σε θέλει η Υακίνθου και εσύ κοιτάς τη Στεφάνου; Ρε είσαι καλά;

-Γιατί;

-Το μόνο που έχει η Στεφάνου είναι βυζί, η Υακίνθου έχει όλο το πακέτο. Για να μην αναφερθούμε στο ότι η Στεφάνου είναι παγόβουνο. Την έχεις δει να φλερτάρει ποτέ;

Οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν μέσα και ο Ρωμανός προχώρησε να προλάβει την Ελπίδα. Την είδε να σταματάει στη βάση της σκάλας αφήνοντας άλλους να προπορευτούν. Στάθηκε δίπλα της και περίμενε μαζί της να περάσουν όλοι πριν ξεκινήσουν να ανέβουν και εκείνοι. Η Ελπίδα πάτησε στο πρώτο σκαλί και κλονίστηκε. Ο Ρωμανός την έπιασε.

-Ζαλίζεσαι;

-Δεν μπορώ να ανέβω.

-Μήπως να πας σπίτι;

-Δεν θέλω να αρχίσω από σήμερα κιόλας τις απουσίες. Αν καταφέρω να πάω επάνω θα τα καταφέρω να βγάλω την ημέρα, δεν είμαι τόσο αδύναμη.

-Τότε θα πας επάνω, είπε ο Ρωμανός και την σήκωσε στα χέρια.

Άρχισε να ανεβαίνει στη σκάλα και η Ελπίδα τον ευχαρίστησε.

-Γι’ αυτό είναι οι φίλοι, της είπε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου