Μέρες Του Φθινοπώρου 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Ένατο

 

Ο Ρωμανός ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστος παρότι ήταν λίγες οι ώρες που είχε κοιμηθεί. Η Μάρθα ήταν στο πλευρό του, το ένα χέρι της περασμένο γύρω του, το πόδι της πάνω από τα δικά του όπως είχε αποκοιμηθεί μετά την τελευταία τους συνεύρεση. Το μυαλό του γύρισε σε αυτήν.

Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με την Μάρθα να τον έχει καβαλικέψει σαν καουμπόισσα, όπως έλεγε, και είχαν ολοκληρώσει σε αυτήν την στάση. Ο οργασμός ήταν άγριος όπως πάντα, σχεδόν ζωώδης. Μετά η Μάρθα είχε ξαπλώσει δίπλα του.

-Μου αρέσεις, είπε ο Ρωμανός, είσαι μια ερωτική γυναίκα, γεμάτη θηλυκότητα. Θα μπορούσα…

-Σκέφτεσαι πολύ αγόρι μου, είπε η Μάρθα, χαϊδεύοντας το μυώδες στέρνο του. Είναι απλά ένα πήδημα, περνάμε και οι δυο καλά και αυτό είναι όλο.

Η Μάρθα αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Ο Ρωμανός έμεινε να σκέφτεται ως που αποκοιμήθηκε και εκείνος.

Και τώρα; Απολάμβανε το σεξ μαζί της αλλά τελικά αυτό ήταν μόνο; Τίποτα περισσότερο; Η Μάρθα του είχε προσφέρει όλες τις απολαύσεις, απολαύσεις που θα θεωρούσε τελείως προσωπικές και από αυτές που θα έφερναν δύο ανθρώπους σε εγγύτητα, χωρίς ούτε μια λέξη συμπάθειας ή συναισθήματος. Τον παίνευε για τις επιδόσεις του, για το ότι την έκανε να νιώθει ηδονή αλλά συναισθηματικά η πράξη ήταν κενή. Και αυτό του φαινόταν κάπως να μην ταιριάζει, σαν να έλειπε κάτι. Σαν να άφηνε την απόλαυσή του ανολοκλήρωτη.

Άφησε το ξενοδοχείο, ευτυχώς που το μαγαζί δεν ήταν μακριά.

 

Η Έφη τεντώθηκε και έβγαλε έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της Κατερίνας Βλέμμυ, ολόγυμνη και ευχαριστημένη από τη ζωή της. Η προσέγγιση της Κατερίνας την είχε ξαφνιάσει αλλά μετά από μια νύχτα οργιαστικού σεξ δεν είχε καμία αντίρρηση πλέον.

Τα χάδια της Κατερίνας είχαν συνδυαστεί και με ερωτικά βοηθήματα. Μετά από τους πολλαπλούς οργασμούς η Κατερίνα της είχε πει:

-Δεν με πειράζει να σε παίρνει και ο άνδρας μου αλλά είσαι δική μου ερωμένη.

Τσουλίτσα του ενός, ερωμένη της άλλης, την Έφη δεν την ένοιαζε. Περνούσε καλά και τα είχε όλα. Δεν είχε στερηθεί ποτέ ό,τι ήθελε να αγοράσει έχοντας μεγαλώσει σε μια πάμπλουτη οικογένεια, αλλά εδώ δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Βλέμμυς και η γυναίκα του δεν είχαν μόνο τα λεφτά για να πάρουν ό,τι ήθελαν αλλά και το κύρος για να μην τους το αρνηθεί κανείς.

Της άρεσε αυτό.

Χαμογέλασε. Θα ζούσε μέσα σε ακόμα μεγαλύτερη χλιδή και σε απολαύσεις. Και ποιο ήταν το τίμημα; Ουσιαστικά κανένα, δεν ήταν θυσία να κοιμάται με την Κατερίνα, οι οργασμοί που είχε μαζί της ήταν οι πιο έντονοι που είχε βιώσει και της άρεσε να κάνει και εκείνη την άλλη γυναίκα να βογκάει.

Άγγιξε το κόσμημα στην κοιλιά της και χαμογέλασε.

Και η τιμωρία που είχε σκεφθεί η Κατερίνα για τον Μιχάλη ήταν απόλυτα διεστραμμένη αλλά τόσο μα τόσο ικανοποιητική.

 

Τυλιγμένη σε μια αραχνοΰφαντη ρόμπα, που δεν έκρυβε παρά μόνο όσα επίτασσε ο νόμος περί δημοσίας αιδούς, η Μάρθα πέρασε στο σαλονάκι της σουίτας και βρήκε τον Βασίλη να πίνει καφέ με την Φοίβη.

-Καλημέρα, είπε, τι κάνετε; Ποιο είναι το πρόγραμμα της ημέρας;

Το ζευγάρι είχε κάνει μερικές εκδρομές στην Ερεσό και το Σίγρι αλλά και στο Πλωμάρι. Είχαν σταματήσει και στη θάλασσα για μπάνιο αλλά και στην Καλλονή για τις περίφημες σαρδέλες.

-Σήμερα λέμε να πάμε για μπάνιο στην Εφταλού, είπε ο Βασίλης.

-Να πάτε, να πάτε.

-Εσύ τι θα κάνεις; ρώτησε η Φοίβη.

-Χμ… θα αράξω στην πισίνα. Χρειάζομαι λίγη χαλάρωση, ο νεαρός τις νύχτες με ξετίναξε. Όχι ότι δεν τον απόλαυσα. Σαν νεόνυμφη την πρώτη νύχτα του γάμου έκανα!

-Μητέρα! έκανε η Φοίβη κοκκινίζοντας.

-Είμαστε όλοι ενήλικοι, είπε η Μάρθα, εξάλλου δεν φαντάζομαι σε τόσες ερημιές του νησιού που πάτε ότι την περνάτε σαν αδερφάκια. Βασίλη, θα με απογοήτευε πολύ αυτό.

-Όχι βέβαια, είπε ο Βασίλης με ένα πονηρό χαμόγελο κρύβοντας ότι χάζευε το ακόμα ερεθισμένο στήθος της.

 

Ο Ρωμανός κοιτούσε τη θάλασσα στηριγμένος σε έναν στύλο κοντά στην κουζίνα του εστιατορίου.

-Θα ήθελες να πας για μπάνιο;

Γύρισε και αντίκρισε την Φωτεινή. Χαμογέλασε στην αδερφή του.

-Μπα, όχι, απλά σκεφτόμουν.

-Αν θες να πας… Δεν έχουμε και πολύ κόσμο σήμερα.

-Δεν σε αφήνω μόνη.

-Ναι, είπε η Φωτεινή, δεν θα πας στη θάλασσα.

Ο Ρωμανός ξαφνιάστηκε με την αλλαγή γνώμης και την κοίταξε. Εκείνη με ένα χαμόγελο του έδειξε την είσοδο που εκείνη την στιγμή την περνούσε μια κοπέλα. Ο Ρωμανός χαμογέλασε.

-Ελπίδα!

Η κοπέλα τον εντόπισε και έτρεξε κοντά του. Εκείνος την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του. Εκείνη του ανταπέδωσε την αγκαλιά με την ίδια θέρμη. Ένιωσε τα πλούσια στήθη της να πιέζουν το στέρνο του και τη ζεστασιά του σώματός της μέσα από τα ρούχα της αλλά δεν είχε σημασία γιατί η Ελπίδα δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα, ήταν στενή φίλη του πολλά χρόνια τώρα.

Την έκανε λίγο πίσω και την κοίταξε. Ήταν όμορφη κοπέλα, αρκετά ψηλή, με γλυκό πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν δύο φωτεινά καστανά μάτια. Ήταν ντυμένη με ένα απλό παντελόνι και ένα πουκάμισο. Ο Ρωμανός ήλπιζε να μη δει σημάδι της αρρώστιας αλλά ήταν εκεί με πρώτο το μαντήλι στο κεφάλι της.

-Χαίρομαι που σε βλέπω, της είπε και τη φίλησε στα μάγουλα.

Η Ελπίδα του το ανταπέδωσε.

-Έχεις δουλειά; τον ρώτησε.              

-Όχι, έλα να καθίσουμε.

Καθίσανε σε ένα απόμερο τραπέζι.

-Να σε κεράσω κάτι;

Η Ελπίδα χαμογέλασε, έπιασε το χέρι του πάνω στο τραπέζι.

-Είμαι εντάξει, κάθισε απλά να τα πούμε.

Ο Ρωμανός δεν είχε καμία αντίρρηση.

-Πώς είσαι; τη ρώτησε.

-Είμαι καλά τώρα, η κατάσταση είναι σε ύφεση. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη. Το ξέρεις όμως.

Η έκφραση του Ρωμανού σκοτείνιασε και η κοπέλα πρόσθεσε:

-Έλα, μην κάνεις έτσι. Δεν το βάζουμε κάτω δεν λες πάντα;

-Ναι, δεν το βάζουμε, είπε ο Ρωμανός και της χαμογέλασε. Η Ελπίδα του το ανταπέδωσε και εκείνος ένιωσε σαν να του χαμογελούσε ολόκληρη η πλάση. Ειδικά όταν αυτό το χαμόγελο φώτιζε τα μάτια της, θα μπορούσε να χαθεί μέσα τους.

-Έτοιμος για το σχολείο; ρώτησε η Ελπίδα. Μια τελευταία φορά;

-Ναι, δεν βλέπω την ώρα να μην ξαναδώ μπροστά μου την Ράλλη.

-Λίγους μήνες υπομονή πρέπει να κάνεις, είπε η Ελπίδα.

-Και μετά τέλος. Ελπίζω ότι οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο θα είναι καλύτεροι.

-Μου έχουν πει ότι και εκεί έχει περίεργους.

-Σαν την Ράλλη δεν θα έχει πουθενά!

 

-Κατά μάνα, κατά κύρη… Η μάνα του γουστάρει το σακάτη, αυτός την αρρωστιάρα.

Το σκληρό σχόλιο της Δέσποινας είχε γίνει για να το ακούσει η Φωτεινή που καθόταν στο ταμείο του εστιατορίου. Γύρισε και κοίταξε τη γιαγιά της που χαμογέλασε ειρωνικά ξέροντας ότι η εγγονή της ήταν πολύ συνεσταλμένη για να απαντήσει.

-Και άντε να την ρίξει ανάσκελα και να την καρπίσει, τι θα καταλάβει. Σάπια είναι, δεν θα του δώσει καρπό.

-Γιαγιά, γιατί μιλάς έτσι για την Ελπίδα; Ξέρεις πόσο φίλοι είναι και πόσο την αγαπάει. Δεν φταίει που έχει λευχαιμία!

-Δεν είπα ότι φταίει. Είπα ότι ο Ρωμανός δεν κερδίζει τίποτα από το να την πηδήξει. Ο Αχλιόπτας θα πέταγε τη σκούφια του να έπαιρνε ο Ρωμανός την κόρη του.

-Αυτό μετράει μόνο; Τα λεφτά;

-Αν η ζωή σου ως τώρα δεν σου έμαθε αυτό το μάθημα, φοβάμαι ότι είσαι το ίδιο ηλίθια με τη μάνα σου.

-Μπορεί, είπε η Φωτεινή, αλλά ξέρεις τι μου έμαθε επίσης η μάνα μου; Ότι μια οικογένεια μένει μαζί στα δύσκολα και στηρίζουν ο ένας τον άλλο με όποιον τρόπο μπορούν.

Η Δέσποινα μόρφασε σαν να είχε δαγκώσει κάτι σάπιο και απομακρύνθηκε.

 

Η Ελπίδα συνέχιζε να κρατάει το χέρι του Ρωμανού και εκείνος δεν το είχε τραβήξει όσο μιλούσαν. Η κοπέλα το άφησε όταν σηκώθηκε να φύγει και ο Ρωμανός ένιωσε σαν να έχασε κάτι πολύ σημαντικό ξαφνικά.

-Θα σε δω το πρωί, είπε η Ελπίδα.

-Ναι, θα σε βρω στο συνηθισμένο σημείο;

-Φυσικά.

Τον αγκάλιασε και στη Φωτεινή που τους έβλεπε φάνηκε ότι έμεινε στην αγκαλιά του λίγο πιο πολύ απ’ ό,τι ένας απλός χαιρετισμός θα χρειαζόταν.

 

Η Κλερ ξύπνησε με μια βαθιά ανάσα και μια αίσθηση θαλπωρής. Είχε αποκοιμηθεί με το κεφάλι της στο στέρνο του Μιχάλη και με το χέρι εκείνου στην πλάτη της. Ο Μιχάλης είχε ώρα που δεν κοιμόταν αλλά δεν είχε μετακινηθεί για να μην την ξυπνήσει.

-Τι ώρα είναι; τον ρώτησε με φωνή βραχνή από τον ύπνο.

-Μεσημέριασε. Θες να πάμε για φαγητό;

-Σε λίγο, είπε η Κλερ χαϊδεύοντάς τον και κάνοντας τυχαία σχέδια στο στέρνο του με τα δάκτυλά της. Μου αρέσει όπως είμαστε.

Τα δάκτυλά της άγγιξαν απαλά την ουλή του.

-Σε πονάει;

-Όχι, αν ακουμπάς μάλιστα μόνο την ίδια την ουλή δεν το νιώθω πολύ επειδή είναι έτσι ο ιστός.

-Μεγάλη είναι, είπε η Κλερ, ακολουθώντας το μήκος της ουλής με το δάχτυλό της. Ήταν σοβαρό τραύμα αυτό.

-Δεν μπορώ να πω ότι ήταν και ό,τι πιο απλό.

Η Κλερ συνέχισε το χάδι της και ένιωσε τον ερεθισμό του κάτι που της θύμισε την ερωτική τους επαφή τη νύχτα.

-Να σε ρωτήσω κάτι; τον ρώτησε.

-Ό,τι θέλεις, ελεύθερα.

-Τη νύχτα όταν σε χάιδευα εδώ, είπε η Κλερ με ένα απαλό άγγιγμα στον ανδρισμό του, μου είπες ότι αυτό είναι για τις πόρνες. Δεν σου αρέσει να σε αγγίζω έτσι;

-Μου αρέσει, είπε ο Μιχάλης, αλλά νόμιζα ότι είχες κατά νου το στοματικό σεξ και ήθελα να σε σταματήσω.

-Δεν σου αρέσει το στοματικό;

-Δεν το έχω αποδεχτεί ποτέ από μια κοπέλα. Υποθέτω ότι προσφέρει ηδονή στον άντρα αλλά το θεωρώ βρόμικη πράξη και δεν θέλω να το κάνει αυτό η γυναίκα που είναι μαζί μου γιατί αλλιώς την υποβιβάζω σε πόρνη, σε ένα μέσο ηδονής μόνο.

Η Κλερ τον φίλησε στο σαγόνι που τον έφτανε όπως ήταν ξαπλωμένη. Ύστερα ανασηκώθηκε και τον φίλησε στο στόμα.

-Δέχεσαι το… κόμπιασε και κοκκίνισε πριν συνεχίσει, το πρωκτικό σεξ; Θα το ζητούσες από μια γυναίκα; Ή ακόμα περισσότερο, θα το απαιτούσες;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης ανενδοίαστα, δεν έχω πάρει ποτέ γυναίκα από πίσω. Είναι χυδαίο και προσβλητικό.

Η Κλερ ανακάθισε αλλά γύρισε από την άλλη και ξαφνικά ο Μιχάλης κατάλαβε ότι έκλαιγε. Ανακάθισε και εκείνος και την πήρε στην αγκαλιά του. Εκείνη έχωσε το πρόσωπό της στο στέρνο του με τους λυγμούς να την τραντάζουν.

-Τι είναι, ματάκια μου; Τι σου συνέβη;

-Τίποτα, δεν είναι τίποτα.

-Δεν θα έκλαιγες για το τίποτα.

-Είσαι τόσο ευγενικός… Και εύχομαι να σε είχα γνωρίσει νωρίτερα. Αυτό είναι όλο.

-Αρκεί που είσαι εδώ τώρα.

-Μιχάλη, είσαι ο δεύτερος άντρας στη ζωή μου. Ο τρίτος τυπικά μιας και είχα και μια σχέση στο λύκειο, ξέρεις αυτά τα εφηβικά που όλοι κάνουμε στο σχολείο. Ο Μάρτιν, η προηγούμενη σχέση μου, ήθελε να τον αφήσω να μου το κάνει αυτό. Όταν του ξεκαθάρισα ότι δεν θα γινόταν αυτό μου είπε ότι θα έπρεπε να τον αποζημιώσω με ένα καλό… στοματικό. Δεν το είπε έτσι…

-Ξέρω την αργκό, είπε ο Μιχάλης απαλά.

-Του είπα όχι και είπε ότι τότε δεν άξιζα τον κόπο… ειδικά αφού… Μπορούμε να το αφήσουμε αυτό το θέμα; Απλά ένιωσα κάπως τώρα με τη συζήτησή μας. Γιατί να μην σε είχα συναντήσει τότε;

-Εντάξει, είπε ο Μιχάλης συνεχίζοντας να τη χαϊδεύει. Δεν χρειάζεται να το σκέφτεσαι. Είναι στο παρελθόν.

Η Κλερ πέρασε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε στο στόμα με πάθος.

-Το φαγητό μπορεί να περιμένει.

Μετακινήθηκε πιο κοντά του. Τον φίλησε πάλι και κόλλησε το σώμα της στο δικό του.

-Κάνε με να ξεχάσω, σε παρακαλώ.

Ο Μιχάλης την φίλησε στα χείλη και κατηφόρισε στον λαιμό της.

-Όχι για να ξεχάσεις, αλλά γιατί σε αγαπώ και ο ερωτάς σου μου είναι απαραίτητος.

Την ξάπλωσε και πάλι στο κρεβάτι και εκείνη τον αγκάλιασε. Ο Μιχάλης τη φίλησε και την χάιδεψε, την κανάκεψε και την ερέθισε και όταν έφτασαν μαζί στην ολοκλήρωση της υποσχέθηκε:

-Δεν θα σου φερθώ ποτέ με λιγότερο σεβασμό.

Και τότε η Κλερ δάκρυσε, αυτή τη φορά από συγκίνηση.

 

Η Φοίβη ήταν ξαπλωμένη σε μια πετσέτα απλωμένη στην άμμο και απολάμβανε τον φθινοπωρινό ήλιο που δεν έκαιγε και τόσο. Είχαν σταματήσει σε μια ερημική παραλία με τον Βασίλη και είχαν αποφασίσει να κάνουν ένα μπάνιο, μετά η κοπέλα είχε ξαπλώσει στον ήλιο να στεγνώσει. Μετά από επιμονή του Βασίλη το είχε κάνει ολόγυμνη μιας και ήταν ολομόναχοι.

Είχε χαλαρώσει στην ησυχία και στη γαλήνη αλλά αισθανόταν και κάπως θολωμένη. Μάλλον είχε πιει πολύ κρασί με το γεύμα τους, αλλιώς δεν εξηγείτο, οι στροφές δεν την πείραζαν ποτέ για να το κάνουν τώρα. Έκλεισε τα μάτια της ως που σταγόνες νερού που έπεσαν στην πλάτη της την πληροφόρησαν ότι ο Βασίλης είχε βγει από τη θάλασσα.

-Όπως είσαι ξαπλωμένη, και μόνο που σε βλέπω θέλω να σε πηδήξω εδώ αμέσως.

-Βασίλη, δεν έχω όρεξη, δεν είμαι και στα καλύτερά μου.

-Δεν θα κάνεις τίποτα, εγώ θα τα κάνω όλα, είπε ο Βασίλης.

Γονάτισε βάζοντας τα πόδια της ανάμεσα στα δικά του. Η Φοίβη έκανε να ανασηκωθεί και ο Βασίλης έβαλε μια πετσέτα κάτω από την κοιλιά της. Η κοπέλα βρέθηκε έτσι με λυγισμένη τη μέση σαν για να του προσφέρει άνετη την πρόσβαση στα πιο κρυφά της μέρη.

-Υπέροχα, είπε Βασίλης.

Η Φοίβη προσπάθησε να μετακινηθεί αλλά δεν μπορούσε. Ο Βασίλης την είχε καθηλώσει.

-Βασίλη… Δεν έχω…

Σαν μην την άκουγε εκείνος βυθίστηκε μέσα της με ορμή που την έκανε να βγάλει μια πονεμένη κραυγή. Ο Βασίλης συνέχισε απτόητος και έφτασε γρήγορα σε έναν άγριο οργασμό. Τραβήχτηκε από πάνω της και την χτύπησε στο γυμνό γλουτό της.

-Είδες; Δεν ήταν δύσκολο.

 

Ο Μιχάλης και η Κλερ κάνανε ένα μπάνιο και ετοιμάστηκαν να πάνε για φαγητό. Το συνηθισμένο τους στέκι ήταν ανοιχτό μόνο τα βράδια και έτσι ο Μιχάλης της πρότεινε να πάνε σε ένα άλλο, αυτό της Δωροθέας, που είχε το πλεονέκτημα να είναι και τόσο κοντά στο ξενοδοχείο. Η Κλερ δεν είχε αντίρρηση και ξεκίνησαν.

-Καταλαβαίνω όλο και περισσότερο γιατί διάλεξες αυτό το μέρος για το σπίτι σου, είπε καθώς περπατούσαν στον δρόμο. Έχεις ησυχία, λίγα σπίτια, σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα. Είναι σαν να είσαι σε έναν άλλο κόσμο.

-Ναι, είναι. Έλα από’ δω… Θυμάσαι τον χείμαρρο που λέγαμε στην ακτή;

-Τον θυμάμαι.

-Τώρα περπατάμε μέσα στην κοίτη του, είπε ο Μιχάλης κατηφορίζοντας από τον δρόμο σε ένα κομμάτι με τσιμέντο τριγυρισμένο από ψηλά δέντρα.

-Δεν θα το φανταζόμουν, είπε η Κλερ.

Φτάσανε στο εστιατόριο και κάθισαν σε ένα τραπέζι. Αφού παρήγγειλαν το φαγητό, η Κλερ ρώτησε:

-Ξέρεις μια παραλία που λέγεται Αμπέλια;

-Ναι, είναι κοντά, το μονοπάτι που πάει σπίτι μου από τη θάλασσα, πάει και στα Αμπέλια, είναι κάμποσος δρόμος.

-Θες να πάμε για μπάνιο; Για νυχτερινό μπάνιο εννοώ.

-Από την άλλη πλευρά η κάθοδος είναι κάπως δύσκολη, δεν την έχω επιχειρήσει από τότε που τραυματίστηκα και μετά. Δεν ξέρω αν μπορώ.

-Πάει αυτοκίνητο;

-Ναι, βέβαια.

-Θα πάμε με αυτοκίνητο τότε.

-Εκεί είναι ακόμα πιο ερημιά, ό,τι χρειαζόμαστε θα πρέπει να το πάρουμε μαζί μας από’ δω.

-Δεν ζει κανείς εκεί;

-Όχι.

-Υπέροχα, είπε η Κλερ με ένα πονηρό χαμόγελο. Δεν χρειαζόμαστε και μαγιό.

Μετά το φαγητό, η Κλερ πήγε στο δωμάτιό της για να πάρει μερικά ρούχα που ήθελε και ο Μιχάλης πήγε να τακτοποιήσει τον λογαριασμό.

-Κερνάμε εμείς, είπε η Φωτεινή, που καθόταν στο ταμείο, με ένα χαμόγελο.

-Είσαι πολύ γλυκιά και ευγενική, είπε ο Μιχάλης, αλλά δεν είναι σωστό. Μια άλλη φορά.

Πλήρωσε και, όταν επέστρεψε η Κλερ, ξεκίνησαν για το δικό του σπίτι, με το αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει εκείνη αυτή τη φορά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου