Μέρες Του Φθινοπώρου 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Έκτο

 

Ο Μιχάλης ξύπνησε με μια αίσθηση τρυφερότητας, μια αίσθηση που εξαφανιζόταν καθώς ερχόταν σε πλήρη συνειδητότητα και την αντικαθιστούσε η αίσθηση κάποιου χαμένου συναισθήματος. Ανακάθισε. Είχε δει ένα γλυκό όνειρο, ρομαντικό και τρυφερό. Αλλά καθώς χανόταν στο φως της ημέρας τον άφηνε με τον έντονο πόνο ενός ανεκπλήρωτου ονείρου, ενός που ήταν πια τελείως άπιαστο.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκανε μερικά βήματα χωλαίνοντας ως την καρέκλα του. Κάθισε και άνοιξε το λάπτοπ του για να συνεχίσει τη δουλειά του. Το μυαλό του πήγε στην Κλερ. Το όνειρο οφειλόταν σε εκείνη, φυσικά. Μπορούσε ακόμα να νιώσει την απαλή υφή των χειλιών της, το χάδι της στο πρόσωπό του, το χέρι της μέσα στο δικό του μέχρι που την καληνύχτισε έξω από το ξενοδοχείο της.

Είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί σε μια σχέση. Δέκα χρόνια, μια ζωή. Δέκα χρόνια από όταν είχε χάσει τη Ντήντρα από τη ζωή του. Κούνησε το κεφάλι του σαν για να αποδιώξει τις δυσάρεστες σκέψεις και να αφοσιωθεί στο έργο του. Δεν θα είχε και πολύ χρόνο αφού έπρεπε να πάει να συναντήσει τον Γιώργο για να δουν τι θα μπορούσαν να κάνουν για τη Δωροθέα.

Ωστόσο το μυαλό του επέμενε να ξαναγυρίζει στην Ντήντρα. Εκείνη είχε όλο το πάθος και την ορμή της νιότης αλλά ήταν ταυτόχρονα τρυφερή σαν την Κλερ, το άγγιγμά της το ίδιο προσεχτικό και απαλό. Δεν του είχε λείψει ωστόσο η ερωτική διέγερση ή η ίδια η πράξη. Αυτό που του είχε λείψει ήταν η τρυφερότητα της σχέσης, η ανάγκη να βρίσκεται με κάποιον, οι γλυκές στιγμές που δύο άτομα σε σχέση μπορούν να μοιραστούν.

Το κινητό του κουδούνισε. Το πήρε και διάβασε το μήνυμα που είχε έρθει.

«Καλημέρα. Ήθελα να σε καλημερίσω πριν φύγω για το Σίγρι, θα σε δω το βράδυ. Να περάσεις μια καλή μέρα. Φιλιά, Κλερ.»

 

Η Κλερ ξύπνησε με μια ευχάριστη αίσθηση πληρότητας, τεντώθηκε στο κρεβάτι και έμεινε να απολαμβάνει τη θαλπωρή του κρεβατιού. Είχε κοιμηθεί πολύ καλά και δεν είχε αμφιβολία γιατί είχε συμβεί αυτό. Η βραδιά που είχε περάσει με τον Μιχάλη ήταν κάτι που το είχε ανάγκη, κάτι που είχε απολαύσει.

Ανακάθισε και τεντώθηκε, ευτυχώς που ήταν μόνη μιας και είχε ξεσκεπαστεί και κάτω από το σκέπασμα ήταν γυμνή μόνο με ένα εσώρουχο. Λίγο είχε λείψει να μην ήταν μόνη της τώρα εδώ.

Τη στιγμή που είχε νιώσει το χέρι του Μιχάλη στην πλάτη της δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να ξαπλώσει και να τον τραβήξει μαζί της να κάνουν έρωτα στην άμμο κάτω από τα αστέρια και ύστερα να έρχονταν εδώ για να συνέχιζαν μέχρι να σβήσει τελείως η δίψα που το φιλί του είχε ανάψει στο σώμα της.

Αλλά…

Γιατί βέβαια υπήρχε και εκείνο το καταραμένο αλλά. Δεν μπορούσε να κάνει έρωτα με τον Μιχάλη χωρίς να του πει πρώτα κάποια πράγματα. Δεν μπορούσε να τον ωθήσει στην ερωτική σχέση χωρίς να του έχει πει πρώτα ποια βαριά κατάρα κουβαλούσε.

Και αν το έκανε, θα υπήρχε συνέχεια ή θα έκανε και εκείνος ό,τι ο Μάρτιν;

Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Ο Μιχάλης έδειχνε τόσο διαφορετικός, και παρότι ήταν απόλυτα ανθρώπινο αν δεν θα άντεχε το νέο, πίστευε ότι θα ήταν τελείως άλλη η αντίδρασή του.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έπρεπε να ετοιμαστεί για την εκδρομή της. Όταν ήταν έτοιμη, έστειλε ένα μήνυμα στον Μιχάλη και μετά ξεκίνησε.

 

Ο Μιχάλης έφτασε πρώτος στο εστιατόριο της Δωροθέας. Ήταν νωρίς και δεν είχε παρά μια παρέα που έπαιρνε πρωινό. Μπήκε στο μαγαζί και κοντοστάθηκε μιας και δεν είχε ιδέα πού θα μιλούσαν. Το μέρος δεν ήταν μικρό, για το χωριό ήταν αρκετά μεγάλο μάλιστα. Αν δούλευε καλά στην τουριστική περίοδο, θα ήταν κερδοφόρο.

Η Δωροθέα τον πλησίασε. Του έτεινε το χέρι της και ο Μιχάλης το έσφιξε. Τον οδήγησε σε ένα τραπέζι κοντά στον πάγκο και την κουζίνα του εστιατορίου. Του πρότεινε να καθίσει και τον ρώτησε αν ήθελε έναν καφέ. Ο Γιώργος Γιαννέλλης ήταν καθ’ οδόν.

 

Η Δέσποινα σταμάτησε δίπλα στο ταμείο, εκεί που ήταν καθισμένη η Φωτεινή με τον Ρωμανό δίπλα της.

-Αυτός είναι ο επίδοξος διάδοχος του πατέρα σας.

-Τι; ρώτησε η Φωτεινή.

-Σκοπεύει να βάλει τη μάνα σας στο κρεβάτι και να την κάνει να αναστενάξει, είπε η Δέσποινα χωρίς να νοιαστεί για την αναστάτωση που είχε προκαλέσει ήδη στην εγγονή της.

Απομακρύνθηκε αφήνοντας τα δύο αδέρφια μόνα τους.

-Λες να είναι αλήθεια; είπε η Φωτεινή με φωνή που έτρεμε.

Ο Ρωμανός κοίταξε την μητέρα του. Με το σεξουαλικό του ένστικτό σε πλήρη εγρήγορση μετά από δύο οργιαστικές νύχτες με τη Μάρθα, μπορούσε να διακρίνει πράγματα που δύο μέρες νωρίτερα δεν θα καταλάβαινε. Υπήρχαν τα εμφανή, η Δωροθέα είχε προσέξει το ντύσιμό της και είχε μαζέψει τα μαλλιά της σε μια αλογοουρά. Είχε φτάσει σε σημείο να χρησιμοποιήσει και ελαφρύ μακιγιάζ. Υπήρχαν και τα λιγότερο εμφανή, τα αδιόρατα σημάδια, αυτά κυρίως δεν θα αντιλαμβανόταν αν δεν είχε υπάρξει η Μάρθα να αφυπνίσει τη σεξουαλικότητά του. Ο τρόπος που στεκόταν η Δωροθέα, και οι κινήσεις της, έδιναν το μήνυμα της γυναίκας που θέλει να τραβήξει την προσοχή ενός άνδρα. Δεν το έκανε με τον κραυγαλέο και ξεδιάντροπο τρόπο της δικής του ερωμένης αλλά ήταν εκεί, μπορούσε να το καταλάβει.

-Ναι, είπε στη Φωτεινή, είναι αλήθεια. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβής, δεν ξέρω για εκείνον αλλά η μητέρα μας θέλει σίγουρα να τον ρίξει. Και μιας και μετράει ακόμα σαν γυναίκα, δεν φαντάζομαι να της πει όχι.

-Και το λες έτσι απλά;

-Έχεις σκεφθεί πόσα χρόνια πάνε που ο πατέρας μας έχει εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνος ζωής πίσω του; Πρέπει να του μείνει πιστή; Έχει και αυτή ανάγκη από κάποιον στη ζωή της.

-Μου φαίνεται φριχτό… Δεν περιμένω ότι θα γυρίσει ο πατέρας μας. Αλλά… να, πιστεύω ότι και αυτό θα είναι ένα ακόμα πρόβλημα πάνω στα τόσα που έχουμε. Πρέπει να κάνουμε κάτι;

-Σαν τι να κάνουμε;

-Δεν ξέρω. Το σκέφτομαι, σκέψου και εσύ.

 

-Δέκα χιλιάδες.

Ο Μιχάλης μίλησε για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα. Ο Γιώργος συζητούσε με την Δωροθέα και την Δέσποινα τις νομικές επιλογές και ο ίδιος είχε απορροφηθεί από τη μελέτη των οικονομικών στοιχείων.

-Τι εννοείς; ρώτησε ο Γιώργος.

-Το αποτέλεσμα είναι λάθος, αυτό που βρήκα στα εργατικά επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα κατά δέκα χιλιάδες.

-Σιγά το κέρδος, είπε η Δέσποινα. Πόσα θα γλιτώσει;

-Δεδομένου ότι φτάνει στο 45% στην κλίμακα του φόρου τότε τα δέκα χιλιάδες σημαίνουν 4500 φόρου και άλλα τόσα προκαταβολή. Άρα θα γλιτώσει εννέα χιλιάρικα και θα έχει κέρδη και στα ασφαλιστικά. Πλήρης απόσβεση σχεδόν σε όλο το ποσό.

-Αλήθεια;

Η Δωροθέα τινάχτηκε από τη θέση της και αγκάλιασε τον Μιχάλη. Ήταν μια κίνηση ευχαριστίας αλλά όχι και χωρίς πρόκληση καθώς τα χείλη της άγγιζαν το λαιμό του.

-Ευχαριστώ πολύ, είπε και η ανάσα της χάιδεψε το λαιμό του.

-Ελπίζω να μπορώ να βοηθήσω και σε τίποτα άλλο.

-Τα υπόλοιπα είναι νομικά, είστε και δικηγόρος; είπε δεικτικά η Δέσποινα.

-Όχι, αλλά όπως μπορεί να σας πει ο Γιώργος δεν χρειάζεται να είσαι νομικός για να βρεις το λάθος του νόμου.

-Ή των εκτελεστικών του οργάνων ενίοτε, είπε με ένα χαμόγελο ο Γιώργος με αναμνήσεις από ένα μακρινό παρελθόν να έρχονται στο μυαλό του.

 

-Σίγουρα, είπε ο Ρωμανός, η μητέρα μας ενδιαφέρεται για τον ξένο.

Η Φωτεινή δεν μίλησε και ο Ρωμανός γύρισε να δει γιατί δεν του απάντησε. Την βρήκε να κλαίει με βουβά δάκρυα να αυλακώνουν το όμορφο πρόσωπό της. Ένιωσε τύψεις για το πόσο απερίσκεπτα και σκληρά της είχε μιλήσει και την αγκάλιασε.

-Έλα, μην κλαις. Θα τη βρούμε την άκρη, κάτι θα κάνουμε.

Η Φωτεινή άρχισε να ησυχάζει καθώς εκείνος την κρατούσε πάνω του και της χάιδευε την πλάτη.

-Έχεις καθόλου λεφτά; ρώτησε τον αδερφό της.

-Όχι, είπε ο Ρωμανός ξαφνιασμένος, έχεις εσύ;

-Ναι, τα λεφτά της υποτροφίας.

-Α της υποτροφίας που θα είχα και εγώ αν δεν ήταν αυτή η στριμμένη η Ράλλη. Πόσα έχεις;

-Περίπου 5000. Ξέρω, δεν είναι κάνα ποσό, αλλά θα τον παρακαλέσω να το πάρει και να μην ενδώσει στη μητέρα μας.

Ο Ρωμανός την απομάκρυνε λίγο και την κοίταξε.

-Είσαι χρυσό κορίτσι, το ξέρεις; Αλλά είπαμε ότι αυτά τα λεφτά είναι δικά σου και, μια και είναι ακατάσχετα, είναι τα μόνα ασφαλή.

-Δεν μπορώ να τα κρατήσω αν υπάρχει μια περίπτωση…

Ο Ρωμανός την αγκάλιασε.

-Σε θαυμάζω, το ξέρεις;

 

Χωρίς να ξέρει σε ποια αγωνία είχε βάλει τα παιδιά της, η Δωροθέα άγγιξε το χέρι του Μιχάλη παίρνοντας τα χαρτιά που της έδωσε. Είχε τελειώσει με τα φορολογικά στοιχεία όσο οι υπόλοιποι συζητούσαν νομικά θέματα.

-Δεν μπορούμε να βάλουμε γραφολόγο να αμφισβητήσει την γνησιότητα της υπογραφής στην εξουσιοδότηση; έλεγε εκείνη τη στιγμή η Δέσποινα.

-Το γνήσιο της υπογραφής μας εμποδίζει, πρέπει να αποδειχθεί πλαστό και δεν γίνεται αυτό, πρέπει να μηνύσουμε μια δημοτική υπηρεσία. Τον δήμο Πέτρας, ας πούμε, ότι χορήγησε ένα πλαστό γνήσιο σε έγγραφο στις 19 Νοεμβρίου του 2011.

Ο Μιχάλης τινάχτηκε.

-19 Νοεμβρίου;

-Ναι, η εξουσιοδότηση έχει γνήσιο της υπογραφής με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου του 2011.

-Με καμία κυβέρνηση.

-Γιατί;

-Γιατί 19 Νοεμβρίου εκείνη τη χρονιά ήταν Σάββατο!

 

Η Έφη αναστέναξε με ευχαρίστηση καθώς η μασέρ έτριβε δυνατά τους γοφούς της ανεβαίνοντας προς τη μέση της. Δεν είχε περάσει ποτέ άσχημα στη ζωή της γεννημένη σαν κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας. Αλλά της άρεσε να περνάει πλουσιοπάροχα καλά και εδώ είχε βρεθεί στον παράδεισο της ευδαιμονίας, απολαύσεις όπως σπα και μασάζ, καλό φαγητό και κρασί, και άγριο σεξ με τον Βλέμμυ.

Αναστέναξε με ευχαρίστηση καθώς η μασέρ έτριβε τους γλουτούς της. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε η Κατερίνα Βλέμμυ.  Η Έφη της έριξε μια ματιά. Είχαν φυσικά συστηθεί αλλά πέρα από λίγη κοινωνική συζήτηση στα γεύματα δεν είχαν άλλες επαφές. Η Κατερίνα τη χαιρέτησε και με φυσικότητα σαν να ήταν μεγαλωμένες μαζί έβγαλε τη ρόμπα της και ξάπλωσε γυμνή στο διπλανό τραπέζι όπου μια μασέρ αμέσως έπιασε δουλειά. Η Έφη ένιωσε ζήλεια για την άλλη γυναίκα, παρότι δεν ήταν νέα πια είχε ένα τέλειο, αψεγάδιαστο κορμί, στητό στήθος, σφιχτό στομάχι και μακριά, καλλίγραμμα πόδια. Στον αφαλό της φορούσε ένα κόσμημα.

-Αληθινό διαμάντι, είπε η Κατερίνα που κατάλαβε τι της είχε τραβήξει την προσοχή. Θα ήθελες ένα;

-Βεβαίως!

-Θα σου κάνω ένα δώρο.

-Πολύ γενναιόδωρο, ευχαριστώ!

-Δεν είναι τίποτα, είπε η Κατερίνα, τι λες να πω να φέρουν να πιούμε λίγη σαμπάνια;

-Γιατί όχι;

Η Κατερίνα χαμογέλασε και έδωσε εντολές. Η Έφη απολάμβανε τη στιγμή. Αυτή είναι ζωή, σκέφθηκε, να κάνεις αυτό που θέλεις, χωρίς να σε νοιάζει τίποτα.

 

-Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; ρώτησε ο Γιώργος.

-Ναι. Ήταν Σάββατο, σίγουρα.

-Πώς είναι δυνατόν να θυμάσαι κάτι τέτοιο; ρώτησε η Δέσποινα.

-Αυτό δεν σας αφορά, είπε ο Μιχάλης και σηκώθηκε από το τραπέζι.

Ο Γιώργος τον κοίταξε.

-Φίλε μου, είχα δίκιο που σε κάλεσα, αυτό που βρήκες τα αλλάζει όλα. Τότε τα ΚΕΠ δεν λειτουργούσαν ακόμα Σάββατο. Είναι σίγουρα πλαστό. Τώρα έχει σημασία και ο γραφολόγος.

Ο Μιχάλης ένευσε και απομακρύνθηκε. Στάθηκε λίγο πιο πέρα και κοίταξε τη θάλασσα. Η ημερομηνία ήταν μια που θα θυμόταν για πάντα αλλά δεν ήθελε να θυμάται. Το να ξέρει ποια μέρα ήταν, θα βοηθούσε την Δωροθέα αλλά για εκείνον είχε ματώσει μια πληγή που ακόμα και τόσα χρόνια μετά δεν έλεγε να κλείσει.

-Συγγνώμη, μπορώ να σας μιλήσω;

Ο Μιχάλης στράφηκε και αντίκρισε την Φωτεινή. Το κορίτσι είχε επιστρατεύσει όλο του το θάρρος για να του μιλήσει και παρότι ο Ρωμανός ήταν στο πλευρό της εκείνη ένιωθε τρομακτικά μόνη και εκτεθειμένη.

-Ναι, είπε ο Μιχάλης.

-Να… Είμαι η Φωτεινή, η κόρη της Δωροθέας. Καταλαβαίνω ότι δεν μου πέφτει λόγος… Αλλά…

-Για ποιο πράγμα δε σου πέφτει λόγος; τη σταμάτησε ο Μιχάλης.

Η Φωτεινή άρχισε να τρέμει. Της ήταν ήδη δύσκολο όλο αυτό και σκόπευε να τα πει όλα μεμιάς. Η διακοπή έκανε τα πράγματα μόνο χειρότερα. Ο Μιχάλης τράβηξε μια καρέκλα και την έβαλε να καθίσει και πήρε άλλη μια και κάθισε και εκείνος.

-Τι θες να πεις;

-Η μητέρα μου. Μπορεί να μην έχει διαζύγιο αλλά πρακτικά είναι μόνη. Δεν είναι περίεργο να… θέλει…

-Ναι, είπε γνέφοντας ότι καταλάβαινε.

-Ε, αυτό δεν είναι δικό μου θέμα.

-Εντάξει, αλλά σε αφορά… Είσαι κόρη της, αίμα της, είστε μια οικογένεια.

Η Φωτεινή μάζεψε αρκετό θάρρος για να τον κοιτάξει. Γύρισε και κοίταξε μετά τον Ρωμανό που πήρε τον λόγο:

-Σας αρέσει η μητέρα μου σαν γυναίκα;

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Α, περί αυτού πρόκειται; Η μητέρα σας είναι όμορφη γυναίκα αλλά δεν ενδιαφέρομαι, πείτε στη γιαγιά σας.

Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν έκπληκτα με την διορατικότητα του ξένου.

-Δεν με συμπάθησε από όταν με πρωτοείδε.

Η Φωτεινή πήρε μια βαθιά ανάσα.

-Σας ευχαριστώ, είπε.

Ο Μιχάλης κοίταξε τα δύο αδέρφια.

-Αληθινά ανησυχήσατε, είπε μαλακά. Δεν έχω σκοπό να κάνω κάτι με τη μητέρα σας, είμαι εδώ να τη βοηθήσω, όχι για να πάω μαζί της. Εξάλλου δεν την γνωρίζω σχεδόν καθόλου. Δεν λειτουργεί για μένα έτσι.

Η Φωτεινή ξαλαφρωμένη τον αγκάλιασε και μετά τραβήχτηκε κοκκινίζοντας.

-Συγγνώμη, είπε.

-Δεν πειράζει, είπε ο Μιχάλης. Καταλαβαίνω πώς ένιωσες. Λοιπόν, καλύτερα να πάω κοντά τους πάλι να δω τι λένε. Χάρηκα για τη γνωριμία, Φωτεινή και…

-Ρωμανός, είπε το αγόρι δίνοντας το χέρι του που ο Μιχάλης έσφιξε.

Επέστρεψε στο μικρό συμβούλιο.

-Τη Δευτέρα κιόλας θα ασκήσουμε προσφυγή, έλεγε ο Γιώργος. Δωροθέα, θα πρέπει να έρθεις στην πόλη.

-Τα παιδιά θα είναι στο σχολείο, αρχίζουν τη Δευτέρα. Θα πρέπει να δω μόνο τι θα κάνω με την Ελεάνα.

-Τώρα πού είναι; ρώτησε ο Μιχάλης.

-Με την τρίτη κόρη μου, την Ειρήνη. Την προσέχει εκείνη όταν ο Ρωμανός και η Φωτεινή βοηθούν εδώ.

Η Δέσποινα κοίταξε τον Μιχάλη με ένα βλέμμα σαν να έλεγε, βλέπεις τι μπελάδες δημιουργεί; Εκείνος την αγνόησε.

-Εντάξει, είπε ο Γιώργος, θα σας δω την Δευτέρα. Μιχάλη, θα τα πούμε και εμείς κάποια στιγμή, έχουμε να πούμε και να θυμηθούμε πολλά.

-Εντάξει, είπε ο Μιχάλης. Δεν θα φύγω σύντομα.

-Μεσημέριασε, είπε η Δωροθέα, αντί να βγείτε στον ήλιο μπορείτε να μείνετε μαζί μας.

-Όχι ευχαριστώ, είπε ο Μιχάλης, η μέρα μου δεν τελείωσε ακόμα.

Χαιρέτησε και βγήκε στο δρόμο.

 

Η Κλερ μπήκε στο δωμάτιό της και άρχισε αμέσως να γδύνεται, η μέρα ήταν απρόσμενα ζεστή και το ταξίδι που είχε κάνει αρκετά μεγάλο. Δεν το είχε μετανιώσει, κάθε άλλο. Το Σίγρι είναι μια μοναδική περίπτωση όχι μόνο στη Μυτιλήνη αλλά και σε όλον τον Ελλαδικό χώρο. Αυτό που εκατομμύρια χρόνια πριν ήταν δάσος είχε πέσει θύμα μια έντονης ηφαιστειακής δραστηριότητας αλλά αντί να αποτεφρωθεί πέτρωσε δημιουργώντας το δεύτερο μεγαλύτερο απολιθωμένο δάσος του κόσμου. Τα χρώματα και τα σχήματα ήταν μοναδικά και έμεναν αξέχαστα.

Η Κλερ είχε εντυπωσιαστεί με έναν κορμό που στεκόταν ακόμα με το εντυπωσιακό ύψος των επτά μέτρων, όχι μόνο γιατί κάτι που κάποτε ήταν ένα ζωντανό δέντρο έμοιαζε τώρα με αρχαίο κίονα, αλλά και γιατί το δέντρο ήταν σεκόια, ένα δέντρο που δεν υπάρχει πια παρά μόνο στη βόρεια Αμερική.

Ωστόσο η επίσκεψη σε αυτό το σεληνιακό τοπίο και το ταξίδι την είχαν ζεστάνει και τώρα ήθελε ένα δροσερό μπάνιο όσο τίποτα άλλο. Μπήκε κάτω από το ντουζ και το άνοιξε. Δέχτηκε με απόλαυση το νερό πάνω της και το άφησε να την δροσίσει και να την αναζωογονήσει.

Για να πάει στο Σίγρι είχε θυσιάσει το σημερινό της κολύμπι αλλά δεν πείραζε, θα κολυμπούσε τη νύχτα. Στη σκέψη αυτή μια ευφορία την κατέλαβε και χαμογέλασε με προσμονή.

 

-Σ’ αρέσει;

Η Έφη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της Κατερίνας στην καμπίνα της. Τώρα τον αφαλό της κοσμούσε επίσης ένα λαμπερό διαμάντι. Γύρισε στο πλάι και κοιτάχτηκε.

-Υπέροχο.

Η Κατερίνα γέλασε και η Έφη γύρισε και την κοίταξε. Η Κατερίνα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και την κοίταζε επιδοκιμαστικά. Η Έφη έδεσε την ρόμπα της και κοίταξε το χώρο για άλλη μια φορά, η καμπίνα της γυναίκας του Βλέμμυ ήταν πολυτελής σαν να ήταν σουίτα ξενοδοχείου, από το πολυτελές χαλί στο δάπεδο μέχρι τα σκεπάσματα στο υπέρδιπλο κρεβάτι.

-Έλα να πιούμε λίγη σαμπάνια ακόμα.

Η Έφη δεν είχε αντίρρηση, είχαν ήδη πιει μερικά ποτήρια όσο έκαναν μασάζ, ενώ έτρωγαν και ζαχαρωμένες φράουλες.

-Γιατί όχι; είπε η Έφη και ξάπλωσε δίπλα στην Κατερίνα.

-Ο Νίκος μου είπε ότι έκανες έναν εχθρό που θέλεις να τον τιμωρήσει.

Η Έφη διηγήθηκε το περιστατικό με τον Μιχάλη.

-Και δεν πήρες τις γόβες;

-Όχι.

-Αυτό διορθώνεται εύκολα, είπε η Κατερίνα και πήρε από το κομοδίνο το κινητό της.

Κάλεσε έναν αριθμό και όταν της απάντησαν είπε:

-Έλα Μάνο, ναι, η Κατερίνα είμαι, να σου πω…

Η Έφη έγειρε πίσω. Αυτή ήταν η μεγάλη ζωή, απλά να δίνεις μια εντολή και να γίνεται. Ένα κόσμημα, ένα ζευγάρι γόβες, μια απόλαυση… Την ήθελε αυτή τη ζωή. Τα φώτα χαμήλωσαν και εκείνη γύρισε να δει την Κατερίνα. Εκείνη είχε γείρει από πάνω της.

-Μου αρέσεις Έφη, της είπε.

Την κοίταξε στα μάτια, στο μισοσκόταδο έδειχναν βαθιά και μυστηριώδη. Η Κατερίνα άπλωσε το χέρι της και έλυσε την ρόμπα της Έφης, έβαλε το χέρι της στο στήθος της και χάιδεψε τη θηλή. Η Έφη πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά σταμάτησε, της άρεσε η αίσθηση. Η Κατερίνα συνέχισε χαϊδεύοντας πιο κάτω, την επίπεδη κοιλιά της με το καινούριο κόσμημα και μετά γλίστρησε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της.

-Σκέφτηκα μια τιμωρία για τον πρώην σου, έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί. Θα τον πιάσουν οι άνθρωποι του άνδρα μου…

Η Έφη άκουσε με προσοχή. Ήταν πρόστυχο και χυδαίο και γι’ αυτό της άρεσε. Η Κατερίνα μετακινήθηκε και τη φίλησε στο στόμα. Η Έφη δεν είχε αντίρρηση, βόγκηξε με ευχαρίστηση καθώς παραδινόταν στην άλλη γυναίκα και άνοιγε τα πόδια της δίνοντάς της πρόσβαση στη γυναικεία φύση της.

 

-Πού σε χάσαμε, ρε φίλε;

Η παρέα των εφήβων που ήταν μαζεμένη έξω από μια καφετέρια στη θάλασσα συζητούσε με κέφι απολαμβάνοντας το τέλος της καλοκαιρινής ελευθερίας, πριν αρχίσουν τα σχολεία.

-Είχα μια περιπέτεια, είπε ο Ρωμανός με μια ψεύτικη σεμνότητα, στον οποίο είχε απευθυνθεί η ερώτηση.

-Ναι, καλά.

-Με μια τουρίστρια. Ελληνίδα αλλά όχι από δω, εννοώ.

-Σε πιστέψαμε.

Ο Ρωμανός χαμήλωσε τη μπλούζα του για να δουν το σημάδι που του είχε κάνει η Μάρθα. Επιφωνήματα ακούστηκαν από την παρέα.

-Εκτός και αν έβαλες τη Φωτεινή να στο κάνει για να μας πουλήσεις μούρη.

Τα μάτια του Ρωμανού άστραψαν από οργή.

-Ξαναπιάσε τη Φωτεινή στο στόμα σου μ’ αυτόν τον τρόπο και θα μετράς τα δόντια σου! είπε απότομα.

-Εντάξει, παιδιά, ηρεμία, μπήκαν στην μέση οι πιο ψύχραιμοι.

Ο Ρωμανός είχε πάψει να ακούει, είχε δει τη Μάρθα να πλησιάζει. Φορούσε ένα εφαρμοστό μπλουζάκι και ένα ακόμα πιο κολλητό τζιν τραβώντας όλα τα βλέμματα. Του έκλεισε το μάτι καθώς έφτανε κοντά και ύστερα τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα.

-Συγγνώμη παιδιά, είπε με ένα χαμόγελο στην παρέα του Ρωμανού, με το φίλο σας έχουμε μια δουλειά.

Απομακρύνθηκε αγκαλιασμένη με τον Ρωμανό. Πίσω τους ένας νεαρός είπε:

-Ρε, κοίτα που έλεγε αλήθεια.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου