VΙΙ
Με ένα χτύπημα των
δακτύλων της η μάγισσα έκανε τη λαμπερή σφαίρα ενέργειας μου αιωρείτο μπροστά
της να εξαφανισθεί και έμεινε να σκέπτεται. Είχε πείσει τον μάγο να έρθει σ’
αυτήν και έφερνε αρκετούς άνδρες για να είναι σίγουρο ότι θα φτάνανε ως εκείνη
και επιτέλους το μαγικό πεδίο που την κρατούσε έγκλειστη θα κατέρρεε. Αυτά ήταν
τα καλά νέα.
Δυστυχώς δεν ήταν μόνα,
συνοδεύονταν από κακά νέα. Ανάμεσα στους άνδρες του Βίλνους ήταν και δύο μάγοι,
κάτι που δεν είχε δει νωρίτερα παρά μόνο όταν έφτασαν τόσο κοντά ώστε να
νιώσεις τις αύρες τους. Και ακόμα δεν μπορούσε να δει καλά τον Βίλνους, ήταν
κάτι που την εμπόδιζε.
Έδιωξε τις απαισιόδοξες
σκέψεις από το μυαλό της. Δεν θα πήγαινε τίποτα στραβά αυτή τη φορά. Απλά θα
φρόντιζε για τους μάγους και την αρχηγό των Εού.
Συγκεντρώθηκε για να
στείλει ένα ακόμα βασανιστικό όραμα στον Καλ Μαλγκοράν αλλά και ένα στον
Βίλνους, ένα που μπορεί να έριχνε τις άμυνές του και να μάθαινε περισσότερα για
αυτόν. Χαμογέλασε. Κάθε φορά που το έκανε αυτό οι φύλακές της ήθελαν να
ακολουθήσουν και να βρουν τον παραλήπτη αλλά δεν μπορούσαν γιατί δεν έπρεπε να
απομακρυνθούν πολύ από το κάστρο. Τώρα όμως θα μπορούσαν και μαζί θα έστελνε
και τα δικά της όντα. Γέλασε.
Το γέλιο της κόπηκε
απότομα από ένα βλέμμα στα χέρια της. Κηλίδες των γηρατειών είχαν αρχίσει να
εμφανίζονται. Η χρήση των δυνάμεών της κατανάλωνε την ζωτική ενέργεια που είχε
πάρει από τον τελευταίο πολεμιστή. Έπρεπε να βιαστεί, ο χρόνος περνούσε.
Ύφανε τη γητεία της.
Πρώτα ο Καλ και μετά ο Βίλνους, ύστερα λίγο όλοι οι άνδρες για να είναι σε
σύγχυση όταν θα γινόταν η επίθεση.
VΙΙΙ
Ο Βίλνους ξύπνησε από τον
ύπνο και ανασηκώθηκε νιώθοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε δει ένα όνειρο
άκρως ερωτικό και τελείως στερούμενου λογικής. Αν και είχε ιδιαίτερη αδυναμία
στην Σέλμιορ, δεν είχε ποτέ ποθήσει την Αδάρα και όμως στο όνειρο είχε
συνευρεθεί και με τις δύο με έναν σχεδόν μανιακό τρόπο. Ανακάθισε, είχε μια
στύση που σχεδόν τον πονούσε και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το
όνειρο. Το άρωμα του στήθους της νεαρής μάγισσας, την υφή των χειλιών της και
την αίσθηση των γοφών της στα χέρια του καθώς την έκανε δική του.
Αυτό είναι το ζητούμενο,
μια γητεία για να σε αποπροσανατολίσει! Η σκέψη δεν ήταν δική του, γεννήθηκε
από το πουθενά στο μυαλό του σαν να την είχε ψιθυρίσει κάποιος στο αυτί του.
Ο Βίλνους δεν ξαφνιάστηκε
από αυτό το γεγονός. Το προκαλούσε το μενταγιόν που φορούσε, δώρο ενός ερημίτη
πριν από χρόνια, ήταν ευλογημένο να του αποκαλύπτει ποιες μαγικές ενέργειες
υπήρχαν γύρω του και με ποιο σκοπό.
Αναρωτήθηκε ποιος το είχε
κάνει αυτό. Και για ποιο λόγο ήθελε να τον αποπροσανατολίσει; Αυτό ήταν ένα
ερώτημα που θα μπορούσε να το απαντήσει μόνο ένας μάγος. Βγήκε από τη σκηνή και
πήγε σε αυτήν του Ράουμας αλλά την βρήκε άδεια. Σκέφθηκε ότι μπορεί να ήταν με
την αδερφή του και έσπευσε στη δική της σκηνή. Άνοιξε το φύλλο που χρησίμευε ως
πόρτα και μπήκε στην σκηνή. Στο φως ενός λυχναριού που έκαιγε είδε ότι
κοιμόταν. Γονάτισε δίπλα της και ακούμπησε απαλά τον ώμο της.
-Σέλμιορ…
Η μάγισσα άνοιξε τα μάτια
της και τεντώθηκε. Όπως την κοιτούσε, ακόμα γλαρωμένη από τον ύπνο, τα χείλη
της μισάνοιχτα και τα στήθη της να προβάλλουν από τα σκεπάσματα καλυμμένα από
το νυχτικό της μόνο, ένιωσε την επιθυμία του να φουντώνει και πάλι. Αλλά τώρα
δεν μπορούσε να αφεθεί σε αυτήν, έπρεπε να μάθει ποιος είχε υφάνει τη γητεία
και για ποιο λόγο.
Η Σέλμιορ ανακάθισε και
εκείνος της εξήγησε τι είχε συμβεί χωρίς να της αποκαλύψει το όνειρο που είδε.
-Μπορώ να το ανιχνεύσω με
μια γητεία, αλλά πρέπει να βγάλεις το μενταγιόν αλλιώς θα εμποδίσει και τη δική
μου γητεία.
-Την άλλη δεν την
εμπόδισε.
-Αν δεν την είχε
εμποδίσει τώρα θα ήσουν σε πνευματική σύγχιση, το ότι κατάλαβες τι συνέβη είναι
άμυνα.
Ο Βίλνους έβγαλε το
μενταγιόν ενώ η Σέλμιορ έλεγε τα λόγια μιας γητείας. Ύστερα έμεινε σιωπηλή. Ένα
χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.
-Η γητεία υφάνθηκε από το
Ακροπύργιο… Δεν είσαι ο μόνος στόχος… Σε εσένα στάλθηκε ένα όνειρο… Βίλνους!
είπε και τον κοίταξε.
-Τι;
-Δεν φανταζόμουν…
Δεν πρόλαβε να του πει τι
δε φανταζόταν. Ένα ουρλιαχτό έσκισε τη σιγαλιά της νύχτας και ύστερα οι κραυγές
των φρουρών που καλούσαν στα όπλα.
-Ο Βίλνους είναι μια χαρά
διοικητής, και γενναιόδωρος με τις αμοιβές, και πάντα σε καλές δουλειές. Έχει
μόνο ένα ελάττωμα, που δεν αφήνει πόρνες στο στρατό του, είπε ο ένας φρουρός,
το μόνο που θέλω μόλις τελειώσει η βάρδια είναι να πάρω μία. Λες να είναι
πρόθυμη καμία νομάδα;
Ο συνάδερφός του γέλασε
καθώς στέκονταν ανάμεσα σε δύο σκηνές κοιτώντας την σκοτεινή περιδινούμενη
χιονοθύελλα που συνεχιζόταν.
-Αμφιβάλλω, άσε που είσαι
κοντός γι’ αυτές.
Ο άλλος γέλασε αλλά
σταμάτησε ξαφνικά.
-Τι είναι αυτό; είπε
ανήσυχος κοιτώντας τις ριπές του χιονιού που χώριζαν καθώς έβρισκαν αντίσταση
σε κάτι μεγάλο που πλησίαζε.
Την επόμενη στιγμή το
είδαν, ένα ον σαν λύκος αλλά σε μέγεθος αλόγου, με τεράστιο κεφάλι και
σπηλαιώδες στόμα γεμάτο με δόντια καθένα μεγάλο σαν σπαθί. Και δεν ήταν μόνο
του, ακολουθούσαν και άλλα του είδους του και μαζί τους ένα ον σαν χταπόδι με
τεράστιο κεφάλι και άκρα που το βοηθούσαν να σέρνεται στο χιόνι. Γύρω από τα
τέρατα αυτά έρχονταν φιγούρες με μαύρες πανοπλίες και κράνη, έμοιαζαν με
κανονικούς πολεμιστές μόνο που αιωρούνταν ένα μέτρο από το έδαφος και από τη
μέση και κάτω δεν υπήρχε τίποτα.
Οι δυο σκοποί έμειναν
άφωνοι. Ο απόκοσμος αυτός στρατός επιτέθηκε, ένας από τους αφύσικους αυτούς
πολεμιστές έφτασε τον σκοπό που ονειρευόταν μια γυναίκα για μετά. Εκεί που θα
έπρεπε να είναι το πρόσωπο ήταν ένα μαύρο αβυσσαλέο κενό. Την επόμενη στιγμή ο
αιωρούμενος πολεμιστής βύθισε το χέρι του στο στήθος του σκοπού. Ένας αγωνιώδης
πόνος τον κατέλαβε και ούρλιαξε ενώ ο σύντροφός του καλούσε στα όπλα.
Χάος ακολούθησε καθώς ο
εχθρός από το πουθενά επιτιθόταν στον καταυλισμό.
-Μαμούκ! Μαμούκ!
ακούστηκε από την πλευρά των Εού που είχαν αντιμετωπίσει ξανά τα μεγάλα
αρπακτικά αλλά όχι και τους τρομακτικούς συντρόφους τους.
Ο απόκοσμος πολεμιστής
τράβηξε το χέρι του μέσα από το στήθος του σκοπού και εκείνος σωριάστηκε
νεκρός. Στράφηκε στον άλλο σκοπό που όρμησε μπροστά και διαπέρασε τον απόκοσμο
πολεμιστή με το σπαθί του. Απτόητος εκείνος πλησίασε και βύθισε το χέρι στην
κοιλιά του σκοπού που ένιωσε σαν ένα χέρι να του ξερίζωνε τα σωθικά, ένιωσε τη
γεύση αίματος και χολής στο στόμα του και μετά τίποτα.
Ο Βίλνους αντίκρισε ένα
χάος βγαίνοντας από τη σκηνή. Ο εχθρός βρισκόταν ανάμεσα στις σκηνές και έσφαζε
αμείλικτα. Πολλοί ήταν ήδη νεκροί αλλά οι επιζώντες είχαν αρχίσει να
οργανώνονται για άμυνα. Διέκρινε το Σοκάρ με μια ομάδα πολεμιστών ανάμεσά τους
και ο Σάι να έχουν σχηματίσει κύκλο και να αμύνονται. Ο Σάι και άλλοι δύο
τοξότες ήταν στο εσωτερικό του κύκλου για να μπορούν να τοξεύουν ενώ οι
υπόλοιποι μάχονταν εκ του σύνεγγυς. Στα πόδια του Σάι μπορούσε να δει
κουλουριασμένη την υπηρέτρια του Καλ.
Αναζήτησε το μάγο αλλά
δεν τον διέκρινε πουθενά. Εντόπισε την Αδάρα να μάχεται. Η νομάδας ήταν
ολόγυμνη και παρά την κρίσιμη κατάσταση το βλέμμα του σταμάτησε στην μορφή της,
τα μυώδη μπράτσα της, το στιβαρό κορμί και τα στητά στήθη, τους σφικτούς της
γλουτούς. Η Αδάρα κοιμόταν γυμνή και είχε περάσει κατευθείαν στη μάχη χωρίς να
ντυθεί, παρά το κρύο ιδρώτας γυάλιζε στο κορμί της όπως με το μεγάλο τσεκούρι
της πολεμούσε. Αποκεφάλισε έναν αιωρούμενο πολεμιστή που μεταμορφώθηκε σε μια
τολύπη καπνού και εξαφανίσθηκε.
-Χτυπάτε τα κεφάλια!
φώναξε ο Βίλνους πλησιάζοντας την οργανωμένη άμυνα με την Σέλμιορ. Η μάγισσα
πέρασε στο εσωτερικό και εκεί στάθηκε, άρχισε να αυτοσυγκεντρώνεται.
Ο Βίλνους μπήκε στη μάχη.
Αποκεφάλισε έναν αιωρούμενο πολεμιστή και μετά επιτέθηκε σε έναν λύκο
βυθίζοντας την λάμα του στο λαιμό του τέρατος. Την τράβηξε και στράφηκε να
πολεμήσει τον επόμενο εχθρό. Η Σέλμιορ του πέταξε το μενταγιόν και το φόρεσε. Η
μάγισσα έδειξε με το δεξί της χέρι και με το δείκτη τεντωμένο δύο φασματικούς
πολεμιστές και έμειναν τελείως ακίνητοι. Ο Βίλνους εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία
από το ξόρκι ακινητοποίησης για να τους εξουδετερώσει.
Ένας λύκος έριξε κάτω
έναν πολεμιστή και βύθισε τη μουσούδα στην κοιλιά του ξεσκίζοντας τα σωθικά του
ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, ο Σάι έστειλε ένα βέλος στο λαιμό του βάζοντας τέλος
στο μαρτύριό του. Ύστερα τόξευσε τον λύκο που μούγκρισε καθώς το βέλος καρφώθηκε
στο πλευρό του. Στράφηκε προς τον νεαρό πολεμιστή που διατήρησε την ψυχραιμία του
και πέρασε ακόμα ένα βέλος στο τόξο και το έστειλε κατευθείαν στο μάτι του
θηρίου που σωριάστηκε νεκρό.
Μια πορφυρή φλόγα έκαψε
το χταποδόμορφο τέρας. Ο Βίλνους στράφηκε και εντόπισε την πηγή της. Οι Εού
είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από την κεντρική σκηνή του καταυλισμού όπου είχαν
καταφύγει τα παιδιά και οι γυναίκες και αμύνονταν εναντίον των λύκων, οι
αιωρούμενοι πολεμιστές δεν είχαν πάει εκεί, είχαν προτιμήσει τους άνδρες του
Βίλνους. Δίπλα στην Αχούκ στεκόταν ο Ράουμας που ήταν ο αυτουργός της πύρινης επίθεσης.
Σήκωσε το χέρι του και μια νέα πύρινη μπάλα εμφανίστηκε. Αυτή τη φορά ανέφλεξε
δύο λύκους μαζί.
Από το σκοτάδι ξεπρόβαλλε
ένα ον που έκανε την Αλόα να ουρλιάξει από φόβο. Έμοιαζε με εκείνα τα έντομα
που έτρεχαν στα πατώματα των πιο βρώμικων πανδοχείων που είχαν δει οι
πολεμιστές αλλά είχε το μέγεθος πόνυ.
-Μα τι τρώνε και γίνονται
έτσι; αγανάκτησε ο Σάι στέλνοντας ένα βέλος στο ον αυτό που εξοστρακίστηκε πάνω
στο σκληρό κέλυφός του.
-Εμάς θα φάει αυτό,
μούγκρισε ο Σοκάρ και επιτέθηκε στο τεράστιο τέρας τσακίζοντας με το γιαταγάνι
του τα μακριά πόδια ως που να το αναγκάσει να χαμηλώσει και να βυθίσει τη λάμα
του στο μακρόστενο κεφάλι του.
Ο Βίλνους απέκρουσε την
επίθεση ενός φασματικού πολεμιστή και ένας δεύτερος έσπευσε να επιτεθεί όσο
ήταν μπλοκαρισμένη η σπάθα του αλλά καθώς το χέρι του άγγιζε το στέρνο του
πάγωσε και διαλύθηκε σε καπνό όπως και οι άλλοι. Το μενταγιόν είχε δράσει και
πάλι. Έριξε μια ματιά στο πεδίο της μάχης γύρω του, τα πράγματα δεν πήγαιναν
καθόλου καλά. Παρά τις προσπάθειες του Ράουμας και των πολεμιστών η μάχη έβαινε
κατά τους, ελάχιστοι άνδρες είχαν απομείνει όρθιοι να πολεμούν γύρω από τον
Σοκάρ και δεν άντεχαν για πολύ ακόμα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου