VΙ
Το πρωί ξεκίνησαν και
πάλι κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό, παρότι πήγαιναν πεζοί τώρα οι άνδρες
του Βίλνους είχαν καλό ηθικό και πάλι τραγουδούσαν κατά διαστήματα για να
ζεσταθούν. Ο Βίλνους προπορευόταν με τον Σοκάρ μαζί του, τον μόνο που είχε
ενημερώσει για το περιστατικό της νύχτας αν και κάποια πράγματα όλοι τα είχαν
αντιληφθεί μιας και τα είχαν καταλάβει οι σκοποί.
Ο Καλ Μαλγκοράν
περπατούσε με τους υπηρέτες του με καλή διάθεση. Κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά
στον στόχο του και είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιό του για να στερήσει την
αμοιβή από τον Βίλνους και τους άνδρες του. Όσο για την υπηρέτριά του, θα
ξανάπεφτε στα χέρια του και τότε θα την πονούσε πολύ περισσότερο από αυτό το
βράδυ που είχε περάσει.
Ήταν κοντά στην ώρα που ο
Βίλνους θα διέταζε να σταματήσουν για ξεκούραση και να φάνε κάτι, όταν είδαν
μπροστά τους ένα μικρό καταυλισμό από σκηνές. Σκυλιά άρχισαν να αλυχτούν καθώς
ο μικρός στρατός του Βίλνους πλησίασε κάνοντας ένα πλήθος ανθρώπων ντυμένων με
γούνες και οπλισμένων με κοντάρια ή καμάκια και τσεκούρια, να παραταχθεί στην είσοδο
του οικισμού.
-Είναι Εού, είπε η Αδάρα
ερχόμενη δίπλα στον Βίλνους, είναι μια φυλή αδερφική με τη δική μου αλλά δεν
περίμενα να τους βρω τόσο βόρεια.
-Μιλάνε την κοινή;
-Θα πρέπει.
-Έλα μαζί μου για την
περίπτωση που θα χρειαστώ βοήθεια. Σοκάρ, σε αναμονή και ετοιμότητα, δεν
ξέρουμε ακόμα ποια θα είναι η συνέχεια.
Πλησίασε τον καταυλισμό
με την Αδάρα δίπλα του και παρατήρησε ότι δεν ήταν πολλοί οι νομάδες εδώ. Πάνω
κάτω σαράντα ψυχές, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Μια γυναίκα έκανε μπροστά, ήταν
μεσόκοπη αλλά στα μάτια της διέκρινε σοφία και δύναμη.
-Είμαι η Αχούκ, είπε η
γυναίκα, η σαμάνος της φυλής αυτής. Ποιοι είστε και που πηγαίνετε σε αυτήν την
καταραμένη γη;
-Είμαι ο Βίλνους
Ντρομέθια, είπε ο πολεμιστής, και αυτοί είναι οι άνδρες μου. Πηγαίνουμε στο
Ακροπύργιο Βάνγκαρντ για να αντιμετωπίσουμε το κακό που φωλιάζει εκεί και να
σώσουμε μια αιχμάλωτη.
Τα μάτια της σαμάνου
έλαμψαν ακούγοντας τα τελευταία λόγια του.
-Πρόσεχε πολεμιστή, πολλά
δεν είναι αυτό που δείχνουν και ο τόπος αυτός έχει πολλούς τρόμους ακόμα και
για τους πιο ατρόμητους. Ίσως όμως είσαι εσύ που θα δώσεις ένα τέλος.
-Εσείς πως βρεθήκατε εδώ
Μεγάλη Μητέρα; ρώτησε η Αδάρα δίνοντας στη σαμάνο τον παραδοσιακό τίτλο των
νομάδων.
Εκείνη την κοίταξε σαν να
την πρόσεξε μόλις εκείνη τη στιγμή. Το πρόσωπό της φωτίστηκε.
-Μια κόρη των πεδιάδων.
Χαίρομαι που σε βλέπω. Βρεθήκαμε στην περιοχή εξαιτίας μια θύελλας που μας
έκανε να χάσουμε το δρόμο μας. Κατασκηνώσαμε εδώ για τη νύχτα και μας
επιτέθηκαν τέρατα και ανείπωτοι τρόμοι, σε ετούτο το καταραμένο μέρος και οι
νεκροί περπατάνε. Μας αποδεκάτισαν και σκότωσαν τα περισσότερα σκυλιά μας και
κατέστρεψαν τα έλκηθρά μας. Δεν είχαμε πια τον τρόπο να φύγουμε. Μείναμε εδώ με
την ελπίδα να επιβιώσουμε ως την άνοιξη και να φτιάξουμε νέα έλκηθρα για να
μπορέσουμε να μετακινηθούμε.
Ο Βίλνους κοίταξε τον
ορίζοντα, μπορούσε να δει το Ακροπύργιο τώρα τυλιγμένο σε μια καταιγίδα. Το
ένιωθε πως κάτι κακό ελλόχευε εκεί μέσα, θα το ένιωθε ακόμα και αν το αντίκριζε
για πρώτη φορά χωρίς να έχει ακούσει τίποτα για αυτό.
-Πόσο μακριά είναι;
ρώτησε.
-Όχι πάνω από δύο ώρες,
είπε η Αχούκ.
-Θα μας προλάβει η
καταιγίδα. Πρέπει να μείνουμε εδώ και να κινηθούμε αμέσως μετά.
-Φτιάξτε τις σκηνές σας
κοντά στις δικές μας, είπε η σαμάνος, αλλά να μην αφήσετε κενά ανάμεσά τους,
προσέξτε την άμυνά σας, σίγουρα θα έρθουν την νύχτα. Και είναι πολύ επικίνδυνα
αυτά τα όντα.
Ο Βίλνους ένευσε και
γύρισε κοντά στον Σοκάρ να δώσει εντολές. Η Αδάρα έκανε να τον ακολουθήσει αλλά
η Αχούκ την κράτησε.
-Θέλω να σου μιλήσω,
είπε.
Έστησαν τις σκηνές τους
μαζί με των νομάδων χωρίς να αφήσουν κενά και φροντίζοντας να κλείσουν τα όποια
κενά δεν μπορούσαν να αποφύγουν με τοίχους από χιόνι στους οποίους κάρφωσαν λόγχες.
Ο Βίλνους και ο Σοκάρ όρισαν βάρδιες φρουράς και τους άφησαν να ξεκουραστούν.
Είχαν μόλις ολοκληρώσει
την εγκατάστασή τους όταν τους έφτασε η καταιγίδα και σκοτείνιασε το απόγευμα
σαν να ήταν νύχτα. Ο αέρας λυσσομανούσε τραντάζοντας τις σκηνές και σηκώνοντας
χιόνι από το έδαφος μειώνοντας την ορατότητα ενώ συνέχιζε να πέφτει και από τον
ουρανό πυκνό με μεγάλες νιφάδες.
Έφαγαν στις σκηνές τους
από τα εφόδια που είχαν, δεν ήταν δυνατόν να ανάψουν φωτιές. Ακόμα και οι Εού
που ήταν προσαρμοσμένοι καλύτερα στο περιβάλλον είχαν φωτιά μόνο στην σκηνή που
χρησίμευε ως κέντρο της μικρής του κοινότητας.
Ο Βίλνους ετοιμαζόταν για
ύπνο όταν το φύλλο που κάλυπτε την είσοδο της σκηνής ανασηκώθηκε και μπήκε η
Αχούκ. Ο πολεμιστής έκανε να σηκωθεί αλλά η αρχηγός των Εού του έκανε νόημα να
μείνει καθισμένος και βολεύτηκε και εκείνη απέναντί του.
-Βίλνους Ντρομέθια, είπε,
τα πνεύματα μου αποκάλυψαν ότι σύντομα θα αφήσω τον κόσμο αυτό. Χρειάζεται ένα
πρόσωπο με δύναμη και χαρακτήρα για να οδηγήσει τους ανθρώπους μου.
-Πως μπορώ να βοηθήσω;
Δεν ανήκω στο λαό σου.
-Το πρόσωπο που θα
οδηγήσει τους ανθρώπους μου είναι η Αδάρα.
Ο Βίλνους δεν ξαφνιάστηκε
από την επιλογή. Ήξερε πως η Αδάρα είχε αφήσει την φυλή της για να χαράξει δικό
της πεπρωμένο, ήταν ανεξάρτητο πνεύμα και ηγετική φυσιογνωμία.
-Και πάλι δε βλέπω τι έχω
να κάνω εγώ, με την Αδάρα πρέπει να μιλήσεις.
-Μίλησα, και είναι
σύμφωνη. Αλλά χρειάζεται τη δική σου άδεια λέει, μιας και έχει μπει στην
υπηρεσία σου.
-Δεν θα την εμποδίσω,
έχεις το λόγο μου.
-Σε ευχαριστώ, είπε η
Αχούκ, είθε κάθε σου βήμα να είναι ευλογημένο και μόνο νίκη να στέφει τα όπλα
σου.
Βγήκε από τη σκηνή
αφήνοντας τον Βίλνους σκεφτικό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου