ΙΙΙ
Καθισμένη στον πέτρινο
θρόνο στο μέσο του δωματίου η μάγισσα γέλασε με ικανοποίηση. Το σχέδιό της είχε
δώσει τους καρπούς που έπρεπε. Σε λίγο θα ήταν ελεύθερη και τότε… Τότε όλοι θα
ένιωθαν την οργή της και όσοι ζούσαν θα την λάτρευαν σαν θεά, όχι σαν μια
θεότητα καλοσυνάτη και ελεήμονα αλλά σαν μια μοχθηρή και πανίσχυρη θεά που ένα
καπρίτσιο της μπορούσε να βάλει φωτιά σε χωριά και να ξεκληρίσει οικογένειες.
Θα τη λάτρευαν από φόβο για να συνεχίσουν να ζουν, ακριβώς όπως και οι πρόγονοί
τους αιώνες πριν.
Αιώνες είχε βασιλέψει σαν
απόλυτη κυρίαρχος και μετά οι μάγοι την είχαν νικήσει, είχαν διαλύσει τις
στρατιές των πλασμάτων της και την είχαν φυλακίσει. Αδυνατώντας να την
καταστρέψουν την είχαν κλείσει σε αυτό το κελί που θα την κρατούσε δέσμια για
πάντα. Είχε γελάσει πιστεύοντας ότι μόλις ανέκαμπτε θα ήταν εύκολο να αποδράσει
αλλά είχε διαπιστώσει ότι ήταν αδύνατο, το μαγικό πεδίο που είχαν δημιουργήσει
οι μάγοι ήταν πανίσχυρο. Καταραμένη Συντεχνία!
Της πήρε αιώνες να βρει
πως θα το κατέστρεφε. Το πεδίο την κρατούσε μέσα και δεν επέτρεπε σε κανένα ον
με μαγική αύρα να περάσει προς εκείνη αλλά μπορούσε να περάσει οποιοσδήποτε
άλλος που δεν είχε μαγικές δυνατότητες, κάθε φορά που αυτό συνέβαινε
εξασθενούσε το πεδίο και κατά λίγο. Ο χρόνος όμως που περνούσε την είχε
εξασθενήσει και οι προσπάθειες να βρει τη λύση είχαν καταναλώσει τις δυνάμεις
της. Θα έμενε εκεί μέσα για πάντα, σαν ένα αξιοθρήνητο απομεινάρι της παλιάς
της δόξας.
Δεν αποδέχτηκε αυτή τη
μοίρα που ήθελε να της επιβάλλει η Συντεχνία. Με τις τελευταίες δυνάμεις της
ύφανε δύο ξόρκια. Το πρώτο ξόρκι ήταν μια πανίσχυρη γητεία. Άρχισε να
επισκέπτεται τα όνειρα ενός μάγου και εμπόρου, του παρουσιάστηκε σαν μια ατυχής
πριγκίπισσα που είχε φυλακισθεί και θα γινόταν δική του αν την ελευθέρωνε μαζί
με τα πλούτη της. Στην αρχή το είχε περάσει για όνειρο αλλά τον είχε πείσει ότι
ήταν αλήθεια. Οι εκκλήσεις της αθώας κοπέλας ενέπνευσαν στον μάγο μια αγάπη που
γρήγορα έγινε ανεξέλεγκτος πόθος. Και έκανε το παν για να τη σώσει.
Είχε στείλει πολλούς
πολεμιστές να τη σώσουν. Κάποιοι δεν είχαν καταφέρει να περάσουν τους τρόμους
του κάστρου, μερικά ήταν δικά της πλάσματα αποτρελαμένα από αιώνες που είχαν
μείνει ακυβέρνητα, άλλα τα είχαν βάλει οι μάγοι για να απαγορεύουν την πρόσβαση
στη φυλακή της. Οι περισσότεροι είχαν φτάσει ως εκείνη και είχαν περάσει χωρίς
να το καταλάβουν το μαγικό πεδίο κάνοντας αυτό που έπρεπε.
Η γητεία όμως είχε στραγγίξει
την δύναμή της και δεν θα επιζούσε από τη διαδικασία αν δεν ήταν το δεύτερο
ξόρκι της. Αυτό της επέτρεπε να απορροφά από τα θύματά της την ζωτική τους
ενέργεια. Έτσι διατηρούσε τη ζωή της και ανανέωνε τη νεότητά της απορροφώντας
τη ζωή όσων έφταναν ως εκείνη. Όσο για τη δύναμή της… Είχε και για αυτή τη λύση
από το ξόρκι που αφαιρούσε τα πάντα από τα θύματά της.
Σηκώθηκε από το θρόνο που
αμέσως εξαφανίσθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Έπρεπε να ξεκουραστεί και να
περιμένει την άφιξη των θυμάτων που θα τα άλλαζαν όλα.
IV
Ο Σάι Λάινγουολ ήταν ο
πιο νεαρός πολεμιστής που είχε υπηρετήσει στις διαταγές του Βίλνους Ντρομέθια.
Το έλεγε με καμάρι στα καπηλειά και τα κακόφημα σπίτια για να εντυπωσιάσει τις
γυναίκες. Η καλή του εμφάνιση και τα μυώδη χέρια τοξότη που διέθετε βοηθούσαν
επίσης. Ήταν ακριβώς η ικανότητά του με το τόξο που έκανε τον Βίλνους να τον
πάρει στην ομάδα του παρά την ηλικία του. Και τώρα τα χρησιμοποιούσε ιδανικά αν
έκρινε από τα επιφωνήματα της μελαχρινής καλλονής που τον είχε πάρει στο
δωμάτιό της.
Ποτέ πριν δεν είχε πάει
με γυναίκα αλλά ήθελε να δείξει έμπειρος. Ήθελε να δείξει άνδρας και όχι
παιδαρέλι. Χάιδευε την κοπέλα με τα χέρια του στις πλούσιες καμπύλες της ενώ
φιλούσε την κοιλιά της κατεβαίνοντας χαμηλά προς τη γυναικεία φύση της, είχε
ακούσει από τους πολεμιστές στην εκστρατεία όταν μιλούσαν τα βράδια γύρω από τη
φωτιά ότι άρεσε πολύ στις γυναίκες αυτό.
-Όταν πας με μια γυναίκα
να βεβαιώνεσαι πρώτα ότι δε σκοπεύει να σε μαχαιρώσει μόλις χαλαρώσεις.
Ο Σάι τινάχθηκε. Δίπλα
στο κρεβάτι στεκόταν ο Βίλνους με τη σπάθα στο χέρι να σημαδεύει το λαιμό της
γυναίκας. Ο Σάι σηκώθηκε από το κρεβάτι κοιτώντας τη γυναίκα σαν να μην ήταν
πια μια ποθητή ερωμένη αλλά κάποιο τρομερό ον. Ο Βίλνους τράβηξε το σεντόνι από
την άκρη του κρεβατιού όπου είχε χωμένο το ένα της χέρι και αποκαλύπτοντας ένα
κοφτερό μαχαίρι.
-Γιατί να με σκοτώσεις;
είπε ο Σάι.
-Για το γεμάτο πουγκί,
είπε εκείνη.
Ο Βίλνους κούνησε το
κεφάλι του. Ύστερα με μια απότομη κίνηση βύθισε την αιχμή της λάμας στο λαιμό
της. Η γυναίκα σπαρτάρισε μια στιγμή και έμεινε ακίνητη.
-Άλλη φορά να προσέχεις
περισσότερο, είπε ο πολεμιστής στον νεαρό άνδρα.
-Ευχαριστώ Βίλνους, πως
το έμαθες;
-Σε αναζήτησα γιατί
βρέθηκε μια δουλειά για εμάς και μαθαίνοντας με ποια είχες φύγει από το
καπηλειό βιάστηκα γιατί ήξερα ότι κινδυνεύεις. Είχε μια φήμη η συγκεκριμένη
γυναίκα.
-Τι δουλειά; Που πάμε;
-Βόρεια, στο Ακροπύργιο
Βάνγκαρντ. Προς το παρόν πάμε στο πανδοχείο της Βέρθρα, έχω μαζέψει και τους
υπόλοιπους.
Το πανδοχείο ήταν ένα
μεγάλο κτίσμα με ισόγειο και πρώτο όροφο, ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και
διατηρημένα κτήρια της πόλης. Ο Βίλνους παραμέρισε την μεγάλη δίφυλλη πόρτα και
μπήκε ακολουθούμενος από τον Σάι. Βρέθηκαν στην μεγάλη σάλα του πανδοχείου όπου
βρίσκονταν μαζεμένοι πάνω από πενήντα άνδρες. Καθισμένοι στα τραπέζια περίμεναν
την άφιξή του.
Μπροστά μπροστά, κοντά
στον πάγκο του πανδοχέα ήταν μαζεμένοι οι συνήθεις σύντροφοί του στις
εκστρατείες. Ο Σοκάρ Σαλάγια, που υπηρετούσε ως υπαρχηγός του, η πολεμίστρια Αδάρα,
η μάγισσα Σέλμιορ και ο δίδυμος αδερφός της και επίσης μάγος Ράουμας, ο
πολεμιστής Ντενάουμπις και ο πρώην κλέφτης, πειρατής και πολεμιστής Ντρέηκ.
Μιλούσαν με τους υπόλοιπους και τους προέτρεπαν να περιμένουν την επιστροφή του
Βίλνους για να μάθουν γιατί τους είχε μαζέψει.
-Θα έρθει και θα μας εξηγήσει!
έλεγε με τη βαθιά του φωνή ο Ντενάουμπις.
Ο Βίλνους προχώρησε και
τον ακολούθησε ο Σάι. Πολλοί τον αντελήφθησαν και άρχισαν να απευθύνουν σε
αυτόν τις ερωτήσεις. Εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά ζητώντας ησυχία ως που έφτασε
μπροστά και είπε:
-Λοιπόν, μαζευτήκατε εδώ
όλοι όσοι δεν προλάβατε να φύγετε από την πόλη.
Αυτό ήταν αλήθεια. Είχε
μαζέψει τους μισούς από τις ταβέρνες και τα κακόφημα σπίτια της πόλης και τους
υπόλοιπους από την τοπική φυλακή όπου είχαν καταλήξει μετά από καυγάδες.
Συνέχισε:
-Υπάρχει μια δουλειά για’
μας στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ με καλή αμοιβή. Πόσοι είστε μαζί μου;
Μια ομαδική ιαχή
ακούστηκε και ο Βίλνους χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Η φήμη του σαν
πολεμιστή και ηγέτη είχε κάνει τους άνδρες να τον εμπιστεύονται πάντα.
Καταγράφηκαν όλοι στο
έγγραφο στρατολόγησης, ήταν 58 άνδρες και ο Βίλνους τους χώρισε σε τρεις
ομάδες, δυο από δεκαεννιά πολεμιστών και μια με είκοσι. Στην πρώτη με τους
δεκαεννιά είχε μαζέψει και όσους είχαν τόξα ή άλλο τηλέμαχο όπλο όπως η βαλλίστρα.
Σε αυτήν θα ανήκε και ο Σάι.
-Ντενάουμπις θα είσαι
επικεφαλής της τρίτης ομάδας, Αδάρα της δεύτερης, Ντρέηκ της πρώτης, Σοκάρ έλεγξε
εξοπλισμό και προμήθειες. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου