ΙΙ
Ο Φένορ είχε σχεδόν μόλις
ξαναβγεί στο δρόμο για να συνεχίσει το ταξίδι του μετά από μια μικρή στάση για
φαγητό σε ένα πανδοχείο, όταν άκουσε κραυγές να καλούν σε βοήθεια. Φωνές από
παιδιά τρομοκρατημένα και αλλόφρονες γυναίκες ακούγονταν μαζί με γρυλίσματα που
και από την απόσταση αυτή αναγνώρισε ότι ανήκαν σίγουρα σε γκόμπλιν.
Χωρίς να διστάσει ο
Ιππότης έστρεψε το άλογό του προς τα εκεί και αφήνοντας τον κύριο δρόμο κάλπασε
προς τις φωνές. Ήταν ένας μικρός οικισμός που εκτεινόταν εκατέρωθεν του μικρού
βοηθητικού δρόμου που οδηγούσε στα καλλιεργημένα κτήματα.
Μια συμμορία γκόμπλιν από
αυτές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο κάποιες φορές είχε επιτεθεί στο χωριό. Ξεθηκάρωσε
τη σπάθα του και μπήκε στο κεντρικό δρομάκι όπου έπεσε πάνω σε μισή ντουζίνα
από τα πλάσματα φορτωμένα με σακιά με λάφυρα, τρόφιμα κυρίως μιας και το χωριό
δεν είχε τίποτα άλλο αξίας. Επιτέθηκε αμέσως θερίζοντας τρία γκόμπλιν πριν
καταλάβουν καν τι είχε συμβεί. Τα άλλα τρία τράβηξαν κυρτά σπαθιά και
επιτέθηκαν καλώντας τους συντρόφους τους σε βοήθεια. Ως που να καταφτάσουν
αυτοί, ο Φένορ είχε εξοντώσει και τους άλλους τρεις της αρχικής εξάδας.
Στράφηκε να αντιμετωπίσει τους καινούριους αντιπάλους. Τα γκόμπλιν δεν φημίζονταν
για τη γενναιότητά τους, οι συνήθεις στόχοι τους ήταν ανυπεράσπιστοι, απέναντι
σε οργανωμένο αντίπαλο δεν κρατούσαν τη θέση τους. Τώρα δεν είχαν τραπεί σε
φυγή γιατί αντιμετώπιζαν έναν και μόνο αντίπαλο έστω και Ιππότη.
Ο Φένορ σίγουρος ότι
μπορούσε να τα καταφέρει συνέχισε την επίθεσή του σκοτώνοντας ακόμα δύο
γκόμπλιν που είχαν το θάρρος να σταθούν απέναντί του με δύο κοντές λόγχες. Μια
κραυγή τράβηξε την προσοχή του και ύψωσε το βλέμμα του για να δει ένα γκόμπλιν
να πηδάει από τη στέγη του κοντινότερου σπιτιού προς το μέρος του. Ύψωσε τη
σπάθα και κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στο πλάσμα που τον έριξε όμως από τη
σέλα εξ’ αιτίας της ορμής του.
Τα υπόλοιπα γκόμπλιν
ξεχύθηκαν να τον σκοτώσουν αλλά κατάφερε να σηκωθεί εγκαίρως και να αποκρούσει
την επίθεση του πρώτου σκοτώνοντάς το με ένα χτύπημα που έστειλε το κεφάλι του
να κυλίσει μακριά. Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τράπηκαν σε
άτακτη φυγή ουρλιάζοντας. Με τη σπάθα του ακόμα έτοιμη στα χέρια, ο Φένορ έριξε
μια ματιά για τυχόν κινδύνους και δεν είχε άδικο.
Πίσω από ένα μικρό
χωριατόσπιτο ξεπρόβαλλε ένα τελευταίο γκόμπλιν σπρώχνοντας μπροστά του ένα
αγοράκι. Στο χέρι του κρατούσε κάτι σαν μακρύ νύχι από κάποιο τεράστιο ζώο και
είχε την αιχμή στο λαιμό του παιδιού.
-Κάνε πίσω αλλιώς θα
τρυπήσω το μικρό.
Ο Φένορ πισωπάτησε
αναζητώντας τρόπο να βοηθήσει το παιδάκι χωρίς να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.
-Ρίξε το σπαθί σου, είπε
το γκόμπλιν.
Ο Φένορ υπάκουσε, δεν
είχε καμία αξία να διακινδυνεύσει τη ζωή του παιδιού για ένα γκόμπλιν. Το γκόμπλιν
με μια θριαμβευτική κραυγή έσπρωξε το παιδί στο πλάι και εκτόξευσε εναντίον του
Ιππότη το νύχι. Εκείνος βούτηξε στο έδαφος για να αποφύγει το περίεργο βλήμα
αλλά είδε με έκπληξη να αλλάζει τροχιά και να κατευθύνεται προς αυτόν. Ήταν
μαγεμένο!
Κύλισε στο χορταριασμένο
έδαφος για να το αποφύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το νύχι καρφώθηκε στο μηρό του με
έναν ανατριχιαστικό υπόκωφο ήχο. Παραδόξως δεν πόνεσε περισσότερο από ότι αν θα
είχε τρυπηθεί με μια βελόνα αλλά ένιωσε μια αίσθηση ναυτίας να τον κυριεύει και
παρά την προσπάθειά του να σηκωθεί δεν μπόρεσε.
-Δηλητήριο γκαλάκ,
κόμπασε το γκόμπλιν. Δεν υπάρχει θεραπεία, μόνο το μάτι! Το μάτι του Μάρνους αν
μπορέσεις να το βρεις ως τη δύση του αυριανού ήλιου!
Το μάτι του Μάρνους, ο
Φένορ είχε ακούσει γι’ αυτό. Ήταν ένα πανίσχυρο διαμάντι, κάποτε το μάτι του
γιγαντιαίου αγάλματος του αρχαίου θεού των σπηλαίων Μάρνους. Η μαγική του
δύναμη ήταν σχεδόν αστείρευτη και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από όλους του
ισχυρούς μάγους άσχετα με το ποιον υπηρετούσαν. Αλλά μπορούσε να θεραπεύσει
κάθε ασθένεια και κάθε δηλητήριο, αν το άγγιζες γινόσουν υγιής. Έπρεπε να το
βρει πριν να είναι αργά. Τώρα έπρεπε να παρακούσει τις εντολές των ανωτέρων του
και να μπει στα βαθύτερα σπήλαια όπου βρισκόταν το μάτι. Σύμφωνα με πολλούς ακόμα
πάνω στο αρχαίο παγανιστικό άγαλμα.
Αλλά πρώτα έμενε μια
λεπτομέρεια, ένας λογαριασμός να κλείσει. Ανακάθισε και τράβηξε το νύχι από το
σώμα του. Το πέταξε πέρα και αρπάζοντας τη σπάθα του την πέταξε στο γκόμπλιν
που αιφνιδιάσθηκε τελείως καθώς πίστευε ότι ο Ιππότης δεν μπορούσε να
αντιδράσει. Η λάμα το διαπέρασε και το τίναξε πίσω.
Μετά από λίγο κατάφερε να
σηκωθεί από το έδαφος. Ένιωθε καλά αλλά ήξερε ότι ήταν απατηλή αυτή η αίσθηση.
Το δηλητήριο ήδη εγκαθιστούσε την θανατηφόρα κυριαρχία του. Ανέβαινε στο άλογό
του όταν πλησίασαν δύο φτωχικά ντυμένοι άνθρωποι, οι γονείς του παιδιού. Ήθελαν
να τον ευχαριστήσουν που το είχε σώσει. Ήταν αμήχανοι κάπως ντροπιασμένοι, όλοι
είχαν καταλάβει τι τίμημα είχε απαιτήσει η σωτηρία του παιδιού.
-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε,
είπε ο Ιππότης, το καθήκον μου έκανα, όσο για το δηλητήριο θα πρέπει να βρω το
διαμάντι.
Έφυγε καλπάζοντας για τα
όρη Ταμπόρα.
Ο Λουβίας Κοχ στάθηκε
μπροστά στον φρεσκοσκαμμένο τάφο και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Μετά ούρησε
πάνω στο χώμα που σκέπαζε τον νεκρό. Ήταν μέρος αυτού που ήθελε να κάνει. Για
να μπορέσει να καλέσει ένα πνεύμα που αναπαυόταν χωρίς να είναι στην υπηρεσία
κάποιου νεκρομάντη ή απέθαντου ή να βαρύνεται από κάποια κατάρα έπρεπε να
βεβηλώσει τον τάφο. Με τα χρόνια είχε καταλήξει ότι αυτή ήταν η πιο εύκολη
πράξη βεβήλωσης. Αν ήθελε περισσότερα από το να μιλήσει με το νεκρό χρειαζόταν άλλες
πράξεις αλλά για τώρα θα του αρκούσε η βεβήλωση που είχε τελέσει. Κουμπώθηκε
και μετά πρόφερε ένα ξόρκι.
Μια αχλή σηκώθηκε από τον
τάφο και πήρε τη μορφή ενός άνδρα. Στάθηκε μπροστά στον νεκρομάντη
μετεωριζόμενος πάνω από τον τάφο. Ο Λουβίας πρόφερε μια ακόμα μαγική επίκληση
και πρόσταξε.
-Μίλα σε μένα, πέρα από
τα σύνορα του τάφου.
-Τι θέλεις να μάθεις από
τον κόσμο των σκιών;
-Θέλω να μάθω από εσένα
τι είδες όσο ήσουν ζωντανός. Τι τρομοκρατεί τα βαθιά σπήλαια;
-Ένας απέθαντος, ένας
άρχοντας του παγωμένου βασιλείου της φθοράς. Βρήκε το διαμάντι του Μάρνους και
προσπαθεί να ενισχύσει τη δύναμή του για να καταλάβει τα σπήλαια. Σκοτώνει
ανθρώπους γι’ αυτό.
-Το μάτι του Μάρνους!
Ξέρεις που είναι;
Το πνεύμα του απάντησε. Ο
Λουβίας χαμογέλασε. Ήξερε την θέση ενός πανίσχυρου αντικειμένου. Θα το έπαιρνε
και θα μπορούσε να προωθήσει τα φιλόδοξά του σχέδια επιτέλους. Σχέδια που
προφανώς είχε και ο απέθαντος, αλλά αυτόν θα τον τακτοποιούσε. Δεν θα ήταν
εξάλλου ισχυρός αν προσπαθούσε να ενισχύσει το μάτι. Όχι αυτό ήταν αδύνατο…
Κάτι άλλο θα σχεδίαζε αλλά δεν θα είχε υπολογίσει τον Λουβίας Κοχ στα σχέδιά
του.
Άφησε το νεκρό να
επιστρέψει στον αιώνιο ύπνο του και μετά ετοιμάστηκε για το ξόρκι που θα τον
μετέφερε στο σημείο που του είχε υποδείξει.
Ο ένας μάγος πρόφερε ένα
ξόρκι. Η Ρέιλα ήξερε τι ήταν, δέσμευε τις δυνάμεις της, δεν θα μπορούσε να
εκτελέσει κανένα ξόρκι. Ο μάγος χαμογέλασε με κακία. Δεν υπήρχε τρόπος να λυθεί
αυτό το ξόρκι παρά μόνο από ένα δυνατό μάγο ή ένα τεχνούργημα που… Υπήρχε ένα
τέτοιο κάπου στα σπήλαια, είχε ακούσει…
-Γδύσου, είπε ο μάγος που
είχε δεσμεύσει την μαγεία της διακόπτοντας τις σκέψεις της.
Η Ρέιλα του έριξε μια
μάτια γεμάτη τρόμο.
-Ο μανδύας είναι παραπάνω
από ύφασμα, είναι εμποτισμένος με ισχυρή μαγεία, με προστατεύει.
-Ακριβώς, απάντησε ξερά ο
μάγος, το κονκλάβιο αποφάσισε να την στερηθείς, θα ντυθείς με έναν απλό μανδύα.
Τώρα γδύσου.
Η Ρέιλα υπάκουσε μην
έχοντας άλλη επιλογή, άφησε το μαύρο μανδύα να κυλίσει από πάνω της και να
μαζευτεί σε πτυχές γύρω από τους αστραγάλους της. Ένιωσε ακόμα πιο γυμνή από
ότι ήταν, φορώντας πια μόνο ένα εσώρουχο, έχοντας αποξενωθεί από την τελευταία
της άμυνα. Στάθηκε εκεί μπροστά τους με τα μάτια της να κοιτάνε ευθεία μπροστά
και τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές στα πλευρά της.
Οι δυο μάγοι την έπιασαν
από τα χέρια και πρόφεραν ένα ξόρκι. Η αίθουσα άρχισε να στροβιλίζεται γύρω της
ως που χάθηκε από τα μάτια της και αντικαταστάθηκε με ένα σπήλαιο. Το κρύο την
έκανε να ριγήσει.
-Χρειάζομαι ρούχα, είπε.
Δεν θα με αφήσετε έτσι.
Οι μάγοι την κοίταξαν και
είδε τα μάτια του μάγου που την είχε προστάξει να γδυθεί να γεμίζουν πόθο και
να απλώνει το χέρι του. Θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν για τα στήθη της, όπως
πρόβαλλαν σφριγηλά διαθέσιμα στο άγγιγμά του αλλά ήξερε καλά τι είχε τραβήξει
την προσοχή του, το μενταγιόν που φορούσε. Ήταν ένα ισχυρό τεχνούργημα, τη
δύναμη του ακόμα και η ίδια δεν την ήξερε σε όλη της την έκταση, κληρονομιά από
τη μητέρα της, μια από τις πιο ισχυρές μάγισσες της σκοτεινής πλευράς. Το χέρι
του έκλεισε γύρω από το μενταγιόν και την επόμενη στιγμή ούρλιαξε από πόνο.
Τράβηξε το χέρι του για να το δει να έχει μεταμορφωθεί σε μια καψαλισμένη μάζα
κατεστραμμένο.
-Θα
το πληρώσεις αυτό!
Όρμησε
πάνω της και την χτύπησε ρίχνοντάς τη στο έδαφος. Την κοίταξε με ένα βλέμμα που
δεν προμήνυε τίποτα καλό. Ύστερα κοίταξε το σύντροφό του.
-Ποιος
θα το μάθει; Δεν θα επιβιώσει εδώ κάτω αυτή για να γυρίσει πίσω.
Κατάλαβε
τις προθέσεις τους και ούρλιαξε ενώ ο ένας την καθήλωνε στο έδαφος και ο άλλος
την απάλλασσε και από το τελευταίο ρούχο της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου