Το Μάτι Του Μάρνους 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ

Τα χέρια του μάγου απλώθηκαν άπληστα στο κορμί της αλλά για μια στιγμή μόνο. Μετά τραβήχτηκαν και ο μάγος βόγκηξε από τον πόνο, ένας πίδακας αίματος τινάχτηκε από τα χείλη του και σωριάστηκε νεκρός δίπλα στην Ρέιλα. Ο σύντροφός του ανέβλεψε για να δει μια κοφτερή λάμα να κατεβαίνει προς το κεφάλι του. Έπεσε για να μην ξανασηκωθεί.
Η Ρέιλα κοίταξε το σωτήρα της. Εκείνος θηκάρωσε τη σπάθα του και της έτεινε το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Η Ρέιλα το έπιασε και σηκώθηκε. Ο άνδρας που δεν ήταν άλλος από τον Φένορ έβγαλε το μανδύα του και της τον πρότεινε. Εκείνη τον φόρεσε με ευγνωμοσύνη. Τον κοίταξε σκεπτόμενη πόσο περίεργο ήταν μετά τους μαύρους χιτώνες της να φοράει κάτι ολόλευκο.
-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, είπε ο άνδρας, τι δουλειά έχεις εδώ κάτω; Ζεις σε κάποια κοινότητα μεταλλωρύχων;
-Όχι, είπε η Ρέιλα, είμαι εδώ αναζητώντας το μάτι του Μάρνους.
-Και αυτό μας κάνει τρεις!
Στην άλλη άκρη του σπηλαίου είχε εμφανισθεί ο Λουβίας Κοχ.
-Για ποιο σκοπό το αναζητάς; ρώτησε ο Φένορ.
-Για να αυξήσω τη δύναμή μου, είπε ο νεκρομάντης, εσύ τι το θες; Δεν είσαι μάγος.
-Είναι η μόνη θεραπεία σε ένα δηλητήριο που κυκλοφορεί στο αίμα μου.
-Και’ συ; στράφηκε ο νεκρομάντης στην Ρέιλα. Δεν είσαι μάγισσα επίσης, πάσχεις από καμία ασθένεια και’ συ;
Η νεαρή μάγισσα κατάλαβε ότι το ξόρκι που δέσμευε τις δυνάμεις της την έκανε να δείχνει σαν κοινή θνητή. Για μια στιγμή σκέφθηκε να μην αποκαλύψει την μαγική της ιδιότητα αλλά δεν είδε κάποιο όφελος από αυτό και είπε:
-Είμαι μάγισσα, το κονκλάβιο μου στέρησε τις δυνάμεις μου και θέλω να τις πάρω πίσω. Αρκεί να το αγγίξω.
-Άρα και  οι δυο απλά πρέπει να το αγγίξετε, είπε ο Λουβίας υπολογιστικά, και θα έχετε κερδίσει και οι δύο κάτι, άρα είναι δίκαιο να το πάρω εγώ μετά.
Ο Φένορ δέχθηκε χωρίς δισταγμό, η Ρέιλα μετά από μια μικρή σκέψη.
 -Πρέπει να το βρούμε βέβαια, είπε.
-Ξέρω που είναι, είπε ο Λουβίας, ακολουθείστε με.

Δεν ήταν εύκολη διαδρομή μέσα στα σκοτεινά και συχνά κακοτράχαλα σπήλαια τα περισσότερα μονοπάτια ήταν φυσικά και κάποια ανοιγμένα από μεταλλωρύχους για να μπορούν να δουλεύουν. Ο Λουβίας πήγαινε μπροστά με ένα μαγικά δημιουργημένο αιωρούμενο φως να του δείχνει το δρόμο, ακολουθούσε η άοπλη και ανυπεράσπιστη τελείως Ρέιλα αφού δεν είχε μαγεία ή όπλα, και ακολουθούσε με τη σπάθα ανά χείρας ο Φένορ.
Ακόμα δεν ένιωθε το δηλητήριο να τον επηρεάζει παρότι ήξερε ότι δε θα αργούσε η ώρα αυτή. Ένιωθε μόνο κουρασμένος από το ταξίδι και την πορεία στα σπήλαια. Υπολόγιζε ότι έξω νύχτωνε παρότι μέσα στα σπήλαια δεν έκανε καμία διαφορά.
-Να σταματήσουμε για λίγες ώρες, είπε ο Ιππότης.
Οι δυο μάγοι είχαν τηλεμεταφερθεί και δεν είχαν ταξιδέψει για να κουραστούν αλλά η Ρέιλα ένιωθε αποκαμωμένη από όσα είχαν συμβεί και συμφώνησε μαζί του. Ο Λουβίας βιαζόταν αλλά δεν το έδειξε, δέχθηκε να ξεκουραστούν.

Η Ρέιλα ξύπνησε και κοίταξε την οροφή του σπηλαίου τελείως αποπροσανατολισμένη. Στο όνειρο που έβλεπε ακριβώς πριν ξυπνήσει βρισκόταν σε ένα τελείως διαφορετικό μέρος. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πως είχε βρεθεί εδώ αλλά μετά θυμήθηκε όλες τις δυσάρεστες λεπτομέρειες της προηγούμενης μέρας. Υπήρχε ωστόσο κάτι από το όνειρο που την είχε ακολουθήσει και μετά το ξύπνημα. Η βαθιά επιθυμία για έρωτα. Ήθελε πολύ να κοιμηθεί με έναν άνδρα. Σηκώθηκε όρθια.
Πήγε λίγο πιο πέρα που κοιμόταν ο Φένορ του Άκρεν. Τον είχε ονειρευθεί, είχε ονειρευθεί ότι έκανε μαζί του έρωτα με καρπό ένα όμορφο κοριτσάκι. Υπό κανονικές συνθήκες θα είχε γελάσει και θα είχε διώξει με ένα απλό ξόρκι αυτήν την επιθυμία που έκαιγε το σώμα της. Αλλά τώρα ένιωθε την επιθυμία τόσο έντονη και ακαταμάχητη. Δεν μπορούσε να την αγνοήσει ή να την καταπνίξει.
Κατάρα! Γιατί δεν είχε ονειρευθεί τον νεκρομάντη; Θα μπορούσε να καταπνίξει την επιθυμία της, της ήταν απεχθής λόγω της μαγείας του. Ό,τι είχε σχέση με νεκρούς την απωθούσε από όταν ήταν παιδί.
Είδε τον Φένορ να ξυπνάει. Και στα μάτια του έκαιγε ο πόθος.

Ο Φένορ ξύπνησε με το μυαλό του να βασανίζεται από το όνειρο που είχε δει. Και το όνειρο είχε να κάνει με το γυμνό κορμί της Ρέιλα που είχε δει λίγες ώρες νωρίτερα. Ήταν κατά των προσωπικών του πεποιθήσεων αλλά και των κανόνων της Ιπποσύνης αυτές οι σκέψεις, μια γυναίκα που είχε ατυχώς δει έτσι γυμνή δεν έπρεπε να την σκέφτεται με τέτοιο τρόπο.
Και όμως τώρα δεν μπορούσε να το νικήσει και να διώξει τις σκέψεις από το μυαλό του. Είδε την Ρέιλα να πλησιάζει. Στάθηκε μπροστά του και άφησε το μανδύα που της είχε δώσει να πέσει από πάνω της. Κοίταξε αχόρταγα το σώμα της ενώ εκείνη γονάτιζε μπροστά του. Κοίταξε τα λεπτά πόδια της, τη σφιχτή κοιλιά της κοσμημένη με ένα ασημένιο φυλαχτό στον αφαλό, τα στητά στήθη της, το πρόσωπό της και τα σκοτεινά της μάτια που τον καλούσαν να χαθεί στα βάθη τους.
-Τι μου έκανες μάγισσα; ψιθύρισε ενώ την τραβούσε στην αγκαλιά του.
Η Ρέιλα τον άφησε να την πάρει στην αγκαλιά του, ανακάλυψε έκπληκτη πόσο πολύ την ήθελε και το μέγεθος του ερεθισμού του. Άρχισε να ξεκουμπώνει το χιτώνιό του ψιθυρίζοντας:
-Δεν έκανα τίποτα, δεν έχω δυνάμεις. Δεν ξέρω τι μας συμβαίνει.
Η τελευταία της φράση χάθηκε σε ένα μικρό βογγητό καθώς τα χείλη του Φένορ εξερευνούσαν αχόρταγα το λαιμό της κατεβαίνοντας προς τα στήθη της.
-Ας αφεθούμε, είπε ξέπνοα.
Και αυτό ακριβώς έκαναν.

Όταν ο Λουβίας ξύπνησε τους βρήκε να κοιμούνται. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από όσα είχαν γίνει αλλά τώρα δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβει όπως τους έβλεπε να κοιμούνται αγκαλιασμένοι σκεπασμένοι με το μανδύα του Φένορ. Τους ξύπνησε άγαρμπα σκουντώντας τους με το πόδι και δεν είχε την ευγένεια να κοιτάξει αλλού καθώς η Ρέιλα φορούσε και πάλι το μανδύα.
Ξεκίνησαν και πάλι για να βρουν το Μάτι του Μάρνους.
Ο Λουβίας προπορευόταν και ακολουθούσε και πάλι η Ρέιλα. Η μάγισσα ήταν ανήσυχη, χωρίς τη μαγεία της δεν ήξερε αν το φυλακτό της ήταν ενεργό. Το κόσμημα στον αφαλό της ήταν ένα φυλακτό που απέτρεπε την εγκυμοσύνη. Σε ένα σώμα που έρεε η μαγεία η σύλληψη ενός παιδιού δεν ήταν απλή διαδικασία και θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες γι’ αυτό και όλοι οι χρήστες της ήταν πολύ προσεκτικοί σε αυτό το θέμα. Τώρα αντιμετώπιζε με φόβο την πιθανότητα να είχε συλλάβει όπως είχε δει στο όνειρο, βέβαια δεν είχε πια μαγικές δυνάμεις αλλά δεν θα αργούσε να τις πάρει πίσω.
Ο Φένορ, που ερχόταν τελευταίος, ήταν επίσης προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τον πόθο αυτό που τους είχε οδηγήσει σε μια παθιασμένη ένωση. Και ήταν τόσο ξένο προς αυτόν, να κοιμηθεί με μια κοπέλα που δεν ήξερε καν το όνομά της.
-Φτάσαμε, ανακοίνωσε ο Λουβίας καθώς έμπαιναν σε ένα μεγαλύτερο σπήλαιο.
Στάθηκαν στην είσοδο αντικρίζοντας το θέαμα εντυπωσιασμένοι.
Το άγαλμα ήταν τεράστιο, τα πόδια του πατούσαν στο γρανιτένιο δάπεδο της σπηλιάς και το κεφάλι του ακουμπούσε στην οροφή. Το ένα μάτι του έλαμπε ακόμα και στο ημίφως της σπηλιάς. Το Μάτι του Μάρνους ήταν στη θέση του.
Πέρα από το άγαλμα η σπηλιά ήταν άδεια αλλά ήταν εμφανές ότι κάποτε αποτελούσε σημαντικό χώρο για κάποιους, το δάπεδο και οι τοίχοι ήταν λειασμένοι τέλεια ενώ στα πόδια του αγάλματος υπήρχαν κάποια σκαλίσματα που οι αιώνες είχαν στερήσει το σχήμα τους. Πλησίασαν το άγαλμα αλλά ο Λουβίας και η Ρέιλα σταμάτησαν απότομα.
-Μόνο ένας μη μάγος μπορεί να το πάρει, είπε η Ρέιλα, προχώρησε σερ Φένορ.
Ο Ιππότης πλησίασε το άγαλμα και πιάστηκε από τα σταυρωμένα στο στήθος μπράτσα για να σκαρφαλώσει και από εκεί έφτανε στο μεγάλο διαμάντι. Χωρίς να διστάσει έπιασε το διαμάντι. Την επόμενη στιγμή ένιωσε μια θερμή αίσθηση να τον διατρέχει σαν να είχε μπει κάτω από ζεστό νερό. Το μάτι τον θεράπευσε. Κατέβηκε προσεχτικά από το άγαλμα. Η Ρέιλα ήρθε κοντά του. Με τη μετακίνηση του διαμαντιού είχε εξαφανιστεί η μαγική ασπίδα. Ο Φένορ σωριάστηκε της έδωσε το διαμάντι. Η Ρέιλα το πήρε και ένιωσε τη δύναμή της να επιστρέφει σαν πύρινο ποτάμι, η αίσθηση του κρύου και ο φόβος εξαφανίστηκαν.
Ένας εκκωφαντικός ήχος πέτρας που τρίβεται σε πέτρα δόνησε το σπήλαιο και μια πλευρά του τοιχώματος της σπηλιάς άρχισε να ανοίγει αποκαλύπτοντας μια σκοτεινή μορφή.
-Καλώς ήρθατε στον τόπο του θανάτου σας, είπε μια φωνή παγωμένη και απόκοσμη σαν να ερχόταν πέρα από τον τάφο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου