Ι
-Σερ Φένορ το άλογό σας
είναι έτοιμο.
Ο Ιππότης στράφηκε στον
νεαρό σταβλίτη που είχε έρθει να του ανακοινώσει ότι μπορούσε να ξεκινήσει το
ταξίδι του και τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα και με ένα ατσάλινο νόμισμα που
έριξε στον αέρα και αμέσως ο μικρός άρπαξε. Δεν είχε ανάγκη χρημάτων για την
επιβίωση όντας στην υπηρεσία των βασιλικών στάβλων αλλά πάντα κάτι παραπάνω
είναι καλοδεχούμενο.
Κοίταξε πέρα από τις
πύλες του Στόρμγκαρντ, την πεδιάδα που έφτανε ως τους πρόποδες του όρους των
Καταιγίδων ξεκινώντας από το Γνοφώδες Όρος και τον ποταμό Σίλβαν ανατολικά και
τα όρη Ταμπόρα δυτικά. Προς τα εκεί θα έπρεπε να κατευθυνθεί. Ανέβηκε στη σέλα
με άνεση και ξεκίνησε με ελαφρύ τροχασμό, ως που να απομακρυνθεί λίγο από την
πρωτεύουσα δεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα με ταξιδιώτες και πραγματευτές να
γεμίζουν το δρόμο.
Το όνομά του ήταν Φένορ
του Άκρεν, ήταν ένας νέος γεροδεμένος άνδρας, αποτέλεσμα της εντατικής
πολεμικής εκπαίδευσης στην Ιπποσύνη, με καστανά μαλλιά κοντοκομμένα και γαλανά
σαν τον ανέφελο ουρανό μάτια. Είχε μόλις πάρει το χρίσμα της Ιπποσύνης και αυτή
ήταν η πρώτη του επίσημη αποστολή. Καταγόταν από την βορειότερη επαρχία της Εσπέρια,
το Άκρεν ήταν το βόρειο ακροσημείο του βασιλείου και είχε να το δει τρία χρόνια
που διαρκούσε η εκπαίδευση στο κάστρο.
Καθώς ξεχυνόταν επιτέλους
σε καλπασμό στο δρόμο μια λάμψη τράβηξε την προσοχή του. Μια αστραπή είχε
φωτίσει τα μόνιμα σύννεφα του Γνοφώδους όρους, που του χάριζαν και το όνομά
του. Χαμογέλασε στη σκέψη του μέρους που ήταν το σπίτι του τα τελευταία χρόνια.
Αντίθετα με την πρωτεύουσα, και έδρα του Υψηλού Βασιλιά, δεν τον συνέδεε τίποτα
και χαιρόταν που την άφηνε. Έφτασε στη διασταύρωση με το δρόμο για την βαρονία
του Έινουρ και τα όρη Ταμπόρα και έστριψε προς την κατεύθυνση αυτή.
Ήταν ένας μεγάλος δρόμος
κατάλληλος για άλογα αλλά και άμαξες μέρος του κεντρικού οδικού δικτύου που
ένωνε την πρωτεύουσα με τις μεγαλύτερες πόλεις. Περνούσε ανάμεσα σε
καλλιεργημένες εκτάσεις και βοσκοτόπια και μπορούσε να δει αρκετά μακριά. Το
μυαλό του γύρισε στην αποστολή του.
Ταξίδευε στα όρη Ταμπόρα
αλλά δεν θα ανέβαινε ούτε λίγο σε αυτά, αντίθετα ο προορισμός του ήταν τα αχανή
σπήλαια κάτω από τα βουνά, οι τεράστιες αποικίες των μεταλλωρύχων και τα βαθιά
σπήλαια όπου ελάχιστοι είχαν πάει. Μια από τις βαθύτερες αποικίες, αυτή του
Γκολντ Γκλόρυντιπ, είχε πάψει να στέλνει μεταλλεύματα, χρυσό και λευκόχρυσο,
αλλά και οποιοδήποτε σημείο ζωής, ούτε μηνύματα, ούτε αγγελιοφόροι, τίποτα. Σαν
να είχε ξαφνικά πάψει να υπάρχει! Αποστολή του ήταν να πάει να μάθει τι
συμβαίνει και να επιστρέψει να το αναφέρει για να αντιμετωπιστεί ο όποιος
κίνδυνος. Δεν ήταν δουλειά του να προσπαθήσει να τον αντιμετωπίσει μόνος του ή
να εισέλθει στα βαθύτερα σπήλαια από όπου ήταν πιθανόν να είχε προέλθει το
όποιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι μεταλλωρύχοι.
Αναρωτώμενος τι συνέβαινε
και τι επρόκειτο να βρει στα έγκατα της μεγαλύτερης οροσειράς της Εσπέρια,
συνέχισε να καλπάζει προς αυτήν και το πεπρωμένο του.
Το ξόρκι συνέτριψε έναν
μεγάλο βράχο στο πλάι του δρόμου και τον μετέτρεψε σε γκρίζα λεπτή σκόνη που
παρέσυρε ο άνεμος. Ο νεαρός μάγος γέλασε με ένα δυνατό γέλιο που θύμιζε γάργαρο
νερό. Αυτό ήταν το πρώτο για σήμερα. Καθημερινά ξεκινούσε την εξάσκησή του με
το ξόρκι αυτό, τη γροθιά του Μακασόρ. Ετοιμάστηκε για ένα ακόμη ξόρκι που θα
έκοβε στα δύο ένα μοναχικό κυπαρίσσι δίπλα στο δρόμο αλλά δεν πρόλαβε. Άκουσε
φωνές από πιο κάτω στο δρόμο.
Αναθεμάτισε με μερικές
πρωτότυπες κατάρες τους ταξιδιώτες που πλησίαζαν και κατεβάζοντας τα μανίκια
του μανδύα του πήγε κοντά στο άλογό του. Πήρε μια μποτίλια από μια θήκη στη
σέλα και κατέβασε μια γερή γουλιά από το κόκκινο σαν το αίμα κρασί.
Το όνομά του ήταν Λουβίας
Κοχ, ήταν μάγος και – μυστικά μιας και στην Εσπέρια απαγορευόταν η νεκρομαντεία
επί ποινή θανάτου στην πυρά – νεκρομάντης. Ήταν αρκετά δυνατός αλλά όχι τόσο
δυνατός όσο οι φιλοδοξίες του θα ήθελαν. Διψούσε για εξουσία και έλεγχο, θα
έκανε τα πάντα για να τα αποκτήσει. Τώρα κατευθυνόταν προς τα όρη Ταμπόρα με τη
σκέψη ότι στις βαθιές σπηλιές μπορεί να έβρισκε αντικείμενα χρήσιμα. Κάποιος
λαός ιδιαίτερα προικισμένος στη μαγεία ζούσε κάποτε εκεί. Το μαρτυρούσαν τα
τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί εκεί, μαγικά ή μη.
Στο δρόμο συνέχιζε να
μελετά και εξασκείται, μόνος πάντα αφού δεν ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί όσα
γνώριζε ή επιτύγχανε με κανέναν. Διάλεγε ερημικές τοποθεσίες για να κάνει την
εξάσκηση και να μελετά τα αποτελέσματα των μαγικών του πειραμάτων αλλά αυτή τη
φορά κάποιοι είχαν εμφανιστεί στο δρόμο του για να τον διακόψουν. Ανέβηκε στο
άλογό του και χτύπησε με τις φτέρνες του τα πλευρά του για να προχωρήσει. Δεν
άργησε να διασταυρωθεί ο δρόμος του με τους κατόχους των φωνών, ένα καραβάνι
που ερχόταν από τα δυτικά. Ήταν πολλοί άνδρες αλλά υπήρχαν και γυναίκες με
παιδιά που ταξίδευαν σε μικρές άμαξες ή κάρα. Από τα ρούχα αλλά και τα εργαλεία
που έβλεπε κρεμασμένα σε άλογα και κάρα μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν
μεταλλωρύχοι από τα όρη Ταμπόρα. Ακριβώς προς τα εκεί που πήγαινε.
-Τι νέα από τα σπήλαια;
ρώτησε.
-Μείνε μακριά ξένε, είπε
ένας άνδρας, ένας κουρασμένος μεσήλικας με αξύριστο σαγόνι και λερωμένα ρούχα.
Κάτι δαιμονικό συμβαίνει εκεί μέσα. Η κοινότητα του Γκολντ Γκλόρυντιπ έπαυσε να
δίνει σημεία ζωής και πολλοί φύγανε από τις γειτονικές, και εμείς αφήσαμε το Ντέρικ Ντηπ από φόβο για τις ζωές μας. Πολλοί
είδανε περίεργα θεάματα και είπαν ότι οι νεκροί γυρίζουν στη ζωή και περπατάνε.
Ο Λουβίας άκουσε την
τελευταία φράση με αγαλλίαση, ήταν σαν οιωνός, σαν κάλεσμα να πάει εκεί. Αν
υπήρχαν νεκρομαντικές δυνάμεις θα μπορούσε να τις τιθασεύσει και να τις
χρησιμοποιήσει.
-Εσείς τα είδατε; ρώτησε
προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά του.
-Ο γέρο Γκέηγκορ είδε,
και τον στοίχειωναν μέχρι την τελευταία του αναπνοή. Σήμερα το πρωί τον θάψαμε.
Θα δεις τον τάφο του αν πηγαίνεις δυτικά, όχι πολύ μακριά από δω.
-Σας εύχομαι καλή τύχη,
είπε ο Λουβίας και ξεκίνησε πάλι καλπάζοντας. Τον περίμενε μια συζήτηση με έναν
νεκρό.
-Η κατηγορούμενη να
σηκωθεί όρθια.
Εν μέσω αποδοκιμασιών η
νεαρή γυναίκα με το μαύρο μανδύα σηκώθηκε όρθια στο μικρό, υπερυψωμένο βήμα
όπου βρισκόταν στο κέντρο του χώρου ακριβώς κάτω από το θόλο της αίθουσας που συνεδρίαζε
το κονκλάβιο των σκοτεινών μάγων, το ανώτερό τους δικαστικό όργανο, μια αρχή
που δεν τολμούσαν να αψηφήσουν. Απέναντί της και πιο ψηλά καθισμένοι σε επτά
έδρες ήταν οι δικαστές της, άνδρες και γυναίκες. Πίσω της το κοινό
παρακολουθούσε. Ένιωθε πάνω της τα βλέμματά τους, μίσους, αποστροφής, φόβου και
ζήλειας ακόμα και πόθου από τους άνδρες. Ο μανδύας με το πλούσιό του ύφασμα δεν
αποκάλυπτε τίποτα από το σώμα της αλλά αυτό δεν ήταν εμπόδιο για ανθρώπους που
η μαγεία τους ήταν τόσο συνήθης όσο και η αναπνοή τους.
-Ρέιλα Γιαρόν Μαντοβάρ,
κατηγορήθηκες για την χρήση μαγικών ξορκιών ανωτέρων από την τάξη σου για
προσωπικό σου όφελος.
«Ενώ κανένας από εσάς δεν
το έχει κάνει αυτό, ε υποκριτές;» σκέφθηκε η κοπέλα αλλά έπνιξε τη σκέψη.
Μπροστά στους ισχυρότερους μάγους της σκοτεινής πλευράς και οι σκέψεις ήταν
επικίνδυνες.
-Καταδικάζεσαι σε εξορία
στα σπήλαια της Ταμπόρα. Θα μείνεις στην περιοχή της αποικίας του Γκολντ
Γκλόρυντιπ, για τρία χρόνια, δεν θα απομακρυνθείς από εκεί και δεν θα
επιχειρήσεις να μιλήσεις με κανέναν και δεν θα πλησιάσεις τα βαθύτερα σπήλαια.
Τρία χρόνια εξορία,
σκέφθηκε με πικρία η Ρέιλα, για κάτι που όλοι έκαναν αλλά εκείνη είχε την
ατυχία να πιαστεί. Βέβαια στη σκοτεινή πλευρά δεν περίμενε να βρει κανείς
δικαιοσύνη ή φιλία, μόνο δύναμη. Και γι’ αυτήν διψούσε από παιδί. Για τη δύναμη
της μαγείας, την ισχύ των ξορκιών και των φίλτρων, τη γητεία των μαγικών
τεχνουργημάτων.
Είχε ασπαστεί την
σκοτεινή πλευρά γιατί πάντα ήθελε να είναι ελεύθερη, ήθελε να χρησιμοποιεί τη
δύναμή της για εκείνα που η ίδια επιθυμούσε χωρίς να νοιάζεται για κανόνες και
δεσμεύσεις. Ήξερε ότι δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα στη σκοτεινή πλευρά, και τώρα
δεν θα δικαζόταν αν δεν ήταν χρήσιμο σε κάποιον. Ή κάποιον είχε ενοχλήσει;
Αυτό θα έπρεπε να το
μάθει μετά την εξορία της, τώρα θα έπρεπε να φύγει από το κονκλάβιο
ντροπιασμένη και θύμα του οποιουδήποτε θα επέλεγε να τη ληστέψει αν θεωρούσε
ότι έχει κάτι που να θέλει ή όποιου θα αποφάσιζε να τη σκοτώσει.
-Η ποινή θα εκτελεστεί
αμέσως!
Δύο μάγοι πλησίασαν και
στάθηκαν δεξιά και αριστερά της, το κονκλάβιο σηκώθηκε από τις θέσεις του και
όλοι υποκλίθηκαν. Εκείνη έμεινε όρθια, στητή και αλύγιστη σε μια τελευταία
πράξη αψηφισιάς, δεν θα καταδεχόταν να δείξει φόβο, δεν θα ικέτευε για οίκτο.
Αφού το κονκλάβιο
αποχώρησε, οι περισσότεροι με ξόρκι τηλεμεταφοράς, και οι θεατές ακολούθησαν οι
δύο μάγοι της ένευσαν να προχωρήσει προς μια μικρή πλαϊνή πόρτα. Την πέρασαν
και βρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο και από εκεί σε ένα δωμάτιο με χαμηλή θολωτή οροφή χωρίς καμία άλλη πόρτα ή παράθυρο.
Η Ρέιλα κατάλαβε, θα τη μετέφεραν από εδώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου