Χρέος Αίματος 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Ελ Άιον ήταν ένας πλανήτης με κατακερματισμένη μορφολογία και έντονο ανάγλυφο κάτι που είχε υποχρεώσει τους κατοίκους του να εξοικειωθούν με την αναρρίχηση σχεδόν τόσο σύντομα όσο και με το βάδισμα. Η Λεάνα ήταν από τους καλύτερους του λαού της. Είχε επιδέξια δάκτυλα και δυνατά μέλη και παρότι ο τοίχος προσέφερε λιγότερα στηρίγματα από ένα φυσικό ανάγλυφο ανέβαινε αρκετά γοργά. Ο αέρας που φυσούσε της προσέφερε μια βοήθεια επιπλέον μιας και είχε φορά που την ωθούσε προς τον τοίχο.
Έφτασε στον όροφο που ήθελε και σταμάτησε σε ένα μεγάλο παράθυρο. Οποιοσδήποτε άλλος θα χρειαζόταν ένα μηχανικό μέσο για να κόψει το γυαλί του παραθύρου αλλά όχι εκείνη. Η φύση την είχε εξοπλίσει με αυτό το μέσο, τα νύχια του δεξιού της χεριού βγήκαν από τις μαλακές θήκες στο χέρι της και με μια κυκλική κίνηση χάραξε το τζάμι. Τα νύχια της φτιαγμένα από μια αδαμαντίνη, ένα από τα πιο σκληρά υλικά στο σύμπαν, έκοψαν το υλικό σχεδόν καμία αντίσταση. Κράτησε και το γυαλί και το κατέβασε απαλά στο δάπεδο του δωματίου, μετά πέρασε μέσα χωρίς να ακουστεί κανένας ήχος.
Ήξερε που να αναζητήσει την Ντέλο, πολλά χρόνια πριν είχε βρεθεί στην ίδια θέση με την έφηβη. Ο Γκρόμους την είχε απαγάγει από τον καταυλισμό των προσφύγων Λεοντιδών από τον πόλεμο και την είχε φέρει εδώ με σκοπό να την πουλήσει για σκλάβα. Ήταν ο Όρεμους και ο Μάλντοβαρ που την είχαν σώσει. Ένα χαμόγελο φώτισε τα λιονταρίσια της χαρακτηριστικά στη σκέψη του συντρόφου της καρδιάς της, τον μόνο που θα είχε ποτέ αφού έπαιρναν μόνο ένα ταίρι σε όλη τη ζωή τους οι λέαινες.
Άρχισε να ψάχνει τα δωμάτια, δίπλα σε κάθε πόρτα υπήρχε ένα μόνιτορ που έδειχνε το εσωτερικό και τον κάτοικο του δωματίου. Τα περισσότερα ήταν κατειλημμένα με κορίτσια ανθρώπινης και μη προέλευσης. Η Λεάνα τις λυπόταν, ευχόταν να μπορούσε να τις πάρει όλες από εδώ μέσα αλλά ήξερε ότι δεν ήταν δυνατό.
Δεν άργησε να βρει την Ντέλο. Ήταν μόνη σε ένα δωμάτιο όλο τοίχους χωρίς παράθυρα, καθισμένη πάνω σε ένα ανάκλιντρο. Είχε το πρόσωπο στα χέρια της και από το τράνταγμα των ώμων της ήταν φανερό ότι έκλαιγε. Ήταν ντυμένη με ένα αραχνοΰφαντο ρούχο που δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα, ο Γκρόμους την είχε ντύσει σαν σεχόρ, τις σκλάβες που είχαν όλοι οι ευκατάστατοι Σαλάριαν σαν επίδειξη κύρους και πλούτου.
-Ντέλο; είπε σιγανά.
Το κορίτσι σήκωσε το πρόσωπο και την κοίταξε. Τρόμαξε από την εμφάνισή της αλλά έκανε μια γενναία προσπάθεια να το κρύψει. Η Λεάνα της χαμογέλασε.
-Ήρθα να σε πάρω και να σε πάω πίσω στο σπίτι σου.
Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά. Το κορίτσι σηκώθηκε από το ανάκλιντρο και έτρεξε κοντά της. Η Λεάνα της ένευσε να την ακολουθήσει και βγήκαν στο διάδρομο. Προχώρησαν γρήγορα στην έξοδο του ορόφου και εκεί σταμάτησαν. Ένα ανδροειδές στεκόταν σκοπός οπλισμένο με ένα τυφέκιο λέηζερ.

-Ένα μέγκαρτ, είπε ο Μπόροντιν με δέος.
Ήταν πάνω από δύο μέτρα ψηλό, και έγερνε λίγο μπροστά. Είχε σταχτί χρώμα και ένα μεγάλο μακρόστενο κεφάλι στο οποίο δέσποζαν δύο κόκκινα σαν τρωκτικού μάτια. Στεκόταν στα δύο άκρα και είχε απλωμένα μπροστά τα άλλο δύο που ήταν μυώδη και έτοιμα να αρπάξουν τη λεία του. Ήταν ένα γηγενές στον πλανήτη αρπακτικό αλλά ποτέ δεν είχε δει ένα τόσο μεγάλο.
Ο Όρεμους προχώρησε μπροστά και τράβηξε μέσα από το μανδύα του ένα μακρόστενο αντικείμενο που ο Μπόροντιν δεν συνειδητοποίησε τι είναι μέχρι που ξεπετάχτηκε η φωτεινή λεπίδα, ένα σπαθί νετρονίων. Το χρώμα της λεπίδας έφερε στο μυαλό του μια ανάμνηση από το μακρινό παρελθόν, αλλά δεν μπορούσε να την θυμηθεί ακριβώς, είχε ξαναδεί το ασυνήθιστο αυτό σμαραγδένιο χρώμα.
Ο Όρεμους επιτέθηκε στο μέγκαρτ, ήταν γρήγορος και προφανώς απόλυτα εξοικειωμένος με το όπλο του. Το μέγκαρτ δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει, ήταν ένα άγριο ζώο αλλά συνήθως είχε να αντιμετωπίσει άλλα ζώα ή ανύποπτους μεταλλωρύχους σε ερημικές στοές, όχι έναν πολεμιστή. Τράπηκε σε φυγή αφήνοντας πίσω μεγάλες κηλίδες από το φαιοκίτρινο φωσφορίζων αίμα του.
Συνέχισαν το δρόμο τους βιαστικοί και αμίλητοι ως που έφτασαν στον προορισμό τους. Ένας τοίχος με μια συμπαγή μεταλλική πόρτα εμπόδιζε την πρόσβαση στο υπόγειο του φρουρίου και σπιτιού του Γκρόμους αλλά η επαφή της λεπίδας του σπαθιού του Όρεμους με την κλειδαριά της πόρτας τους άνοιξε το δρόμο με το λιώσιμο της τελευταίας. Ο Όρεμους μπήκε ακολουθούμενος από τον Μπόροντιν. Τέτοια ώρα όλοι κοιμούνταν και δεν δυσκολεύθηκαν να βρουν την κουζίνα και τις αποθήκες τροφίμων και ποτών.
-Η κουζίνα, είπε ο Όρεμους και η φωνή του φανέρωνε την άποψή του για την μαγειρική και τις διατροφικές συνήθειες των Σελάριαν.
Ο Όρεμους πήγε σε μια συσκευή και την ενεργοποίησε.
-Αυτό εδώ είναι για την γρήγορη ικανοποίηση της πείνας του Γκρόμους, είπε. Από εδώ ανεβάζουν γρήγορα τα γεύματα όταν είναι έτοιμα. Αλλά στην περίπτωσή μας θα φανεί χρήσιμο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το μηχάνημα τέθηκε σε λειτουργία.
-Ωραία, είπε ο Όρεμους.
-Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Μπόροντιν.
Το πορτάκι του μηχανήματος μεταφοράς άνοιξε και αντίκρισαν κουλουριασμένες μέσα στο θαλαμίσκο την Λεάνα και την Ντέλο.
-Κοριτσάκι μου! είπε ο Μπόροντιν βοηθώντας την κόρη του να βγει και σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του.
Ο Όρεμους βοήθησε τη Λεάνα να βγει και ρώτησε:΅
-Όλα εντάξει;
-Αναγκάστηκα να αντιμετωπίσω ένα ανδροειδές και να το καταστρέψω αλλά δεν θα μπορέσουν να βρουν τι έγινε, εκτός και αν υποθέσουν ότι τρύπωσε κάποιο Γούκι και τον κομμάτιασε.
Ο Μπόροντιν ανέλαβε να τους οδηγήσει πίσω και ξεκίνησαν πάλι μέσα από την υπόγεια στοά βιαστικοί. Στο τέλος της ωστόσο ο Μπόροντιν δεν παρέλειψε να κλειδώσει και πάλι την πόρτα.
-Μη γίνει κάποιο ατύχημα ή βγει κανένα από αυτά τα τέρατα έξω, είπε, και ας μην είμαι πια εδώ.
Φτάσανε στο σπίτι και ο Μπόροντιν άνοιξε και μπήκαν. Βρήκε την γυναίκα του και το γιο του να κάθονται στο τραπέζι ενώ ο σύντροφος του Όρεμους στεκόταν κοντά στην πόρτα. Η Ντελέρια αγκάλιασε την κόρη της κλαίγοντας από συγκίνηση. Ο Μπόροντιν της έδωσε λίγο χρόνο και μετά είπε:
-Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο. Να μαζέψουμε…
-Δεν χρειάζεται, είπε ο Όρεμους. Μάλντοβαρ;
-Το τακτοποίησα, απάντησε ο φίλος του. Ο Δαλ Ντοράς θα βρει μια προσπάθεια παραβίασης της ασφάλειάς του και τα ψηφιακά ίχνη θα τον οδηγήσουν στον Γκρόμους. Δεν θα είναι καθόλου ευγενικός, να είστε σίγουροι. Επίσης δεν θα είναι αγνώμων και απέναντι σε εκείνον που τον προειδοποίησε.
Ο Μπόροντιν κοίταξε τον Όρεμους έκπληκτος.
-Δεν έχω λόγια, είπε. Έκανες τα πάντα για εμένα! Πώς να στο ξεπληρώσω;
-Δεν χρειάζεται, απαλλάχτηκες από το χρέος και είσαι πια ελεύθερος να ζήσεις με την οικογένειά σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις και τα χρήματα που έχεις φυλάξει για να βελτιώσεις τη ζωή σας.
-Είμαι υπόχρεος σε’ σενα, όμως! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
-Δεν χρειάζεται, είπε ο Όρεμους, πριν πολλά χρόνια όταν ήσουν στρατιώτης πολέμησες στον Φήλιξ 3 στη μάχη του Χροθ.
Ο Μπόροντιν ένευσε καταφατικά, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει τη θυμόταν αυτή τη μάχη, θα τη θυμόταν ακόμα και αν είχαν περάσει τα διπλά χρόνια.
-Έσωσες μια ζωή σε εκείνη τη μάχη, έναν νεαρό ενθουσιώδη στρατιώτη που δεν ξανασυνάντησες έκτοτε.
-Είσαι εσύ;
-Ναι, είπε ο Όρεμους και φάνηκε στη φωνή του ότι χαμογελούσε. Είχα και εγώ ένα χρέος να αποπληρώσω μετά από χρόνια. Εύχομαι ευημερία και μακροημέρευση σε εσένα και την οικογένειά σου.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μαζί με τους συντρόφους του. Χάθηκαν στο σκοτάδι του δρόμου. Ο Μπόροντιν έκλεισε και γύρισε να κοιτάξει την οικογένειά του που σαν από θαύμα ήταν όλη μαζί και αλώβητη. Ύστερα έγιναν όλοι μια αγκαλιά.


Τέλος      

Χρέος Αίματος 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

Ο Μπόροντιν και η Ντελέρια στράφηκαν απότομα προς την ανοιχτή πόρτα ξαφνιασμένοι, μέσα στη θλίψη τους είχαν ξεχάσει τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα και ο Σημ σταμάτησε να κλαίει και κοίταξε προς την πόρτα, Με φόντο το σκοτάδι και την ομίχλη στεκόταν ένας άνδρας, άνθρωπος όπως έδειχνε τουλάχιστον. Καθώς έκανε ένα βήμα μέσα στο σπίτι ήταν φανερό ότι ήταν άνθρωπος καθώς έπεσε φως στο πρόσωπό του ενώ ο μανδύας ανέμισε γύρω απ’ τα πόδια του.
-Δεν είναι ώρα να παίζει κανείς με την στενοχώρια μας, ξένε, είπε ο Μπόροντιν με σκυφτό το κεφάλι.
-Δεν είναι παιχνίδι, είπε ο ξένος. Άκουσα και είδα τι έγινε εδώ.
-Ξέρεις τον Δαλ Ντοράς; Μπορείς να μεσολαβήσεις; ρώτησε ο μεταλλωρύχος μην τολμώντας να ελπίζει.
Ο άνδρας κούνησε το κεφάλι του.
-Όχι να μεσολαβήσω, αλλά μπορώ να προσπαθήσω να σώσω την κόρη σου μαζί με τους συντρόφους μου.
Παραμέρισε για να μπουν στο χώρο δύο ακόμη άτομα, ο ένας ήταν άνθρωπος και ήταν ψηλός με φαρδύ στέρνο και πλάτες ενώ τα καστανά του μαλλιά ήταν κοντοκομμένα, λίγο παραπάνω από χνούδι. Η σύντροφός του ήταν αναμφισβήτητα θηλυκού γένους και ξεκάθαρα όχι άνθρωπος.
-Μια λέαινα! είπε ο Μπόροντιν και έκανε μια υπόκλιση καθώς εκείνη έστρεφε τα χρυσοκόκκινα μάτια της πάνω του. Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, πρόσθεσε.
Εκείνη χαμογέλασε. Ήξερε πολύ καλά να κρίνει πότε ο χαρακτηρισμός ήταν δηλωτικός της καταγωγής της από τον Ελ Άιον, η μια προσβολή. Οι Λεοντίδες όπως ήταν κοινώς γνωστοί είχαν μορφολογία ανθρώπου, εξωτερικά τουλάχιστον, αλλά τα χαρακτηριστικά τους παρέπεμπαν πολύ έντονα στα λιοντάρια.
-Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Μπόροντιν. Ακόμα και αν μπορείτε να το κάνετε γιατί να μας βοηθήσετε;
-Όλα στον καιρό τους, είπε ο πρώτος άνδρας με το μανδύα. Με λένε Όρεμους, ο φίλος μου είναι ο Μάλντοβαρ Χαν Κόνσακ και η σύντροφός του η Λεάνα.
-Όρεμους, ψιθύρισε ο Μπόροντιν σαν να έφερνε κάποια ανάμνηση αυτό το όνομα στο μυαλό του αλλά κοίταξε τον ξένο και είπε:
-Τι θα κάνουμε;
-Έχετε εδώ τερματικό υπολογιστή; ρώτησε ο Όρεμους.
-Έναν πολύ παλιό C-3000 του αρχικού δικτύου της αποικίας, είπε ο Μπόροντιν. Δεν ξέρω καν αν δουλεύει ακόμα.
-Μάλντοβαρ; είπε ο Όρεμους.
Ο σύντροφός του πλησίασε. Ο Μπόροντιν πίεσε ένα πλήκτρο σε ένα μικρό παμπάλαιο πάνελ στον τοίχο και άνοιξε μια θήκη για να βγει σε μια λευκή επιφάνεια ένας μικρός υπολογιστής. Ο Μπόροντιν τον ενεργοποίησε και ο Μάλντοβαρ πληκτρολόγησε μια εντολή.
-Εντάξει είναι, μας κάνει.
-Ξεκινάμε τότε, είπε ο Όρεμους. Μπόροντιν Βαλ, έλα μαζί μου, με λίγη καλή τύχη θα επιστρέψουμε μαζί με την Ντέλο. Λεάνα, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Η λέαινα κούνησε το κεφάλι της κάνοντας την πυκνή πυρόξανθη χαίτη της να κυματίσει. Ο Μάλντοβαρ ξεκίνησε να εργάζεται στο τερματικό. Η Λεάνα πήγε κοντά του και έσκυψε φέρνοντας το κεφάλι της δίπλα του. Τον φίλησε ανάλαφρα στο μάγουλο.
-Να προσέχεις σύντροφέ μου, του είπε.
-Και’ συ βασίλισσα της καρδιάς μου.
Η Λεάνα σηκώθηκε, έκλεισε το μάτι στον Σημ που την κοιτούσε και βγήκε γρήγορα έξω.
-Καιρός να πηγαίνουμε και εμείς, είπε ο Όρεμους στον Μπόροντιν.
Ο Μπόροντιν ένευσε. Αγκάλιασε τη γυναίκα του και την έσφιξε πάνω του. Την κράτησε εκεί για μια στιγμή αντλώντας δύναμη από την επαφή τους και μετά την φίλησε απαλά στα χείλη πριν την αφήσει.
-Φέρε πίσω το κορίτσι μας, είπε εκείνη.
-Θα το κάνω, είπε ο Μπόροντιν και ακολούθησε τον Όρεμους στο δρόμο ενώ πίσω τους η Ντελέρια έκλεινε την πόρτα.
-Που πάμε; ρώτησε ο μεταλλωρύχος.
-Ξέρεις την παλιά οδό;
-Την σήραγγα επισκευών και συντήρησης; ρώτησε ο Μπόροντιν.
-Ναι, είπε ο Όρεμους, διατρέχει όλη την πόλη αλλά λίγοι ως ελάχιστοι μπορούν να κινηθούν εκεί με τις προσθήκες και επιδιορθώσεις που έχουν γίνει.
-Εσύ όμως μπορείς.
Δεν ήταν ερώτηση, ήταν δήλωση και σαν τέτοια την αντιμετώπισε ο Μπόροντιν. Ήταν σωστή δήλωση, όντας ένας από τους παλαιότερους πια που είχαν εργαστεί στις στοές ήταν και από τους ελάχιστους που είχαν κατασκευάσει την σήραγγα επισκευών και ήξεραν τις μεταβολές που δεν είχαν καταγραφεί ποτέ σε κάποιο σχέδιο.
-Που θες να πας;
-Στα υπόγεια του Εξέλσιορ Κλαμπ.
-Της κατοικίας του Γκρόμους, είπε ο Μπόροντιν, γιατί; Για να πάρουμε πίσω την Ντέλο; Είναι δυνατόν; Έχει πολλούς φρουρούς και ανδροειδή να τον προστατεύουν.
Έφτασαν σε μια παλιά καγκελόπορτα και ο Μπόροντιν πέρασε μια κάρτα στην ειδική σχισμή στο πλάι της. Ακούστηκε ένας κοφτός μηχανικός ήχος αλλά δεν έγινε τίποτα, ο μεταλλωρύχος αναστέναξε και επανέλαβε τη διαδικασία. Χρειάστηκε και τρίτη προσπάθεια για να ανοίξει τελικά η παμπάλαια πόρτα. Κατέβηκαν μια γεμάτη σκουπίδια σκάλα και βρέθηκαν σε μια στοά που φωτιζόταν από χλωμά κίτρινα φώτα. Ο Μπόροντιν ξεκίνησε να προχωράει και ο Όρεμους ακολούθησε.
-Ποιο είναι το σχέδιο; ρώτησε ο μεταλλωρύχος. Αφού δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους φρουρούς του Γκρόμους τι θα κάνουμε;
-Η Λεάνα έχει ήδη αρχίσει την ανάβαση για να μπει στο δωμάτιο που θα βρίσκεται η Ντέλο, θα την οδηγήσει γρήγορα σε έναν ανελκυστήρα εμπορευμάτων και θα την στείλει κάτω, θα την πάρουμε και θα την πάμε σπίτι.
-Και μετά θα πρέπει να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται από’ δω, μέχρι το πρωί το αργότερο, είπε ο Μπόροντιν και μετά πρόσθεσε, τι εννοείς ανάβαση;
-Όπως όλοι του λαού της η Λεάνα είναι δεινή αναρριχητής, ανεβαίνει από το μόνο μέρος που δε φρουρείται, τον πίσω τοίχο πάνω από τη λίμνη.
-Γιατί μπαίνετε σε κίνδυνο για εμένα και την οικογένειά μου θα μου πεις; ρώτησε ο Μπόροντιν.

Ο Όρεμους δεν απάντησε κοίταζε το ον που στεκόταν μπροστά του. 

Χρέος Αίματος 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Θα το αποπληρώσω, έκανε μια αδύναμη προσπάθεια, έχω ήδη τα περισσότερα. Σε λίγο…
Ο Γκρόμους κούνησε το κεφάλι του. Αν δεν τον ήξερες καλά ήταν μια δύσκολα αντιληπτή κίνηση μιας και δεν υπήρχε λαιμός και το κεφάλι ενωνόταν κατευθείαν με το σώμα από μια άρθρωση που κρυβόταν από το μεγάλο σαγόνι με το προγούλι των Σελάριαν.
-Θέλω κάτι πιο πολύτιμο.
-Δεν έχω.
Ο Μπόροντιν ένιωσε τα γόνατά του να λύνονται καθώς είδε τα μάτια του Γκρόμους να γυαλίζουν καθώς κοιτούσαν κάτι πίσω του και γύρισε να δει τι ήταν αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή του φοβούμενος το χειρότερο. Η Ντέλο είχε μπει στο δωμάτιο. Ήταν ντυμένη με τις λευκές φόρμες που φορούσε για τον ύπνο, σχεδόν όπως κάθε άνθρωπος στον πλανήτη. Η λιγνή εφηβική της φιγούρα που είχε μόλις αφήσει την κοριτσίστικη εμφάνιση για τη γυναικεία διαγραφόταν κάτω από τις φόρμες. Ο Μπόροντιν ένιωσε χολή στο στόμα του.
«Μα τους Επτά, όχι αυτό. Όχι τη Ντέλο μου!» σκέφθηκε και γύρισε να κοιτάξει τον Γκρόμους πάλι.
-Μεγάλωσες μια χαρά Ντέλο Βαλ, είπε εκείνος. Εγώ σε έσωσα, ίσως πρέπει να διεκδικήσω.
Ο Μπόροντιν κάθισε σε μια καρέκλα απότομα. Το πρόσωπό του είχε γίνει χλωμό σαν νεκρού. Ο Γκρόμους κοιτούσε ακόμα την Ντέλο, η μακριά διχαλωτή γλώσσα του έγλειψε τα χείλη του.
-Τι θέλεις να κάνω; ρώτησε απεγνωσμένος τον Γκρόμους.
-Όχι πολλά πράγματα. Ένα οπτάνιουμ, από το θόλο του ουρανού, είπε ο Σαλάριαν με το βλέμμα του ακόμα στην Ντέλο.
-Τι;
Ο Μπόροντιν δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε ακούσει μόλις. Το οπτάνιουμ ήταν ένα σπανιότατο ορυκτό, τόσο σπάνιο που κόστιζε αμύθητες περιουσίες, με ένα από αυτά μπορούσες να χρηματοδοτήσεις ολόκληρο πόλεμο. Αλλά αυτό που είχε ξεστομίσει ο Γκρόμους ήταν ακόμα πιο παράδοξο, το να επιχειρήσει κανείς να κλέψει από τον θόλο του ουρανού ήταν αυτοκτονία.
Το αχανές οικοδόμημα της αποικίας ήταν χωρισμένο σε επίπεδα, ξεκινώντας από το μηδέν στην επιφάνεια του πλανήτη ως το 277 ψηλά στα επτακόσια μέτρα. Εκείνοι που ζούσαν εκεί επάνω πολύ σπάνια, ή και ποτέ, δεν κατέβαιναν στην επιφάνεια ενώ ένα ανέκδοτο της υψηλής κοινωνίας έλεγε υποτιμητικά αρουραίους όλους όσους ζούσαν κάτω από το επίπεδο 40. Πάνω από όλους ήταν ο θόλος, το υψηλότερο μέρος της αποικίας που δεν εκτεινόταν σε όλο το επίπεδο, το προσωπικό κατάλυμα, παλάτι και αρχηγείο του Δαλ Ντοράς, του διοικητή της αποικίας και ιδιοκτήτη μεγάλου μέρους της σε έμψυχα και άψυχα στοιχεία. Στο ίδιο επίπεδο ή ψηλότερα δεν επιτρεπόταν καμία κατασκευή και τα σκάφη που προσέγγιζαν την αποικία περνούσαν από την πιο απομακρυσμένη πλευρά του επιπέδου.
Το να προσπαθήσεις να κλέψεις τον Δαλ Ντοράς ήταν μια απονενοημένη πράξη, ακόμα και αν το κατόρθωνε κάποιος η εκδίκηση θα ήταν τρομερή χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής. Ο Μπόροντιν κοίταξε τον Γκρόμους. Ήθελε να τον στείλει στο θάνατο;
-Δεν γίνεται, δεν θα μπορούσα να πετύχω κάτι τέτοιο και αν ακόμα το πετύχαινα που θα πήγαινα μετά για να γλιτώσω;
Ο Σαλάριαν κοίταξε τον Μπόροντιν. Τα μάτια του άστραψαν γεμάτα κακία καθώς έλεγε:
-Αυτό ή αυτήν.
Γύρισε πάλι προς την Ντέλο, το βλέμμα του κατέβηκε στο σημείο που οι θηλές στο στήθος της τέντωναν το ύφασμα της μπλούζας της. Εκείνη έκανε πίσω και ο Γκρόμους ένευσε στους δύο συνοδούς του. Ακινητοποίησαν την Ντέλο και ο ένας έσκισε την μπλούζα αποκαλύπτοντας τα στήθη της. Ο Γκρόμους πλησίασε και η μακριά γλώσσα του, που στο είδος του είναι και αισθητήριο όσφρησης, τινάχτηκε προς το κορίτσι που δεν μπόρεσε να κάνει πίσω. Η γλώσσα του περιπλανήθηκε στο πρόσωπο και το λαιμό της και εκείνη ούρλιαξε.
-Μυρίζει ωραία. Αυτήν ή το οπτάνιουμ!
-Θα το φέρω! Άφησέ την!
Ο Γκρόμους γύρισε προς το μέρος του.
-Αν συλληφθώ τι θα γίνει; ρώτησε ο Μπόροντιν. Ο Δαλ Ντοράς δεν θα αργήσει να ανακαλύψει ποιος με έστειλε.
Τα μάτια του Γκρόμους στένεψαν.
-Αυτό είναι απειλή; ρώτησε.
-Όχι… όχι… απάντησε ο Μπόροντιν βιαστικά. Αλλά όλοι ξέρουν ότι μπορεί να αποσπά την αλήθεια.
-Να φροντίσεις να μη συμβεί αυτό, είπε ο Γκρόμους και προχώρησε προς την πόρτα. Δεν θα ήθελες να πάθει κάτι η Ντέλο, έτσι δεν είναι;
Ένευσε στους φρουρούς του να προχωρήσουν παίρνοντας και την Ντέλο μαζί, η κοπέλα άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί. Ξαφνικά κάτι μικρόσωμο ξεχύθηκε πάνω στον Γκρόμους και άρχισε να τον χτυπάει. Ο Σαλάριαν το έσπρωξε πίσω και αντίκρισε τον μικρό Σημ που είχε ξυπνήσει και είχε τρέξει να βοηθήσει την αδερφή του.
-Ανώφελη γενναιότητα, είπε και γύρισε να φύγει.
-Όταν μεγαλώσω θα γίνω ιππότης και θα σε σκοτώσω, είπε ο Σημ.
Ο Γκρόμους γύρισε και κοίταξε το παιδί. Ο Μπόροντιν επενέβη βιαστικά και στάθηκε μπροστά στο γιο του. Ο Σαλάριαν γύρισε και έφυγε με το κορίτσι να κλαίει ανάμεσα στα δύο ανδροειδή. Έπαψαν να την ακούν όταν μπήκε στο όχημα των αιχμαλωτιστών της και αυτό απογειώθηκε. Η Ντελέρια ήρθε κοντά στο σύζυγό της, εκείνος άνοιξε τα χέρια του και η Ντελέρια χώθηκε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Ο Σημ έπεσε στο πάτωμα κλαίγοντας και αυτός.
-Τι θα κάνουμε Μπόροντιν; ρώτησε μετά από λίγο η Ντελέρια. Ξέρεις τι φήμη έχει ο Γκρόμους.
-Θα πάω στον Δαλ Ντοράς, είπε ο Μπόροντιν, θα τον προειδοποιήσω για το τι έχει στο μάτι ο Γκρόμους και θα αφεθώ στην διάκρισή του, ας με σκοτώσει αν τον εξυπηρετεί αλλά να σώσει τη Ντέλο.
-Μα αυτό είναι αυτοκτονία, είπε η Ντελέρια, θα σε σκοτώσει.
-Αρκεί να σωθεί το μωρό μας.
-Δεν θέλω να σας χάσω, είπε η Ντελέρια ξεσπώντας και πάλι σε δάκρυα.
Ο Μπόροντιν την χάιδευσε απαλά προσπαθώντας να την ησυχάσει. Την αγαπούσε τόσο πολύ, ήταν μια υπέροχη σύζυγος και μητέρα και ήταν κρίμα που δεν είχε μπορέσει να της προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Τώρα είχαν όλα τελειώσει, δεν θα άλλαζε τίποτα, ως το πρωί θα ήταν νεκρός. Ας έσωζε τουλάχιστον την Ντέλο.
-Φοβάμαι ότι δεν έχουμε άλλη λύση, είπε. Πρέπει να πεθάνω για να ζήσει η κόρη μας.
-Ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί αυτό, είπε μια μορφή στην ανοιχτή πόρτα.        

Χρέος Αίματος 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

Κόλλησε στον τοίχο του στενού δρόμου για να μείνει όσο πιο μακριά ήταν δυνατό από το όχημα που περνούσε με τους μηχανικούς φρουρούς. Δεν του έδωσαν σημασία αλλά ήταν καλύτερα να μην τους τραβάς την προσοχή. Εδώ κάτω αυτοί ήταν ό,τι περνούσε για νόμος και τάξη, οι στρατιώτες δεν κατέβαιναν ποτέ. Το όχημα πέρασε αιωρούμενο κάπου ογδόντα πόντους πάνω από τον γεμάτο σκουπίδια δρόμο και συνέχισε την πορεία του.
Μόλις χάθηκε το όχημα στο βάθος του δρόμου συνέχισε και εκείνος την πορεία του με τα σκουπίδια να φτάνουν στο ύψος του αστράγαλού του. Δεν άργησε να φτάσει στον προορισμό του. Το βήμα του ήταν βαρύ, δεν ήταν μόνο η σκληρή δουλειά του, ήταν και το άλλο που τον βάραινε. Εκείνη η σκέψη για το χρέος που θα έπρεπε μια μέρα να πληρωθεί, μια μέρα που ίσως να ήταν πιο κοντά από όσο υπολόγιζε. Προσπαθούσε με τη δουλειά και με την χαρά της οικογένειας να μην το σκέφτεται συνέχεια, θα τρελαινόταν αν το έκανε, αλλά ήταν εκεί στο πίσω μέρος του μυαλού του. Μια σκιά παρούσα και την πιο ηλιόλουστη μέρα.
Πλησίασε τη βάση ενός μεγαθήριου ύψους επτακοσίων μέτρων και στάθηκε μπροστά σε μια συμπαγή μεταλλική πόρτα. Κάποτε ήταν κόκκινη λόγω χρώματος, τώρα ήταν το κόκκινο της σκουριάς που τη χρωμάτιζε.
Πληκτρολόγησε τον οκταψήφιο κωδικό στο μικρό πληκτρολόγιο δίπλα στην πόρτα και αυτή άνοιξε με ένα ξερό κλικ. Ήταν ένας απλός συνδυασμός ξεπερασμένος τώρα πια αλλά δεν μπορούσε να τον αλλάξει, κανένας δεν ασχολείτο με τα σπίτια αυτών των επιπέδων.
Δεν αντιλήφθηκε τη σκοτεινή φιγούρα που τον παρακολουθούσε υπό την κάλυψη μιας πόρτας λίγο πιο πέρα.
Μπήκε στο σπίτι και κοντοστάθηκε στο μικρό χολ. Έβγαλε το παλτό του και το κρέμασε σε μια από τις άδειες υποδοχές στον τοίχο, δίπλα κρέμασε και την κάσκα του. Έβγαλε τις μπότες του και τις άφησε κάτω από το παλτό, τώρα μπορούσε να προχωρήσει πιο μέσα στο μικρό σπιτικό του.
Από το χολ πέρασε στο δωμάτιο που εξυπηρετούσε σαν τραπεζαρία και σαν καθιστικό, ήταν το μόνο δωμάτιο του σπιτιού εξάλλου εκτός από το κουζινάκι που ανοιγόταν μετά από μια στενή πόρτα στην απέναντι πλευρά και το λουτρό που ανοιγόταν στο χολ. Κάθισε σε μια θέση βαριά.
-Πως ήταν η σημερινή βάρδια σήμερα αγάπη μου;
Την κοίταξε αλλά δε μίλησε αμέσως. Το όνομά του ήταν Μπόροντιν Βαλ, κάποτε ήταν στρατιώτης, πολύ πριν σαν σε μια άλλη ζωή, αλλά τώρα μόνο ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες των ορυχείων της αποικίας Χόλος 6, με πληθυσμό πλέον πάνω από εξήντα πέντε εκατομμύρια κατοίκους, από ανθρώπους ως Ταλεριανούς φυγάδες ή από τεράστια Γούκι και μέχρι τους μικροσκοπικούς γατόμορφους κατοίκους του Γαληνή 3.
Κοίταξε τη γυναίκα του, η Ντελέρια Βαλ ήταν μια αισθησιακά όμορφη γυναίκα ακόμη και σε αυτήν την ηλικία που είχε περάσει την πρώτη νιότη και είχε φέρει στον κόσμο δύο παιδιά. Ακόμα σπουδαιότερη ήταν η εσωτερική της ομορφιά. Είχε σταθεί μια πολύτιμη βοήθεια και αληθινή σύντροφος στις δυσκολίες. Αν και δεν τα είχε καταφέρει ιδιαίτερα καλά μπορούσε να πει ότι δεν τα είχε πάει και χάλια στη ζωή χάρη σε εκείνη και τα παιδιά.
-Εντάξει, δεν είχε κάτι το ξεχωριστό και δεν έχασα παρά μόνο είκοσι μονάδες στο καζίνο.
-Να φέρω να φας; είπε η Ντελέρια.
-Ναι, τα παιδιά;
-Η Ντέλο είναι στο λουτρό, ο Σημ έχει ήδη ξαπλώσει.
Ο Μπόροντιν κοίταξε τον τοίχο με τις θυρίδες ύπνου. Μια ήταν ενεργοποιημένη και μπορούσε να δει τα ακατάστατα καστανά μαλλιά του γιού του, όμοια με τα δικά του. Η Ντελέρια έφερε το φαγητό και το άφησε μπροστά του αλλά δεν πρόλαβε να φάει καθώς ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει.
Στο δρόμο, μπροστά στην πόρτα του στέκονταν δύο ρομπότ σωματοφύλακες με όπλα στα μηχανικά άκρα τους. Αλλά αυτό που αποτελούσε μια σοκαριστική έκπληξη ήταν αυτός που στεκόταν ανάμεσά τους. Ήταν το αφεντικό του, ο Γκρόμους Σαλβάριον.
-Καλησπέρα Βαλ, είπε με τη συριστική του φωνή, δεν θα μου πεις να περάσω;
-Η παρουσία σου τιμά το σπιτικό μου, απάντησε ο Μπόροντιν, σύμφωνα με το εθιμοτυπικό των Σελάριαν, αλλά είναι μικρό.
Ο Γκρόμους χαμογέλασε με το τεράστιο βατραχίσιο στόμα του να ανοίγει αποκαλύπτοντας τα μυτερά δόντια του και την μακριά διχαλωτή γλώσσα του. Μπήκε στο σπίτι κάνοντάς το να σειστεί. Παρά το μέτριο ύψος τους και το μικρό σώμα τους, οι Σελάριαν είχαν μεγάλο βάρος εξαιτίας της πυκνότητας της κατασκευής του. Ο Γκρόμους στάθηκε στο καθιστικό. Κοίταξε την Ντελέρια που ανταπέδωσε το βλέμμα φοβισμένη και μετά στράφηκε και πάλι στον Μπόροντιν.
-Είμαι εδώ για το χρέος αίματος.
Ο Μπόροντιν δεν αιφνιδιάστηκε, το περίμενε από τη στιγμή που τον είχε δει στο κατώφλι του αλλά αυτό δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρό.
-Έχουμε συμφωνήσει… ξεκίνησε να λέει αλλά ο Γκρόμους τον έκοψε με έναν θυμωμένο συριγμό:
-Μπορώ να αλλάξω τους όρους!
Ο Μπόροντιν δεν μίλησε. Το μυαλό του πέταξε πίσω στην ημέρα που αναγκάστηκε να κλείσει συμφωνία με τον Γκρόμους.

Δεκαέξι χρόνια πριν ο Μπόροντιν δούλευε σκληρά σαν μεταλλωρύχος αλλά ήταν ευτυχισμένος με την γυναίκα και τη νεογέννητη κόρη του όταν η Ντέλο προσβλήθηκε από τη νόσο του Καθάρ, μια συνήθη πάθηση στα κατώτερα επίπεδα της πόλης που έβλεπαν ελάχιστο έως καθόλου ηλιακό φως. Χρήματα για τα απαραίτητα φάρμακα δεν υπήρχαν και ο Μπόροντιν παρότι προσπάθησε δεν μπορούσε να τα βρει. Αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια του Γκρόμους.
Όπως σχεδόν όλοι οι Σελάριαν ο Γκρόμους ήταν ένα άπληστο και αδίστακτο ον. Πλήρωνε καλά τους εργάτες του αλλά μετά ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από το καζίνο του. Πολλοί έχαναν τα πάντα, ο Μπόροντιν όμως έπαιζε συντηρητικά και προσεκτικά και έμενε περίπου στα όσα κέρδιζε κανονικά. Αλλά αυτή τη φορά δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει μόνος και αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Γκρόμους. Δεν περίμενε ότι θα του έδινε, ήταν μια κίνηση απελπισίας. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί την έκπληξή του όταν ο Γκρόμους δέχτηκε. Το επόμενο πρωί του είχε βρει κιόλας το φάρμακο, όχι το αντίτιμο αλλά την ίδια την ουσία με την οποία η Ντέλο διέφυγε τον κίνδυνο.
Όταν πέρασαν μερικές μέρες και ο Γκρόμους δεν έκανε λόγο για το δάνειο, αναγκάστηκε να τον ρωτήσει. Ο Γκρόμους το αποκάλεσε τότε για πρώτη φορά χρέος αίματος γιατί είχε σώσει μια ζωή και πως θα ερχόταν η μέρα που θα του το αποπλήρωνε. Από εκείνη την ημέρα ο Μπόροντιν ήξερε ότι είχε ένα τεράστιο χρέος και προσπαθούσε να κρατά χρήματα στις οικονομίες του από κάθε μισθό για να συγκεντρώσει το ποσό που θα χρειαζόταν για την αποπληρωμή. Και αυτή η μέρα είχε φτάσει.
-Πόσα; ρώτησε τρέμοντας την απάντηση.
-Δεν θέλω χρήματα, είπε ο Γκρόμους κοιτάζοντας ένα γύρο το σπίτι. Θέλω να κάνεις κάτι για’ μένα.

Ο Μπόροντιν ένιωσε να βυθίζεται σε μια άβυσσο απογνώσεως. Δεν θα του ζητούσε τίποτα εύκολο ή νόμιμο αν αναλογιζόταν το χρέος του.

Από Πού Με Διαβάζετε;

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μια μέρα έτυχε να ρίξω μια ματιά στα στατιστικά και διαπίστωσα μια ευρύτατη γκάμα στις χώρες προέλευσης. Η παροιμία λέει ότι όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω Έλληνα οπότε δεν απορώ βλέποντας αναγνώστες σχεδόν από κάθε χώρα της Ευρώπης. Αλλά ακόμα και με τη διασπορά των πατριωτών μας θα με εξέπληττε να μάθω ότι έχει Έλληνες στην Ινδία ή την Νότια Κορέα.
Για πείτε μου λοιπόν; Από πού με διαβάζετε; Από την Ελλάδα; Την Ευρώπη ή την Αμερική; Ή από κάπου ακόμα πιο μακριά; Υπάρχουν εκεί έξω και κάποιοι που με διαβάζουν σε άλλη γλώσσα μεταφράζοντας τη σελίδα; Αφήστε ελεύθερα σχόλια επώνυμα ή ανώνυμα και αν δεν θέλετε να είναι σε κοινή θέα μπορείτε να τα αφήσετε στο mail: williamtear@gmail.com

Το Σημάδι Των Τεσσάρων

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η δεύτερη περιπέτεια του διάσημου Σέρλοκ Χολμς είναι πιο περιπετειώδης και μυστηριώδης. Υπάρχει μια αρκετά σκοτεινή υπόθεση και παρότι βλέπουμε τις θρυλικές ικανότητες του Χολμς αντίθετα με τις περισσότερες ιστορίες εδώ έχουμε και αρκετή δράση όπως και ένα κυνηγητό στους δρόμους του Λονδίνου και τον Τάμεση. Όσο για τον δόκτορα Ουάτσον, αυτή τη φορά κερδίζει κάτι πολύ πιο σημαντικό από τον ευφυέστατο φίλο του.

Μια κλασσική αστυνομική ιστορία που συνίσταται ανεπιφύλακτα. Αν έχει ένα ελάττωμα είναι ότι είναι μικρή!