Χρέος Αίματος 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

Κόλλησε στον τοίχο του στενού δρόμου για να μείνει όσο πιο μακριά ήταν δυνατό από το όχημα που περνούσε με τους μηχανικούς φρουρούς. Δεν του έδωσαν σημασία αλλά ήταν καλύτερα να μην τους τραβάς την προσοχή. Εδώ κάτω αυτοί ήταν ό,τι περνούσε για νόμος και τάξη, οι στρατιώτες δεν κατέβαιναν ποτέ. Το όχημα πέρασε αιωρούμενο κάπου ογδόντα πόντους πάνω από τον γεμάτο σκουπίδια δρόμο και συνέχισε την πορεία του.
Μόλις χάθηκε το όχημα στο βάθος του δρόμου συνέχισε και εκείνος την πορεία του με τα σκουπίδια να φτάνουν στο ύψος του αστράγαλού του. Δεν άργησε να φτάσει στον προορισμό του. Το βήμα του ήταν βαρύ, δεν ήταν μόνο η σκληρή δουλειά του, ήταν και το άλλο που τον βάραινε. Εκείνη η σκέψη για το χρέος που θα έπρεπε μια μέρα να πληρωθεί, μια μέρα που ίσως να ήταν πιο κοντά από όσο υπολόγιζε. Προσπαθούσε με τη δουλειά και με την χαρά της οικογένειας να μην το σκέφτεται συνέχεια, θα τρελαινόταν αν το έκανε, αλλά ήταν εκεί στο πίσω μέρος του μυαλού του. Μια σκιά παρούσα και την πιο ηλιόλουστη μέρα.
Πλησίασε τη βάση ενός μεγαθήριου ύψους επτακοσίων μέτρων και στάθηκε μπροστά σε μια συμπαγή μεταλλική πόρτα. Κάποτε ήταν κόκκινη λόγω χρώματος, τώρα ήταν το κόκκινο της σκουριάς που τη χρωμάτιζε.
Πληκτρολόγησε τον οκταψήφιο κωδικό στο μικρό πληκτρολόγιο δίπλα στην πόρτα και αυτή άνοιξε με ένα ξερό κλικ. Ήταν ένας απλός συνδυασμός ξεπερασμένος τώρα πια αλλά δεν μπορούσε να τον αλλάξει, κανένας δεν ασχολείτο με τα σπίτια αυτών των επιπέδων.
Δεν αντιλήφθηκε τη σκοτεινή φιγούρα που τον παρακολουθούσε υπό την κάλυψη μιας πόρτας λίγο πιο πέρα.
Μπήκε στο σπίτι και κοντοστάθηκε στο μικρό χολ. Έβγαλε το παλτό του και το κρέμασε σε μια από τις άδειες υποδοχές στον τοίχο, δίπλα κρέμασε και την κάσκα του. Έβγαλε τις μπότες του και τις άφησε κάτω από το παλτό, τώρα μπορούσε να προχωρήσει πιο μέσα στο μικρό σπιτικό του.
Από το χολ πέρασε στο δωμάτιο που εξυπηρετούσε σαν τραπεζαρία και σαν καθιστικό, ήταν το μόνο δωμάτιο του σπιτιού εξάλλου εκτός από το κουζινάκι που ανοιγόταν μετά από μια στενή πόρτα στην απέναντι πλευρά και το λουτρό που ανοιγόταν στο χολ. Κάθισε σε μια θέση βαριά.
-Πως ήταν η σημερινή βάρδια σήμερα αγάπη μου;
Την κοίταξε αλλά δε μίλησε αμέσως. Το όνομά του ήταν Μπόροντιν Βαλ, κάποτε ήταν στρατιώτης, πολύ πριν σαν σε μια άλλη ζωή, αλλά τώρα μόνο ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες των ορυχείων της αποικίας Χόλος 6, με πληθυσμό πλέον πάνω από εξήντα πέντε εκατομμύρια κατοίκους, από ανθρώπους ως Ταλεριανούς φυγάδες ή από τεράστια Γούκι και μέχρι τους μικροσκοπικούς γατόμορφους κατοίκους του Γαληνή 3.
Κοίταξε τη γυναίκα του, η Ντελέρια Βαλ ήταν μια αισθησιακά όμορφη γυναίκα ακόμη και σε αυτήν την ηλικία που είχε περάσει την πρώτη νιότη και είχε φέρει στον κόσμο δύο παιδιά. Ακόμα σπουδαιότερη ήταν η εσωτερική της ομορφιά. Είχε σταθεί μια πολύτιμη βοήθεια και αληθινή σύντροφος στις δυσκολίες. Αν και δεν τα είχε καταφέρει ιδιαίτερα καλά μπορούσε να πει ότι δεν τα είχε πάει και χάλια στη ζωή χάρη σε εκείνη και τα παιδιά.
-Εντάξει, δεν είχε κάτι το ξεχωριστό και δεν έχασα παρά μόνο είκοσι μονάδες στο καζίνο.
-Να φέρω να φας; είπε η Ντελέρια.
-Ναι, τα παιδιά;
-Η Ντέλο είναι στο λουτρό, ο Σημ έχει ήδη ξαπλώσει.
Ο Μπόροντιν κοίταξε τον τοίχο με τις θυρίδες ύπνου. Μια ήταν ενεργοποιημένη και μπορούσε να δει τα ακατάστατα καστανά μαλλιά του γιού του, όμοια με τα δικά του. Η Ντελέρια έφερε το φαγητό και το άφησε μπροστά του αλλά δεν πρόλαβε να φάει καθώς ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει.
Στο δρόμο, μπροστά στην πόρτα του στέκονταν δύο ρομπότ σωματοφύλακες με όπλα στα μηχανικά άκρα τους. Αλλά αυτό που αποτελούσε μια σοκαριστική έκπληξη ήταν αυτός που στεκόταν ανάμεσά τους. Ήταν το αφεντικό του, ο Γκρόμους Σαλβάριον.
-Καλησπέρα Βαλ, είπε με τη συριστική του φωνή, δεν θα μου πεις να περάσω;
-Η παρουσία σου τιμά το σπιτικό μου, απάντησε ο Μπόροντιν, σύμφωνα με το εθιμοτυπικό των Σελάριαν, αλλά είναι μικρό.
Ο Γκρόμους χαμογέλασε με το τεράστιο βατραχίσιο στόμα του να ανοίγει αποκαλύπτοντας τα μυτερά δόντια του και την μακριά διχαλωτή γλώσσα του. Μπήκε στο σπίτι κάνοντάς το να σειστεί. Παρά το μέτριο ύψος τους και το μικρό σώμα τους, οι Σελάριαν είχαν μεγάλο βάρος εξαιτίας της πυκνότητας της κατασκευής του. Ο Γκρόμους στάθηκε στο καθιστικό. Κοίταξε την Ντελέρια που ανταπέδωσε το βλέμμα φοβισμένη και μετά στράφηκε και πάλι στον Μπόροντιν.
-Είμαι εδώ για το χρέος αίματος.
Ο Μπόροντιν δεν αιφνιδιάστηκε, το περίμενε από τη στιγμή που τον είχε δει στο κατώφλι του αλλά αυτό δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρό.
-Έχουμε συμφωνήσει… ξεκίνησε να λέει αλλά ο Γκρόμους τον έκοψε με έναν θυμωμένο συριγμό:
-Μπορώ να αλλάξω τους όρους!
Ο Μπόροντιν δεν μίλησε. Το μυαλό του πέταξε πίσω στην ημέρα που αναγκάστηκε να κλείσει συμφωνία με τον Γκρόμους.

Δεκαέξι χρόνια πριν ο Μπόροντιν δούλευε σκληρά σαν μεταλλωρύχος αλλά ήταν ευτυχισμένος με την γυναίκα και τη νεογέννητη κόρη του όταν η Ντέλο προσβλήθηκε από τη νόσο του Καθάρ, μια συνήθη πάθηση στα κατώτερα επίπεδα της πόλης που έβλεπαν ελάχιστο έως καθόλου ηλιακό φως. Χρήματα για τα απαραίτητα φάρμακα δεν υπήρχαν και ο Μπόροντιν παρότι προσπάθησε δεν μπορούσε να τα βρει. Αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια του Γκρόμους.
Όπως σχεδόν όλοι οι Σελάριαν ο Γκρόμους ήταν ένα άπληστο και αδίστακτο ον. Πλήρωνε καλά τους εργάτες του αλλά μετά ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από το καζίνο του. Πολλοί έχαναν τα πάντα, ο Μπόροντιν όμως έπαιζε συντηρητικά και προσεκτικά και έμενε περίπου στα όσα κέρδιζε κανονικά. Αλλά αυτή τη φορά δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει μόνος και αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Γκρόμους. Δεν περίμενε ότι θα του έδινε, ήταν μια κίνηση απελπισίας. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί την έκπληξή του όταν ο Γκρόμους δέχτηκε. Το επόμενο πρωί του είχε βρει κιόλας το φάρμακο, όχι το αντίτιμο αλλά την ίδια την ουσία με την οποία η Ντέλο διέφυγε τον κίνδυνο.
Όταν πέρασαν μερικές μέρες και ο Γκρόμους δεν έκανε λόγο για το δάνειο, αναγκάστηκε να τον ρωτήσει. Ο Γκρόμους το αποκάλεσε τότε για πρώτη φορά χρέος αίματος γιατί είχε σώσει μια ζωή και πως θα ερχόταν η μέρα που θα του το αποπλήρωνε. Από εκείνη την ημέρα ο Μπόροντιν ήξερε ότι είχε ένα τεράστιο χρέος και προσπαθούσε να κρατά χρήματα στις οικονομίες του από κάθε μισθό για να συγκεντρώσει το ποσό που θα χρειαζόταν για την αποπληρωμή. Και αυτή η μέρα είχε φτάσει.
-Πόσα; ρώτησε τρέμοντας την απάντηση.
-Δεν θέλω χρήματα, είπε ο Γκρόμους κοιτάζοντας ένα γύρο το σπίτι. Θέλω να κάνεις κάτι για’ μένα.

Ο Μπόροντιν ένιωσε να βυθίζεται σε μια άβυσσο απογνώσεως. Δεν θα του ζητούσε τίποτα εύκολο ή νόμιμο αν αναλογιζόταν το χρέος του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου