Κεφάλαιο
Πέμπτο
Βρισκόμασταν στο μεγάλο
ξέφωτο με το φρικιαστικό δένδρο που είχα δει στο όνειρό μου τη νύχτα που κοιμήθηκα
στο ναό στην Ακροκώμη. Ανάμεσα σε αυτό και εμάς όμως βρίσκονταν σειρές
πολεμιστών με πανοπλίες και μακρά δόρατα.
-Για όνομα του Θεού, είπε
ο Δάια, τι είναι αυτά τα πράγματα;
Οι πολεμιστές μπροστά μας
δεν ανήκαν στη δική μας ή κάποια άλλη φυλή, νεκροκεφαλές μας αντίκριζαν κάτω
από τα κράνη και οστέινες γροθιές κρατούσαν τα όπλα.
-Ό,τι και αν είναι
αθάνατα δεν είναι! είπε ο Ζήνων. Άνδρες, σε σχηματισμό μάχης.
Οι στρατιώτες, παρά το
δέος που ένιωθαν απέναντι στον απόκοσμο αυτό εχθρό, σχημάτισαν γρήγορα το
τετράγωνο με τις ασπίδες και τα δόρατα έτοιμα αφήνοντας το Δάια και έμενα με
την Αλθέα πίσω. Η κοπέλα κοιτούσε τους τρομερούς αυτούς πολεμιστές με απάθεια
σαν να μην ήταν σε θέση να την αγγίξουν ενώ ο Δάια είχε κιτρινίσει και έδειχνε
έτοιμος να λιποθυμήσει, θα το είχε βάλει στα πόδια αν μπορούσε να τρέξει.
Η μάχη ήταν σκληρή και
αιματηρή, οι πολεμιστές του Ζήνωνα πολέμησαν γενναία και παρότι οι αντίπαλοί
τους ήταν φονικοί, δεν δείλιασαν και κατάφεραν να τους νικήσουν. Οι σκελετικοί
πολεμιστές ήταν επιδέξιοι σαν να είχαν εκπαιδευθεί στις σχολές της
αυτοκρατορίας και πολεμούσαν πειθαρχημένα σαν βετεράνοι εκατό εκστρατειών. Ευτυχώς
είχαν ένα αδύνατο σημείο, ήταν το ίδιο εύθραυστοι με τους συνηθισμένους
σκελετούς και αν δέχονταν ένα καλό χτύπημα διαλύονταν.
Όταν τελείωσε η μάχη μόνο
ο Ζήνων, ο Νικόδημος, ο Σέργιος και ένας ακόμα στρατιώτης είχαν απομείνει, ο
τελευταίος μάλιστα με το ένα χέρι σπασμένο να κρέμεται στο πλευρό του.
Τότε το δένδρο μίλησε και
πάλι, μια φωνή που είχα ακούσει στο όνειρό μου.
-Ελάτε να πεθάνετε!
Ήταν όπως το είχα
ονειρευθεί. Το ίδιο άγριο πρόσωπο, τα ίδια φλογισμένα με μίσος μάτια. Μόνο που
τώρα που το έβλεπα και ζωντανό αντιλαμβανόμουν ακόμα περισσότερο το μέγεθος των
όσων μάνιαζαν μέσα του αλλά και ότι ήταν αυτό το ον, όποια και αν ήταν η φύση
του, που είχε καταλάβει το μαμούκ.
-Είμαι ο νοβελίσιμος
Μάξιμος Δάια, απεσταλμένος του αυτοκράτορα…
-Δεν αναγνωρίζω κανέναν
αυτοκράτορα! το δέντρο και το φύλλωμα συνταράχτηκε και μια ρίζα πετάχτηκε από
το έδαφος σκληρή σαν δόρυ και κοφτερή σαν σπαθί χτύπησε τον τραυματισμένο
στρατιώτη κόβοντάς τον στα δύο.
-Τι είσαι; ρώτησα. Πως
είναι δυνατόν;
-Είμαι εκείνο που με
έκαναν!
-Ποιος; θέλησα να μάθω.
Το δένδρο σείστηκε και
πάλι. Ανάμεσα στις ρίζες του φάνηκε ένα ολόκληρο μπαούλο γεμάτο με χρυσά νομίσματα
αν και από την απόσταση αυτή δεν μπορούσα να δω τι ακριβώς ήταν και δεν ήθελα
να πλησιάσω περισσότερο, ο Δάια όμως δεν είχε τέτοιο ενδοιασμό. Δεν τα έφτασε
ποτέ. Μόλις μπήκε κάτω από το συνέχεια κινούμενο φύλλωμα ένα κλαδί χτύπησε το
λαιμό του και τον διαπέρασε, ο νοβελίσιμος σωριάστηκε νεκρός και το χώμα τον
κατάπιε.
-Πάμε να φύγουμε από’ δω
είπε ο Ζήνων.
Ρίζες τινάχτηκαν προς το
μέρος μας. Τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια μας και άρχισαν να μας τραβούν. Μόνο
την Αλθέα δεν είχαν πιάσει, ούτε καν την είχαν πλησιάσει. Γιατί;
-Στο όνομα του Υψίστου σε
προστάζω να αποκαλυφθείς! είπα στο δένδρο.
Αυτή ήταν η πρώτη φράση
του αφορκισμού των δαιμόνων αλλά δεν ήταν δαίμονας αυτό που ήταν απέναντί μας.
Η ιερή δύναμη του αφορκισμού έφερε ένα αποτέλεσμα ωστόσο, το ανάγκασε να αποκαλύψει
τη φύση του.
-Είμαι αυτό που με
έκαναν! Έβγαλαν από μέσα τους όλα όσα θεωρούσαν αρνητικά, κακά και άσχημα και τα
φόρτωσαν σε’ μενα. Ακόμα και όταν αφαίρεσαν κάτι καλό δεν το έδωσαν σε εμένα,
το φόρτωσαν σε εκείνη!
-Ποιοι το έκαναν αυτό;
ρώτησα αν και μια σκέψη είχε αρχίσει να παίρνει σχήμα στο μυαλό μου.
-Οι τόσο ευγενείς και
ανώτεροι Όλουροι Ιάντες! Με φόρτωσαν με όλα αυτά και μετά με εγκατέλειψαν.
Είμαι αυτό που έκαναν! Το μίσος ολοζώντανο και προσωποποιημένο. Και τώρα μόλις
θα σκοτώσω εσάς θα είμαι πια τόσο ισχυρός ώστε να μπορώ να ξεπεράσω και το
τελευταίο εμπόδιο, θα κινηθώ και θα τους εξοντώσω, πρώτα αυτούς και μετά κάθε
τι ζωντανό!
-Οι Όλουροι Ιάντες έχουν
χαθεί εδώ και πολλές γενιές, δεν υπάρχει κανείς πια να εκδικηθείς, είπα. Ξέρω
τη δύναμή σου, ξέρω ότι μπορείς και τη μεταφέρεις, μέσα σε άλλα έμβια όντα…
-Δεν αρκούν! Πεθαίνουν
πολύ γρήγορα με τη δύναμή μου μέσα τους! Αλλά τώρα θα μπορώ να κινηθώ και να αφανίσω…
-Τι να αφανίσεις; έκοψα
με τη σειρά μου την θηριώδη οντότητα. Σου είπα ότι οι Όλουροι δεν υπάρχουν πια.
-Θα εξαφανίσω αυτήν πρώτα
και μετά κάθε τι ζωντανό!
-Δεν μας αφήνεις επιλογή
τότε, είπα, πρέπει να σε καταστρέψουμε.
Το δένδρο άφησε ένα
θυμωμένο ουρλιαχτό που πρέπει να ακούστηκε πολλά στάδια μακριά και το έδαφος
φούσκωσε καθώς ρίζες κατευθύνονταν προς το μέρος μας. Οι στρατιώτες άρχισαν να
χτυπούν τις ρίζες που τινάζονταν από το έδαφος με σκοπό να τους τυλίξουν και να
τους πνίξουν. Ενώ εκείνοι πολεμούσαν εγώ, βλέποντας ότι ο αφορκισμός είχε
κάποια επίδραση, συνέχισα την απαγγελία.
-Πάψε! φώναξε το αλλόκοτο
ον μπροστά μας. Δεν είσαι παρά ένας βδελυρός υποκριτής. Αφιερωμένος στο τάγμα
σου αλλά η λαγνεία σε λύγισε αμέσως.
Βόγκηξα καθώς ένιωσα τον
ίδιο ερωτικό ερεθισμό όπως το βράδυ που είχα κοιμηθεί με την Αλθέα σε βαθμό που
να είναι επίπονος.
-Δεν δίνω λόγο σε εσένα
βδέλυγμα, είπα, λόγο δίνω μόνο στον Ύψιστο και εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην
άβυσσο του ελέους του. Εσύ θα πάψεις θα απέλθεις μακριά και δε θα βλάψεις μήτε
άνθρωπο μήτε ζώο από αυτά που περπατούν, πετούν και έρπουν.
Σε απάντηση μια ακόμα
ρίζα τινάχτηκε από το έδαφος και τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια μου ανεβαίνοντας
ταχύτατα στα λαγόνια και τη μέση μου και μετά στο στέρνο μου.
-Οι Όλουροι απέβαλλαν από
πάνω τους κάθε τι αρνητικό και το φόρτωσαν σε εμένα. Έγινα το εξιλαστήριο θύμα
τους!
-Όχι εσύ, είπε η Αλθέα με
φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, εσύ ήσουν απλά το κάθαρμα που αποκάθηρε τα
στίγματα του λαού μου. Για να μείνεις για πάντα εδώ θυσιάστηκα να μείνω και εγώ
μόνη κοντά σου και ας μην πλησίασα ποτέ αυτό το καταραμένο μέρος. Και θυσίασα
την αγάπη και το συναίσθημα για το λόγο αυτό. Όταν ζήτησα από τον άνδρα αυτό να
τα νιώσω μια τελευταία φορά μου τα πρόσφερε και δεν οχυρώθηκε πίσω από τους
όρκους του. Γι’ αυτό μη μιλάς για λαγνεία άκαρπο κούτσουρο, αυτό που έκανε ήταν
κάτι που δεν ένιωσες και ποτέ δεν θα καταλάβεις.
Τα λόγια της συμπλήρωσαν
επιτέλους την εικόνα. Με κάποιο τρόπο οι Όλουροι Ιάντες είχαν ανακαλύψει κάποιο
τελετουργικό, όπως έλεγε και η περγαμηνή, για να αποβάλλουν όλα τα πάθη με τα
οποία πάλευε ο άνθρωπος από την αυγή της δημιουργίας. Τα είχαν φορτώσει όλα στο
δένδρο αυτό που απέκτησε ζωή και δύναμη αλλά μαζί και χειρότερα ένστικτα της
ανθρώπινης φύσης. Για να ολοκληρωθεί το τυπικό είχαν ζητήσει την εκούσια θυσία
της Αλθέας. Στους αιώνες που είχαν περάσει εκείνος ο λαός είχε αφανιστεί από
τους εχθρούς του αφήνοντας πίσω την Αλθέα και το καταραμένο δένδρο που γύρευε
εκδίκηση. Η θυσία της ήταν που δέσμευε αυτό το ον καθαρού κακού και δεν
μπορούσε να μετακινηθεί. Αυτό ήταν αιτία για το μυστήριο που κάλυπτε την
περιοχή και εκείνους που είχαν εξαφανιστεί σε αυτή.
-Εις την έρημο έσω
πλανώμενο, και μη επιστρέφων. Άπελθε μακριά από άνθρωπο και πόλη κατοικητηρίου,
εις οδόν εν η ουκ εστί διαπορευόμενος ουδέ κατοικών, εν τόπω αβάτω και ανύδρω…
Τώρα είχαν απομείνει
όρθιοι μόνο ο Νικόδημος και ο Σέργιος και ήταν και οι δύο καταματωμένοι, στα
όρια της κατάρρευσης. Συνέχισα τον εξορκισμό. Το δένδρο μάνιασε και συνέχισε
την επίθεση, οι δύο στρατιώτες είχαν καταλάβει ότι ίσως μπορούσα να το εξοντώσω
και μάχονταν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και εμένα από την οργή του.
-Αν πεθάνω θα πεθάνει!
βρυχήθηκε το δένδρο. Δεν θα μπορείς να τη βατέψεις ξανά.
Γύρισα και κοίταξα την
Αλθέα. Εκείνη ένευσε καταφατικά με το πρόσωπό της γαλήνιο.
-Είναι ώρα να αναπαυθώ,
περίμενα τόσο πολύ, είπε απαλά. Κάνε αυτό που πρέπει.
Στράφηκα στο δένδρο και
το κοίταξα. Στο απόκοσμο πρόσωπο είχε σχηματιστεί μια γκροτέσκα μάσκα απόλυτης
μοχθηρίας. Προχώρησα προς το μέρος του.
-Στο όνομα του Υψίστου,
του οποίου είμαι υπηρέτης, το οποίο φοβάται κάθε ον και κάθε δύναμις σε
αποτάσσω διαπαντός από τον κόσμο τούτο!
Πέταξα πάνω του το
φιαλίδιο με το αγιασμένο νερό. Το δένδρο προσπάθησε να με εμποδίσει αλλά δεν το
πέτυχε. Μπορεί να είχε μετατρέψει τα κλαδιά του σε φονικά όπλα αλλά απείχαν
πολύ από τα χέρια που θα χρειαζόταν για να σταματήσει την καταστροφή του. Το
φιαλίδιο θρυμματίστηκε χτυπώντας στον κορμό του και την επόμενη στιγμή το
δένδρο τυλίχτηκε στις φλόγες.
Στράφηκα στην Αλθέα και
είδα ότι είχε σωριαστεί στο χορταριασμένο έδαφος. Πήγα κοντά της όσο πιο
γρήγορα μπορούσα, όσα είχαν γίνει με είχαν εξαντλήσει και εμένα. Γονάτισα και
την πήρα στην αγκαλιά μου.
-Έκανες αυτό που έπρεπε,
μου είπε, ήταν μεγάλο το κακό που είχε συγκεντρωθεί εδώ. Θα πολεμήσεις και άλλα
πρόσωπά του στο μέλλον.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και
μετά είπε:
-Φίλησέ με σε παρακαλώ.
Έσκυψα να τη φιλήσω και
την άκουσα να ψιθυρίζει:
-Η χάρη που μου έχει
δοθεί είναι τώρα δική σου.
Τα χείλη της χάιδεψαν τα
δικά μου και μετά έκλεισε τα μάτια της. Την επόμενη στιγμή το σώμα της
διαλύθηκε στο φως, δεν έμεινε τίποτα στα χέρια μου. Γύρισα και κοίταξα το δένδρο,
είχε μείνει ένα μαυρισμένο κούτσουρο, είχαν όλα τελειώσει. Εκείνο είχε
καταστραφεί και η Αλθέα είχε αναπαυθεί ευλογώντας με, με τα τελευταία της
λόγια.
Σηκώθηκα από το έδαφος
και κοίταξα γύρω. Ο αποχαιρετισμός της Αλθέα μου είχε αποκαλύψει ποιο θα ήταν
το μέλλον μου. Είχα νικήσει ένα κακό αλλά θα υπήρχαν και άλλα να αντιμετωπίσω.
Κοίταξα τους δύο στρατιώτες που είχαν επιζήσει από αυτήν την μάχη. Κάτι μου
έλεγε ότι θα συνέχιζαν μαζί μου. Πήγα κοντά τους για να ξεκινήσουμε το ταξίδι
της επιστροφής στην πατρίδα και του αγώνα μας εναντίον κάθε τέτοιου κακού
προστατεύοντας τους αθώους από τις σκοτεινές δυνάμεις.
Τέλος