Κεφάλαιο
Πρώτο
«Το δάσος της Μαύρης
Δρυός στο όρος Ψυχρό, το πιο ανατολικό και ψηλό της οροσειράς του Κρίκου,
σκιάζεται από κάποιο μεγάλο κακό, κανένας δεν τολμάει να ταξιδέψει εκεί, ακόμα
και τα άγρια θηρία το αποφεύγουν.»
Έκλεισα τον τόμο και τον
απέθεσα με προσοχή στο ράφι της βιβλιοθήκης ανάμεσα στους άλλους ογκώδεις
αδερφούς του. Η μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης πλανιόταν στον αέρα
κάνοντας το χώρο που στέγαζε τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού ακόμα πιο μοναδικό
από όσο ήδη τον ένιωθα. Αυτό το χρονικό των πρώιμων χρόνων της αυτοκρατορίας
ήταν μοναδικό όπως και πολλά άλλα από τα χειρόγραφα εδώ.
Θα μπορούσα να περάσω όλη
μου τη ζωή εδώ και πραγματικά αυτό έκανα αφήνοντας τη μελέτη και την φροντίδα
των χειρόγραφων μόνο για τα θρησκευτικά καθήκοντά μου και τις λίγες ανάγκες του
σώματος σε φαγητό και ύπνο.
Με ένα τρίξιμο η μεγάλη
δίφυλλη πόρτα της βιβλιοθήκης άνοιξε και ένας νεαρός δόκιμος μπήκε μέσα σχεδόν
τρέχοντας. Στάθηκε μπροστά μου βαριανασαίνοντας.
-Αδερφέ Μιχαήλ, είπε
ασθμαίνοντας, η αγιότης του, ο ηγούμενος, ζήτησε να τον συναντήσετε στο
αρχονταρίκι.
-Εντάξει, αδερφέ, θα πάω
αμέσως.
Βγήκα από τη βιβλιοθήκη
και προχώρησα προς το αρχονταρίκι, το σαλόνι στο οποίο ο ηγούμενος δεχόταν τους
επισκέπτες της μονής. Πρόσεξα ότι στο προαύλιο βρίσκονταν πολλά άλογα και
στρατιώτες ένα γύρω καθισμένους στα πεζούλια. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα στο
αρχονταρίκι.
-Ευλογείτε, είπα στον
ηγούμενο.
-Ο Ύψιστος, είπε εκείνος
και μου ένευσε να μπω και να καθίσω. Στο αρχονταρίκι καθισμένοι αντίκρυ στον
ηγούμενο ήταν δύο άνδρες. Ο ένας φορούσε έναν πολυτελή μανδύα, ο άλλος θώρακα
και άλικο χιτώνιο, αξιωματικός του στρατού.
-Αδερφέ, είπε ο
ηγούμενος, η εξοχότης του, ο νοβελίσιμος Μάξιμος Δάια, ένευσε προς τον
καλοντυμένο, θα ηγηθεί μιας σημαντικής αποστολής στο όρος Ψυχρό. Θα τον
συνοδεύσει ο δρουγγάριος Ζήνων και οι άνδρες του αλλά έκρινε απαραίτητο να έχει
μαζί του και έναν λόγιο και μορφωμένο άνδρα μιας και υπάρχουν πολλά που δεν
ξέρουμε για την περιοχή.
-Με τιμάει η εμπ…
ξεκίνησα αλλά με έκοψαν.
-Ρωτήσαμε στο
πανσπουδαστήριο της Άιλα, είπε ο Μάξιμος Δάια κοφτά, και εκείνοι μας παρέπεμψαν
σε σένα. Θα έρθεις μαζί μας. Είναι απόφαση του αυτοκράτορα να λυθεί αυτό το
θέμα.
Κοίταξα τον ηγούμενο που
μου ένευσε στην κλασσική προτροπή της μοναστικής υπακοής. Πήρα μια βαθιά ανάσα
και συγκατένευσα. Ο Μάξιμος Δάια δέχτηκε την αποδοχή μου με ένα νεύμα και μετά
είπε:
-Ετοιμάσου για το ταξίδι
γρήγορα. Θα πρότεινα να βγάλεις και το ράσο, δεν προσφέρεται για το ταξίδι
αυτό.
-Το απαγορεύουν οι
κανόνες, είπα και βγήκα.
Δεν μου πήρε πολύ να ετοιμαστώ.
Ακόμα ένα ράσο, μερικά ρούχα και ένας μανδύας για τον ύπνο ήταν ό,τι θα έπαιρνα
μαζί μου. Τα έβαλα μέσα σε έναν απλό σάκο και τον φορτώθηκα στον ώμο, πήρα το
ραβδί οδοιπορίας μου και επέστρεψα στην αυλή. Ο νοβελίσιμος Δάια και ο
δρουγγάριος Ζήνων με περίμεναν έφιπποι όπως και οι άνδρες του δεύτερου.
-Είναι μεγάλο το ταξίδι
για να το κάνετε πεζός πάτερ, είπε ο δρουγγάριος. Έχουμε ένα επιπλέον άλογο.
-Δεν είμαι ιερωμένος,
είπα, είμαι απλά μοναχός.
-Η σωστή προσφώνηση είναι
αδερφέ, είπε ο μέσα από τα δόντια του ο Δάια κάνοντας τον αξιωματικό να κοκκινίσει
θιγμένος.
Ανέβηκα στο άλογο και
πήρα θέση στο τέλος της φάλαγγας μαζί με τους τελευταίους στρατιώτες της. Με δέχτηκαν
φιλικά και καθώς ξεκινούσαμε προσφέρθηκαν να μοιραστούν μαζί μου τις προμήθειές
τους. Δέχτηκα λίγο ψωμί και ένα κομμάτι από κίτρινο κεφαλοτύρι μιας και δεν
ήταν μέρα νηστείας.
-Τι λες ότι θα βρούμε
εκεί πέρα; είπε ένας στρατιώτης με μακριά μαύρα γένια που το όνομά του ήταν
Νικόδημος.
-Δεν έχω ιδέα, ομολόγησα,
αλλά όποιος σκέφθηκε την αποστολή αυτή φοβάται τι μπορεί να υπάρχει εκεί έξω
και αποφάσισε να συμπεριλάβει και κάποιον μη στρατιωτικό που να ξέρει να
αντιμετωπίσει ό,τι δεν είναι αντιμετωπίσιμο σε μάχη. Αλήθεια ξέρουμε πως έγινε
αυτό και πήραν απόφαση να ασχοληθούν με κάτι που είναι εκεί αιώνες;
-Ο Δάια το πρότεινε στον αυτοκράτορα
αφού βρήκε ένα χειρόγραφο σχετικό και εκείνος δέχθηκε. Αν πετύχει με την εύνοια
που έχει θα γίνει πανίσχυρος.
-Και τότε μπορεί να
εποφθαλμιά και το θρόνο, είπε ένας στρατιώτης τόσο νεαρός που ακόμα δεν είχε
αρχίσει να βγάζει γένια αλλά είχε μακριά μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα.
-Σιγά μικρέ, είπε ο
Νικόδημος, θες να σε ακούσει και να έχεις μπελάδες;
Το ταξίδι μας ως την Ακροκώμη
δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα αν και όσο πηγαίναμε ανατολικά όλο και αραίωνε η
κίνηση στο δρόμο. Η Ακροκώμη δεν είχε τυχαία αυτό το όνομα, ήταν η τελευταία
κωμόπολη πριν τα βουνά και τα σύνορα. Υπήρχαν μερικά χωριουδάκια ακόμα πιο πέρα
αλλά ο δικός μας δρόμος δεν περνούσε από κάποιο από αυτά.
Σταματήσαμε σε ένα
πανδοχείο μπαίνοντας στην Ακροκώμη. Πρόθυμοι σταβλίτες κατέφτασαν για τα άλογα
και ο νοβελίσιμος όπως και οι στρατιώτες προχώρησαν προς το μεγάλο κτίσμα από
το οποίο ακουγόταν μια οχλοβοή. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας άνδρας αγκαλιά με
μια γυναίκα ελάχιστα πιο ντυμένη από όταν την γέννησε η μάνα της. Απέστρεψα το
βλέμμα και αφίππευσα.
-Θα σας συναντήσω το πρωί
εδώ, είπα.
-Δεν θα καταλύσεις εδώ,
αδερφέ; ρώτησε ο Νικόδημος.
-Όχι, θα πάω στο ναό της
κωμόπολης αυτής και θα σας συναντήσω το πρωί στο σταυροδρόμι που μόλις
περάσαμε.
Δεν μου άρεσαν τα
καπηλειά και τα χάνια του είδους αυτού και παρότι δεν θα ήταν δύσκολο να
αποφύγω τους πειρασμούς προτίμησα να αφήσω για λίγο τους στρατιώτες συντρόφους
μου. Θα ένιωθαν και οι ίδιοι πιο άνετα να κάνουν αυτό που ήθελαν την τελευταία
βραδιά που θα περνούσαν κάτω από στέγη και με γυναικεία συντροφιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου