Κεφάλαιο
Δεύτερο
Η Ακροκώμη διέθετε έναν
μεγάλο λιθόκτιστο ναό. Δεν συγκρινόταν με τον καθεδρικό της Άιλα ή με το
καθολικό του μοναστηριού μου αλλά ήταν ένας μεγάλος και προσεγμένος ναός. Μπήκα
και κάθισα σε ένα στασίδι αφήνοντας το πνεύμα μου να ησυχάσει σ’ αυτόν τον χώρο
της προσευχής, ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι και το
θόρυβό του.
Σηκώθηκα μετά από λίγο
και διάβασα το απόδειπνο και το μεσονυχτικό και ετοιμάστηκα για ύπνο. Βγήκα στο
νάρθηκα για να κοιμηθώ. Έβγαλα το ράσο μου και το άφησα πάνω σε ένα στασίδι, με
το παντελόνι και την πουκαμίσα που φορούσα ξάπλωσα με μαξιλάρι το σάκο μου και
σκεπασμένος το μανδύα μου.
Ήταν ένα μεγάλο δένδρο,
δεν αναγνώριζα το είδος, με φαρδύ κορμό και γερά κλαδιά που κοσμούνταν από ένα
εντυπωσιακό φύλλωμα. Δεν φυσούσε αλλά το φύλλωμά του αυτό ανέμιζε μανιασμένα
σαν να βρισκόταν σε καταιγίδα. Το πλησίασα και το ένιωσα. Αυτή η μανία που
συντάρασσε το δένδρο δεν ήταν αποτέλεσμα καμίας καταιγίδας, προερχόταν από μέσα
του. Στο κορμό του σχηματίστηκε ένα πρόσωπο, ήταν τραχύ και λιτό σαν τα πρόσωπα
που σχεδιάζουν τα παιδιά όταν μαθαίνουν να ζωγραφίζουν. Τα μάτια του όμως ήταν
κόκκινα σαν αίμα και εκεί μέσα φώλιαζε μια συνείδηση γεμάτη μίσος. Μίσος προς
κάθε τι ζωντανό. Μια διάθεση για καταστροφή και αιματοχυσία.
-Τι είσαι; είπα πιο πολύ
σαν συλλογισμό παρά σαν ερώτηση.
-Είμαι ο Όλεθρος, είμαι η
Καταστροφή, απάντησε το δένδρο. Ελάτε να πεθάνετε!
Τινάχτηκα, ξύπνησα
βαριανασαίνοντας. Μου πήρε κάμποσο να ηρεμήσω. Τι ήταν αυτό; Κάποια
προειδοποίηση; Ένας εφιάλτης απλά;
Σηκώθηκα και φόρεσα το
ράσο μου. Πήγα μέσα στο ναό και πάλι και γονάτισα να προσευχηθώ. Έμεινα εκεί
και για τον όρθρο και μετά πήγα να συναντήσω τους στρατιώτες στο σταυροδρόμι.
Ήμουν πρώτος αλλά δεν
άργησαν να καταφτάσουν. Ανέβηκα στο άλογο μου και ξεκινήσαμε. Παρατήρησα ότι ο
Δάια ήταν κακόκεφος και ακόμα πιο λιγομίλητος από συνήθως.
-Τι έπαθε; ρώτησα τον
Νικόδημο.
Ο παλαίμαχος στρατιώτης
έκανε το κλασσικό νόημα με τον αντίχειρα που υποδηλώνει κάποιον που πίνει.
-Ναι πήγε να παραβγεί με
τον Ζήνωνα στο πόσο κρασί μπορεί να στομαχιάσει, είπε ο νεαρός αγένειος
στρατιώτης που ήταν προστατευόμενος του Νικοδήμου.
-Πάψε μικρέ, είπε
εκείνος, θες να φας το κεφάλι σου;
Αλλά οι ανώτεροι στην
κεφαλή της μικρής μας φάλαγγας δεν φαίνονταν να ακούν και έτσι ο νεαρός
συνέχισε.
-Ήπιαν πολύ αλλά ο
Ζήνωνας είναι μαθημένος να πίνει ακόμα και στα χειρότερα καταγώγια της Άιλα, o νοβελίσιμος μόνο τα πιο ραφινάτα
κρασιά έτσι μέθυσε άσχημα και τώρα πληρώνει το τίμημα από την κραιπάλη.
-Ξέρω ένα βοτάνι για να
τον βοηθήσει, είπα, μόλις σταματήσουμε το μεσημέρι θα το φροντίσω.
Το μεσημέρι η στάση μας
ήταν ίσα για να πάρουν μια ανάσα τα άλογα και να φάμε κάτι και’ μεις. Δεν
πρόλαβα να ετοιμάσω το βοτάνι για τον Δάια κάτι που μάλλον δεν δυσαρέστησε τους
στρατιώτες οι οποίοι διασκέδαζαν βλέποντάς τον μαζεμένο και λιγομίλητο.
Σταματήσαμε για τη νύχτα
μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει. Ο Ζήνων έβαλε σκοπούς και οι υπόλοιποι άνδρες
ανέλαβαν τη φωτιά και το φαγητό καθώς και τα άλογα, τα ξεφόρτωσαν και φρόντισαν
να ποτιστούν και να φάνε. Μετά από λίγο μαζευτήκαμε κοντά στη φωτιά όλοι.
Φάγαμε συζητώντας, με τους στρατιώτες να ανταλλάσσουν πειράγματα μερικά για το
προηγούμενο βράδυ στο καπηλειό. Ίσως επειδή δεν ήμουν ιερέας αλλά μόνο μοναχός
δεν είχαν δυσκολία να μιλάνε παρουσία μου για τα κατορθώματά τους με τις γυναίκες.
Μετά το φαγητό μερικοί
από τους στρατιώτες επιδόθηκαν σε εξάσκηση με τα όπλα. Ο νεαρός προστατευόμενος
του Νικοδήμου είχε την ικανότητα να μάχεται με δύο σπαθιά. Νίκησε τον αντίπαλό
του και ο Νικόδημος πήγε από πίσω και ακούμπησε το σπαθί του στο λαιμό του.
-Και είσαι νεκρός, είπε.
-Έι, αυτό δεν είναι
τίμιο! διαμαρτυρήθηκε ο νεαρός.
-Δεν είπε κανείς ότι η
μάχη διεξάγεται τίμια, Σέργιε, είπε ο νικημένος αντίπαλος, πρέπει να έχεις το
νου σου πάντα στα νώτα σου. Ειδικά εκεί που πάμε τώρα.
-Κανείς δεν ξέρει τι θα
βρούμε εκεί.
Κούνησα το κεφάλι μου
συμφωνώντας. Ο Δάια το αντιλήφθηκε και μου είπε:
-Φοβάσαι αδερφέ;
-Είμαι αφιερωμένος στην
υπηρεσία του Υψίστου, άρχοντα, αυτό δε σημαίνει ότι βιάζομαι να πεθάνω.
-Θα εκτελέσουμε την
αποστολή μας, είπε με στόμφο και θα γυρίσουμε ήρωες.
Τα λόγια του δεν με
βοήθησαν να ησυχάσω. Αφού όλοι εκτός από τους σκοπούς κοιμήθηκαν πήγα λίγο
παράμερα και γονάτισα να προσευχηθώ. Ήμουν σίγουρος ότι θα χρειαζόμουν τη
βοήθεια του Θεού πριν τελειώσει αυτή η περιπέτεια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου