Κεφάλαιο
Τέταρτο
Η νύχτα πέρασε ήσυχα και
ξύπνησα το πρωί με τη μυρωδιά φρεσκοβρασμένου τζάλα, ενός ζεστού ροφήματος που
φτιάχναμε και στο μοναστήρι. Ήταν ότι έπρεπε για το κρύο πρωινό. Πήρα με ευγνωμοσύνη
την κούπα που μου έδωσε ο Σέργιος και ήπια το ζεστό υγρό απολαμβάνοντας το
πλούσιο άρωμά του. Πρόσεξα ότι ο νεαρός στρατιώτης έδωσε μια κούπα στην Αλθέα
κοκκινίζοντας.
Τα άλογα άρχισαν να
χλιμιντρίζουν ανήσυχα. Κάτι τα τρόμαζε. Και δεν αργήσαμε καθόλου να μάθουμε τι
ήταν. Μια αράχνη, η μεγαλύτερη αράχνη που είχα δει ποτέ, είχε το μέγεθος άμαξας
και κάθε πόδι της ήταν μεγάλο σαν λόγχη και το ίδιο φονικό καθώς απέδειξε
αμέσως διαπερνώντας ένα από τα άλογά μας. Αυτά ήταν που την είχαν τραβήξει εδώ,
ήθελε να κορέσει την πείνα της.
-Ας το σκοτώσουμε το
σίχαμα, είπε ο Ζήνων.
Επιτέθηκαν περιμετρικά
στο τέρας αλλά έδειχνε να τους προλαβαίνει όλους με τα πολυσύνθετα μάτια του. Χτυπούσαν
με σπαθιά και τσεκούρια προσπαθώντας να της καταφέρουν κάποιο καίριο πλήγμα.
Ένας από τους άνδρες του Ζήνωνα έπεσε νεκρός καθώς το πόδι της αράχνης τον
διαπερνούσε και τον κάρφωνε στο έδαφος. Ένας ακόμα πολεμιστής δέχτηκε πλήγμα
από την δαγκάνα που οδηγούσε στο στόμα της και τον έκοψε σχεδόν στη μέση.
Με μια κραυγή ο Σέργιος κύλισε
στο χώμα και πέρασε κάτω από το σώμα της αράχνης. Με όλη του τη δύναμη κάρφωσε
και τα δύο σπαθιά του στην εκτεθειμένη κοιλιά της ενώ εκείνη σκότωνε ακόμα έναν
στρατιώτη. Με μια υψίσυχνη κραυγή η αράχνη έπεσε νεκρή. Ο Νικόδημος βοήθησε τον
νεαρό προστατευόμενό του να απεγκλωβιστεί από το τεράστιο κουφάρι και να
σηκωθεί όρθιος.
-Μια χαρά τα κατάφερες,
του είπε.
Μετά τη μάχη οι επιζώντες
έσκαψαν τάφους για τους πεσόντες συντρόφους τους. Ενταφιάσαμε τον καθένα τυλιγμένο
με το μανδύα του και με τα όπλα του στην αγκαλιά. Ελλείψει ιερέα διάβασα εγώ
την νεκρώσιμη ακολουθία και τις ευχές.
Ξεκινήσαμε και πάλι. Η
Αλθέα ανέβηκε και πάλι πίσω μου παρότι είχαμε και μερικά άλογα χωρίς αναβάτη. Η
αλήθεια ήταν ότι μπορούσα εύκολα να ξεχάσω ότι την είχα μαζί μου αν δεν ένιωθα
τα χέρια της στη μέση μου, δεν μιλούσε καθόλου και δεν έκανε κανένα θόρυβο.
Ο νοβελίσιμος μας πίεζε
να ταξιδεύουμε πιο γρήγορα και μέσα στην ημέρα δεν σταματήσαμε καθόλου. Είχε
αρχίσει να νυχτώνει όταν σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε. Κατέβηκα από το
άλογο νιώθοντας πιασμένος. Είχαμε βρει για να περάσουμε τη νύχτα τα ερείπια
ενός παλιού χτίσματος, πιθανότατα ένα φυλάκιο από τις παλιές μέρες της
αυτοκρατορίας, που διέθετε και μια πηγή με τρεχούμενο νερό.
Ετοιμαζόμασταν για ύπνο
όταν ακούστηκε φασαρία μέσα από τα δένδρα.
-Τι στα κομμάτια, είπε ο
Δάια. Τι είναι πάλι;
Η απάντηση εμφανίστηκε
μέσα από τα δένδρα. Ήταν μια δράκα ψηλών, μεγαλόσωμων όντων με μυώδη σώματα και
κυρτές πλάτες που ήταν οπλισμένα με τσεκούρια και ρόπαλα.
-Ανασκελάδες! είπε ο
Ζήνων και έφτυσε στο χώμα. Την τύχη μου μέσα!
Είχε χρησιμοποιήσει το
όνομα που δίνουν στα χωριά στα ταραχοποιά στοιχειά που μπαίνουν στα σπίτια και
μαγαρίζουν το γάλα ή κλέβουν τρόφιμα από τα κελάρια αφήνοντας το κρασί να
τρέχει, αλλά αυτά εδώ δεν ήταν τέτοια πλάσματα. Ήταν οι συγγενείς τους των βουνών,
μια ράτσα βίαιη και επικίνδυνη. Ο Ζήνων μου έκανε νόημα να σταθώ πίσω, κοντά
στην πηγή και τις προμήθειες, και η Αλθέα με ακολούθησε. Ο Δάια έσπευσε να μας
μιμηθεί. Οι στρατιώτες σχηματίσανε ένα ημικύκλιο μπροστά μας έτοιμοι για μάχη.
Ήταν μια μάχη σύντομη
αλλά σκληρή. Αν οι αντίπαλοι είχαν ένα μειονέκτημα ήταν η έλλειψη συντονισμού,
δεν πολεμούσαν σαν ομάδα αλλά ο καθένας μόνος του, έτσι πολλές φορές
αλληλοεμποδίζονταν επιτρέποντας στους στρατιώτες του Ζήνωνα να τους εξοντώσουν
στο τέλος χωρίς να έχουν μεγάλες απώλειες.
-Πρώτα αυτή η τεράστια
αράχνη, μετά οι Ανασκελάδες, είπε ο Ζήνων, τι άλλο θα δούμε!
Δεν είχε αποσώσει την
φράση του όταν με ένα μουγκρητό ικανό να σηκώσει και νεκρό από τον τάφο,
εμφανίστηκε στην άκρη του ξέφωτου, ένα τεράστιο ζώο. Είχα ξαναδεί ένα όμοιο του
μια φορά σε ένα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης. Ήταν ένα μαμούκ, όπως το
αποκαλούσαν οι φυλές πέρα από τα όρη που έτρεμαν τα ξεσπάσματά του. Ήταν ψηλό
σαν σπίτι και το ίδιο ογκώδες με τεράστιους χαυλιόδοντες και δέρμα που δύσκολα
διαπερνούσε οποιοδήποτε όπλο. Το μουγκρητό του δόνησε και πάλι τον αέρα και τα
άλογα χλιμίντρισαν κατατρομαγμένα καθώς το μαμούκ κινήθηκε προς το μέρος τους.
Τράπηκαν σε φυγή μέσα στο δάσος και δεν τα είδαμε ποτέ πια.
-Εγώ και η γλώσσα μου η
μεγάλη! είπε ο Ζήνων φουρκισμένος.
Τα μαμούκ είναι δύσκολο
να σκοτωθούν, ένα από τα πιο τρωτά σημεία τους είναι ο λαιμός, τόσο από κάτω
όσο και από πάνω. Όπως όμως στεκόταν μπροστά μας καμία από τις δύο αυτές επιλογές
δεν έδειχνε να είναι δυνατή χωρίς να σκοτωθούν πολλοί από τους άνδρες.
Αποφάσισα ότι ίσως μπορούσα να δοκιμάσω μια διαφορετική προσέγγιση.
Μέρος της μοναστικής
εκπαίδευσης είναι η εκμάθηση της επαφής και όπου είναι δυνατό της επικοινωνίας
με όλα τα ζωντανά που έφτιαξε ο Ύψιστος. Έτσι ίσως θα μπορούσα να πείσω το μαμούκ
αν μην επιτεθεί αλλά να στραφεί κάπου αλλού. Μιας και παρά το τεράστιο μέγεθός
του είναι χορτοφάγος αυτός ο φαιός γίγαντας δεν αποτελούσαμε πιθανή τροφή οπότε
θα έπρεπε να είναι πιο εύκολο να στρέψω αλλού την προσοχή του.
Πέρασα μπροστά από τους
στρατιώτες και στάθηκα στο δρόμο του μαμούκ. Εκείνο με κοίταξε με τα μικρά
μαύρα μάτια του και βρυχήθηκε ξανά. Άπλωσα το χέρι μου προς την τεράστια
μουσούδα του ενώ κρατούσα το βλέμμα μου στα μάτια του.
-Είσαι και εσύ
δημιούργημα του Υψίστου, είπα απαλά, δεν θα θέλουμε να σου κάνουμε κακό,
πήγαινε στην…
Δεν πρόλαβα να
ολοκληρώσω, το μαμούκ σωριάστηκε μπροστά μου και μετά από έναν βίαιο σπασμό
έμεινε ακίνητο, νεκρό. Καθώς το κοίταζα το φως έσβησε από τα μάτια του και μαζί
του φάνηκε σαν μια διάνοια να αποτραβήχτηκε μέσα από το τεράστιο πλάσμα.
-Δεν ξέρω πως το έκανες
αυτό αδερφέ, είπε ο Ζήνων, αλλά μας γλίτωσες από πολλές απώλειες.
-Δεν το έκανα εγώ,
απάντησα, σκοπός μου ήταν να το ησυχάσω. Δεν ξέρω τι συνέβη.
-Ας του συνέβη ότι θέλει,
αρκεί που γλιτώσαμε από δαύτο, είπε ο Δάια.
Οι άνδρες του Ζήνωνα
θάψανε τους πεσόντες συντρόφους τους και εγώ διάβασα τις ευχές για την ανάπαυσή
τους. Κανένας δεν θα ένιωθε καλά να κοιμηθεί κοντά στους τάφους των συντρόφων
τους και στο κουφάρι του μαμούκ οπότε αποφασίσαμε να προχωρήσουμε λίγο και να
κατασκηνώσουμε λίγο μακρύτερα.
Σταματήσαμε σε ένα στενό
ξέφωτο, λίγο μεγαλύτερο από ένα βαθούλωμα του εδάφους ανάμεσα σε μερικά
αιωνόβια, πανύψηλα δένδρα. Δεν είχαμε πλέον παρά μόνο ότι είχαμε πάνω μας και
τα λιγοστά εφόδια που είχαν προλάβει να ξεφορτώσουν οι στρατιώτες από τα άλογα
πριν τα χάσουμε. Ανάψαμε φωτιά και καθίσαμε γύρω της. Φάγαμε ένα λιτό δείπνο
και παρότι δεν πολυμιλούσαμε κανένας δεν έδειχνε πρόθυμος να αποσυρθεί για
ύπνο. Πέρα από το μικρό μας ξέφωτο το δάσος έδειχνε μεγάλο και τρομακτικό, ήταν
μια παρηγοριά η φωτιά και η ανθρώπινη παρουσία. Τελικά ο Ζήνων όρισε τους
σκοπούς και οι υπόλοιποι πήγαμε για ύπνο.
Ξάπλωσα στην κυρτή
επιφάνεια του εδάφους ανάμεσα στις ρίζες μιας τεράστιας οξιάς και σκεπάστηκα με
το μανδύα μου. Η Αλθέα ξάπλωσε κοντά μου. Ενώ βολεύονταν και οι υπόλοιποι για
να περάσουν τη νύχτα, η κοπέλα μου είπε:
-Φοβάμαι πολύ.
-Θα τα καταφέρουμε, της
είπα προσπαθώντας να την ενθαρρύνω.
Μετακινήθηκε πιο κοντά
μου και το σώμα της άγγιξε το δικό μου. Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να το
αγνοήσω και να κοιμηθώ. Γύρω μας όλοι εκτός των σκοπών κοιμούνταν.
-Δεν θα γυρίσουμε όλοι,
είπε η Αλθέα, φοβάμαι ότι αυτή είναι η τελευταία μας νύχτα σε αυτόν τον κόσμο
πριν το Επέκεινα.
Άνοιξα τα μάτια μου και
την κοίταξα. Άπλωσα το χέρι μου καθησυχαστικά στον ώμο της και αποδείχθηκε
λάθος κίνηση. Η Αλθέα χώθηκε στην αγκαλιά μου. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το
λαιμό μου και με φίλησε απαλά στα χείλη.
Όταν μπήκα στο μοναστήρι
και ενδύθηκα το μοναχικό σχήμα ήμουν νέος αλλά όχι τόσο ώστε να μην έχω γευθεί
την ηδονή της ερωτικής πράξης με μια γυναίκα, ακόμα και αν ήταν χρόνια πριν δεν
είχα ξεχάσει τη γεύση του φιλιού, το άρωμα του γυναικείου στήθους, την ζεστασιά
του γυναικείου κορμιού πάνω στο δικό μου. Την κοίταξα στα μάτια και είδα πόσο
ανάγκη το είχε και μετά τη φίλησα απολαμβάνοντας τη γλυκύτητα του φιλιού της.
Κάναμε έρωτα και μετά την
κράτησα στην αγκαλιά μου ως που φάνηκε το πρώτο φως της αυγής. Τότε μόνο με
αποχωρίστηκε και άρχισε να ντύνεται. Σύντομα ξεκινήσαμε και πάλι να ταξιδεύουμε
στο δάσος. Βγήκαμε σε ένα μεγάλο ξέφωτο και εκεί μας υποδέχτηκε μια παγερή
φωνή:
-Καλώς ήρθατε στον τόπο
του θανάτου σας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου