Κεφάλαιο
Τρίτο
Ξεκινήσαμε με το πρώτο
φως της αυγής κινούμενοι πλέον στο μεγάλο δάσος που καλύπτει την οροσειρά του
Κρίκου. Λίγο πριν βγει ο ήλιος περάσαμε το τελευταίο φυλάκιο στα σύνορα, είχαμε
βγει από την αυτοκρατορία στην περιοχή που αποκαλούσαμε γενικά η ερημιά. Μόνο
κάποιες νομαδικές φυλές ζούσαν εδώ με πολύ περισσότερες να προτιμούν την
πεδιάδα πέρα από τα βουνά.
Τώρα που είχαμε αφήσει τα
σύνορα πίσω μας ο Δάια δεν φαινόταν να αμφιβάλλει για το ποιος ήταν ο σωστός
δρόμος και που έπρεπε να πάμε. Έβγαζε και συμβουλευόταν το χειρόγραφο, για το
οποίο είχα ακούσει, συχνά.
Το μεσημέρι σταματήσαμε
για λίγο όπως και την προηγούμενη μέρα και φάγαμε καθισμένοι σε ένα μικρό
ξέφωτο. Είχαμε μόλις ξεκινήσει όταν βρέθηκε μπροστά μας το πιο αναπάντεχο
θέαμα, μια κοπέλα. Ήταν μόνη, χωρίς όπλα, υποζύγιο ή οτιδήποτε άλλο εκτός από
τον χιτώνα που φορούσε, έναν ποδήρη σε άλικο κόκκινο που μου θύμιζε τις παλιές
τοιχογραφίες στο μοναστήρι. Σίγουρα δεν έμοιαζε με τις γυναίκες των νομάδων. Είχε
απαλά χαρακτηριστικά, μακριά καστανά μαλλιά και λεπτό νευρώδες σώμα.
-Ποια είσαι και τι κάνεις
εδώ; ρώτησε ο Δάια κοφτά.
-Ζω εδώ, ήταν η απάντησή
της με απαλή, μελωδική φωνή.
-Θα έρθεις μαζί μας, μπορεί
να μας είσαι χρήσιμη, είπε ο Δάια. Δρουγγάριε, φρόντισέ το.
Ο Ζήνων μόρφασε σαν να
του είχε αναθέσει κάποιο επαχθές καθήκον και μετά είπε:
-Αδερφέ, πάρε την
πισωκάπουλα.
-Είναι αντίθετο με τους
κανόνες, είπα αλλά με έκοψε λέγοντας:
-Και αυτοί είναι
στρατιώτες. Θες να την εμπιστευτώ σε αυτούς; Χώρια που μπορεί να χρειαστεί να
πολεμήσουν. Εσύ δεν έχεις τέτοιο θέμα.
Αναγκαστικά υποχώρησα και
την πήρα στο άλογο πίσω μου, το άλογο δεν δυσανασχέτησε καθόλου, σαν να μην
ζύγιζε τίποτα η νέα αναβάτης του. Ένιωσα τα χέρια της να με πιάνουν στη μέση
και προσπάθησα να μη σκέφτομαι ότι ανήκαν σε μια όμορφη, νέα γυναίκα.
-Δεν θα είμαι βάρος, είπε
εκείνη σιγανά.
-Πως σε λένε; τη ρώτησα.
-Αλθέα, είπε.
Δεν την ρώτησα τίποτα και
εκείνη δεν ξαναμίλησε. Κάποια στιγμή ένιωσα το κεφάλι της στην πλάτη μου, είχε
ακουμπήσει και είχε αποκοιμηθεί.
Σταματήσαμε για το βράδυ
σε ένα σημείο όπου το μονοπάτι ήταν κάπως που φαρδύ και καθίσαμε γύρω από τη
φωτιά που απόψε ήταν ακόμα πιο απαραίτητη με το κρύο που είχε πιάσει.
-Μπορώ να δω το
χειρόγραφο αυτό; ρώτησα τον Δάια.
Εκείνος μου το έδωσε με
ένα υπεροπτικό χαμόγελο. Κατάλαβα το γιατί αμέσως μόλις το κοίταξα. Ήταν
γραμμένο στα Λαετανικά, την αρχαία γλώσσα της αυτοκρατορίας, ελάχιστοι μπορούν
να τα διαβάσουν τώρα πια αλλά δυστυχώς για τον νοβελίσιμο ήμουν ανάμεσά τους.
Ήταν ένα χρονικό που
μιλούσε για τους Όλορους Ιάντες, ένα λαό που είχε ζήσει στην περιοχή αυτή
αιώνες πριν. Λεγόταν πως ήταν ένας λαός τίμιος και εργατικός με τα υψηλότερα
επίπεδα προόδου, τόσο σαν πολιτισμός όσο και ατομικά, που είχε δει ποτέ κανείς.
Είχαν προοδεύσει στην ποίηση και όλες τις τέχνες και ζούσαν σε αρμονία με τη
φύση και όλα της τα όντα. Τους εξαφάνισαν οι Χουσίτες στην πρώτη τους εισβολή
στην αυτοκρατορία χωρίς να μείνει τίποτα να τους θυμίζει.
Στο χειρόγραφο αναφερόταν
το τελετουργικό της καθάρσεως με το οποίο οι Όλουροι απεκδύονταν κάθε τι που
έφθειρε τον άνθρωπο, θυμό, μνησικακία και μίσος, λαγνεία, πλεονεξία ακόμα και
την περιέργεια και το φόρτωμα σε ένα και μόνο φορέα καθώς και την εξιλαστήρια
θυσία που επισφράγιζε την όλη τελετή. Ήταν η βάση για την πνευματική ανάπτυξη
του λαού αυτού.
Από τις σημειώσεις στο
περιθώριο του χειρόγραφου κατάλαβα ότι ο νοβελίσιμος είχε μεταφράσει μόνο μέρος
του κειμένου και ειδικά εκείνο που μιλούσε για το πώς έφτανε κανείς στον τόπο
που ζούσαν οι Όλουροι Ιάντες.
-Εκεί πάμε; ρώτησα. Να
βρούμε τον τόπο των Ιάντων; Τι μας λέει ότι εκεί είναι αυτό που ζητάμε.
-Είναι ένα καλό μέρος για
να ξεκινήσουμε, είπε ο Δάια. Και αν δεν βρούμε την αιτία του κακού θα γυρίσουμε
όλοι πλούσιοι. Υπάρχει αμύθητος θησαυρός από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους
εκεί.
-Τέτοιοι θησαυροί δεν
είναι ποτέ αφύλακτοι, είπα.
Ο Δάια με κοίταξε για μια
στιγμή.
-Διάβασες τίποτα τέτοιο
εκεί;
-Όχι, είπα.
-Δώσε μου το χειρόγραφο,
είπε ο νοβελίσιμος και εγώ το έκανα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου