Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη - 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 11



Η Κέητ ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε μια συνάντηση με τον Πάνκχερστ δεν μπορούσε να της χαλάσει τη μέρα, Έβγαινε από το κτήριο που στέγαζε τη φιλοσοφική σχολή μαζί με τον Άνταμ όταν συνάντησαν τον αλαζόνα αντίπαλό τους με την πανταχού παρούσα ακολουθία του. Ο Πάνκχερστ έδειξε την Κέητ και σχολίασε κάτι που έκανε τους υπόλοιπους να γελάσουν. Η Κέητ όμως οπλισμένη με τη γνώση πως είχε φίλους που την εκτιμούσαν και σε μια δύσκολη στιγμή θα της συμπαραστέκονταν και με τη σπουδαιότερη ακόμα δύναμη που της έδινε το γεγονός πως υπήρχε κάποιος που την αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτή, τον αγνόησε και γύρισε να κοιτάξει τον Άνταμ δίπλα της. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και τη φίλησε τρυφερά. Ο Πάνκχερστ έκανε πως ξερνάει αλλά η ειρωνεία του πήγε χαμένη, δεν μπορούσε να πληγώσει την Κέητ πια.
-Θες να πάμε μαζί για φαγητό; ρώτησε ο Άνταμ .
-Ναι, είπε η Κέητ ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του.
-Ωραία, ξέρω ένα ήσυχο μέρος με καλό φαγητό.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε βλέποντας τον Άνταμ και την Κέητ να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι. Ήταν ταιριαστό ζευγάρι και είχαν όλα τα εχέγγυα για μια όμορφη σχέση αρκεί να μπορούσαν να τη διατηρήσουν μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής που οι ρυθμοί του κάθε άλλο παρά ευνοούν μια πραγματική σχέση και οι πειρασμοί για την διάλυσή της είναι παραπάνω από αρκετοί.
-Συγνώμη κύριε καθηγητά...
Χαμένος στις σκέψεις όπως ήταν δεν είχε καταλάβει την κοπέλα που στεκόταν δίπλα του. Ήταν μια ασχημούλα μα συμπαθητική κοπέλα που δούλευε στη γραμματεία της σχολής.
-Συγνώμη Μέλοντι, είπε ο Μιχάλης. Σκεφτόμουν κάτι. Πες μου.
-Ξέρετε μια κοπέλα με το όνομα Ντήντρα Κάρτερ;
-Ναι, είπε ανήσυχος ο Μιχάλης, συνέβη κάτι;
-Ήρθε στη γραμματεία και ζήτησε μεταγραφή. Ξέρετε είναι πολύ καλή και πολλά πανεπιστήμια θα τη δεχθούν αλλά και’ μείς δεν θέλουμε να τη χάσουμε. Μήπως θα μπορούσατε να της μιλήσετε;
-Εντάξει, που είναι;
-Στο γραφείο μου.
Ο Μιχάλης ακολούθησε την Μέλοντι που τον πήγε στα γραφεία της γραμματείας. Εκεί της ζήτησε να τον αφήσει μόνο με τη Ντήντρα. Μπήκε στο γραφείο, ένα μικρό χώρο με ένα γραφείο φορτωμένο με έγγραφα και μερικές καρέκλες, και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Η Ντήντρα καθόταν σε μια καρέκλα με δυστυχισμένο ύφος, είχε κλάψει. Ο Μιχάλης πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της.
-Θες να μας αφήσεις έμαθα.
Η κοπέλα έκανε ένα νόημα.
-Εξ’ αιτίας του Πάνκχερστ;
-Θα συνεχίσει να με εξευτελίζει...
-Αν το σταματήσω αυτό...
-Φοβάμαι.
-Τι φοβάσαι Ντήντρα; ρώτησε ο Μιχάλης. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.
Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια.
-Φοβάμαι ότι θα με... Αγγίξει... Θα κάνει αυτό που δεν... Έκανε.
Η φωνή της έτρεμε και χρειάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα για να συνεχίσει.
-Φοβάμαι πως θα σου κάνει κακό επειδή με βοηθάς, είπε με τη φωνή της μόλις δυνατότερη από ψίθυρο, έμαθα για το επεισόδιο στη σκάλα. Δεν θέλω να πληγωθεί κανένας για’ μένα.
Σηκώθηκε όρθια.
-Καλύτερα να φύγω.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε και εκείνος.
-Θα φροντίσω να μείνεις με φίλους για να μη φοβάσαι και θα δούμε τι θα κάνουμε με τον ηλίθιο. Δεν θα φύγεις, μην τα παρατάς Ντήντρα.
-Δεν θέλω να πάθεις κακό, είπε η κοπέλα με τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Δεν θα το άντεχα...
Ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Μιχάλης την αγκάλιασε αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της κοινής λογικής πως ήταν καλύτερα να την αφήσει να φύγει γιατί η δέσμευση εγκυμονούσε τον κίνδυνο να βιώσει και πάλι την απώλεια και τον πόνο, να την ξεχάσει, να κάνει απλά τη δουλειά για την οποία ήταν εδώ και μετά να επιστρέψει στην πατρίδα του.
-Ησύχασε, Ντήντρα όλα θα πάνε καλά, της ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της.

Ο Μιχάλης άνοιξε την πόρτα και έγνευσε στην Ντήντρα να περάσει, την είχε φέρει στο σπίτι της αδελφότητας αφού είχε κάνει ένα τηλεφώνημα στη Νιόβη. Η Ντήντρα τον κοίταξε και προχώρησε διστακτικά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Εκείνος την ακολούθησε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε ησυχία καθώς οι περισσότεροι βρίσκονταν ακόμα στα μαθήματά τους. Η Ντήντρα κοντοστάθηκε και κοίταξε τον Μιχάλη.
Ήταν μια μεγάλη έκπληξη η διαπίστωση πως πέρα από το φόβο της για το τι θα μηχανευόταν εις βάρος της ο Πάνκχερστ η Ντήντρα φοβόταν τις επιπτώσεις για όποιον θα την βοηθούσε και συγκεκριμένα ότι φοβόταν για τον ίδιο. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό να αντιμετωπίσει τέτοια πιθανότητα γιατί πολύ απλά δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Τον είχε συγκινήσει το γεγονός. Ο ίδιος δεν νοιαζόταν αν κινδύνευε - όχι ότι δεν περίμενε τη στιγμή που θα έκανε τον Πάνκχερστ να πληρώσει για το κατόρθωμά του στις σκάλες - αλλά  η Ντήντρα δεν ήθελε να εξασφαλίσει την δική της ασφάλεια με αντάλλαγμα το καλό κάποιου άλλου. Την είχε καθησυχάσει κρατώντας τη στην αγκαλιά του και καθώς εκείνη έκλαιγε, από ανακούφιση αυτή τη φορά, είχε νιώσει κάτι που δεν είχε νιώσει εδώ και χρόνια. Την ανάγκη να έχει κάποιον για τον οποίο να νοιάζεται και να φροντίζει, κάποιον που να μπορεί να αγαπήσει. Λίγο είχε λείψει να ανασηκώσει το σκυμμένο κεφάλι της Ντήντρα και να τη φιλήσει.
Όχι! Αυτό έπρεπε να το ξεχάσει, δεν έπρεπε ούτε να το σκέφτεται εκτός και αν ήταν διατιθέμενος να περάσει τα ίδια και να ξαναζήσει την οδύνη εκείνων των στιγμών που πάσχιζε αλλά δεν κατάφερνε να ξεχάσει.
-Μιχάλη;
Η φωνή της Ντήντρα τον επανάφερε στο παρόν.
-Ταξίδευες, είπε απαλά η κοπέλα, και σε κάτι διόλου ευχάριστο αν κρίνω από την έκφρασή σου.
-Έχω και’ γω τα προβλήματά μου, είπε ο Μιχάλης.
-Μέρος των οποίων και’ γω, είπε η κοπέλα και χαμήλωσε το βλέμμα.
-Όχι Ντήντρα, είπε ο Μιχάλης, εσύ δεν είσαι πρόβλημα. Δεν φταις εσύ αν ένα πλουσιόπαιδο που δεν ξέρει πως αλλιώς να διασκεδάσει σε διάλεξε για στόχο. Μην το σκέφτεσαι αυτό. Και αν συμβεί κάτι θα φταίει εκείνος και όχι εσύ, Έλα τώρα να σε γνωρίσω στους νέους σου συγκατοίκους.
Την πήγε στο μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο όπου βρήκε την Κέητ και τον Άνταμ που συζητούσαν καθισμένοι σε έναν καναπέ και την Νιόβη που διάβαζε ένα βιβλίο. Τη σύστησε πρώτα στη Νιόβη και μετά στην Κέητ και τον Άνταμ.
-Σας έβαλα σε μπελάδες, είπε απολογητικά η Ντήντρα.
-Μην το λες, είπε ο Άνταμ, έχουμε προηγούμενα με τον Πάνκχερστ.
-Ειδικά εγώ, είπε η Κέητ. Αλλά δεν χρειάζεται να μας ευχαριστείς, μάλλον εμείς θα έπρεπε να σε ευχαριστούμε.
-Εμένα; Γιατί; έκανε με γνήσια απορία η Ντήντρα.
-Έλα, κάθισε και θα σου εξηγήσω, είπε η Κέητ.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε, η Κέητ και ο Άνταμ ήταν οι κατάλληλοι για να κάνουν την Ντήντρα να νιώσει ευπρόσδεκτη.

Το απόγευμα της Παρασκευής δεν υπήρχε άλλο θέμα συζητήσεως στο σπίτι από την πρώτη τους πρόβα για το έργο στο θέατρο. Κανόνισαν με ποιο τρόπο αυτοί που είχαν μεταφορικά μέσα θα μετέφεραν και τους υπόλοιπους και από πολύ νωρίτερα είχαν αρχίσει να καταφτάνουν στο θέατρο. Ο Μαξιμίλιαν μετέφερε τον Μιχάλη και τη Ντήντρα, που ήθελε να παρακολουθήσει την πρόβα και ας μην είχε καμία σχέση με το έργο, ενώ η Νιόβη ήρθε με τον Τόμας.
Πάνω στη σκηνή γινόταν το αδιαχώρητο μιας και είχαν φέρει και υλικά για τα σκηνικά καθώς και κάποια από τα πράγματα που θα χρειάζονταν στην παράσταση. Η Νιόβη διασχίζοντάς τη σκόνταψε σε ένα κασόνι και έκανε μια θεαματική βουτιά που δεν κατέληξε στο σανίδι αλλά στην αγκαλιά του Τόμας που έσπευσε να την πιάσει για να μη χτυπήσει.
Σφιγμένη πάνω του η Νιόβη ένιωσε μια πρωτόγνωρη θέρμη να απλώνεται στο σώμα της και τα μάγουλά της να φλογίζονται, Ένιωθε πολύ ωραία και μπήκε στον πειρασμό να προσποιηθεί πως είχε χτυπήσει για να την κουβαλήσει ο Τόμας και να μείνει περισσότερο στην αγκαλιά του αλλά είχαν δουλειά. Ο Τόμας την έστησε στα πόδια της και αφού της έκλεισε το μάτι στράφηκε στους υπόλοιπους.
-Ας αρχίσουμε, θα κάνουμε πρώτα μια πρόβα διαβάζοντας το έργο και μετά θα δούμε για τα κουστούμια.
Το ρόλο του ενδυματολόγου τον είχε αναλάβει η Μέλοντι.Ήταν αυτό που είχε σπουδάσει αλλά αφού δεν έβρισκε δουλειά σ’ αυτό το αντικείμενο - οι κακές γλώσσες λέγανε πως ήταν άσχημη για να δουλέψει στο θέατρο ακόμα και σε αυτό το πόστο - είχε πιάσει δουλειά στη γραμματεία. Ο Τόμας είχε μιλήσει μαζί της και του είχε δείξει κάποια σχέδια που ενθουσίασαν τη Νιόβη όταν τα είδε στην τελευταία τους συνάντηση, Έτσι η Μέλοντι πήρε τη δουλειά.
-Αρχίζουμε! Είπε ο Τόμας.

Καθισμένοι στις πρώτες σειρές των καθισμάτων του θεάτρου διάβασαν τους ρόλους τους υπό την επίβλεψη του Τόμας που είχε έναν καλό λόγο για όλους αλλά και διόρθωνε ότι έκρινε πως χρειαζόταν, αλλού την ένταση της φωνής, αλλού τον τόνο και τη χροιά ή την ταχύτητα με την οποία λέγονταν οι ατάκες. Πολλές φορές έδινε ο ίδιος παράδειγμα του τι ήθελε να κάνουν.
Διάβασαν δυο φορές το έργο έτσι και μετά ο Τόμας είπε:
-Ωραία, αυτό ήταν για σήμερα. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τα κουστούμια οπότε αναλαμβάνει η Μέλοντι. Την επόμενη φορά θα αρχίσουμε πρόβες πάνω στη σκηνή για να προσαρμοστείτε και στις κινήσεις που απαιτεί ο κάθε ρόλος.
Πήδηξε κάτω από τη σκηνή και κάθισε δίπλα στην Νιόβη.
-Πολύ καλά, είπε, πήγε καλύτερα από ό, τι περίμενα.
-Χαίρομαι που το ακούω, απάντησε εκείνη. Το βάλαμε σκοπό να νικήσουμε στο μαραθώνιο.
-Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα αντικείμενα αλλά στο θεατρικό θα κάνουμε αίσθηση, είπε ο Τόμας. Θα νικήσουμε.
-Το ελπίζω, είπε η Νιόβη.
Σηκώθηκε για να πάει να προβάρει ένα φόρεμα που ήθελε η Μέλοντι αφήνοντας τον να την κοιτάζει καθώς χανόταν στα παρασκήνια. Πάντα συμπαθούσε τη Νιόβη και η συνεργασία που είχαν αυτές τις τελευταίες μέρες είχε κάνει αυτό το συναίσθημα εντονότερο. Του άρεσε η Νιόβη, έπρεπε να το παραδεχθεί στον εαυτό του. Του άρεσε σαν χαρακτήρας αλλά, όπως συνειδητοποιούσε σιγά - σιγά, του άρεσε και σαν γυναίκα.
Κούνησε το κεφάλι του, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ερωτευθεί τη Νιόβη, είχαν και οι δυο πολλά να κάνουν και εξ’ ίσου πολλά να πετύχουν. Μια ερωτική σχέση μεταξύ τους θα τους αποσυντόνιζε, θα δημιουργούσε περισπασμούς και - αν τελικά δεν πήγαινε καλά - θα καθιστούσε τη συνεργασία μεταξύ τους προβληματική ή και αδύνατη.
-Πως σου φαίνεται;
Η Νιόβη στεκόταν μπροστά του με ένα φόρεμα σε βαθύ μπλε χρώμα, αυτό θα φορούσε για τη σκηνή του χορού και το φινάλε.
-Είσαι υπέροχη, είπε ο Τόμας, ειλικρινά.
-Ευχαριστώ, είπε η Νιόβη και κοκκίνησε.
-Τι θα κάνεις μετά από’ δω;
-Δεν ξέρω, δεν έχω σχέδια για κάτι συγκεκριμένο.
-Θέλεις να πάμε για δείπνο μαζί; ρώτησε ο Τόμας κάνοντας την καρδιά της Νιόβης να φτερουγίσει δυνατά στα στήθη της.
-Ναι, απάντησε, θα το ήθελα. Πάω να αλλάξω.
Η Νιόβη έκανε να γυρίσει προς τα παρασκήνια αλλά έπεσε πάνω σε κάποιον που ερχόταν προς το μέρος της.
-Αλέξανδρε! Δεν ήξερα ότι γύρισες.
-Από το αεροδρόμιο έρχομαι, είπε εκείνος αγκαλιάζοντάς την.
Η Ρεμπέκα ήταν μαζί του, ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα και γόβες και είχε μακιγιαριστεί με αποτέλεσμα να δείχνει πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες κοπέλες που ήταν απλά ντυμένες. Αγκάλιασε την Νιόβη και τη φίλησε ρωτώντας πρόσχαρα:
-Πως είσαι;
-Μια χαρά, είπε η Νιόβη.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε να μιλήσει με τον Μιχάλη και η Ρεμπέκα τον ακολούθησε. Έδωσε το χέρι της στον Μιχάλη που δεν αρνήθηκε τη χειραψία από αβρότητα. Εκείνη επωφελήθηκε, τον αγκάλιασε και ενώ ο Αλέξανδρος κοίταζε τη σκηνή και τις ετοιμασίες που γίνονταν, τον φίλησε στο στόμα, Έχοντας υπ’ όψη της πως θα αντιδρούσε τραβήχτηκε πριν προλάβει να το κάνει και του ψιθύρισε:
-Σε θέλω.
Έκανε ένα βήμα πίσω και του έκλεισε το μάτι με έναν τρόπο που υποσχόταν πολλά.
Λίγες θέσεις πιο πέρα η Ντήντρα την κοίταζε νιώθοντας παγωμένη. Ήξερε ότι ο Μιχάλης ήταν κάποια χρόνια μεγαλύτερός της και η Ρεμπέκα με την προσεγμένη εμφάνισή της έμοιαζε μεγαλύτερη και σοβαρή. Βλέποντάς την να αγκαλιάζει τον Μιχάλη και καταλαβαίνοντας από τον τρόπο της τι ήθελε από αυτόν έβγαλε το συμπέρασμα πως είχαν σχέση.
Σηκώθηκε από τη θέση της και αποτραβήχτηκε σε μια πιο σκοτεινή άκρη. Μάλωσε τον εαυτό της γιατί είχε σταθεί αφελής για μια ακόμη φορά. Ο Μιχάλης την είχε βοηθήσει στις δύσκολες ώρες που περνούσε αλλά δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ένιωθε κάτι άλλο γι’ αυτήν πέρα από συμπάθεια. Όχι, δεν ήταν ακριβές αυτό. Στο γραφείο της Μέλοντι την είχε αγκαλιάσει με μια τρυφερότητα που δεν θα της έδειχνε ούτε εραστής. Αυτό κάτι σήμαινε.
«Ανόητη!» μάλωσε τον εαυτό της. «Είναι ένας ώριμος άνδρας δεν θα γυρίσει να κοιτάξει εσένα!»
Και αυτό ήταν που την πλήγωνε. Αγκάλιασε με τα χέρια της το σώμα της νιώθοντας να κρυώνει. Δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια της.

Ο Μαξιμίλιαν τελείωσε με την πρόβα και κοίταξε την Μέλοντι. Οι άνδρες που τη συναντούσαν στους δρόμους και τους διαδρόμους του πανεπιστημίου δεν της έριχναν δεύτερη ματιά αλλά ο Μαξιμίλιαν είχε διαπιστώσει πως ήταν μια πολύ έξυπνη κοπέλα που έκανε καλή παρέα. Αυτό είχε κατά νου και εκείνος.
-Τι θα κάνεις μετά; ρώτησε.

Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη - 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 10


Η Ντήντρα μπήκε στη σχολή νιώθοντας να ριγεί σαν να είχε πυρετό. Εξωτερικά δεν έδειχνε διαφορετική από ότι την προηγούμενη μέρα, Έμοιαζε σαν να μην είχε συμβεί αυτή η φρικτή νύχτα που την είχε καταρρακώσει όπως ήταν ντυμένη με ένα απλό μπλε φόρεμα και έχοντας εξαφανίσει με ένα ζεστό μπάνιο και λίγο ύπνο τα σημάδια της. Είχε εξαφανίσει όμως μόνο τα σημάδια από το σώμα της όχι και αυτά από την ψυχή της.
Η συμπεριφορά του Πάνκχερστ και της παρέας του, τελείως απρόκλητη, την είχε πληγώσει, την είχε τρομοκρατήσει, την είχε κάνει να χάσει την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και την καλοσύνη τους. Είχε ζητήσει αγάπη και είχε βρει μια βίαιη προσήλωση στο σεξ. Εκείνη δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό, επιθυμούσε μια σχέση που θα μπορούσε να εκφράσει αυτό που ένιωθε, ήταν τόσο κακό; Αν απλά δεν συμφωνούσε μπορούσε να της το πει. Έπρεπε να την ταπεινώσει, να την εξευτελίσει έτσι; Την τρόμαζε η συνειδητοποίηση πως όσο τρομερό και αν ήταν αυτό που της είχε συμβεί ήταν το λιγότερο, θα μπορούσαν να είχαν συμβεί χειρότερα πράγματα και υπήρχαν γυναίκες που διασκέδαζαν μ’ αυτό, καμία δεν την είχε υπερασπιστεί.
Προχωρώντας προς το αμφιθέατρο προσευχόταν να μην συναντήσει τον Πάνκχερστ. Δεν ήθελε να περάσει κι’ άλλο εξευτελισμό ή ότι άλλο θα σκεφτόταν ο διεστραμμένος βασανιστής της. Δυστυχώς για εκείνη δεν εισακούστηκε.
-Έι Κάρτερ, έλα εδώ.
Έξω από το αμφιθέατρο ο Πάνκχερστ και η παρέα του ήταν μαζεμένοι σε κύκλο, Ένας από αυτούς κρατούσε κάτι που η κοπέλα δεν μπορούσε να δει. Πλησίασε όχι γιατί το ήθελε αλλά γιατί έπρεπε να περάσει από’ κει για να πάει στο μάθημά της.
-Σας παρακαλώ, ψέλλισε η Ντήντρα. Δεν...
-Τι νούμερο φοράς; ρώτησε μια από τις φίλες του Πάνκχερστ τραβώντας το φόρεμά της.
-Σας παρακαλώ, ξανάπε η κοπέλα αλλά η φωνή της χάθηκε μέσα στα γέλια των φίλων του Πάνκχερστ που την πλησίασε και είπε:
-Έλα βγάλε το αυτό, να δούμε αν η φωτογραφία σε κολακεύει.
Η Ντήντρα κατάλαβε τι ήταν αυτό που κρατούσε ο φίλος του Πάνκχερστ, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και είχε προφανώς την ημίγυμνη φωτογραφία της που είχαν τραβήξει την προηγούμενη νύχτα. Ξέσπασε σε λυγμούς κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια της ενώ ένιωσε ένα χέρι στο γοφό της.
Το επόμενο πράγμα που κατάλαβε ήταν ο δυνατός ήχος ενός χαστουκιού και μια θυμωμένη φωνή που έλεγε:
-Πόσο ηλίθιος μπορείς να γίνεις, μου λες;
Άνοιξε τα μάτια της και είδε την Κέητ να στέκεται ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Πάνκχερστ με τα χέρια στη μέση, εμφανώς θυμωμένη. Όπως η Νιόβη είχε έρθει να τη βοηθήσει μερικές μέρες πριν έτσι και εκείνη τώρα ερχόταν προς βοήθεια της Ντήντρα.
-Α! Η μικρή προστατευόμενη της Κομνηνού, χλεύασε ο Πάνκχερστ, θες και’ συ να μας δείξεις τα κάλλη σου;
Η Κέητ κοκκίνησε από οργή, τα μάτια της έλαμψαν επικίνδυνα. Ήταν συνεσταλμένη κοπέλα και πράος χαρακτήρας αλλά η αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ντήντρα την είχε εξοργίσει. Στράφηκε στην κοπέλα και την αγκάλιασε από τους ώμους.
-Έλα καλή μου, είπε, πάμε να φύγουμε.
Η Ντήντρα έγνευσε καταφατικά αλλά όπως γύρισαν να φύγουν ο Πάνκχερστ είπε:
-Δεν σας έδωσα την άδεια να φύγετε.
Άπλωσε το χέρι του να αρπάξει από τον ώμο την Κέητ μανιασμένος που τολμούσε να τον αγνοήσει αλλά ένα στιβαρό χέρι άρπαξε τον καρπό του.
-Δεν θα στο συμβούλευα, είπε ο Άνταμ. Αν την αγγίξεις θα σου κάνω τέτοια ζημιά που δεν θα ξαναπιάσεις τίποτα μ’ αυτό το χέρι.
Η Κέητ απομακρύνθηκε λίγο με τη Ντήντρα και ο Άνταμ απελευθέρωσε τον Πάνκχερστ από τη λαβή του στέλνοντάς τον πάνω στον τύπο που είχε απλώσει το χέρι του στην Ντήντρα. Ο Άνταμ ήξερε πως είχε μπλέξει, δεν θα έφευγε από εδώ χωρίς να πέσει ξύλο αλλά ήταν αποφασισμένος. Δεν θα άφηνε κάποιον να προσβάλλει την Κέητ έτσι και να μην κάνει κάτι γι’ αυτό.
-Τι συμβαίνει εδώ πέρα;
Ο Μιχάλης πλησίαζε για να πάει για το μάθημά του και ο Άνταμ δεν είχε χαρεί ποτέ περισσότερο βλέποντάς τον.
-Μια μικρή διαφωνία, είπε ο Πάνκχερστ.
-Και βγάζετε και φωτογραφίες; είπε ο καθηγητής βλέποντας τη φωτογραφική μηχανή.
-Α, όχι, αυτό είναι κάτι το τελείως διαφορετικό, είπε ο Πάνκχερστ. Ελάτε να δείτε.
Ο αλαζόνας νεαρός είχε εκτιμήσει τελείως λάθος τον άνδρα απέναντί του. Δεν ανήκε στη συντριπτική πλειοψηφία που θα έβλεπε μια ημίγυμνη γυναίκα τρέφοντας ανομολόγητες φαντασιώσεις. Ο Μιχάλης πήρε την φωτογραφική μηχανή ενώ η Ντήντρα λίγο πιο πέρα ξεσπούσε και πάλι σε λυγμούς. Ο Μιχάλης κοίταξε τη φωτογραφία ενώ τα δάκτυλα του ψηλαφούσαν τα πλήκτρα της.
-Α! Τι απρόσεχτος που είμαι, είπε. Νομίζω πως τη διέγραψα! Έχεις αντίγραφο ε;
Μια βλαστήμια ήταν η απάντηση.
-Δεν πειράζει, είπε ατάραχος ο Μιχάλης, πάμε για μάθημα.
Ενώ όλοι έμπαιναν στο αμφιθέατρο, ο Μιχάλης στράφηκε στην Ντήντρα.
-Δεσποινίς Κάρτερ, σας περιμένω στο μάθημα.
Η Ντήντρα με τα μάτια ακόμα γεμάτα δάκρυα χαμογέλασε και άρχισε να τα σκουπίζει. Μετά στράφηκε στην Κέητ.
-Δεν έχω λόγια...
-Δεν χρειάζεται, πήγαινε στο μάθημά σου, είπε με ένα χαμόγελο η Κέητ.
Έμεινε μόνη με τον Άνταμ στο διάδρομο.
-Συγνώμη που σε ανακάτεψα σ’ αυτό, είπε η Κέητ, ο Πάνκχερστ δεν θα το ξεχάσει.
-Δεν με νοιάζει, είπε ο Άνταμ και ήρθε κοντά της. Για’ σενα αξίζει κάθε μπλέξιμο.
Στέκονταν αντικριστά τώρα σε απόσταση αναπνοής.
-Άνταμ...
-Το εννοώ Κέητ, είπε ο Άνταμ και έγειρε προς το μέρος της κοιτώντας τα γαλανά της μάτια. Κάθε μπλέξιμο, είσαι η μόνη που το αξίζει.
Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, απαλά, τρυφερά με έναν τρόπο που φανέρωνε πως αισθανόταν για εκείνη χωρίς να είναι πιεστικός ή κτητικός απέναντί της. Η Κέητ δέχθηκε αυτό το φιλί - το πρώτο της - και ένιωσε όσο ευτυχισμένη δεν είχε νιώσει ποτέ. Ακόμα και η ευτυχία που είχε αισθανθεί μαζί του στο πάρκο έμοιαζε με προετοιμασία γι’ αυτή που τώρα βίωνε. Αγκάλιασε τον Άνταμ και ξέχασε τον κόσμο πέρα από εκείνον σαν να ήταν οι δυο τους μόνοι σε ολόκληρο το σύμπαν.

«Ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής πέθανε το 1087 έχοντας εγκαθιδρύσει ένα νέο βασίλειο με εδάφη στην Αγγλία αλλά και στη Γαλλία, κυρίως στη Νορμανδία, και έχοντας βάλει τα θεμέλια για τον εκατονταετή πόλεμο. Ο ίδιος και οι διάδοχοί του ήταν καθαρά Νορμανδοί που κυβερνούσαν τους υπόδουλους Σάξωνες αλλά η επόμενη δυναστεία, αυτή των Πλανταγενέτ ήταν Άγγλοι με την έννοια που το εννοούμε και σήμερα. Θρυλικός έχει μείνει ο δεύτερος βασιλιάς των Πλανταγενέτ, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος που οδήγησε την τρίτη σταυροφορία. Αλλά για αυτόν θα μιλήσουμε όταν θα αναφερθούμε στις σταυροφορίες. Στο επόμενο μάθημα θα περάσουμε τη Μάγχη και θα μιλήσουμε για τα βασίλεια των Φράγκων και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ελεύθεροι.»
Ο Μιχάλης κάθισε στην έδρα ενώ οι μαθητές του μάζευαν τα πράγματά τους και ετοιμάζονταν να φύγουν. Κοίταξε την Ντήντρα, η κοπέλα μάζευε τα πράγματα της χωρίς να κοιτάει γύρω της. Θα περνούσε πολύ καιρός ως που να μπορεί και πάλι να κοιτάζει τον κόσμο κατάματα η Ντήντρα.
Ο Πάνκχερστ πέρασε από δίπλα της και έριξε ένα διπλωμένο χαρτί στα χέρια της. Η κοπέλα το κοίταξε σαν να ήταν βόμβα έτοιμη να εκραγεί και δίστασε να το ανοίξει. Δεν μπορούσε να μην το ανοίξει, έπρεπε να δει ποια ήταν η καινούρια σκληρή διασκέδαση που είχαν βρει ο Πάνκχερστ και η παρέα του. Στο χαρτί υπήρχε ένα σκίτσο που έστειλε δάκρυα να θολώσουν την όρασή της.
Το σκίτσο εικόνιζε την ίδια γυμνή από τη μέση και πάνω να κρατάει στα χέρια της το στηθόδεσμό της και να χαμογελάει προκλητικά. Ο δημιουργός του «αριστουργήματος» αυτού είχε τονίσει το στήθος της ενώ η λεζάντα πάνω από το κεφάλι της φανέρωνε την πρόστυχη φύση του.
«Μην κλάψεις, είπε στον εαυτό της, αυτό ακριβώς θέλουν. Να σε κάνουν να δακρύσεις, να γελάσουν με τον πόνο σου.»
Όσο εύκολο ήταν να ζητήσει κάτι τέτοιο από τον εαυτό της τόσο δύσκολο ήταν να το κάνει. Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της χωρίς να μπορεί να τα συγκρατήσει, Έχοντας μαζέψει τα πράγματά της σηκώθηκε από τη θέση της και προχώρησε προς την έξοδο όπου είδε τον Πάνκχερστ και την παρέα του - αν και συμμορία ίσως ήταν σωστότερος όρος σκέφθηκε  πικραμένα η Ντήντρα - να την κοιτάνε, Ένας έκανε μια χειρονομία που η κοπέλα κατάλαβε πως αναφερόταν στο στήθος της. Βγήκαν γελώντας δυνατά και η Ντήντρα ήξερε ποια ήταν η απόφαση που έπρεπε να πάρει.
Αναστέναξε καθώς πήγαινε προς την πόρτα του αμφιθέατρου. Στάθηκε εκεί και κοίταξε το αμφιθέατρο, θα της έλειπε αυτό το μέρος όπου είχε περάσει όμορφες στιγμές και ενδιαφέρουσες εμπειρίες που είχε έρθει να αμαυρώσει ο Κόλιν Πάνκχερστ.
Βγήκε ενώ ο Μιχάλης την παρακολουθούσε και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό το κορίτσι.
-Πάμε;
Ο Μαξιμίλιαν είχε πλησιάσει την έδρα.
-Πως μπορείς να προστατεύσεις μια τρυφερή ψυχή από την κακία του κόσμου; μονολόγησε ο Μιχάλης χαμένος στις σκέψεις του.
-Με το να την αγαπήσεις; απάντησε ο Μαξιμίλιαν που την εξέλαβε ως κανονική ερώτηση στέλνοντας ένα ρίγος να διατρέξει την σπονδυλική στήλη του Μιχάλη σαν να τον είχε αγγίξει ένα παγωμένο δάκτυλο.
Σηκώθηκε από τη θέση του με τις αναμνήσεις ενός οδυνηρού παρελθόντος να ζωντανεύ-ουν για να τον βασανίσουν μια ακόμη φορά.

«... Τα μαλλιά σου στο χρώμα του γλυκού μελιού
την γλύκα του χαρίζουν στο αγγελικό σου πρόσωπο...»
διάβασε ο Τόμας και στράφηκε στο Μιχάλη:
-Ωραία διόρθωση και την ταίριαξες μια χαρά, δεν φαίνεται πως γράφηκε εκ των υστέρων.
-Χαίρομαι που σ’ αρέσει, είπε εκείνος.
Ήταν οι δυο τους με τη Νιόβη και συζητούσαν θέματα σχετικά με την σκηνοθεσία του έργου τους. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά δεν το είχαν προσέξει καθώς είχαν αφοσιωθεί στη δουλειά που είχαν να κάνουν.
-Νομίζω πως τελειώσαμε προς το παρόν, είπε ο Τόμας.
-Ναι, είπε η Νιόβη και πρότεινε, θα καθίσεις για δείπνο;
-Θα το ήθελα αλλά έχω μια υποχρέωση...
-Εντάξει, είπε η κοπέλα κρύβοντας την απογοήτευσή της. Συνόδευσε τον Τόμας ως την εξώπορτα.
-Καληνύχτα, Τόμας.
-Καληνύχτα Νιόβη.
Για μια στιγμή φάνηκε πως θα έσκυβε να την φιλήσει στο μάγουλο μετά το καληνύχτισμα αλλά δεν το έκανε τελικά. Η αρχηγός της αδελφότητας των Λευκών το θεώρησε σοβαρή παράλειψη εκ μέρους του.

Το ξημέρωμα της Τετάρτης ο καιρός το γύρισε  σε δυνατό άνεμο και κρύο αλλά σταμάτησε η βροχή. Αυτό χαροποίησε πρώτα απ’ όλους τον Άνταμ, που θα μπορούσε να παίρνει και πάλι την αγαπημένη του μηχανή, και μετά τον Μιχάλη που η μείωση της υγρασίας σήμαινε τον τερματισμό του μαρτυρίου του με το γόνατο προς το παρόν, πάντα προς το παρόν.
Ο Άνταμ σηκώθηκε από το κρεβάτι καλόκεφος στη σκέψη πως θα μπορούσε και πάλι να τρέξει με τη μηχανή στους δρόμους με τον άνεμο να χτυπάει το πρόσωπό του χαρίζοντας του μια αίσθηση ελευθερίας που τίποτα άλλο δεν μπορούσε να του δώσει.
«Ποιον κοροϊδεύεις Άνταμ Τριβίλιαν;» είπε στον εαυτό του. «Ξέρεις πολύ καλά το λόγο που είσαι τόσο ευδιάθετος και ακούει στο όνομα Κέητ Πήρσον.»
Ντύθηκε σφυρίζοντας το She’s Got The Look των Roxette και κατέβηκε στην κουζίνα όπου βήκε τον Μαξιμίλιαν να παίζει την καθιερωμένη πρωινή παρτίδα σκάκι με τον Μιχάλη. Τους καλημέρισε και μετά έβαλε καφέ για να πιει.
-Ωχ, είπε μόλις δοκίμασε.
-Δεν είναι καλός; ρώτησε ο Μιχάλης. Εγώ τον έφτιαξα.
-Είσαι και’ συ σαν τον κύριο από’ δω, είπε ο Άνταμ δείχνοντας τον Μαξιμίλιαν με το χέρι που κρατούσε την κούπα του. Κάνεις πολύ δυνατό καφέ.
-Μου φαίνεται πως θα φτιάχνουμε καφέ μόνο για’ μας, είπε ο Μαξιμίλιαν. Ρουά.
-Μμμμ... Καλή ιδέα, είπε ο Μιχάλης.
-Το να φτιάχνουμε καφέ μόνο για’ μας; είπε ο Μαξιμίλιαν.
-Όχι, το να βάλεις εκεί αυτόν τον ίππο. Αλλά έτσι, ο Μιχάλης κίνησε το βασιλιά του, δεν κινδυνεύω και μπορώ να προστατεύσω και το πιόνι μου.
-Καλημέρα!
Η Κέητ μπήκε στην κουζίνα. Μια ματιά στο πρόσωπό της αρκούσε για να καταλάβει και ο πλέον ανίδεος ότι η κοπέλα ήταν όχι απλά ευτυχισμένη μα πανευτυχής. Τα μάτια της έλαμπαν με μια εσωτερική χαρά που πάσχιζε να μην εξωτερικεύσει αλλά δεν το κατάφερνε. Μπαίνοντας στην κουζίνα κοντοστάθηκε και κοίταξε αβέβαιη τον Άνταμ. Μετά από το πρώτο τους φιλί, που τη θέρμη του μπορούσε να νιώσει ακόμα, είχαν κάνει έναν μεγάλο περίπατο μαζί μιλώντας για αυτό που αισθάνονταν κι αυτό που τους ένωνε. Δεν είχαν μιλήσει για το αν και τι θα έλεγαν στους υπόλοιπους, Έτσι τώρα η Κέητ περίμενε μια ένδειξη από τον αγαπημένο της για το τι θα έπρεπε να κάνει. Της έλυσε την απορία με τον πιο τρυφερό τρόπο, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε κοντά της. Την αγκάλιασε και την φίλησε απαλά στα χείλη. Ο Μαξιμίλιαν ξερόβηξε ενώ η Κέητ χωνόταν στην αγκαλιά του Άνταμ.
-Έχω χάσει επεισόδια μάλλον, είπε ο μεγαλόσωμος φίλος τους, ή ξεχάσατε να μας πείτε κάτι.
-Είμαστε μαζί, είπε απλά ο Άνταμ σαν να τα εξηγούσε όλα αυτό.
-Και έτσι προέκυψε κάτι καλό από τα σχέδια του Πάνκχερστ, σχολίασε ο Μιχάλης. Πολύ ωραία, τα συγχαρητήριά μου.

Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη - 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 9


Την κατέβασαν από το ασθενοφόρο με το φορείο και τη μετέφεραν στην αίθουσα εξετάσεως μέσα από μια σειρά διαδρόμων. Η Ντήντρα τα βίωσε όλα αυτά μέσα από μια παραζάλη. Φωνές που μιλούσαν ήρεμα αλλά βιαστικά πάνω από το κεφάλι της, μια σειρά από φώτα στην κρεμ οροφή του κτιρίου και το χέρι του Μιχάλη σφιγμένο στο δικό της. Δεν είχε τίποτα παθολογικό και τη μετέφεραν σε ένα δωμάτιο. Εκεί αποχωρίστηκε για πρώτη φορά από τον Μιχάλη που έμεινε έξω από το δωμάτιο καθώς οι νοσοκόμες θα την έγδυναν και θα αντικαθιστούσαν τα βρεγμένα ρούχα της με μια νοσοκομειακή ρόμπα.
Ο Μιχάλης ακούμπησε στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια του. Τα βρεγμένα ρούχα του είχαν αρχίσει να στεγνώνουν στη ζέστη του νοσοκομείου και έτσι αυτό δεν τον απασχολούσε αλλά το γόνατό του, τον σφυροκοπούσε άγρια. Το είχε καταπονήσει πολύ το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Αλλά δεν ήταν ούτε τα ρούχα ούτε το τραύμα του που τον απασχολούσαν κυρίως. Ήταν η υποψία του πως αυτό που είχε αντιληφθεί ότι σχεδίαζε ο Πάνκχερστ με τους φίλους του ήταν αυτό που είχε συμβεί στην Ντήντρα. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε το ουρλιαχτό της κοπέλας, μια κραυγή υστερίας γεμάτη τρόμο.
Έκανε ανήσυχος ένα βήμα προς την πόρτα του δωματίου και τότε η κοπέλα ξαναούρλιαξε. Μια νοσοκόμα βγήκε από το δωμάτιο και τον πλησίασε.
-Ίσως μπορείτε να μας βοηθήσετε, είπε. Της βγάλαμε την φούστα αλλά όταν πήγαμε να της βγάλουμε τα εσώρουχα έπαθε σοκ.
Ο Μιχάλης ακολούθησε τη νοσοκόμα στο δωμάτιο και είδε την Ντήντρα να σπαρταράει πάνω στο κρεβάτι προσπαθώντας να απαλλαγεί από το κράτημα της νοσοκόμας. Την πλησίασε ενώ η νοσοκόμα την άφηνε, μόλις ένιωσε ότι δεν την κρατούσαν η Ντήντρα ηρέμησε, Έμεινε ακίνητη ανασαίνοντας με κόπο. Ο Μιχάλης κάθησε κοντά της στο κρεβάτι, η Ντήντρα γύρισε και τον κοίταξε. Μετά μαζεύτηκε κοντά του.
-Πρέπει να αφήσεις να σου βγάλουνε τα εσώρουχα αλλιώς θα αρρωστήσεις, της είπε. Το καταλαβαίνεις αυτό έτσι δεν είναι;
Η Ντήντρα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό του. Το οδήγησε στον ώμο της στην τιράντα του στηθόδεσμού της. Αμήχανος κατάλαβε πως η κοπέλα εννοούσε να τη γδύσει εκείνος.
-Όχι Ντήντρα, είπε ο Μιχάλης, θα σε γδύσουν οι νοσοκόμες αλλά δεν θα φύγω, πρόσθεσε βιαστικά βλέποντας τον πανικό να επιστρέφει στα γαλανά της μάτια.
Έμεινε κοντά της ενώ την έγδυναν οι νοσοκόμες και της έβαζαν μετά μια νοσοκομειακή ρόμπα. Ο Μιχάλης παρακολουθούσε τη διαδικασία με το μυαλό του να τρέχει σε σκέψεις που τον εξόργιζαν αλλά και τον πονούσαν. Η Ντήντρα ήταν πραγματικά όμορφη κοπέλα και ελκυστική. Σήμαινε αυτό πως είχε το δικαίωμα να δοκιμάσει να την κάνει δική του κάποιος χωρίς τη θέλησή της; Ακόμα και αν με τη θέλησή της τον είχε ενθαρρύνει - κάθε κορίτσι αυτής της ηλικίας φλερτάρει - δεν διατηρούσε το δικαίωμα να αρνηθεί το σεξ μαζί του; Και ο ίδιος; Αν ο Πάνκχερστ είχε καταντήσει την Ντήντρα έτσι, όπως υποψιαζόταν ότι είχε συμβεί, δεν έφερε εκείνος ευθύνη που δεν είχε προσπαθήσει να το εμποδίσει;
-Θα μείνετε μαζί της; ρώτησε μια νοσοκόμα.
-Ναι.
Οι νοσοκόμες έφυγαν και ο Μιχάλης κοίταξε την Ντήντρα. Ήταν γυρισμένη στο πλάι και τον κοιτούσε. Κάθησε δίπλα της στο κρεβάτι ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο. Η Ντήντρα χώθηκε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του, Έπιασε και με τα δυο χέρια της σφιχτά το δικό του.
-Μη φύγεις σε παρακαλώ, ψιθύρισε μιλώντας για πρώτη φορά από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι του Πάνκχερστ.
-Δεν θα φύγω, υποσχέθηκε ο Μιχάλης και αγκάλιασε με το ελεύθερο χέρι του τους ώμους της άτυχης κοπέλας.
Λίγα λεπτά αργότερα η Ντήντρα έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε αλλά δεν άφησε το χέρι του, σαν να φοβόταν πως αν το άφηνε θα βρισκόταν και πάλι μόνη και αβοήθητη στη βροχή και το σκοτάδι, ούτε στο βαθύτερό της ύπνο.
Κοιμήθηκε βαθιά αλλά όχι πολύ. Ξύπνησε με το πρώτο φως της αυγής και με έναν αναστεναγμό άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τον Μιχάλη και ψιθύρισε:
-Είσαι αληθινός... Νόμιζα πως το μυαλό μου μου έπαιζε παιχνίδια για να μην τρελαθώ... Δεν το...
Πήρε βαθιά ανάσα.
-Ευχαριστώ, είπε.
Κοίταξε γύρω και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε νοσοκομείο.
-Μπορώ να πάω σπίτι;
Ο Μιχάλης τη βοήθησε να σηκωθεί και σηκώθηκε και ο ίδιος, Έκανε εκείνος ότι ήταν απαραίτητο για το εξιτήριο και μετά για ένα ταξί για να την πάει σπίτι της. Τη συνόδευσε εκείνος. Στη διαδρομή η κοπέλα ήταν σιωπηλή, σκεφτική.
Φτάσανε στο σπίτι της, ένα διαμέρισμα νοίκιαζε σε μια μικρή πολυκατοικία, και ο Μιχάλης τη συνόδευσε ως την πόρτα. Η Ντήντρα άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Γύρισε και τον κοίταξε καλώντας τον βουβά να μπει και εκείνος το έκανε.

Το σπίτι της Ντήντρα ήταν  ένα μικρό διαμέρισμα προφανώς διακοσμημένο από έφηβη, μοντέρνα έπιπλα και όχι κλασσικά, φωτογραφίες τοπίων αντί πίνακες στους τοίχους και πολλές φωτογραφίες της οικογενείας της. Η κοπέλα έκανε μερικά βήματα μέσα στο σπίτι και στάθηκε παίρνοντας βαθιά ανάσα. Μετά τα όσα είχε περάσει ήταν μια παρηγοριά να βρίσκεται και πάλι στο σπίτι της. Γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη.
-Τι θα κάνεις τώρα; τη ρώτησε εκείνος.
-Θα κάνω ένα μπάνιο και μετά θα πέσω να κοιμηθώ για λίγο μόνο, Έχω μάθημα μετά.
-Δεν πειράζει αν δεν πας μια μέρα στη σχολή.
-Αν δεν βγω αμέσως έξω μετά από αυτό που συνέβη ίσως χάσω το θάρρος μου και δεν το αποτολμήσω ποτέ. Δεν πρέπει να κλειστώ στο σπίτι.
-Γενναία απόφαση, είπε ο Μιχάλης. Θα σε αφήσω τώρα, αν είσαι εντάξει.
-Ναι, είπε η Ντήντρα και σταμάτησε ξαφνικά. Είσαι... Είστε ο... Θέλω να πω...
Ο Μιχάλης είχε από ώρα καταλάβει ότι η Ντήντρα δεν τον είχε αναγνωρίσει κάτι που έκανε τώρα.
-Ναι, της είπε με ένα χαμόγελο, αλλά μην σε πειράζει αυτό.
Η Ντήντρα έσκυψε το κεφάλι της.
-Ντρέπομαι για το χάλι που με είδατε, ψιθύρισε.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά της και πιάνοντας το σαγόνι της ανασήκωσε το κεφάλι της έτσι που να την βλέπει κατάματα.
-Εσύ δεν έκανες τίποτα για να ντρέπεσαι, Ντήντρα, Άλλος θα πρέπει. Εντάξει;
-Εντάξει, κύριε.
-Λέγε με Μιχάλη, εκτός μαθήματος τουλάχιστον.
Η Ντήντρα κατένευσε, ύστερα σε μια παρορμητική κίνηση που ξάφνιασε και την ίδια τον αγκάλιασε ψιθυρίζοντας:
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ για όλα.
-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, είπε ο Μιχάλης. Θα σε δω στη σχολή.
Την άφησε και βγήκε στο δρόμο για να βρει ένα ταξί να τον πάει στο σπίτι. Δεν αντιλήφθηκε ότι η Ντήντρα τον παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε από το οπτικό της πεδίο.

Το κουδούνισμα του κινητού της τηλεφώνου έφτασε στα αυτιά της σαν να ακουγόταν από κάπου πολύ μακριά και αυτό με την πολλοστή φορά που χτύπησε. Την τράβηξε από τα βάθη ενός ονείρου όπου υποκλινόταν στη σκηνή σφίγγοντας σφικτά το χέρι του Τόμας και κάτω από τις επευφημίες του κοινού που την αποθέωνε. Οι ζητωκραυγές και η επανάληψη του ονόματος της από τον κόσμο αντικαταστάθηκαν από τη μουσική του κινητού της. Με κλειστά τα μάτια η Νιόβη έψαξε πάνω στο κομοδίνο της και βρήκε το κινητό της.
«Ποιος με θυμήθηκε πρωι-πρωί;»
-Ναι, είπε νυσταγμένα.
-Καλημέρα αδερφούλα.
-Αλέξανδρε, συνήθως τέτοια ώρα.....
-Φεύγω για Ευρώπη, προέκυψε κάτι. Αν με χρειαστείς ξέρεις.
-Εντάξει, καλό ταξίδι.
-Ο φίλος μου; Εντάξει; Προσαρμόστηκε;
-Μια χαρά, Έκανε ήδη εχθρό τον Πάνκχερστ αλλά και φίλους, τον συμπαθούν εδώ ξέρεις.
-Χαίρομαι, είπε ο Αλέξανδρος. Θα τα πούμε.
Η Νιόβη έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να ξανακοιμηθεί, το όνειρο έιχε χαθεί και δεν θα το ξαναζούσε ακόμα και αν κατάφερνε να ξανακοιμηθεί πράγμα μάλλον απίθανο.
Σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Το μυαλό της τριγύριζε στο όνειρο που είχε δει. Χαμογέλασε στη σκέψη της υπόκλισης μπροστά στο κοινό, η πρωταγωνίστρια και ο σκηνοθέτης. Θα το θεωρούσε καλό οιωνό για την έκβαση του θεατρικού τους τολμήματος.
Κατέβηκε στην κουζίνα σκεπτόμενη πως σήμερα θα ήταν εκείνη που θα έφτιαχνε τον καφέ αλλά προς μεγάλη της έκπληξη βρήκε εκεί τον Μαξιμίλιαν και τον Μιχάλη παρά το πρωινό της ώρας να πίνουν καφέ και να παίζουν σκάκι. Ήξερε πως ο μεγαλόσωμος φίλος και συγκάτοικός της λάτρευε το συγκεκριμένο παιχνίδι - ήταν εξ’ άλλου το αντικείμενο του μαραθωνίου που είχε αποφασισθεί πρώτο και πιο εύκολα σε ποιον θα ανατεθεί - και τώρα είχε βρει κάποιον με το ίδιο πάθος.
-Καλημέρα, είπε, ποιος κερδίζει;
-Είναι καλός παίχτης, είπε ο Μιχάλης αλλά τον στρίμωξα.
-Ναι, είπε ο Μαξιμίλιαν και έκανε μια κίνηση.
Ο Μιχάλης έκανε με τη σειρά του μια κίνηση και είπε την τελευταία φράση που λέγεται σε μια παρτίδα σακακιού.
-Ρουά - ματ.
Ο Μαξιμίλιαν χαμογέλασε και πήρε την κούπα του. Ήπιε λίγο καφέ και μετά κοίταξε τον αντίπαλό του.
-Άλλη μια παρτίδα;
-Ναι, γιατί όχι; Έχουμε χρόνο, απάντησε ο Μιχάλης.
-Σήμερα πίνεις καφέ, παρατήρησε ο Μαξιμίλιαν ενώ έστηναν τα κομμάτια στις αρχικές θέσεις για την παρτίδα.
-Παίρνω κάποιες φορές ένα παυσίπονο που δεν πρέπει να συνδυάζεται με καφεΐνη, είπε ο Μιχάλης, και χθες είχα πάρει απ’ αυτό.
-Μετά από αυτό που έκανε ο Πάνκχερστ θα το χρειάστηκες, δεν αμφιβάλλω. Τον ηλίθιο.
-Τι έκανε ο Πάνκχερστ; ρώτησε η Νιόβη.
Ο Μαξιμίλιαν διηγήθηκε στην κοπέλα το περιστατικό της προηγούμενης μέρας στη σκάλα.
-Μα πόσο κρετίνος μπορεί να γίνει τέλος πάντων; αναφώνησε εκείνη και στράφηκε στο Μιχάλη. Αυτό δεν μου το είπες. Μου είπες ότι κάτι σχεδίαζε αλλά αυτό όχι.
-Κάτι σχεδίαζε, είπε ο Μιχάλης, και δυστυχώς τώρα ξέρω τι.
Τους διηγήθηκε τα γεγονότα της νύχτας και κατέληξε:
-Θα ήθελα να μείνουν μεταξύ μας όλα αυτά. Αν και φοβάμαι πως θα το δημοσιοποιήσει αυτό το κάθαρμα.
-Δεν μπορεί να γίνει τίποτα εναντίον του; ρώτησε η Νιόβη.
-Δεν είναι εύκολο να στριμώξει νομικά τον Πάνκχερστ και δεν έχει μάρτυρες με το μέρος της. Δυστυχώς, είμαι, είμαστε, η μόνη βοήθεια που μπορεί να έχει η Ντήντρα.
Ο Μιχάλης ήπιε λίγο καφέ και κοίταξε τη σκακιέρα, Έκανε την πρώτη κίνηση και αντίπαλός του απάντησε.
-Κοιμήθηκες καθόλου; ρώτησε ο Μαξιμίλιαν. Είμασταν οι δυο’ μας οι τελευταίοι που είχαμε μείνει ξύπνιοι χθες και σ’ άφησα πίσω. Και το πρωί σε βρήκα όρθιο αφού είχαν γίνει όλα αυτά.
-Κοιμήθηκα λίγο στο νοσοκομείο. Σκεφτόμουν αν μπορούσα να είχα αποτρέψει αυτό που έγινε, Έβλεπα τη σκληρότητά τους την ώρα που το σχεδίαζαν. Τι μπορεί να κάνει νέα παιδιά που δεν τους λείπει τίποτα και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να φερθούν έτσι; Τι θα μπορούσα να κάνω για να το εμποδίσω;
-Τι μπορούσες να κάνεις, να του πεις να πάψει να είναι τέτοιος ηλίθιος; είπε ο Μαξιμίλιαν, είδες τι έγινε γιατί τον αποστόμωσες και μόνο. Ό,τι και να του έλεγες αυτός θα συνέχιζε με αυτό που σχεδίαζε. Ας ελπίσουμε ότι θα κερδίσουμε το μαραθώνιο και θα απαλλαγούμε από τον Πάνκχερστ.
-Μπα; Πως αυτό;
-Η αδελφότητά τους έχει παράδοση αν χάσει το μαραθώνιο να αλλάζει αρχηγό και αν δεν είναι αρχηγός η επιρροή του θα μειωθεί και θα γλιτώσουμε απ’ αυτόν.
-Τότε πρέπει να κερδίσουμε το μαραθώνιο, είπε ο Μιχάλης.
-Θα πιώ σ’ αυτό, είπε ο Άνταμ που έμπαινε στην κουζίνα.
-Βρέχει ακόμα; ρώτησε ο Μαξιμίλιαν το φίλο του.
-Ναι, είπε εκείνος ενώ έβαζε καφέ σε μια κούπα. Θα μας πας στη σχολή; Εμένα και την Κέιτ;
-Χωράμε τέσσερεις, είπε ο Μαξιμίλιαν με το βλέμμα του στη σκακιέρα.
Αντίθετα με τον Μαξιμίλιαν η Νιόβη κοιτούσε τον Άνταμ. Η αναφορά και μόνο στην Κέητ έκανε τα μάτια του να λάμπουν. Η Κέητ δεν έπρεπε να ανησυχεί, ο Άνταμ ενδιαφερόταν για εκείνη τόσο έντονα όσο και η ίδια για εκείνον.

«Στη σκηνή όπου οι μάγισσες προφητεύουν στον Μάκβεθ ότι οι απόγονοί του θα βασιλεύουν στη Σκωτία ο Σαίξπηρ εμφάνιζε μια σειρά μελλοντικών βασιλέων στο κοινό. Φρόντιζε πάντα ο δέκατος τρίτος - και τελευταίος στη σειρά - να μοιάζει με τον Ιάκωβο τον Α’ που πίστευε πως ήταν απόγονος του Μάκβεθ.»
Η Νιόβη έπνιξε ένα χασμουρητό, ακόμα και τα πιο ενδιαφέροντα θέματα και οι μεγαλύτεροι δραματουργοί ακούγονταν ανιαρά όταν αναφερόταν σ’ αυτά η Κλεμεντίνη Νοξ. Κοίταξε τον Τόμας στο διπλανό θρανίο που μελετούσε κάτι απολύτως αφοσιωμένος. Όπως τον κοιτούσε εκείνος έκανε πέρα τα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια του και γύρισε να την κοιτάξει σαν να κατάλαβε το βλέμμα της πάνω του. Της χάρισε ένα λοξό συνωμοτικό χαμόγελο και ανασήκωσε τη μια πλευρά αυτού που διάβαζε για να δει η κοπέλα τι διάβαζε.
Η Νιόβη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο βλέποντας πως ο Τόμας μελετούσε το θεατρικό τους έργο. Ο Τόμας της έδωσε ένα σημείωμα σε ένα κομμάτι χαρτί που είχε μόλις κόψει από ένα τετράδιο. Η Νιόβη το ξεδίπλωσε και διάβασε:
«Οι στίχοι αυτοί πρέπει να αλλάξουν
  ... Τα ξανθά σου μαλλιά
χείμαρρος χρυσός στο αλαβάστρινό σου δέρμα...
εκτός και αν προτίθεσαι να βάλεις περούκα. ΔΕΝ το συνιστώ όμως, τα ξανθά μαλλιά δεν θα σου πήγαιναν. Νομίζω ότι τα καστανά αναδεικνύουν τέλεια την ομορφιά σου και ταιριάζουν και στο ρόλο.»
Η Νιόβη ένιωσε μια θέρμη να την κυριεύει και κατάλαβε πως κοκκίνησε. Την έβρισκε λοιπόν όμορφη κάτι που δεν είχε αφήσει ποτέ να φανεί στα λόγια ή τις πράξεις του όσο καιρό γνωρίζονταν, Έκρυψε το σημείωμα μέσα στο βιβλίο της, όχι για να θυμηθεί να πει στο Μιχάλη για την αλλαγή - αυτό θα το θυμόταν έτσι και αλλιώς - αλλά για να το έχει ως ενθύμιο της πρώτης φοράς που ο Τόμας της έκανε κομπλιμέντο...
Από την ονειροπόλησή της την έβγαλε η μονότονη φωνή της Κλεμεντίνης Νοξ.
-Ίσως η δεσποινίδα Κομνηνού μπορεί να απαντήσει αυτήν την ερώτηση.
Η Νιόβη τινάχτηκε ξαφνιασμένη. «Ποια ερώτηση;» Το μυαλό της έτρεχε σε καθόλου αθώες σκέψεις για την ίδια και τον Τόμας που θα έκαναν την συντηρητική καθηγήτρια απέναντί της να κοκκινήσει αν μπορούσε να τις γνωρίζει.
-Συγνώμη δεν σας κατάλαβα, είπε.
-Τι δεν κατάλαβες Κομνηνού; έκανε χαιρέκακα η καθηγήτρια, Έλεγα πως θα μπορούσες να εξηγήσεις στους συναδέλφους σου για ποιο λόγο ο Ιάκωβος ο Ά πίστευε ότι κατάγεται από τον Μάκβεθ.
Ήταν ένα χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη, αυτή η ερώτηση δεν αφορούσε το μάθημα, Ίσως να είχε καμιά υποσημείωση στο βιβλίο της αλλά δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να ξέρει. Η Νοξ είχε προφανώς αντιληφθεί πως ήταν αφηρημένη και την είχε ρωτήσει επίτηδες.
«Γεροντοκόρη, τι περιμένεις;» σκέφθηκε η κοπέλα.
Ευτυχώς ήξερε την απάντηση από καθαρή τύχη καθώς είχε διαβάσει κάτι σχετικό.
-Ο Ιάκωβος ήταν και κληρονόμος του Στέμματος της Σκωτίας από τη μητέρα του Μαρία Στιούαρτ. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς που ήταν νόμιμα βασιλιάς και των δυο βασιλείων. Σαν Σκωτσέζος λοιπόν πίστευε πως καταγόταν από τον Μάκβεθ.
-Πολύ καλά, είπε η καθηγήτρια και συνέχισε την παράδοση του αντικειμένου της.
Η Νιόβη κοίταξε τον Τόμας που της έκανε τη διεθνή χειρονομία με τον αντίχειρα που σημαίνει όλα καλά. Εκείνη του χαμογέλασε, Έκοψε ένα κομμάτι χαρτί από το σημειωματάριό της και έγραψε:
«Θα πω στον Μιχάλη για την αλλαγή, μ’ αρέσουν τα μαλλιά μου και δεν θα τα αλλάξω.»
Του το έδωσε και εκείνος αφού το διάβασε έγνευσε χαμογελώντας ότι συμφωνεί.
Η Νοξ ολοκλήρωσε την σημερινή της παράδοση και σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Τόμας την περίμενε έξω από την τάξη ενώ λίγο παραπέρα ένα τσούρμο κοριτσόπουλα τον κοιτούσαν λιγωμένα.
-Θα έρθω από το σπίτι το βραδάκι, της είπε, θέλω να συζητήσω κάποια θέματα μαζί σου και με το Μιχάλη. Αν δεν είναι πρόβλημα δηλαδή.
-Κανένα πρόβλημα.
-Θα τα πούμε το βράδυ τότε, της είπε και απομακρύνθηκε.