Κεφάλαιο
11
Η Κέητ ήταν τόσο
ευτυχισμένη που ούτε μια συνάντηση με τον Πάνκχερστ δεν μπορούσε να της χαλάσει
τη μέρα, Έβγαινε από το κτήριο που στέγαζε τη φιλοσοφική σχολή μαζί με τον
Άνταμ όταν συνάντησαν τον αλαζόνα αντίπαλό τους με την πανταχού παρούσα
ακολουθία του. Ο Πάνκχερστ έδειξε την Κέητ και σχολίασε κάτι που έκανε τους
υπόλοιπους να γελάσουν. Η Κέητ όμως οπλισμένη με τη γνώση πως είχε φίλους που
την εκτιμούσαν και σε μια δύσκολη στιγμή θα της συμπαραστέκονταν και με τη
σπουδαιότερη ακόμα δύναμη που της έδινε το γεγονός πως υπήρχε κάποιος που την
αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτή, τον αγνόησε και γύρισε να κοιτάξει τον Άνταμ
δίπλα της. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και τη φίλησε
τρυφερά. Ο Πάνκχερστ έκανε πως ξερνάει αλλά η ειρωνεία του πήγε χαμένη, δεν
μπορούσε να πληγώσει την Κέητ πια.
-Θες να πάμε μαζί για φαγητό;
ρώτησε ο Άνταμ .
-Ναι, είπε η Κέητ
ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του.
-Ωραία, ξέρω ένα ήσυχο
μέρος με καλό φαγητό.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε
βλέποντας τον Άνταμ και την Κέητ να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι. Ήταν
ταιριαστό ζευγάρι και είχαν όλα τα εχέγγυα για μια όμορφη σχέση αρκεί να
μπορούσαν να τη διατηρήσουν μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής που οι ρυθμοί του
κάθε άλλο παρά ευνοούν μια πραγματική σχέση και οι πειρασμοί για την διάλυσή
της είναι παραπάνω από αρκετοί.
-Συγνώμη κύριε
καθηγητά...
Χαμένος στις σκέψεις όπως
ήταν δεν είχε καταλάβει την κοπέλα που στεκόταν δίπλα του. Ήταν μια ασχημούλα
μα συμπαθητική κοπέλα που δούλευε στη γραμματεία της σχολής.
-Συγνώμη Μέλοντι, είπε ο
Μιχάλης. Σκεφτόμουν κάτι. Πες μου.
-Ξέρετε μια κοπέλα με το
όνομα Ντήντρα Κάρτερ;
-Ναι, είπε ανήσυχος ο
Μιχάλης, συνέβη κάτι;
-Ήρθε στη γραμματεία και
ζήτησε μεταγραφή. Ξέρετε είναι πολύ καλή και πολλά πανεπιστήμια θα τη δεχθούν
αλλά και’ μείς δεν θέλουμε να τη χάσουμε. Μήπως θα μπορούσατε να της μιλήσετε;
-Εντάξει, που είναι;
-Στο γραφείο μου.
Ο Μιχάλης ακολούθησε την
Μέλοντι που τον πήγε στα γραφεία της γραμματείας. Εκεί της ζήτησε να τον αφήσει
μόνο με τη Ντήντρα. Μπήκε στο γραφείο, ένα μικρό χώρο με ένα γραφείο φορτωμένο
με έγγραφα και μερικές καρέκλες, και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Η Ντήντρα
καθόταν σε μια καρέκλα με δυστυχισμένο ύφος, είχε κλάψει. Ο Μιχάλης πήρε μια
καρέκλα και κάθισε δίπλα της.
-Θες να μας αφήσεις
έμαθα.
Η κοπέλα έκανε ένα νόημα.
-Εξ’ αιτίας του
Πάνκχερστ;
-Θα συνεχίσει να με
εξευτελίζει...
-Αν το σταματήσω αυτό...
-Φοβάμαι.
-Τι φοβάσαι Ντήντρα;
ρώτησε ο Μιχάλης. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.
Η κοπέλα γύρισε και τον
κοίταξε με βουρκωμένα μάτια.
-Φοβάμαι ότι θα με... Αγγίξει...
Θα κάνει αυτό που δεν... Έκανε.
Η φωνή της έτρεμε και
χρειάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα για να συνεχίσει.
-Φοβάμαι πως θα σου κάνει
κακό επειδή με βοηθάς, είπε με τη φωνή της μόλις δυνατότερη από ψίθυρο, έμαθα
για το επεισόδιο στη σκάλα. Δεν θέλω να πληγωθεί κανένας για’ μένα.
Σηκώθηκε όρθια.
-Καλύτερα να φύγω.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε και
εκείνος.
-Θα φροντίσω να μείνεις
με φίλους για να μη φοβάσαι και θα δούμε τι θα κάνουμε με τον ηλίθιο. Δεν θα
φύγεις, μην τα παρατάς Ντήντρα.
-Δεν θέλω να πάθεις κακό,
είπε η κοπέλα με τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Δεν θα το άντεχα...
Ξέσπασε σε λυγμούς. Ο
Μιχάλης την αγκάλιασε αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της κοινής λογικής πως ήταν
καλύτερα να την αφήσει να φύγει γιατί η δέσμευση εγκυμονούσε τον κίνδυνο να
βιώσει και πάλι την απώλεια και τον πόνο, να την ξεχάσει, να κάνει απλά τη
δουλειά για την οποία ήταν εδώ και μετά να επιστρέψει στην πατρίδα του.
-Ησύχασε, Ντήντρα όλα θα
πάνε καλά, της ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της.
Ο Μιχάλης άνοιξε την
πόρτα και έγνευσε στην Ντήντρα να περάσει, την είχε φέρει στο σπίτι της αδελφότητας
αφού είχε κάνει ένα τηλεφώνημα στη Νιόβη. Η Ντήντρα τον κοίταξε και προχώρησε
διστακτικά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Εκείνος την ακολούθησε μέσα και
έκλεισε την πόρτα. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε ησυχία καθώς οι περισσότεροι
βρίσκονταν ακόμα στα μαθήματά τους. Η Ντήντρα κοντοστάθηκε και κοίταξε τον
Μιχάλη.
Ήταν μια μεγάλη έκπληξη η
διαπίστωση πως πέρα από το φόβο της για το τι θα μηχανευόταν εις βάρος της ο
Πάνκχερστ η Ντήντρα φοβόταν τις επιπτώσεις για όποιον θα την βοηθούσε και
συγκεκριμένα ότι φοβόταν για τον ίδιο. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό να
αντιμετωπίσει τέτοια πιθανότητα γιατί πολύ απλά δεν περίμενε να συμβεί κάτι
τέτοιο.
Τον είχε συγκινήσει το
γεγονός. Ο ίδιος δεν νοιαζόταν αν κινδύνευε - όχι ότι δεν περίμενε τη στιγμή
που θα έκανε τον Πάνκχερστ να πληρώσει για το κατόρθωμά του στις σκάλες - αλλά η Ντήντρα δεν ήθελε να εξασφαλίσει την δική
της ασφάλεια με αντάλλαγμα το καλό κάποιου άλλου. Την είχε καθησυχάσει
κρατώντας τη στην αγκαλιά του και καθώς εκείνη έκλαιγε, από ανακούφιση αυτή τη
φορά, είχε νιώσει κάτι που δεν είχε νιώσει εδώ και χρόνια. Την ανάγκη να έχει
κάποιον για τον οποίο να νοιάζεται και να φροντίζει, κάποιον που να μπορεί να
αγαπήσει. Λίγο είχε λείψει να ανασηκώσει το σκυμμένο κεφάλι της Ντήντρα και να
τη φιλήσει.
Όχι! Αυτό έπρεπε να το
ξεχάσει, δεν έπρεπε ούτε να το σκέφτεται εκτός και αν ήταν διατιθέμενος να
περάσει τα ίδια και να ξαναζήσει την οδύνη εκείνων των στιγμών που πάσχιζε αλλά
δεν κατάφερνε να ξεχάσει.
-Μιχάλη;
Η φωνή της Ντήντρα τον επανάφερε
στο παρόν.
-Ταξίδευες, είπε απαλά η
κοπέλα, και σε κάτι διόλου ευχάριστο αν κρίνω από την έκφρασή σου.
-Έχω και’ γω τα
προβλήματά μου, είπε ο Μιχάλης.
-Μέρος των οποίων και’ γω,
είπε η κοπέλα και χαμήλωσε το βλέμμα.
-Όχι Ντήντρα, είπε ο
Μιχάλης, εσύ δεν είσαι πρόβλημα. Δεν φταις εσύ αν ένα πλουσιόπαιδο που δεν
ξέρει πως αλλιώς να διασκεδάσει σε διάλεξε για στόχο. Μην το σκέφτεσαι αυτό. Και
αν συμβεί κάτι θα φταίει εκείνος και όχι εσύ, Έλα τώρα να σε γνωρίσω στους
νέους σου συγκατοίκους.
Την πήγε στο μεγάλο
δωμάτιο στο ισόγειο όπου βρήκε την Κέητ και τον Άνταμ που συζητούσαν καθισμένοι
σε έναν καναπέ και την Νιόβη που διάβαζε ένα βιβλίο. Τη σύστησε πρώτα στη Νιόβη
και μετά στην Κέητ και τον Άνταμ.
-Σας έβαλα σε μπελάδες, είπε
απολογητικά η Ντήντρα.
-Μην το λες, είπε ο Άνταμ,
έχουμε προηγούμενα με τον Πάνκχερστ.
-Ειδικά εγώ, είπε η Κέητ.
Αλλά δεν χρειάζεται να μας ευχαριστείς, μάλλον εμείς θα έπρεπε να σε
ευχαριστούμε.
-Εμένα; Γιατί; έκανε με
γνήσια απορία η Ντήντρα.
-Έλα, κάθισε και θα σου
εξηγήσω, είπε η Κέητ.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε, η
Κέητ και ο Άνταμ ήταν οι κατάλληλοι για να κάνουν την Ντήντρα να νιώσει
ευπρόσδεκτη.
Το απόγευμα της
Παρασκευής δεν υπήρχε άλλο θέμα συζητήσεως στο σπίτι από την πρώτη τους πρόβα
για το έργο στο θέατρο. Κανόνισαν με ποιο τρόπο αυτοί που είχαν μεταφορικά μέσα
θα μετέφεραν και τους υπόλοιπους και από πολύ νωρίτερα είχαν αρχίσει να
καταφτάνουν στο θέατρο. Ο Μαξιμίλιαν μετέφερε τον Μιχάλη και τη Ντήντρα, που
ήθελε να παρακολουθήσει την πρόβα και ας μην είχε καμία σχέση με το έργο, ενώ η
Νιόβη ήρθε με τον Τόμας.
Πάνω στη σκηνή γινόταν το
αδιαχώρητο μιας και είχαν φέρει και υλικά για τα σκηνικά καθώς και κάποια από
τα πράγματα που θα χρειάζονταν στην παράσταση. Η Νιόβη διασχίζοντάς τη σκόνταψε
σε ένα κασόνι και έκανε μια θεαματική βουτιά που δεν κατέληξε στο σανίδι αλλά
στην αγκαλιά του Τόμας που έσπευσε να την πιάσει για να μη χτυπήσει.
Σφιγμένη πάνω του η Νιόβη
ένιωσε μια πρωτόγνωρη θέρμη να απλώνεται στο σώμα της και τα μάγουλά της να
φλογίζονται, Ένιωθε πολύ ωραία και μπήκε στον πειρασμό να προσποιηθεί πως είχε
χτυπήσει για να την κουβαλήσει ο Τόμας και να μείνει περισσότερο στην αγκαλιά
του αλλά είχαν δουλειά. Ο Τόμας την έστησε στα πόδια της και αφού της έκλεισε
το μάτι στράφηκε στους υπόλοιπους.
-Ας αρχίσουμε, θα κάνουμε
πρώτα μια πρόβα διαβάζοντας το έργο και μετά θα δούμε για τα κουστούμια.
Το ρόλο του ενδυματολόγου
τον είχε αναλάβει η Μέλοντι.Ήταν αυτό που είχε σπουδάσει αλλά αφού δεν έβρισκε
δουλειά σ’ αυτό το αντικείμενο - οι κακές γλώσσες λέγανε πως ήταν άσχημη για να
δουλέψει στο θέατρο ακόμα και σε αυτό το πόστο - είχε πιάσει δουλειά στη
γραμματεία. Ο Τόμας είχε μιλήσει μαζί της και του είχε δείξει κάποια σχέδια που
ενθουσίασαν τη Νιόβη όταν τα είδε στην τελευταία τους συνάντηση, Έτσι η Μέλοντι
πήρε τη δουλειά.
-Αρχίζουμε! Είπε ο Τόμας.
Καθισμένοι στις πρώτες
σειρές των καθισμάτων του θεάτρου διάβασαν τους ρόλους τους υπό την επίβλεψη
του Τόμας που είχε έναν καλό λόγο για όλους αλλά και διόρθωνε ότι έκρινε πως
χρειαζόταν, αλλού την ένταση της φωνής, αλλού τον τόνο και τη χροιά ή την
ταχύτητα με την οποία λέγονταν οι ατάκες. Πολλές φορές έδινε ο ίδιος παράδειγμα
του τι ήθελε να κάνουν.
Διάβασαν δυο φορές το
έργο έτσι και μετά ο Τόμας είπε:
-Ωραία, αυτό ήταν για
σήμερα. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τα κουστούμια οπότε αναλαμβάνει η
Μέλοντι. Την επόμενη φορά θα αρχίσουμε πρόβες πάνω στη σκηνή για να
προσαρμοστείτε και στις κινήσεις που απαιτεί ο κάθε ρόλος.
Πήδηξε κάτω από τη σκηνή
και κάθισε δίπλα στην Νιόβη.
-Πολύ καλά, είπε, πήγε
καλύτερα από ό, τι περίμενα.
-Χαίρομαι που το ακούω, απάντησε
εκείνη. Το βάλαμε σκοπό να νικήσουμε στο μαραθώνιο.
-Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα
αντικείμενα αλλά στο θεατρικό θα κάνουμε αίσθηση, είπε ο Τόμας. Θα νικήσουμε.
-Το ελπίζω, είπε η Νιόβη.
Σηκώθηκε για να πάει να
προβάρει ένα φόρεμα που ήθελε η Μέλοντι αφήνοντας τον να την κοιτάζει καθώς
χανόταν στα παρασκήνια. Πάντα συμπαθούσε τη Νιόβη και η συνεργασία που είχαν
αυτές τις τελευταίες μέρες είχε κάνει αυτό το συναίσθημα εντονότερο. Του άρεσε
η Νιόβη, έπρεπε να το παραδεχθεί στον εαυτό του. Του άρεσε σαν χαρακτήρας αλλά,
όπως συνειδητοποιούσε σιγά - σιγά, του άρεσε και σαν γυναίκα.
Κούνησε το κεφάλι του, δεν
ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ερωτευθεί τη Νιόβη, είχαν και οι δυο πολλά να
κάνουν και εξ’ ίσου πολλά να πετύχουν. Μια ερωτική σχέση μεταξύ τους θα τους
αποσυντόνιζε, θα δημιουργούσε περισπασμούς και - αν τελικά δεν πήγαινε καλά -
θα καθιστούσε τη συνεργασία μεταξύ τους προβληματική ή και αδύνατη.
-Πως σου φαίνεται;
Η Νιόβη στεκόταν μπροστά
του με ένα φόρεμα σε βαθύ μπλε χρώμα, αυτό θα φορούσε για τη σκηνή του χορού
και το φινάλε.
-Είσαι υπέροχη, είπε ο
Τόμας, ειλικρινά.
-Ευχαριστώ, είπε η Νιόβη
και κοκκίνησε.
-Τι θα κάνεις μετά από’
δω;
-Δεν ξέρω, δεν έχω σχέδια
για κάτι συγκεκριμένο.
-Θέλεις να πάμε για
δείπνο μαζί; ρώτησε ο Τόμας κάνοντας την καρδιά της Νιόβης να φτερουγίσει
δυνατά στα στήθη της.
-Ναι, απάντησε, θα το
ήθελα. Πάω να αλλάξω.
Η Νιόβη έκανε να γυρίσει
προς τα παρασκήνια αλλά έπεσε πάνω σε κάποιον που ερχόταν προς το μέρος της.
-Αλέξανδρε! Δεν ήξερα ότι
γύρισες.
-Από το αεροδρόμιο
έρχομαι, είπε εκείνος αγκαλιάζοντάς την.
Η Ρεμπέκα ήταν μαζί του, ήταν
ντυμένη με ένα φόρεμα και γόβες και είχε μακιγιαριστεί με αποτέλεσμα να δείχνει
πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες κοπέλες που ήταν απλά ντυμένες. Αγκάλιασε
την Νιόβη και τη φίλησε ρωτώντας πρόσχαρα:
-Πως είσαι;
-Μια χαρά, είπε η Νιόβη.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε να
μιλήσει με τον Μιχάλη και η Ρεμπέκα τον ακολούθησε. Έδωσε το χέρι της στον
Μιχάλη που δεν αρνήθηκε τη χειραψία από αβρότητα. Εκείνη επωφελήθηκε, τον
αγκάλιασε και ενώ ο Αλέξανδρος κοίταζε τη σκηνή και τις ετοιμασίες που γίνονταν,
τον φίλησε στο στόμα, Έχοντας υπ’ όψη της πως θα αντιδρούσε τραβήχτηκε πριν
προλάβει να το κάνει και του ψιθύρισε:
-Σε θέλω.
Έκανε ένα βήμα πίσω και
του έκλεισε το μάτι με έναν τρόπο που υποσχόταν πολλά.
Λίγες θέσεις πιο πέρα η
Ντήντρα την κοίταζε νιώθοντας παγωμένη. Ήξερε ότι ο Μιχάλης ήταν κάποια χρόνια
μεγαλύτερός της και η Ρεμπέκα με την προσεγμένη εμφάνισή της έμοιαζε μεγαλύτερη
και σοβαρή. Βλέποντάς την να αγκαλιάζει τον Μιχάλη και καταλαβαίνοντας από τον
τρόπο της τι ήθελε από αυτόν έβγαλε το συμπέρασμα πως είχαν σχέση.
Σηκώθηκε από τη θέση της
και αποτραβήχτηκε σε μια πιο σκοτεινή άκρη. Μάλωσε τον εαυτό της γιατί είχε
σταθεί αφελής για μια ακόμη φορά. Ο Μιχάλης την είχε βοηθήσει στις δύσκολες
ώρες που περνούσε αλλά δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ένιωθε κάτι άλλο γι’
αυτήν πέρα από συμπάθεια. Όχι, δεν ήταν ακριβές αυτό. Στο γραφείο της Μέλοντι
την είχε αγκαλιάσει με μια τρυφερότητα που δεν θα της έδειχνε ούτε εραστής. Αυτό
κάτι σήμαινε.
«Ανόητη!» μάλωσε τον
εαυτό της. «Είναι ένας ώριμος άνδρας δεν θα γυρίσει να κοιτάξει εσένα!»
Και αυτό ήταν που την
πλήγωνε. Αγκάλιασε με τα χέρια της το σώμα της νιώθοντας να κρυώνει. Δάκρυα
ανέβλυσαν από τα μάτια της.
Ο Μαξιμίλιαν τελείωσε με
την πρόβα και κοίταξε την Μέλοντι. Οι άνδρες που τη συναντούσαν στους δρόμους
και τους διαδρόμους του πανεπιστημίου δεν της έριχναν δεύτερη ματιά αλλά ο
Μαξιμίλιαν είχε διαπιστώσει πως ήταν μια πολύ έξυπνη κοπέλα που έκανε καλή
παρέα. Αυτό είχε κατά νου και εκείνος.
-Τι θα κάνεις μετά; ρώτησε.