Κεφάλαιο
7
Ο καιρός άλλαξε απότομα
κατά τα ξημερώματα. Ενώ η Κυριακή ήταν ηλιόλουστη με λίγο αεράκι η Δευτέρα
ξημέρωσε με καταρρακτώδη βροχή. Η Κέητ ξύπνησε από τον ήχο της βροχής στο τζάμι
του παραθύρου της και έμεινε να κοιτάει το μουντό καιρό. Της άρεσε να
αγναντεύει τέτοιο καιρό από τη ζεστασιά του κρεβατιού της. Ειδικά σε
περιπτώσεις όπως τώρα που ένιωθε ευτυχισμένη.
Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη
σκέψη για να ανακαλύψει το λόγο που ένιωθε έτσι. Μετά από το Σαββατιάτικο πρώτο
τους ραντεβού ο Άνταμ ήταν πολύ περιποιητικός απέναντί της με αποκορύφωμα το
χθεσινό απόγευμα στο θέατρο. Την είχε κρατήσει από το χέρι «για να μην πέσει»
και είχε συνεχίσει να το κάνει ως που επέστρεψαν στη σκηνή. Ακόμα μπορούσε να
νιώσει το κράτημά του, απαλό αλλά δυνατό και προστατευτικό. Και αν όλα αυτά δεν
αποτελούσαν αποδείξεις, αποτελούσαν τουλάχιστον ενδείξεις ότι δεν του ήταν
αδιάφορη.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι
και άρχισε να ετοιμάζεται για τη σχολή με το μυαλό της στον Άνταμ.
Ο καιρός που άρεσε τόσο
στην Κέητ δεν ήταν ευχάριστος στον Μιχάλη. Ξυπνώντας δεν χρειάστηκε κανέναν να
του πει ότι ο καιρός είχε αλλάξει, το ένιωθε. Το αριστερό του πόδι ήταν άκαμπτο
σαν να μην το αποτελούσε σάρκα και αίμα αλλά χυτοσίδηρος. Το γόνατό του έστελνε
τέτοια κύματα πόνου που χρειαζόταν προσπάθεια για να μη φωνάξει, Άνοιξε το
συρτάρι του κομοδίνου δίπλα του και πήρε το μικρό μπουκαλάκι με τα χάπια. Ξεβίδωσε
το καπάκι και με την ευχή να είναι το τελευταίο που θα χρειαζόταν - μια ευχή
που είχε μείνει ανεκπλήρωτη την τελευταία δεκαετία - κατάπιε ένα χάπι, Έμεινε
στο κρεβάτι για τα - λίγα ευτυχώς - λεπτά που χρειαζόταν ως που να ενεργήσει το
χάπι και μετά σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται. Σήμερα θα παρέδιδε για πρώτη
φορά και ήταν ατυχία που αυτή τη μέρα είχε διαλέξει το πόδι του να του θυμίσει
την κατάστασή του. Δεν θα ευχαριστιόταν το μάθημα όσο θα ήθελε.
Όταν ήταν έτοιμος άφησε
το δωμάτιό του και προχώρησε στην κουζίνα για να συναντήσει τον Μαξιμίλιαν που
είχε προσφερθεί από την προηγούμενη να τον πάει στη σχολή.
-Καλημέρα, είπε
μπαίνοντας.
-Καφέ; ρώτησε ο
Μαξιμίλιαν.
-Όχι, σήμερα, ευχαριστώ,
είπε ο Μιχάλης, που δεν μπορούσε να πιει καφέ έχοντας πάρει το χάπι, και
στράφηκε στην Νιόβη:
-Θα δεις καθόλου τον
Τόμας;
-Δεν έχουμε κοινά
μαθήματα σήμερα, είπε η Νιόβη, αλλά αν θέλεις να τον βρω να του πω κάτι...
-Ναι, θέλω να του δώσεις
αυτό, είπε ο Μιχάλης και της έδωσε ένα πακέτο σημειώσεων που έβγαλε από το
χαρτοφύλακά του.
-Εντάξει, κανένα πρόβλημα,
είπε η Νιόβη χαρούμενη που θα είχε έναν καλό λόγο να δει ξανά τον Τόμας.
Μπαίνοντας στην σχολή
Ιστορικής Έρευνας - Αρχαιολογίας ο Μιχάλης κοντοστάθηκε. Δεν έφταιγε ο πόνος
αυτή τη φορά. Ήταν οι αναμνήσεις που τον σταμάτησαν. Είχαν περάσει αρκετά
χρόνια από την τελευταία φορά που είχε διαβεί αυτήν την πόρτα για να διδάξει
και ακόμα περισσότερα από την τελευταία φορά που ήταν φοιτητής, Έριξε μια ματιά
στους νεαρούς άνδρες και τις κοπέλες που πηγαινοέρχονταν ή σχημάτιζαν πηγαδάκια
και χαμογέλασε. Είχε πολλές καλές αναμνήσεις από τα χρόνια της φοιτητικής του
ζωής αλλά και από την προηγούμενη διδακτική του εμπειρία εδώ.
Προχώρησε στο διάδρομο
που οδηγούσε στο αμφιθέατρο όπου θα δίδασκε τραβώντας πάνω του αρκετά βλέμματα
τόσο εξ’ αιτίας του μπαστουνιού όσο και γιατί ήταν μεγάλος για φοιτητής και
νέος για καθηγητής. Δεν τον ενόχλησε αυτό, προχώρησε προς τον προορισμό του
αδιαφορώντας για τα βλέμματα. Ο Μαξιμίλιαν είχε προπορευθεί για να βρει θέση.
Μπαίνοντας στο αμφιθέατρο
διαπίστωσε πως ήταν σχεδόν γεμάτο, καθόλου περίεργο αν σκεφτόταν κανείς πως ο
Ράινχαρτ είχε την τάση να περνάει μόνο τους πολύ καλούς και αυτό δεν ήταν
περισσότερο από το 30% των συμμετεχόντων στο μάθημά του. Ο Μιχάλης πήρε τη θέση
του στην έδρα και ατένισε το πολυάριθμο ακροατήριό του που ήταν βυθισμένο στη
σιωπή. Θυμήθηκε έναν από τους αγαπημένους του συγγραφείς, τον Λεό Μπουσκάλια, που
είχε γράψει ότι όταν πρόκειται να μιλήσεις σε μεγάλο κοινό και νιώθεις άβολα γι’
αυτό ψάξε να βρεις μάτια που σε κοιτάζουν με κατανόηση. «Εντάξει σε καταλαβαίνω,
δεν πειράζει αν κάνεις και κάποιο λάθος.» Ο Μιχάλης δεν είχε τέτοιο πρόβλημα
αλλά από τότε που το είχε διαβάσει κοίταζε πάντα να δει αν μπορούσε να το
επιβεβαιώσει. Με έκπληξη είχε διαπιστώσει πως ήταν απαραβίαστος κανόνας και ο
Μπουσκάλια είχε δίκιο. Σήμερα τα μάτια αυτά είχαν ένα φωτεινό γαλανό χρώμα και
ανήκαν σε μια κοπέλα στην πρώτη σειρά.
Ο Μιχάλης συστήθηκε και
πρόσθεσε ότι μαζί θα έκαναν το μάθημα Θέματα Μεσαιωνικής Ιστορίας.
-Ας ξεκινήσουμε από το τι
είναι ο Μεσαίωνας, είπε.
-Μια εποχή που οι
γυναίκες ήξεραν τη θέση τους! πετάχτηκε ένας φοιτητής που δεν ήταν άλλος από
τον Κόλιν Πάνκχερστ.
-Και οι ασεβείς που δεν
ήξεραν τη θέση τους και αυθαδίαζαν μιλώντας όταν δεν έπρεπε εκτελούνταν, πρόσθεσε
ο Μιχάλης.
Γέλια ακούστηκαν και ο
Πάνκχερστ κοκκίνισε από οργή. Σίγουρα δεν του είχε ξαναμιλήσει έτσι καθηγητής,
οι περισσότεροι τον είχαν στο απυρόβλητο αν και σίγουρα δεν θα το είχε τολμήσει
αυτό στον Ράινχαρτ. Εκείνος δεν σήκωνε τέτοια.
-Ο Μεσαίωνας είναι μια
χρονική περίοδος που εκτείνεται από το 330 μ.Χ.
έτος κτήσεως της Κωνσταντινουπόλεως ως το 1453 που η ίδια πόλη έπεσε στα
χέρια των Τούρκων ή από το 476 που έπεσε η δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως το
1453 που τελείωσε ο Εκατονταετής πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας με νίκη της
δεύτερης και χωρίς συνθήκη ειρήνης ή ανακωχής. Θα μου πείτε γιατί μελετάμε μια
εποχή που έχει περάσει εδώ και πέντε σχεδόν αιώνες. Είναι γιατί στην περίοδο
αυτή ξεκινάνε όλες εκείνες οι αλλαγές που οδηγούν στη σύγχρονη εποχή. Ανακαλύπτεται
η τυπογραφία, δημιουργούνται τα πρώτα πανεπιστήμια, ανακαλύπτεται η πυξίδα και
εμφανίζονται οι πρώτοι θαλασσοπόροι και πολλά άλλα.
Καθώς μιλούσε ο Μιχάλης
παρατήρησε πως αν όχι όλοι οι περισσότεροι παρακολουθούσαν με προσοχή αυτά που
έλεγε. Κοίταξε την κοπέλα με τα φωτεινό μάτια, τον παρακολουθούσε με
θρησκευτική προσήλωση. Πρόσεξε πως την κοίταζε και ο Πάνκχερστ με ένα βλέμμα
που μόνο καλό δεν προμήνυε για’ κείνη.
-Φυσικά οι άνθρωποι του
330 δεν ένιωθαν διαφορετικά απ’ ότι το 329 ούτε βέβαια αυτοί του 1453 ένιωθαν
διαφορετικά ένα χρόνο μετά. Οι άνθρωποι δεν ξυπνάνε ένα πρωί λέγοντας; «Τελείωσε
ο Μεσαίωνας, ωραία! Αρχίζει η Αναγέννηση!» Θα ήταν πολύ βολικό για’ μας αλλά
αυτοί οι διαχωρισμοί βασισμένοι σε σημαντικά γεγονότα είναι τεχνητοί και
εξυπηρετούν μόνο τη μελέτη της ιστορίας.
Συνέχισε να μιλάει γενικά
στους φοιτητές απέναντί του για την περίοδο του Μεσαίωνα και τις διαιρέσεις του
και σκιαγράφησε το περιεχόμενο των μαθημάτων που θα τους παρέδιδε.
Ενώ μιλούσε το βλέμμα του
γυρνούσε συχνά στον Πάνκχερστ και κάθε φορά βεβαιωνόταν πως κάτι σκάρωνε. Ο
τρόπος που κρυφομιλούσε με την κοπέλα στα δεξιά του και τον νεαρό στα αριστερά
του ήταν κακός οιωνός.
-Αυτά για σήμερα, ολοκλήρωσε
το πρώτο του μάθημα, για να μείνουμε στα γενικά. Στο επόμενο μάθημα θα
μιλήσουμε για το δουκάτο της Νορμανδίας και την κατάκτηση της Αγγλίας. Ελεύθεροι.
Προχώρησε στην έδρα και
κάθισε. Θα άφηνε να φύγουν πρώτα οι φοιτητές και μετά θα έφευγε και αυτός. Ο
Μαξιμίλιαν πλησίασε στην έδρα.
-Ωραίο μάθημα, είπε, να
περιμένω;
-Θα φύγουμε μαζί.
Ο Πάνκχερστ πλησίασε την
κοπέλα με τα φωτεινά μάτια που είχε προσέξει ο Μιχάλης και της είπε φιλικά - με
έναν τόνο που αν η Νιόβη τον άκουγε δεν θα πίστευε ότι ανήκε σ’ εκείνον:
-Καλημέρα Ντήντρα, πως σου
φάνηκε το μάθημα;
-Είναι καλός, άκουσα πως
είναι ο μόνος που έχει καταφέρει να αποσπάσει άριστα από τον Ράινχαρτ, είπε
ντροπαλά η κοπέλα κοιτώντας προς την έδρα που καθόταν ο Μιχάλης.
Ήταν μια μάλλον κανονικού
ύψους κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά, γλυκό προσωπάκι πάνω στην αλλαγή από
παιδικό σε γυναικείο στο οποίο δέσποζαν τα γαλανά μάτια της και σώμα με
σχηματισμένες τις γυναικείες καμπύλες.
-Τέλος πάντων, είπε ο
Πάνκχερστ, δεν ήθελα να σου μιλήσω για το μάθημα βασικά. Απόψε θα κάνω ένα πάρτι
στο 99 για την αρχή του ακαδημαϊκού έτους. Ήθελα να σε καλέσω, αν δεν έχεις
κάτι καλύτερο να κάνεις...
-Ε... Εμένα;
-Ναι, είπε ο Πάνκχερστ. Θα
σε περιμένω.
-Εντάξει, είπε η Ντήντρα.
Ο Πάνκχερστ απομακρύνθηκε.
Αν η κοπέλα έβλεπε το χαμόγελό του σίγουρα θα το ξανασκεφτόταν να βρεθεί στο
ίδιο δωμάτιο μαζί του όχι να πάει σε πάρτι του.
Η Νιόβη είχε τον
απαραίτητο χρόνο για να αναζητήσει τον Τόμας μετά το δεύτερο μάθημα της ημέρας.
Ήταν ήδη μεσημεράκι, μιας και τα δυο μαθήματα ήταν τρίωρα, και βρήκε τον Τόμας
στην καφετέρια της σχολής όπου είχε πάει με την παρέα του για ένα πρόχειρο γεύμα.
Όταν τον πλησίασε η Νιόβη συζητούσε με την παρέα του αποτελούμενη μόνο από
αγόρια. Λίγο πιο πέρα κάθονταν μερικά κορίτσια που κοιτούσαν τον Τόμας με ιερή
προσήλωση σαν να ήταν αυτός ο σκοπός της ζωής τους. Ήταν κάτι που την εκνεύριζε,
εντάξει ο Τόμας ήταν όμορφος άνδρας αλλά έπρεπε να τον ακολουθούν παντού και να
κάθονται να τον κοιτάζουν ή - το πιο ανόητο ακόμα - να αναστενάζουν όταν
περνούσε;
Πλησίασε στο τραπέζι του
Τόμας και των φίλων του. Εκείνος την είδε πριν του μιλήσει και ένα χαμόγελο
φώτισε το πρόσωπό του.
-Νιόβη! Πως από’ δω;
-Καλημέρα - ή μάλλον
καλησπέρα - Τόμας. Μπορώ να σου μιλήσω;
-Έλα, κάθισε.
-Θα προτιμούσα ιδιαιτέρως,
είπε η Νιόβη.
Ο Τόμας δίστασε για μια
στιγμή και μετά σηκώθηκε από τη θέση του.
-Θα σας δω στο εργαστήριο,
είπε στους φίλους του και ακολούθησε την Νιόβη έξω από την καφετέρια.
Η κοπέλα έψαξε για ένα
ήσυχο μέρος που θα μπορούσαν να μιλήσουν και τελικά κατέληξε πως η καλύτερη
επιλογή ήταν ο διάδρομος που περνούσε πίσω από την καφετέρια και οδηγούσε στην
βιβλιοθήκη της σχολής. Τον οδήγησε εκεί και στράφηκε να τον κοιτάξει.
-Τόμας...
-Είμαι όλος δικός σου,
την έκοψε εκείνος κάνοντάς την να εύχεται να ήταν αλήθεια αυτό και στέλνοντας
το μυαλό της σε καθόλου αθώες σκέψεις πράξεων που συνήθως πραγματοποιούνται σε
κρεβατοκάμαρες.
-Ο Μιχάλης μου έδωσε αυτό
για’ σενα, είπε η Νιόβη.
-Ευχαριστώ.
Ο Τόμας έριξε μια γρήγορη
ματιά στις σελίδες και η Νιόβη είχε την άνεση να τον παρατηρήσει με την ησυχία
της. Τα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπό του και του έδιναν μερικές φορές την
εικόνα ενός σκανταλιάρικου αγοριού. Τα μάγουλα και το σαγόνι του είχαν αρχίσει
να σκουραίνουν από τα γένια, πρέπει να ήταν αξύριστος κάνα δυο μέρες. Είχε μια
γρατζουνιά στο λαιμό του, πως την είχε αποκτήσει άραγε; Εκείνη τη στιγμή σήκωσε
το βλέμμα από τα χαρτιά και την κοίταξε.
-Είναι αυτά που είπαμε να
αλλάξουμε χθες.
-Θα τα καταφέρουμε; Τι λες;
ρώτησε η Νιόβη.
-Φυσικά! είπε ο Τόμας, Έμαθα
ότι ο Πάνκχερστ παίζει εκ του ασφαλούς. Θα παίξουν το πλέον κλασσικό έργο. Ρωμαίος
και Ιουλίτα. Είναι δίκοπο μαχαίρι, παίζεις με έργο που είναι αγαπητό και το
ξέρουν όλοι αλλά και έχουν όλοι κάποια εικόνα γι’ αυτό στο μυαλό τους.
-Ελπίζω να έχεις δίκιο, είπε
η Νιόβη.
-Έχω, είπε ο Τόμας, πρέπει
να πηγαίνω έχω μάθημα. Θα τα πούμε αύριο.
Η Νιόβη του χάρισε ένα
χαμόγελο και τον άφησε.
Ο Μιχάλης και ο
Μαξιμίλιαν κατέβαιναν τη σκάλα από τον όροφο που βρίσκονταν τα γραφεία της
πρυτανείας στο ισόγειο, Άκουσαν φωνές και γέλια και αντελήφθησαν πως ερχόταν ο
Πάνκχερστ με την συνηθισμένη πολυπληθή παρέα του, Έφτασαν δίπλα τους τη στιγμή
που ο Έλληνας κατέβαινε ένα σκαλοπάτι στηριζόμενος στο μπαστούνι του, Ένιωσε
ένα σπρώξιμο στην πλάτη την ίδια στιγμή που κάποιος κλωτσούσε από πίσω το
μπαστούνι του. Έχασε την ισορροπία του και θα’ χε κατρακυλήσει στη σκάλα αν δεν
προλάβαινε να ρίξει το χαρτοφύλακα που κρατούσε και να αρπαχτεί από την
κουπαστή της σκάλας. Δεν απέφυγε να πέσει στα γόνατα κάτι που έστειλε μια
θάλασσα πόνου, σαν να είχε πάρει φωτιά το νευρικό του σύστημα, να τον διατρέξει
και χρειάστηκε όλη του την αυτοκυριαρχία για να μην ουρλιάξει. Ο Πάνκχερστ
στάθηκε από πάνω του.
-Είσαστε καλά κύριε καθηγητά;
Ήταν ένα ατύχημα, λυπάμαι. Πρέπει να είσαστε προσεκτικός. Οι φοιτητές, σαν νέοι,
είναι πάντα ορμητικοί, κατέληξε με έναν τόνο που έκανε προφανές πως δεν λυπόταν
καθόλου αλλά αντιθέτως το διασκέδαζε.
Έτεινε το χέρι του στον
Μιχάλη αλλά εκείνος το αγνόησε και σηκώθηκε όρθιος κρατημένος από την κουπαστή
της σκάλας. Ο Πάνκχερστ και η παρέα του συνέχισαν το δρόμο τους.
-Επίτηδες το’ κάνε το
καθίκι, είπε ο Μαξιμίλιαν. Για την απάντηση στο μάθημα.
-Και γιατί τον νίκησα στο
σκάκι. Σίγουρα με γνώρισε τώρα που με ξαναείδε. Αφού θέλει πόλεμο θα τον έχει.
Ακόμα και αν δεν επρόκειτο να σας βοηθήσω με τον μαραθώνιο τώρα θα το έκανα
μόνο και μόνο για να πάρει το μάθημά του ο Πάνκχερστ.
Ο Μαξιμίλιαν έδωσε στον
Μιχάλη το μπαστούνι του.
-Είσαι καλά; Έχεις γίνει κατάχλομος.
-Έχω περάσει και
χειρότερα, έλα πάμε. Πρέπει να μιλήσω με τη Νιόβη.
Η Ντήντρα Κάρτερ διέσχισε
το δρόμο και πλησίασε την είσοδο του κλαμπ 99 με δισταγμό. Δεν ήταν άτομο που
συνήθιζε να πηγαίνει σε κλαμπ και επιπλέον η πρόσκληση από τον Κόλιν Πάνκχερστ
ήταν απρόσμενη. Ποτέ ως τώρα δεν της είχε δώσει την παραμικρή σημασία ή έτσι
τουλάχιστον είχε καταλάβει εκείνη και ξαφνικά την καλούσε σε πάρτι. Δεν είχε
αρνηθεί γιατί της άρεσε και είχε κολακευθεί από το ενδιαφέρον του.
Δεν γνώριζε πολλά για τον
Πάνκχερστ πέρα από το γεγονός ότι τον εκτιμούσαν οι καθηγητές του και ότι ήταν
εξαιρετικά δημοφιλής. Δυστυχώς για εκείνη δεν είχε βρεθεί ποτέ μπροστά σε μια
από τις συνηθισμένες του διασκεδάσεις όπως αυτή που είχε θύμα την Κέητ ή σε μια
επίθεση όπως αυτήν στον Μιχάλη και αγνοούσε το ποιόν του.
Στην είσοδο του κλαμπ οι
δυο γορίλες τη σταμάτησαν και ζήτησαν το όνομά της. Ακούγοντάς το ο ένας της
άνοιξε την πόρτα και τη συνόδευσε μέσα. Στο φουαγιέ την περίμενε ο οικοδεσπότης
της.
-Καλώς ήρθες Ντήντρα, είπε
ο Πάνκχερστ. Είσαι πολύ όμορφη απόψε, περισσότερο απ’ ότι συνηθώς.
-Ευχαριστώ, είπε δειλά η
κοπέλα.
Ο Πάνκχερστ τη συνόδεψε
στο εσωτερικό του κλαμπ. Πολλά κεφάλια γύρισαν να τους κοιτάξουν και παρ’ ότι η
Ντήντρα δεν ήταν άσχημη αυτό συνέβαινε γιατί ήταν με τον Πάνκχερστ. Εκείνος την
οδήγησε στο μπαρ.
-Ένα... Τι θα πάρεις; στράφηκε
στην Ντήντρα.
-Μμμ, δεν ξέρω, είπε
εκείνη, εσύ τι θα πρότεινες;
Δεν ήταν συνηθισμένη στα
αλκοολούχα ποτά αλλά δεν ήθελε να το δείξει, να μη φανεί άβγαλτη στον
Πάνκχερστ.
-Ένα κοκτέιλ για τη
Ντήντρα, είπε ο οικοδεσπότης της, σαν το δικό μου.
Η κοπέλα πήρε το ποτήρι
από το μπάρμαν και δοκίμασε το κεχριμπαρένιου χρώματος ποτό, Έκαψε τον λαιμό
της αλλά δεν το’ δειξε αποφασισμένη να κάνει καλή εντύπωση στον Πάνκχερστ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου