Κεφάλαιο
4
Η πρώτη σκέψη του
Αλέξανδρου ξυπνώντας ήταν πως δεν βρισκόταν σπίτι του, μετά η ανάμνηση των
γεγονότων της προηγούμενης νύχτας επέστρεψαν έντονες στο μυαλό του. Μετά από
ακόμα ένα ποτό και μια συζήτηση για διάφορα γενικά θέματα η Σιμόν τον είχε
ρωτήσει αν θα την πήγαινε σπίτι κάτι που ο Αλέξανδρος ήταν παραπάνω από
πρόθυμος να κάνει. Στο αυτοκίνητο η Σιμόν ήταν ιδιαίτερα διαχυτική απέναντί του
και όταν έφτασαν στο σπίτι της έκανε προφανές ακόμα περισσότερο τι ήθελε από
αυτόν. Ανέβηκαν στο διαμέρισμά της και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους η Σιμόν
κόλλησε πάνω του φιλώντας τον με άγριο πάθος. Είχαν κάνει έρωτα και είχαν
αποκοιμηθεί αγκαλιασμένοι.
Ακριβώς όπως ήταν και
τώρα, ο Αλέξανδρος την είχε στην αγκαλιά του με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο
στέρνο του. Η Σιμόν κοιμόταν ακόμα, το πρόσωπό της είχε μια έκφραση γαλήνης
αλλά και ικανοποίησης. Χάιδεψε τα μαλλιά της ενώ κοίταζε το ρολόι στο κομοδίνο
δίπλα τους.
Είχε παρακοιμηθεί, κάτι
ασυνήθιστο γι’ αυτόν αλλά απολύτως δικαιολογημένο από την ώρα που είχε
καταλήξει να κοιμηθεί. Δεν το μετάνιωνε καθόλου ήταν μια ευχάριστη νύχτα. Του
άρεσε πολύ η Σιμόν όσο δεν τον είχε τραβήξει καμία γυναίκα για πολύ καιρό.
Χάιδεψε τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Εκείνη χαμογέλασε μέσα στον ύπνο της αλλά
δεν ξύπνησε.
Ο Αλέξανδρος κοίταξε και
πάλι το ρολόι αν και από συνήθεια, ήταν Σάββατο δεν είχε δουλειές να τον
πιέζουν. Σάββατο;
-Να πάρει η ευχή!
Μονολόγησε, παρά λίγο να το ξεχάσω. Πρέπει να πάω στο αεροδρόμιο.
Είχε ώρα μπροστά του αλλά
δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Προσέχοντας να μην ξυπνήσει τη Σιμόν
σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Η Σιμόν ξύπνησε ενώ εκείνος
τελείωνε με το ντύσιμό του. Γύρισε ανάσκελα και τεντώθηκε προσφέροντας στον
Αλέξανδρο τη θέα του καλλίγραμμου σώματός της και βάζοντάς τον στον πειρασμό να
ξαναγυρίσει στο κρεβάτι.
-Καλημέρα, της είπε.
-Καλημέρα, γιατί
σηκώθηκες από τώρα;
-Πρέπει να πάρω από το
αεροδρόμιο έναν φίλο που έρχεται από την Ευρώπη.
Η Σιμόν σηκώθηκε και ήρθε
κοντά του. Τον αγκάλιασε και ρώτησε:
-Θα σε ξαναδώ;
-Σίγουρα, αρκεί να μου
δώσεις το τηλέφωνό σου.
Η Σιμόν του έδωσε έναν
αριθμό κινητού τηλεφώνου και ο Αλέξανδρος της έδωσε την επαγγελματική του κάρτα.
Ύστερα από ένα παρατεταμένο αποχαιρετιστήριο φιλί την άφησε.
Για καλή του τύχη δεν
υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση στο δρόμο και έφτασε στο διεθνές αεροδρόμιο Λόγκαν την
ώρα που ήθελε. Πάρκαρε στο χώρο στάθμευσης των VIP και προχώρησε στο τέρμιναλ.
Προχώρησε στο χώρο των αφίξεων όπου παραλάμβαναν οι επιβάτες τις αποσκευές.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει
πολύ για να βρει το φίλο του. Πατώντας το ένα πόδι του στο τοιχίο της ταινίας
μεταφοράς των αποσκευών ακουμπούσε τον αγκώνα του στο γόνατο και κρατούσε ένα
βιβλίο που διάβαζε περιμένοντας να αρχίσει η μεταφορά για να πάρει τις δικές
του. Δίπλα του σ’ ένα καρότσι μεταφοράς αποσκευών ήταν ένας μεγάλος
χαρτοφύλακας και ένα μαύρο μπαστούνι με χρυσή σφαιρική λαβή. Με ένα χαμόγελο ο
Αλέξανδρος τον πλησίασε λέγοντας:
-Υπάρχει περίπτωση να σε
δω χωρίς ένα βιβλίο στο χέρι;
Ο φίλος του στράφηκε προς
το μέρος του και χαμογέλασε μόλις τον είδε. Ήταν πιο ψηλός και σωματώδης από
τον Αλέξανδρο. Είχε καστανά κοντοκομμένα μαλλιά και γαλανά μάτια με ένα επίμονο,
διεισδυτικό βλέμμα πίσω από τα απλά γυαλιά με το λεπτό μεταλλικό σκελετό.
-Καμία απολύτως, τι θα’
κανα σε τόσο ταξίδι;
-Θα κοίταζες τη θέα.
-Ποια θέα; Στα 37000
πόδια και νύχτα; Άσε που είχε τόσα σύννεφα που δεν έβλεπες τίποτα άλλο.
-Μέσα στο αεροπλάνο, είπε
ο Αλέξανδρος κοιτάζοντας μια κομψή αεροσυνοδό που πέρασε από δίπλα τους.
-Είσαι αδιόρθωτος!
-Και’ συ δεν άλλαξες
καθόλου απ’ ότι βλέπω, είπε ο Αλέξανδρος και άλλαξε θέμα: Έχεις πολλές
αποσκευές;
-Ένα σακ βουαγιάζ, απάντησε
ο Μιχάλης. Να το.
Ο Αλέξανδρος πιο σβέλτος
από το φίλο του άρπαξε το σακ βουαγιάζ και το έβαλε στο καρότσι.
-Ασήκωτο είναι, πέτρες
έχεις μέσα;
-Όχι, ρούχα και κάποια
βιβλία.
-Βιβλία, είπε ο
Αλέξανδρος σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό.
Ξεκίνησαν για το
αυτοκίνητο.
-Χαίρομαι που είσαι’ δω
Μιχάλη, η Νιόβη το’ χει πάρει πολύ σοβαρά και θα χρειαστεί τη βοήθεια που ξέρω
ότι μπορείς να προσφέρεις.
-Εντάξει.
-Και που ξέρεις, ίσως
βρεις και κάτι καλό εδώ, Έχει όμορφα κορίτσια η αδελφότητα.
Ένα ελαφρύ χτύπημα στο
πίσω μέρος του κεφαλιού ήταν η απάντηση του Μιχάλη.
Η Κέητ μπήκε στην κουζίνα
με τη σκέψη ότι μάλλον είχε ξυπνήσει αργά για πρωινό αλλά διαπίστωσε ότι δεν
ήταν έτσι. Οι περισσότεροι από τους συγκατοίκους της τώρα έπαιρναν το πρωινό
τους ή έπιναν καφέ συζητώντας κυρίως για την πρώτη εβδομάδα μαθημάτων που μόλις
είχε τελειώσει. Λιτοδίαιτη καθώς ήταν η Κέητ αρκέστηκε σε ένα ποτήρι γάλα. Κάθισε
τυχαία σε μια θέση και βρέθηκε απέναντι στον Άνταμ που συζητούσε με τον Μαξιμίλιαν.
Χαμογέλασε στον Άνταμ που
της ανταπέδωσε το χαμόγελο και την καλημέρισε. Εκείνος είχε τελειώσει το πρωινό
του αλλά έκανε παρέα στον Μαξιμίλιαν που έτρωγε ακόμα. Ο μεγαλόσωμος φίλος του
έτρωγε πάντα ένα χορταστικό πρωινό και ένα καλό γεύμα αλλά σπανιότατα δείπνο.
-Λοιπόν Κέητ, τι σχέδια
έχεις για σήμερα; ρώτησε ο Άνταμ. Είναι το πρώτο σου Σάββατο στη Βοστώνη, έτσι
δεν είναι;
-Ναι, απάντησε η Κέητ, και
ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω. Μάλλον θα ασχοληθώ με εκείνη την εργασία που μας
έβαλε στην Ηθική.
-Αυτό μπορείς να το
κάνεις και αύριο, είπε ο Άνταμ, αλλά δεν θα περάσεις μέσα το πρώτο σου ελεύθερο
πρωινό στη Βοστώνη, Έχεις πάει στο Χάιχαμ; Στο εθνικό πάρκο του Μπίτσγουντ;
-Όχι, είπε η Κέητ αλλά
δεν...
-Εγώ πάντως κερνάω καφέ,
είπε ο Άνταμ. Τι λες;
Η Κέητ δεν ήξερε
πραγματικά τι να πει. Είχε συμπαθήσει τον Άνταμ και θα ήθελε να πάει για καφέ
μαζί του αλλά δεν ήξερε αν θα έπρεπε να δεχθεί αυτήν την πρόσκληση να πάνε οι
δυο τους. Θα ήταν ένα είδος πρώτου ραντεβού και δεν ήξερε αν ήθελε να δώσει
στον Άνταμ την εντύπωση πως δέχεται ότι υπήρχε κάτι μεταξύ τους.
-Οι δυο μας; Με τη μηχανή;
είπε τελικά.
-Ναι, αν σε ενοχλεί η
μηχανή θα δανειστούμε το αυτοκίνητο του κυρίου από ‘δω, είπε ο Άνταμ χτυπώντας
φιλικά το μπράτσο του Μαξιμίλιαν.
-Όχι, η μηχανή είναι
εντάξει, είπε η Κέητ, μην κλείσουμε και τον Μαξ μέσα.
Ο Αλέξανδρος έβαλε τα
πράγματα του Μιχάλη στην πίσω θέση και δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει το
μπαστούνι του.
-Μου θυμίζεις τους Λονδρέζους
κυρίους του προηγούμενου αιώνα, τον Φιλέα Φονγκ ας πούμε.
-Ταιριαστό μιας και έκανα
και’ γω το γύρο του κόσμου. Το χρειάζομαι στις μέρες με υγρασία Αλέξανδρε.
Ο Αλέξανδρος απέστρεψε
ένοχα το βλέμμα, ήταν ο κύριος υπεύθυνος του γεγονότος ότι ο φίλος του κούτσαινε.
Ήταν κάτι που εκείνος έδειχνε να μην το θυμάται αλλά ο ίδιος δεν το ξεχνούσε
ποτέ. Βλέποντας στο αεροδρόμιο ότι περπατώντας κούτσαινε ελάχιστα είχε χαρεί αν
και φαινόταν ότι ακόμα υπήρχε πρόβλημα.
-Πες μου νέα από την
Ελλάδα, έχω τρία χρόνια να πάω. Εσύ με τι ασχολείσαι;
Ενώ ο Μιχάλης του διηγούταν
διάφορα πράγματα για κοινούς φίλους και γνωστούς ο Αλέξανδρος οδηγούσε με
κατεύθυνση την πανεπιστημιούπολη. Τη συζήτησή τους διέκοψε το κουδούνισμα του
κινητού του Αλέξανδρου.
-Ναι, είπε ανοίγοντας το
κινητό ενώ έκοβε ταχύτητα.
Μίλησε λίγο και μετά το
έκλεισε.
-Έχουμε πρόβλημα,
ανακοίνωσε στο Μιχάλη.
-Τι συμβαίνει;
-Πρέπει να πάω στην
εταιρία, προέκυψε ένα θέμα με κάποια συμφωνία που χειρίζομαι εγώ. Δεν θα πάρει
πολύ αλλά πρέπει να πάω.
-Εντάξει δεν είμαστε
μακριά τώρα πια. Αν δεν σε πειράζει να έχεις τα πράγματά μου πίσω θα πάω στην
πρυτανεία για τα χαρτιά μου και’ συ στη δουλειά σου και θα βρεθούμε στο σπίτι της αδελφότητας οπότε
μου τα φέρνεις εκεί.
-Είσαι σίγουρος; Για’ μένα
δεν είναι πρόβλημα.
-Αλέξανδρε κουτσαίνω, δεν
είμαι ανάπηρος!
-Εντάξει τότε, θα τα
πούμε εκεί.
Η Κέητ ανέβηκε στο
δεύτερο όροφο του σπιτιού τρέχοντας. Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα του
δωματίου της και μετά συνέχισε στο διάδρομο για να χτυπήσει μια πόρτα λίγο πιο
πέρα. Η Νιόβη, γιατί την δική της πόρτα χτύπησε η Κέητ, άνοιξε αμέσως.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα Νιόβη. Αν έχεις
λίγο χρόνο χρειάζομαι τη βοήθεια σου.
-Σε τι; ρώτησε με γνήσιο
ενδιαφέρον η Νιόβη.
-Θα σου φανεί χαζό, είπε
η Κέητ, αλλά να... Με κάλεσε ο Άνταμ για καφέ και θα ήθελα τη γνώμη σου για το
τι να φορέσω.
Η Νιόβη χαμογέλασε με
κατανόηση.
-Έλα πάμε να δούμε τι θα
φορέσεις.
Το εθνικό πάρκο του
Μπίτσγουντ είναι μια μεγάλη δασώδης έκταση που συνδυάζει την ευχαρίστηση ενός
περίπατου στο δάσος με τη βόλτα στην ακρογιαλιά μιας και μεγάλο μέρος του είναι
παράκτιο με τα δένδρα να φτάνουν σχεδόν ως τη θάλασσα. Σχεδόν σε ολόκληρο το
πάρκο, πέρα από τα σημεία εισόδου δηλαδή, απαγορευόταν η κυκλοφορία οχημάτων
κάνοντας το ιδανικό για περίπατο χωρίς την έννοια απρόσεκτων οδηγών. Υπήρχαν
αρκετές καφετέριες διάσπαρτες στο πάρκο συμπληρώνοντας την ειδυλλιακή εικόνα.
Ο Άνταμ ξεκινούσε τώρα το
τρίτο έτος του στη σχολή και είχε εξερευνήσει αρκετά το πάρκο για να ξέρει όλα
τα καλά σημεία του, Έτσι ήξερε που να πάει με την Κέητ παρ’ ότι δεν είχε
ξανάρθει εδώ με κοπέλα. Στα δυο προηγούμενα έτη που βρισκόταν στη Βοστώνη είχε
έρθει πολλές φορές για περίπατο ή για να απομονωθεί και να σκεφθεί. Πολλές
φορές είχε έρθει εδώ για να διαβάσει κάτω από την σκιά των δένδρων. Δεν είχε
έρθει ωστόσο ποτέ με κοπέλα μιας και στα δυο αυτά χρόνια δεν είχε υπάρξει κάτι
σοβαρό στη ζωή του πέρα από κάποιες γνωριμίες που είχαν ωστόσο παραμείνει απλές
γνωριμίες.
Όταν η Κέητ κατέβηκε από
το δωμάτιό της έλαμπε αν και αυτό δεν οφειλόταν στην αλλαγή της εμφάνισής της
όσο στη διάθεση της. Είχε φορέσει μπλούζα και παντελόνι, πιο καλά από αυτά που
φορούσε καθημερινά στη σχολή, και παπούτσια κατάλληλα για περπάτημα. Η μεγάλη
αλλαγή ήταν στη διάθεσή της. Το χαμόγελο που δεν έλειπε συνήθως από τα χείλη
της ήταν τώρα πιο έντονο, πιο φωτεινό. Ήταν χαρούμενη και, όσο και αν δεν ήταν
άνθρωπος που εξωτερίκευε τα αισθήματά της, φαινόταν πώς ένιωθε. Ο Άνταμ ένιωσε
μια πρωτόγνωρη αίσθηση ικανοποίησης που ήταν εκείνος η αιτία μιας τέτοιας
χαράς.
Η διαδρομή ως το πάρκο
ήταν εύκολη μιας και δεν είχε πολύ κίνηση και μπορούσε και ο ίδιος να κάνει
μερικούς ελιγμούς τώρα που η Κέητ είχε συνηθίσει τη μηχανή, Άφησαν τη μηχανή
στο χώρο παρκαρίσματος της εισόδου και προχώρησαν πεζοί κάτω από τη δροσερή
σκιά των δένδρων.
-Έρχεσαι συχνά εδώ;
ρώτησε η Κέητ.
-Ναι, είπε ο Άνταμ, έρχομαι
εδώ να σκεφθώ όταν κάτι με απασχολεί και να κάθομαι στο δωμάτιό μου δεν ωφελεί
ή όταν θέλω να αλλάξω περιβάλλον. Είναι καλό μέρος για διάβασμα, ειδικά στις
εξετάσεις που θα’ χει πιάσει και η ζέστη.
-Είναι πολύ ωραία. Είπε η
Κέητ.
-Δεν έχετε τέτοια δάση
στην Μινεσότα;
-Έχουμε δάση αλλά δεν
είναι τόσο προσιτά και σε’ μας εκεί ο καιρός δεν βοηθάει για εκδρομές, έχουμε
βαρύ χειμώνα και διαρκεί πολύ.
-Πόσο πολύ;
-Από τον Οκτώβριο ως το
Μάιο.
-Είναι πολύ, παραδέχθηκε ο
Άνταμ. Γι’ αυτό ήρθες ανατολικά; Για να γλιτώσεις από το κρύο;
Η Κέητ γέλασε. Το γέλιο
της ήταν κελαρυστό σαν το νερό που τρέχει από μια πηγή και το ίδιο ευχάριστο να
το ακούει κανείς.
-Όχι, είπε τελικά η
κοπέλα. Το κρύο το έχουμε συνηθίσει εκεί. Απλά έχει καλή σχολή για το
αντικείμενό μας εδώ. Εσύ; Πως βρέθηκες εδώ; Δεν έχει πανεπιστήμιο ολόκληρη Νέα
Υόρκη;
-Έχει αλλά μιας και ήταν
και ο αδερφός μου εδώ είπα να προτιμήσω τη Βοστώνη.
-Έχεις αδερφό εδώ;
-Αποφοίτησε τον Ιούνιο
από το ΜΙΤ με άριστα.
-Άριστα, είπε η Κέητ με
θαυμασμό, θα πρέπει να είναι πολύ καλός!
-Είναι, απάντησε ο Άνταμ,
μια βαριά κληρονομιά για’ μένα που πρέπει να αποδείξω πως είμαι το ίδιο καλός
αν όχι καλύτερος.
Η Κέητ στάθηκε και γύρισε
να τον κοιτάξει.
-Σε πιέζουν να αποδείξεις
κάτι τέτοιο;
Το βλέμμα της μαρτυρούσε
γνήσιο ενδιαφέρον και ο Άνταμ ένιωσε ελεύθερος να της μιλήσει ειλικρινά.
-Δεν μου το λένε άμεσα
αλλά αφήνουν να εννοηθεί έμμεσα πως θα είναι μια απογοήτευση για εκείνους αν
δεν τα καταφέρω σαν το Πήτερ. Μην με παρεξηγείς, δεν είναι κακοί γονείς. Μας
αγαπάνε και δεν μας στερήσανε ποτέ τίποτα. Είναι όμως δέσμιοι μιας
συγκεκριμένης νοοτροπίας και δεν μπορούν να την αποβάλλουν.
-Δεν είναι σωστό για’ σένα
και είναι καταπιεστικό, είπε η Κέητ για να προσθέσει με ένα χαμόγελο, αλλά δεν
ανησυχώ. Σίγουρα θα θριαμβεύσεις και θα πάρεις το πτυχίο με άριστα.
-Ευχαριστώ για την
εμπιστοσύνη, είπε ο Άνταμ. Εσύ έχεις αδέρφια;
-Ναι, δυο μικρότερες
αδερφές. Ξέρεις το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να τις αποχαιρετήσω στο αεροδρόμιο
ξέροντας πως θα κάνουμε μήνες να ξανασυναντηθούμε. Μου λείπουν πολύ.
-Καταλαβαίνω, και’ γω
ένιωθα κάπως μόνος εδώ στην αρχή παρ’ ότι είχα τον Πήτερ.
-Μοναξιά, είπε σιγανά η
Κέητ, τη φοβάμαι σχεδόν περισσότερο από κάθε τι άλλο. Το πρώτο μου βράδυ στη
Βοστώνη μόνο που δεν έκλαιγα, ένιωθα απαίσια. Μετά βρέθηκε η Νιόβη στο δρόμο
μου και όλα άλλαξαν. Με δεχθήκατε τόσο θερμά...
Ο Άνταμ την κοίταζε όσο μιλούσε,
ήταν πολύ ευαίσθητη και αυτό του δημιουργούσε μια επιθυμία να την προστατεύσει
αν και δεν ήξερε από τι. Από τη σκληρότητα του κόσμου ίσως...
-Γι’ αυτό υπάρχουν οι αδελφότητες
ξέρεις, της είπε, για να βρίσκεις παρέα, φίλους, να μην είσαι μόνη.
-Ναι αλλά εγώ σας έφερα
και ένα πρόβλημα, είπε η Κέητ.
-Αν αναφέρεσαι στον
Πάνκχερστ…
-Σ’ αυτόν, είπε
δυστυχισμένα η Κέητ.
-Μη σε απασχολεί αυτό, είχαμε
και πριν τις διαφορές μας με τον ηλίθιο απλά το περιστατικό το δικό σου έγινε η
αφορμή για να ξεκαθαρίσουμε το που στεκόμαστε ως προς αυτόν τον κρετίνο και
τους ακόλουθούς του. Μην το σκέφτεσαι λοιπόν.
Του χάρισε ένα γλυκό
χαμόγελο που του δημιούργησε την τρελή επιθυμία να τη φιλήσει. Αντί γι’ αυτό
της είπε:
-Υποσχέθηκα να κεράσω
καφέ, έλα από’ δω. Πάμε να τηρήσω την υπόσχεσή μου.
Είχαν προχωρήσει αρκετά
συζητώντας μέσα στο πάρκο και το μόνο που ακουγόταν ήταν το κελάηδημα των
πουλιών και το θρόισμα των φύλλων από το αεράκι που φυσούσε. Οι ήχοι της πόλης,
φρένα και κόρνες αυτοκινήτων, φωνές από βιαστικούς οδηγούς και καυγάδες είχαν
χαθεί δίνοντας τους την αίσθηση πως ήταν μόνοι οι δυο τους στον κόσμο.
Μέσα από τα δένδρα φάνηκε
ένα μικρό ξέφωτο του δάσους με μια καφετέρια. Κάθισαν σε ένα τραπέζι και
παρήγγειλαν σε έναν ιδιαίτερα εξυπηρετικό σερβιτόρο. Εκτός από τους δυο τους
υπήρχε μόνο άλλο ένα ζευγάρι αυτήν την ώρα στην καφετέρια.
-Είναι ωραία, είπε η Κέητ,
αυτό το μέρος σε γαληνεύει.
-Πράγματι, απάντησε ο
Άνταμ που εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν πως τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ να τον
γαληνέψει περισσότερο από τα γαλανά της μάτια.
Για τον Κόλιν Πάνκχερστ η
μετριοφροσύνη ήταν μια αρετή για αυτούς που είχαν λόγο να είναι ταπεινοί. Ο
ίδιος συνήθιζε να διακηρύσσει την ανωτερότητά του σε οποιοδήποτε αντικείμενο
και αν την είχε και δεν άφηνε τους άλλους να ξεχνάνε ποιος είναι. Είχε έναν
δυσάρεστο τρόπο να το θυμίζει ειδικά σε εκείνους που του χρωστούσαν κάποια χάρη
ή εκδούλευση.
Ήταν ένας ψηλός νεαρός
άνδρας με καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Ντυνόταν πάντα ακριβά, περισσότερο
για την δυνατότητα επίδειξης που αυτό του προσέφερε παρά λόγω γούστου. Ξόδευε
αφειδώς λεφτά για αυτούς που θεωρούσε «κύκλο» του και έτσι δεν έπαυε ποτέ να
είναι περιτριγυρισμένος από κόλακες και τσιράκια. Πολλοί ήταν αυτοί που γι’
αυτόν τον λόγο πάσχιζαν να μπουν στην αδελφότητα των Αρίστων.
Αυτό το Σαββατιάτικο
πρωινό ο Πάνκχερστ βγήκε από το σπίτι που στέγαζε την αδελφότητα των Αρίστων
ντυμένος με μια κολεγιακή μπλούζα και ένα παντελόνι που κόστιζαν κανά δυο
μισθούς ενός μέσου εργαζόμενου και συνοδευόμενος από δυο κοπέλες της αδελφότητας
- μια δεξιά και μια αριστερά του - απ’ αυτές που η Άλεξ καυστικά αποκαλούσε
κούκλες με πολύ σιλικόνη και καθόλου μυαλό.
Ο Πάνκχερστ είχε
διοργανώσει έναν σκακιστικό αγώνα σιμουλτανέ στην πρασιά έξω από το σπίτι της αδελφότητας.
Θα αντιμετώπιζε δώδεκα αντιπάλους σε ισάριθμες σκακιέρες. Οι αντίπαλοί του ήταν
ήδη στις θέσεις τους. Ο ίδιος έπαιζε με τα λευκά όπως γίνεται πάντα σ’ αυτές
τις περιπτώσεις για να έχει την πρώτη κίνηση.
-Καλή τύχη Κόλιν, τιτίβισαν
χαρούμενα οι κοπέλες και τον φίλησαν στα μάγουλα.
-Δεν χρειάζεται, απάντησε
αυτάρεσκα αυτός, όπως πάντα θα κάνω δώδεκα στα δώδεκα.
Οι δυο γυναίκες πήγαν
στους θεατές ενώ ο Πάνκχερστ προχώρησε στον πρώτο του αντίπαλο. Κίνησε δυο
τετράγωνα το πιόνι μπροστά στη βασίλισσα και προχώρησε στον επόμενο. Ο πρώτος
παίκτης θα έπρεπε να κάνει την κίνησή του ως που ο Πάνκχερστ να επιστρέψει σ’
αυτόν έχοντας κάνει μια κίνηση σε όλες τις παρτίδες.
Φτάνοντας στον τελευταίο
αντίπαλο ο Πάνκχερστ κρυφογέλασε. Ο τύπος με το μπαστούνι και το συνηθισμένο
παρουσιαστικό φαινόταν εύκολος αντίπαλος... Μισή ώρα αργότερα αναγκαζόταν να
γείρει το βασιλιά του στη σκακιέρα στην κλασσική κίνηση αποδοχής της ήττας.
Είχε νικήσει τους έντεκα και είχε χάσει από τον τελευταίο του αντίπαλο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου