1.
-Έρχεται! Έρχεται
Εκείνος! Θέλει να μας σκοτώσει! Θέλει να χύσει αίμα. Ποτάμια από αίμα!
Το κοριτσάκι που πρόφερε
με δυνατή όσο και τρομαγμένη φωνή αυτά τα λόγια τράβηξε γύρω του και τα άλλα
παιδιά του μικρού ορφανοτροφείου που βρίσκονταν στην αυλή μπροστά από το μουντό
πέτρινο κτίριο. Άφησαν τα παιχνίδια που έπαιζαν και έτρεξαν να σχηματίσουν έναν
κύκλο γύρω της.
-Πάλι έπαθε υστερία, είπε
ένα μεγαλύτερο κορίτσι.
Της ίδιας απόψεως ήταν
και η διευθύντρια του ορφανοτροφείου, η κυρία Πολυτίμη. Βγήκε φουριόζα
ακολουθούμενη από τις υπόλοιπες γυναίκες που δούλευαν εδώ και φώναξε στην
κοπέλα που επέβλεπε τα παιδιά στην αυλή:
-Πρέπει να την
σταματήσουμε αμέσως, περιμένουμε τον άρχοντα Αραβανή από στιγμή σε στιγμή, μη
μας ντροπιάσει.
Ποδοβολητά από το δρόμο
την έκαναν να κοιτάξει στην είσοδο της αυλής. Τρεις ιππείς που έφεραν λάβαρα
πέρασαν και μετά ακολούθησε μια σειρά από άλλους βαριά οπλισμένους, όλοι είχαν
πλήρη αρματωσιά, σπαθιά και ασπίδες, οι τελευταίες κρεμασμένες στη σέλα ήταν
διακοσμημένες με έναν αριθμό διακριτικών.
-Πολύ αργά, είπε
βιαστικά, κάντε τη να σκάσει!
Προχώρησε προς τους
ιππείς που είχαν σταματήσει καθώς μια μεγάλη άμαξα περνούσε την είσοδο. Ήταν
εμφανώς πολυτελής και στην πόρτα έφερε τον θυρεό με το άστρο, το προσωπικό
έμβλημα του κυρίου του τόπου. Στο δρόμο πίσω είχε σταματήσει η υπόλοιπη
συνοδεία του άρχοντα Αραβανή.
Χαμογέλασε ευγενικά και
υποκλίθηκε με σεβασμό καθώς ο άρχοντας κατέβαινε από την άμαξα με τη συνοδεία
μιας πανέμορφης γυναίκας ενώ μερικοί από τους ιππείς ξεπέζευαν και τον πλαισίωναν.
Πλησίασε προς το μέρος του με την ελπίδα να αποσιωπήσει το γεγονός αλλά το
κορίτσι ξαναφώναξε:
-Έρχεται ο καταστροφέας!
Έρχεται να πάρει…
-Ω, κάντε τη να σκάσει
επιτέλους! φώναξε η Πολυτίμη.
Μια κοπέλα προσπάθησε να
σταματήσει το κορίτσι ενώ η Πολυτίμη την κοίταζε απειλητικά. Ο Αραβανής κοίταξε
την Πολυτίμη χωρίς να δίνει σημασία στο παιδί και η διευθύντρια του
ορφανοτροφείου έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.
-Καλώς ήρθατε άρχοντά μου
στο ίδρυμα αυτό που η γενναιοδωρία σας…
Ο άνδρας που στεκόταν
δίπλα στον άρχοντα έδειχνε να προσέχει το κορίτσι και να ακούει τα λόγια του. Τα
διακριτικά στο θώρακά του δήλωναν ότι έφερε το βαθμό του κόμη, αρκετά
υψηλόβαθμος στρατιωτικός.
-Ποιο είναι το κορίτσι;
ρώτησε διακόπτοντάς την.
-Ένα ορφανό όπως τόσα
άλλα που μαζεύουμε, αυτό το αφήσανε στην πόρτα μας πριν από μερικά χρόνια. Μη
δίνετε σημασία άρχοντα μου. Ανοησίες…
-Δεν θα το έλεγα, είπε
διακόπτοντάς την ξανά και μετά φώναξε: Αδερφέ Μιχαήλ! Σε θέλω λίγο εδώ.
Ένας άνδρας ντυμένος στο
μαύρο ράσο των μοναχών πλησίασε. Ήταν μεγαλόσωμος και θα μπορούσε να ήταν
πολεμιστής αν δεν ήταν ιερωμένος. Τα λευκά γένια και τα μαλλιά του έκαναν
αντίθεση με το χρώμα των ρούχων του. Είχε μια έκφραση γαλήνια σαν να ήταν ο
κόσμος ένα αστείο και τίποτα σε αυτόν να μην ήταν ικανό να τον ταράξει. Ο κόμης
του έδειξε το κορίτσι και ο μοναχός πήγε κοντά του. Άκουσε τα ουρλιαχτά και τα
παρακάλια του. Όταν γύρισε και κοίταξε τον κόμη, δεν ήταν πια γαλήνιος, ένταση
αποτυπωνόταν σε κάθε τι πάνω του.
-Μπορεί να είναι αλήθεια;
είπε εκείνος.
-Ξέραμε ότι θα έρθει αυτή
η μέρα, απάντησε ο μοναχός,
-Τι μπορεί να είναι αλήθεια;
ρώτησε ο Αραβανής.
-Έχετε ακούσει ποτέ για
τον Αβράναξ τον Ανίερο, άρχοντά μου; ρώτησε ο μοναχός.
-Ναι, θυμάμαι ότι μου
έλεγε την ιστορία η γιαγιά μου ως φόβητρό. Ένας μεγάλος και ισχυρός μάγος που
εισέβαλλε στην αυτοκρατορία και ηττήθηκε μετά από μια τρομακτική μάχη. Ήταν
φρικτά απάνθρωπος και σκληρός και δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο, κατέστρεφε τα
πάντα ακόμα και ιερούς τόπους εξ’ ου και το όνομά του.
-Δεν ήταν μύθος άρχοντά
μου, είπε ο κόμης. Και φαίνεται ότι έρχεται για την εκδίκησή του.
-Και αυτό το κορίτσι που
το ξέρει; ρώτησε ο άρχοντας δείχνοντας το κορίτσι που τώρα έκλαιγε στην αγκαλά
της βοηθού της Πολυτίμης. Μπορεί να είδε κάποια τοιχογραφία ή εικόνα…
-Δε βλέπει, άρχοντά μου,
είπε η άλλη κοπέλα. Ποτέ δεν έβλεπε.
-Τότε κάτι θα άκουσε δεν
εξηγείται αλλιώς.
-Δεν έχει σημασία, είπε ο
κόμης, το πώς το ξέρει. Μας ενδιαφέρει αν είναι αλήθεια.
-Και αν είναι; ρώτησε ο
άρχοντας με τη σιγουριά του να εγκαταλείπει τη φωνή του. Τι θα γίνει τότε;
-Τότε θα ετοιμαστούμε για
μια σκληρή πολιορκία, είπε ο κόμης.
Ο πεντηκόνταρχος Ρωμανός
Δελμάρ, έφτασε στην κορυφή του πύργου του στρατιωτικού φυλακίου της Φαιάς Οξιάς
και κοίταξε την γύρω περιοχή. Έτριψε τα χέρια του για να τα ζεστάνει. Η θέα με
τα χιονισμένα βουνά, ακόμα και αν στον κάμπο ακόμα δεν είχε πέσει χιόνι, δε
βοηθούσε την κατάσταση.
Ο Δελμάρ ήταν γόνος μιας
από τις πλέον αριστοκρατικές και σπουδαίες οικογένειες της Αίλια Σέπτιμα, της
πρωτεύουσας, και δεν ήταν συνηθισμένος στο κλίμα αυτή της εσχατιάς της
αυτοκρατορίας. Υπηρετούσε στην πρωτεύουσα κανονικά αλλά μια βραδιά σε ένα
καπηλειό καυγάδισε και στη συνέχεια μονομάχησε με έναν άνδρα που αποδείχτηκε
ότι ήταν γιος ενός μεγάλου αυλικού. Η καταγωγή του τον έσωσε, δεν καταδικάστηκε
σε θάνατο αλλά να υπηρετήσει στην τραχιά αυτή περιοχή.
Ετοιμάστηκε να επιπλήξει
το σκοπό που δεν τον είχε χαιρετήσει όπως θα έπρεπε αλλά την προσοχή του
τράβηξε αυτό που είχε τραβήξει και του σκοπού. Κάτι κινείτο στο πέρασμα της
Χελιδόνας, κάτι που έκανε έντονη αντίθεση με το λευκό του χιονιού. Κάτι κόκκινο
που έκανε το βουνό να φαίνεται σαν να αιμορραγεί. Ο σκοπός στράφηκε προς το μέρος
του, κατάχλομος, τείνοντάς του μια διόπτρα. Ο Δελμάρ πήρε το μακρόστενο σωλήνα
με τα δύο κάτοπτρα στις άκρες του και κοίταξε. Σιγουρεύτηκε αμέσως, ένας
αναρίθμητος στρατός κοκκινοντυμένων
πολεμιστών εισέβαλλε στην αυτοκρατορία.
-Ανάψτε την πυρά, διέταξε
με σταθερή φωνή, και ετοιμαστείτε να φύγουμε δεν θα αργήσουν να φτάσουν εδώ.
2 σχόλια:
Πάρα πολύ καλό! Θα το διαβάσω όλο, σιγά-σιγά. Χαίρομαι που ανακάλυψα το μπλογκ σου!
Καλώς ήρθες στο μπλογκ μου!
Εκτός από τις ιστορίες σε συνέχειες έχει και ολοκληρωμένες έτοιμες για κατέβασμα και διάβασμα.
Δημοσίευση σχολίου