Η Πολιορκία Του Φαιού Κάστρου 4

Author: Νυχτερινή Πένα /


2.

Στις επόμενες ώρες η Άννα συμπάθησε τον κόμη. Δεν άφησε μέρος του κάστρου που να μην επισκεφθεί. Πέρασε από τους αμάχους να δει πως είχαν βολευτεί, μίλησε με τους αξιωματικούς του και τους άνδρες για να τους ενθαρρύνει και να βεβαιωθεί ότι δεν είχαν παραλείψει τίποτα. Τον είδε να μιλάει με το μυλωνά, ο μύλος του κάστρου ήταν στον πλαϊνό πύργο της δεξιάς πλευράς, και με το σιδερά. Τον είδε να ακούει την αναφορά του υπεύθυνου των κελαριών για το ποιες ακριβώς ήταν οι προμήθειές τους αλλά και να μιλάει με τον κοντούλη πρόσχαρο άνδρα που ήταν ο επικεφαλής των μαγειριών. Με όλους ήταν προσηνής και δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής του.
Τον είδε να περιέρχεται τα τείχη και τους πύργους ενώ σταμάτησε στα σημεία που βρίσκονταν καταπέλτες και βαλλίστρες για να τα επιθεωρήσει με τους πρώτους να βρίσκονται σε κάποια σημεία του τείχους και τις δεύτερες στους πύργους.
Αυτή η συμπάθεια έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν έμαθε ότι ο άρχοντας Αραβανής είχε φύγει με την άμαξά του σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή τους εδώ, δήθεν για να φέρει βοήθεια αλλά στην πραγματικότητα για να σώσει το τομάρι του. Είχε πάρει μαζί του μόνο τους άνδρες που χρειαζόταν για την άμαξα και την Πολυτίμη που του είχε υποσχεθεί τα κάλλη της για να τη σώσει.
Ο Μαξιμιλιανός Δάια δεν είχε καν σχολιάσει τη δειλία του έπαρχού του. Απλά είχε ανασηκώσει του ώμους και είχε συνεχίσει το έργο του με την ελευθερία να δίνει τις διαταγές χωρίς να χρειάζεται να τον συμβουλεύεται.
Είχε βάλει τα παιδιά να κοιμηθούν, εξαντλημένα από το ταξίδι και τις νέες παραστάσεις τα περισσότερα κοιμούνταν ήδη και μόνο μερικά από τα πιο μεγάλα είχαν μείνει ακόμα ξύπνια και μιλούσαν ξαπλωμένα στα στρωσίδια τους. Η ίδια είχε καθίσει στα δικά της στρωσίδια και κοιτούσε έξω στην αυλή του κάστρου. Δεν ακουγόταν τίποτα, οι πολεμιστές ξεκουράζονταν και μόνο τα βήματα της περιπόλου στα τείχη αντηχούσαν.
Ο Μαξιμιλιανός Δάια πέρασε την πόρτα και στάθηκε. Φορούσε τον θώρακά του αλλά και περικνημίδες και περικάρπια, ήταν ζωσμένος το σπαθί του ενώ είχε στα χέρια του το κράνος. Ήταν έτοιμος για μάχη. Κοίταξε τα παιδιά και μετά στράφηκε σε εκείνη.
-Όλα καλά; ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Ναι, είπε η Άννα. Ακόμα και η Ελέσα κοιμήθηκε γαλήνια, δεν ξέρω πως τα κατάφερε ο μοναχός που της μιλούσε αλλά ηρέμησε.
-Ο αδερφός Μιχαήλ είναι σοφός άνθρωπος. Δυστυχώς ακόμα και εκείνος δεν κατάφερε να βρει έναν τρόπο να καταστρέψει το Γριμόριο.
-Αυτό που αναζητά ο Αβράναξ; Άκουσα την Ελέσα να μιλάει γι’ αυτό με τον μοναχό.
-Όσο ζει ο Αβράναξ είναι αδύνατο να καταστραφεί, το έχει συνδέσει με την ίδια του την ύπαρξη, αν σκοτωθεί τότε μόνο θα μπορέσει και αυτό να καταστραφεί. Όσο δεν το έχει ωστόσο είναι περιορισμένη η δύναμή του, κάτι είναι και αυτό.
-Ίσως νικήσετε εδώ και το καταφέρετε, είπε η κοπέλα.
-Μακάρι, είπε ο Δάια και την κοίταξε στα μάτια συνειδητοποιώντας πόσο όμορφη και γλυκιά ήταν, θα ήθελε να την γνωρίσει λίγο καλύτερα.

Ο Ρωμανός Δελμάρ και οι άνδρες του κάλπαζαν τόσο γρήγορα όσο μπορούσαν να το κάνουν και να διατηρούν τα άλογα την δύναμή τους για να συνεχίζουν το ταξίδι. Η νύχτα δεν τους σταμάτησε, ο πεντηκόνταρχος είχε αποφασίσει ότι θα συνέχιζαν να ταξιδεύουν και θα κοιμούνταν με βάρδιες στη σέλα, οι ξύπνιοι θα οδηγούσαν και τα άλογα των υπόλοιπων. Ακόμα δεν το είχε κάνει κάποιος αλλά η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και δεν ήταν ξεκούραστοι όταν είχαν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι. Κοίταξε την Σεβαστή, η αγαπημένη του δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης αλλά σίγουρα είχε κουραστεί μιας και δεν ήταν το ίσιο συνηθισμένη σε πολύωρα ταξίδια με άλογο. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και του χάρισε ένα χαμόγελο. Ήταν πολύ τυχερός που είχε μπει στη ζωή του και ήθελε να γίνει γυναίκα του.
Από τις ευχάριστες σκέψεις τον έβγαλαν άγρια γρυλίσματα που ακούστηκαν κάπου μπροστά και ένας από τους άνδρες της αυτοκρατορικής φρουράς είπε με τη βαριά προφορά του:
-Αγριόλυκοι.
Ο πεντηκόνταρχος κούνησε το κεφάλι του. Η ονομασία αναφερόταν σε ένα είδος μεγάλων λύκων που ζούσαν στα βουνά του Κρίκου, στα σύνορα της αυτοκρατορίας, και τους οποίους χρησιμοποιούσαν πολλές φορές τα ορεινά τελώνια σαν υποζύγια. Πολεμούσαν μαζί, αγριόλυκος και αναβάτης, ενωμένα από την μοχθηρή και αιμοδιψή φύση τους.
Τράβηξαν σπαθιά και τσεκούρια και προχώρησαν στο δρόμο προσεκτικά. Δεν άργησαν να αντικρίσουν το φοβερό θέαμα. Οι αγριόλυκοι και τα τελώνια είχαν επιτεθεί σε μια άμαξα στο κοντινό σταυροδρόμι και είχαν με τη συνηθισμένη τους αγριότητα σκοτώσει τους επιβάτες των οποίων τα σώματα κατασπάραζαν οι αγριόλυκοι. Με ένα ρίγος να διατρέχει την σπονδυλική του στήλη, ο Ρωμανός διέκρινε λίγο πιο πέρα την ξεχαρβαλωμένη πόρτα της άμαξας και το έμβλημα που την κοσμούσε.
Την έδειξε στον πολεμιστή από το βορά που κούνησε το κεφάλι του. Πίσω τους η Σεβαστή έπνιγε μια κραυγή καθώς αναγνώριζε και εκείνη πολύ καλά το έμβλημα. Ο άρχοντας Αραβανής είχε συναντήσει το πεπρωμένο του.
Ένας αγριόλυκος σήκωσε το κεφάλι του και οσμίστηκε τον αέρα. Την επόμενη στιγμή άφησε ένα κοφτό γρύλισμα και κοίταξε γύρω, άλλο ένα και ήταν βέβαιο, τους είχε αντιληφθεί. Οι υπόλοιποι λύκοι και τα τελώνια δεν άργησαν να αντιληφθούν τι συνέβαινε.
-Για να περάσουμε θα πρέπει να πολεμήσουμε, είπε ο Ρωμανός γρήγορα στους άνδρες του. Σε κλειστό σχηματισμό για να μην μπορούν να μας χωρίσουν και για να μην πέσει κάποιος από εμάς.
Οι πολεμιστές μαζί του ένευσαν. Ήξεραν πως αν κάποιος έπεφτε από το άλογο ήταν χαμένος. Έφεραν τα άλογά τους κοντά και με τα σπαθιά τραβηγμένα, έτοιμα να χτυπήσουν, ξεκίνησαν. Είχαν φέρει και τις ασπίδες τους στα πλάγια προσπαθώντας να προφυλάξουν όσο μπορούσαν τα νώτα τους.
Επιτέθηκαν με ορμή και αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους. Διέσχισαν με ταχύτητα το ξέφωτο της διασταύρωσης σκορπίζοντας χτυπήματα δεξιά και αριστερά και αφήνοντας πίσω τους μερικά νεκρά τελώνια και έναν ή δύο αγριόλυκους. Όμως τα τελώνια τα έχασαν μόνο για λίγο, ύστερα έσπευσαν να καταδιώξουν τους ιππείς καβάλα στα άγρια υποζύγιά τους. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να τους φτάσουν και να τους κυκλώσουν, ο Ρωμανός Δελμάρ και τους άνδρες του. Βρέθηκαν να μάχονται με αντιπάλους από κάθε πλευρά, σαν ένα νησί πολεμιστών μέσα σε μια θάλασσα από τελώνια. Η νύχτα αντηχούσε από τα χτυπήματα των όπλων, τις κραυγές των πληγωμένων και τα άγρια ουρλιαχτά των αγριόλυκων.
Οι στρατιώτες του Δελμάρ και οι πολεμιστές της αυτοκρατορικής φρουράς ήταν πιο καλά εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι αλλά τα τελώνια ήταν πολύ περισσότερα και η δίψα τους για αίμα τα έκανε επικίνδυνα. Επιτίθονταν συνεχώς αγνοώντας τα πλήγματα που δέχονταν και δεν έπεφταν κάτω αν δεν είχαν πληγεί σοβαρά με τραύματα που θα είχαν σακατέψει έναν άνθρωπο.
Ο πεντηκόνταρχος μαχόταν με μανία τα αιμοδιψή όντα αναζητώντας μια διέξοδο για να συνεχίζουν τη ζωτική τους αποστολή. Οι άνδρες του γύρω πολεμούσαν το ίδιο παθιασμένα και σχεδόν όλοι είχαν μικρά ή μεγαλύτερα τραύματα. Δύο είχαν χτυπηθεί αρκετά και είχαν μεταφερθεί από τους συντρόφους τους στο εσωτερικό της μικρής αυτής νησίδας άμυνας που είχαν σχηματίσει. Στη μια περίπτωση η μετακίνηση είχε γίνει με το άλογο, ο πολεμιστής στη σέλα κρατούσε τα χαλινάρια με το ένα χέρι, το άλλο κρεμόταν αχρηστευμένο στο πλευρό του. Πίσω του είχε τον δεύτερο χτυπημένο που ακουμπούσε στην πλάτη του για να μην πέσει. Αυτού η μεταφορά είχε γίνει από σέλα σε σέλα και το άλογο είχε αφεθεί χωρίς αναβάτη. Οι αγριόλυκοι δεν είχαν αργήσει να το ρίξουν κάτω και να το κατασπαράξουν.
Ο Δελμάρ είδε στο βάθος να λαμπυρίζει κάτι και να αντανακλά το φως των αστεριών
-Το Βαθύ Ρυάκι, μουρμούρισε.
Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του και την μετέφερε γρήγορα στους άνδρες του.

Χάλκινα πνευστά και τεράστια τύμπανα που ηχούσαν σε μια άγρια συμφωνία ανήγγειλαν την άφιξη του εχθρού. Ο Μαξιμιλιανός από τη θέση του στον κεντρικό πύργο μπορούσε να τον δει σε όλο του το σκοτεινό μεγαλείο. Αναρίθμητα τάγματα πολεμιστών με κόκκινους θώρακες προέλαυναν με τάξη προς το κάστρο. Μπροστά τους τεράστια βραχοτελώνια έσπρωχναν ελέπολεις για να επιτεθούν στα τείχη και έναν αριθμό από καταπέλτες. Ακόμα πιο μπροστά πήγαιναν σε μεγάλες ομάδες οι άτακτοι, κλέφτες και συμμορίτες από τα βουνά που ακολουθούσαν τους εισβολείς, ως συνήθως, με την ελπίδα να μετάσχουν στην λεηλασία και να γυρίσουν φορτωμένοι με πλούσια λάφυρα. Μετέφεραν σκάλες για την άνοδο στα τείχη. Σαν πολεμιστές δεν άξιζαν πολλά αλλά θα χρησίμευαν σαν πρώτο κύμα εφόδου για να κουράσουν τους υπερασπιστές και να ετοιμάσουν την άνοδο στα τείχη.
-Περιμένετε, διέταξε τους άνδρες του. Μην κάνετε τίποτα.
Με μια άγρια κραυγή οι προπορευόμενοι άρχισαν να τρέχουν. Ο Μαξιμιλιανός μάντεψε άλλο ένα κέρδος από την επίθεση αυτή, ο Αβράναξ προσπαθούσε να εκτιμήσει τις άμυνες του κάστρου.
-Μη ρίξετε! διέταξε τους τοξότες. Αφήστε τους να φτάσουν στα τείχη.
Οι άτακτοι επιτιθέμενοι έφτασαν στον ξύλινο φράκτη και άρχισαν να τον κατεδαφίζουν με μανία. Ο Μαξιμιλιανός δεν είχε αφήσει φρουρά στον μικρό πύργο όπου θα μπορούσε να εξοντωθεί εύκολα ενώ ελάχιστα θα μπορούσε να βοηθήσει την άμυνα.
Ο Λέων ήρθε δίπλα του.
-Διαβλέπεις παγίδα;
-Προσπαθώ να τους αιφνιδιάσω. Αλλά μόλις μπορούν να χτυπήσουν τις ελέπολεις οι βαλλίστρες, να το κάνουν.
Οι επιτιθέμενοι πέρασαν την μικρή έκταση πίσω από το φράχτη και άρχισαν να κατεβαίνουν μέσα στην τάφρο που τους έφτανε ως τη μέση ή και πιο ψηλά. Οι πρώτοι φτάσανε στο τείχος και στηρίξανε τις σκάλες.
-Σκάλες φώναξε ένας νεαρός αξιωματικός.
-Ετοιμαστείτε για μάχη! φώναξε ο Λέων. Βράσματα έτοιμα!
Τώρα πολλοί από τους άτακτους ήταν μαζεμένοι στη βάση του τείχους και άρχιζαν να ανεβαίνουν. Από τα ειδικά ακροφύσια του τείχους τινάχθηκε βραστό λάδι και νερό αλλά λιωμένο μολύβι ζεματίζοντας τους επιτιθέμενους. Κραυγές πόνου και αγωνίας ακούστηκαν καθώς πολλοί έπεφταν νεκροί ή τραυματισμένοι ενώ κάποιοι που είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν στις σκάλες έπεσαν από το ζεμάτισμα και σκοτώθηκαν από την πτώση. Κάποιοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στο νερό της τάφρου για να γλιτώσουν αλλά ήταν αδύνατο μέσα στο συνωστισμό και κατέληξαν νεκροί στο έδαφος.
-Δόρατα!
Ένας αριθμός ακοντίων με ιδιαίτερα αιχμηρή άκρη είχε ετοιμαστεί για αυτήν την ώρα και έπεσε πάνω στους πολεμιστές στη βάση του τείχους. Ήταν για αυτούς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τράπηκαν σε φυγή κάτω από τις ιαχές των αμυνόμενων. Δεν γλίτωσαν τη ζωή τους όμως. Καθώς έφταναν στις γραμμές των τακτικών στρατευμάτων του μάγου εκείνοι ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά τους και τους εξόντωσαν.
Ύστερα με ρυθμικό βήμα άρχισαν να προελαύνουν προς τα τείχη καθώς οι ελέπολεις πλησίαζαν.
-Καταπέλτες και βαλλίστρες! Πυρ κατά βούληση, φώναξε ο Μαξιμιλιανός, προέχει η καταστροφή των εχθρικών καταπελτών και των ελεπόλεων!
Βλήματα και μεγάλες κοτρόνες εκτοξεύθηκαν από το τείχος πάνω στον εχθρικό στρατό. Ο Μαξιμιλιανός παρακολουθούσε υπολογίζοντας πόσο θα κάνανε να ξαναοπλίσουν και πόσο θα είχαν προχωρήσει οι εχθροί στο χρόνο αυτό. Τα χτυπήματα από την πρώτη ομοβροντία διέλυσαν σχεδόν όλους τους καταπέλτες αλλά μόλις δύο από τις ελέπολεις είχαν πάθει ζημιές και η μία μόνο από αυτές είχε εγκαταλειφθεί από τους επιτιθέμενους.
-Έτοιμοι, ανέφερε ο Λέων.
-Πυρ! διέταξε ο Μαξιμιλιανός. Και οι τοξότες τώρα.
Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Καθώς βαλλίστρες και καταπέλτες είχαν στόχο τις ελέπολεις και τους καταπέλτες των επιτιθέμενων, το πεζικό είχε αρχίσει να προχωρά χωρίς να μεριμνά ιδιαιτέρως για την κάλυψή τους μιας και δεν είχαν δει ούτε τοξότες ως εδώ. Τώρα η ξαφνική βροχή από βέλη προκάλεσε πραγματική εκατόμβη αποδεκατίζοντας τις πρώτες γραμμές τους.
Ο Μαξιμιλιανός είδε τους καταπέλτες να καταστρέφονται αλλά τρεις από τις ελέπολεις έφτασαν στο τείχος αν και χρειάστηκε να τις σπρώξουν οι κοκκινοντυμένοι πολεμιστές στα τελευταία μέτρα μιας και τα βραχοτελώνια είχαν εξοντωθεί.
-Ετοιμαστείτε να απωθήσετε επιδρομείς! φώναξε και είδε σε όλο το τείχος τους άνδρες του να ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά τους.
Οι πολεμιστές άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες και το εσωτερικό των ελεπόλεων. Ο Μαξιμίλιαν ξεθηκάρωσε το σπαθί του και έριξε μια ματιά στον Λέοντα. Εκείνος ένευσε ότι ήταν έτοιμος.

2 σχόλια:

Giannis Pit. είπε...

Αυτό το επικό κλίμα στη γραφή σου είναι πάντα εντυπωσιακό και πάντα συναρπάζει λες και το ζούμε.
Πολύ ωραίο.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Χαίρομαι που σου αρέσει φίλε μου.

Δημοσίευση σχολίου