Άγνωστος Εχθρός

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Ντούνια Άχμεντ πέφτει θύμα απόπειρας δολοφονίας. Τη σώζουν οι γύρω άνθρωποι και ο επίδοξος δολοφόνος αυτοκτονεί πηδώντας στις γραμμές του μετρό. Σαν να μην φτάνει αυτό σύντομα ένα αυτοκίνητο προσπαθεί να την χτυπήσει. Ποιος είναι πίσω από της επιθέσεις μια γυναίκας ήσυχης και εργατικής στο τοπικό φαρμακείο.

Είναι μια καλή ιστορία με ανατροπές και ένα αμφίσημο τέλος αλλά πάει πολύ αργά, μια ιστορία που θα λεγόταν χωρίς να πρόβλημα σε 200 σελίδες και κάτι ολοκληρώνεται σε 346!

Ιστολόγιο του μήνα – Ιούνιος 2024

Author: Νυχτερινή Πένα /

Το σημερινό ιστολόγιο του μήνα έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλα που έχουμε γνωρίσει από εδώ. Το συγκεκριμένο ιστολόγιο έχει πάψει να δημοσιεύει νέο περιεχόμενο, δεν έχει κλείσει όμως, βρίσκεται εκεί με όλες τις δημοσιεύσεις του έτοιμες για διάβασμα.

Είναι από τα πιο παλιά ιστολόγια μιας και βρίσκεται στο χώρο από το 2006 και σε αυτά τα χρόνια έχει παρουσιάσει αμέτρητα βιβλία για όλες τις προτιμήσεις. Αν αναζητείτε λοιπόν την επόμενη σας επιλογή, δεν έχετε παρά να κάνετε μια επίσκεψη εδώ: http://vivliocafe.blogspot.com/

Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 4 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τέταρτο

 

Ο σερ Χιου επέστρεψε τρέχοντας. Στάθηκε για μια στιγμή να πάρει μια ανάσα και μετά ανέφερε στον σερ Μάικ:

-Δεν είναι δύσκολο να οχυρωθεί το χωριό, δεν έχει πρόσβαση παρά μόνο από εδώ, από το δρόμο που ήρθαμε δηλαδή και από τα νότια που πάνε στα χωράφια και τα λιβάδια τους αλλά δεν μπορεί να φτάσει εκεί στρατός απαρατήρητος από εμάς.

-Ωραία, είπε ο σερ Μάικ, Φιλίπ!

Ο Φιλίπ Ντ’ Αρτουά, ο επικεφαλής των βοηθητικών του στρατού του σερ Μάικ έτρεξε κοντά στον άρχοντά του.

-Άρχοντά μου;

-Θα κλείσετε το άνοιγμα όσο πιο καλά μπορείτε και θα μετακινηθείτε μετά στο πίσω μέρος του χωριού, αν δείτε κάποια κίνηση θα μας ειδοποιήσετε.

-Μάλιστα.

Ο σερ Μάικ ένευσε στους υπόλοιπους διοικητές για να τους εξηγήσει τι ήθελε να κάνουν εκείνοι. Ο Γουίλλιαμ και ο Μαξιμίλιαν πλησίασαν.

-Μαξιμίλιαν θα ιππεύσεις με τους υπόλοιπους ιππότες και θα περιμένετε σήμα για έφοδο, είπε ο σερ Μάικ. Γουίλλιαμ, μείνε με τον Λάιαμ για να τον βοηθήσεις αν χρειαστεί.

Η κοπέλα που είχε μιλήσει πριν στον Λάιαμ. Πλησίασε και είπε:

-Φύγετε σταυροφόροι! Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός σας. Τι σας είναι αυτοί οι χωριάτες που προσπάθησαν να κάψουν ζωντανό τον σύντροφό σας; Πηγαίνετε στα σπίτια σας.

Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε και μετά κοίταξε τους συντρόφους του. Καθώς το κρύο ήταν αρκετό όλοι είχαν φορέσει μανδύες κατάλληλους για το κλίμα, δεν φορούσαν αυτούς που φορούσαν στους Αγίους Τόπους που πολλοί έφεραν τον σταυρό. Τώρα μόνο κάποιοι είχαν το σταυρό στο θώρακά τους. Το είχε παρατηρήσει αυτό;

-Πως το ξέρεις; είπε, το είπες και πριν. Πως ξέρεις ότι είμαστε σταυροφόροι;

-Γιατί δεν είναι απλά ένα κορίτσι του χωριού, είπε ο Λάιαμ που είχε ανοίξει το σακίδιό του.

-Τι εννοείς;

Ο Γουίλλιαμ κοίταξε την κοπέλα.

-Ποια είσαι; τη ρώτησε.

-Με λένε Μαρία Σαλκίμο, είπε η κοπέλα, είμαι από αυτό το χωριό.

Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό της και είπε με έναν σιροπιαστό τρόπο.

-Για’ σενα Ιππότη μπορεί να με λένε και Κάθρην, έλα πάρε με και ο σπόρος σου θα καρπίσει όπως θα ήθελες με εκείνη.

Ο Λάιαμ γύρισε και κοίταξε την κοπέλα. Ήξερε πολλά για μια απλή χωριατοπούλα. Ακόμα και αν είχε μαντέψει το σταυροφορικό τους παρελθόν από το σταυρό δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει για την κοπέλα που ο Γουίλλιαμ είχε αγαπήσει στην Ιερουσαλήμ και τώρα ήταν νεκρή. Ούτε το πόσο της έμοιαζε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά αν αυτό που σκεφτόταν ήταν αλήθεια. Κινδύνευαν όλοι και πολύ περισσότερο από ό,τι από τον στρατό που πλησίαζε. Βρήκε το επιτραχήλιό του, το ξεδίπλωσε και το φόρεσε.

Έπιασε το κομποσκοίνι που ήταν περασμένο στη μέση του και τράβηξε. Το κράτησε στο χέρι του τυλιγμένο και άρχισε να προσεύχεται. Δυσφορία φάνηκε στο πρόσωπο του κοριτσιού.

-Μη λες αυτά τα λόγια! είπε το κορίτσι.

-Βγες από το σκοτάδι και έλα στο φως! πρόσταξε με μια φωνή επιβλητική και αυστηρή ο Λάιαμ.

Το πρόσωπο της κοπέλας συσπάστηκε σε μια απαίσια γκριμάτσα και όταν μίλησε η φωνή της δεν ήταν αυτή μιας νεαρής γυναίκας αλλά ενός αρχαίου κακού.

-Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα παπά! Είναι αργά για όλους σας! Έρχονται και θα πάρουν το βιβλίο και τότε θα βασιλέψουμε για πάντα.

Ο Λάιαμ ήξερε σε τι αναφερόταν. Μια ανίερη τελετή με την οποία δαιμονικές δυνάμεις θα τίθεντο στην εξουσία όποιου θα την εκτελούσε. Αυτό είχε σκοπό να κάνει η δόνα Μαρία, θα χρησιμοποιούσε το βιβλίο και το άτυχο αυτό κορίτσι, που με κάποιον τρόπο είχε παραδώσει στους δαίμονες, για να αποκτήσει τις δυνάμεις αυτές και μαζί με τον πολέμαρχο θα δημιουργούσε ένα βασίλειο τρόμου στην περιοχή. Για μια τέτοια περίπτωση είχε αναλάβει να κρύψει το βιβλίο, για να μην πέσει σε χέρια ανθρώπων που θα δοκίμαζαν να εκμεταλλευθούν την ανίερη δύναμή του. Είχαν φοβηθεί μη συμβεί με βασιλείς και αυτοκράτορες και τώρα θα έπρεπε να το αντιμετωπίσουν εδώ από μια άπληστη γυναίκα και έναν πολέμαρχο Έτρεξε στον σερ Μάικ να αναφέρει τι ήξερε. Εκείνος τον άκουσε με προσοχή.

-Τώρα ξέρουμε τι θέλουν και το βιβλίο. Ας βάλουμε λοιπόν ένα τέλος στη βασιλεία τους πριν αρχίσει.

Ο νεαρός μοναχός έτρεξε πίσω στον Γουίλλιαμ και την Μαρία ενώ οι άνδρες του Σαντοβάρ πλησίαζαν πια το χωριό.

-Γουίλλιαμ, είπε ήσυχα ο Λάιαμ, θέλω να την κρατάς. Αλλά μην την κοιτάζεις, δεν είναι η Κάθρην όσο και να μοιάζει. Όσο και να υποφέρει είναι για το καλό της, για να τη σώσουμε.

Ο Γουίλλιαμ κατένευσε και έπιασε την κοπέλα ακινητοποιώντας τα χέρια της στα πλευρά της. Ο Λάιαμ έκανε το σταυρό του, κάτι που έφερε μια νέα κραυγή, και ξεκίνησε τον εξορκισμό.

-Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…

Η κοπέλα σπάραξε αλλά ο Γουίλλιαμ την κρατούσε γερά.

 

Ο σερ Μάικ επιθεώρησε τη θέση τους. Στο λίγο χρόνο που είχαν οι άνδρες του Φιλίπ Ντ’ Αρτουά, είχαν σκάψει ένα χαντάκι και είχαν τοποθετήσει έναν φράκτη από πασσάλους όπως έκαναν οι τοξότες για να εμποδίζουν τις άμεσες επιθέσεις εναντίον τους, δεν προλάβαιναν για κάτι περισσότερο. Μετά εκείνος παράταξε τις δυνάμεις του.

Παρατάχθηκαν με τους λογχοφόρους και τους πεζικάριους να αποτελούν την πρώτη γραμμή ενώ πίσω τους έτοιμοι να τους ενισχύσουν ήταν οι άνδρες της πολιτοφυλακής και οι λίγοι άνδρες του σερ Τζάσπερ. Στο πλάι της πρόχειρης οχύρωσης μερικοί βοηθητικοί ήταν έτοιμοι να ανοίξουν το δρόμο για να επιτεθούν οι ιππείς ρίχνοντας ένα πρόχειρα στερεωμένο κομμάτι του φράχτη στον τοίχο μιας αγροικίας.

Ο εχθρός πλησίασε συντεταγμένος και μπορούσαν να δουν τον πολέμαρχο να δίνει διαταγές καβάλα σε ένα μαύρο άλογο. Ανεβασμένη σε ένα δεύτερο ήταν η δόνα Μαρία. Εκείνη ούρλιαξε μια κατάρα σε μια άγνωστη γλώσσα και ένας τοίχος που αποτελούσε το όριο ενός αγροτόσπιτου έπεσε με πάταγο αφήνοντας το πλευρό της παράταξής τους ακάλυπτο. Αμέσως οι εχθροί έτρεξαν να εκμεταλλευθούν το ρήγμα ενώ έκαναν και κατά μέτωπο επίθεση. Ο σερ Μάικ ένευσε στους υπόλοιπους ιππότες να τον ακολουθήσουν στο ρήγμα ενώ κατευθύνονταν σε αυτό και οι πολιτοφύλακες.

 

Η κατάρα της δόνα Μαρία δεν εξέπληξε τον Λάιαμ. Οι δαιμονικοί τις αφέντες της είχαν δώσει ήδη δυνάμεις. Το μόνο που άλλαζε αυτό ήταν ό,τι έπρεπε πάσει θυσία να την εμποδίσουν να πάρει το βιβλίο. Συγκεντρώθηκε σε αυτό που έπρεπε να κάνει.

-Στο Όνομα το υπέρ παν όνομα Εκείνου που φρίσσει πάσα κτίσις και κάμπτει παν γόνυ επουρανίων, επιγείων και καταχθονίων σε εξορκίζω, φύγε, άπελθε, αναχώρησε στον τόπο τον ετοιμασμένο τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού.

Ο Γουίλλιαμ κοιτούσε το φίλο του και θαύμαζε την ψυχραιμία του να κάνει κάτι τόσο δύσκολο και επικίνδυνο ενώ λίγο πιο πέρα διεξαγόταν μια σκληρή μάχη.

-Στο όνομα του Κυρίου του ουρανού και της γης σε προστάζω άπελθε και άφησέ τη δούλη Του Μαρία…

 

Οι δυο πλευρές συγκρούσθηκαν με πάταγο. Οι άντρες του Σαντοβάρ ήταν εκπαιδευμένοι καλά και είχαν καλά όπλα αλλά αντιμετώπιζαν πολεμιστές με μεγάλη εμπειρία και με τον καλύτερο οπλισμό που υπήρχε. Έτσι παρότι υπερτερούσαν παραπάνω από τρεις προς έναν δεν μπορούσαν να τους καταβάλλουν. Οι άνδρες του σερ Μάικ πολεμούσαν με δύναμη και γενναιότητα με την πείρα που είχαν αποκτήσει και αναλογιζόμενοι ότι προστάτευαν τόσους αθώους.

Ο εχθρός δεν είχε πολλούς ιππείς, μια δράκα ανδρών γύρω από τον πολέμαρχο, οι υπόλοιποι ήταν πεζοί και πολεμούσαν με τα συνήθη όπλα των Ιταλών κοντοτιέρων, με βαριά δόρατα και σπαθιά. Ο σερ Μάικ είχε στη διάθεσή του τοξότες και περισσότερους ιππείς κάτι που βοηθούσε να διορθώνει την αναλογία δυνάμεων.

 

-Πνεύμα το αρχαίκακον, το εμφωλεύον εν αυτή έξελθε και άπελθε απ’ αυτής. Άπελθε μη είς κώμην και πόλιν αλλ’ εις γην έρημον και άβατον.

Ο Γουίλλιαμ ένιωσε μια θέρμη να τον γεμίζει και την επιθυμία να μετακινήσει τα χέρια του στα στήθη της κοπέλας που κρατούσε, να της κάνει έρωτα εδώ και τώρα αδιαφορώντας για τα πάντα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Δεν ήταν η Κάθρην. Την είχε χάσει για πάντα. Αυτή η κοπέλα ήταν απλά κάποια αθώα που έπρεπε να σωθεί. Εκείνη έσπρωξε προς τα πίσω τρίβοντας το κορμί της πάνω του.

-Έλα Ιππότη, είμαι παρθένα, πάρε με τώρα για την ηδονή σου.

-Όχι, είπε ο Γουίλλιαμ.

Την κράτησε σφιχτά αν και ένιωθε το σώμα του να πυρώνεται από την επιθυμία για ερωτική επαφή. Έσφιξε τα δόντια. Η Κάθρην είχε πεθάνει εξαιτίας ενός κακούργου και προδότη. Αλλά αυτή η κοπέλα θα σωζόταν.

-Μην φοβάσαι, θα τα καταφέρει ο Λάιαμ και θα σωθείς, ψιθύρισε στην κοπέλα.

-Είναι δική μου! βρυχήθηκε ο δαίμονας.

Ο Λάιαμ συνέχισε να διαβάζει τις ευχές.

-Επιτιμά σε διάβολε ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο καταλύσας εν τω σταυρώ τω κράτος σου. Επιτιμά σε δαίμονα ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο πύλας θανάτου και κλείθρα σπαράξας εν τη εγέρσει αυτού. Επιτιμά σε δαίμονα ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο καταπέμψας επί τοις μαθηταίς αυτού την του Αγίου Πνεύματος δύναμιν και έδωσε εξουσία αυτοίς του πατείν επί όφεων και σκορπίων και πάσης της δυνάμεώς σου.

Η Μαρία βόγκηξέ.

-Πονάω, είπε με μια ικετευτική φωνή, σας παρακαλώ. Αφήστε με.

Ο Γουίλλιαμ κοίταξε τον Λάιαμ που συνέχιζε να διαβάζει.

-Μπορείς να νικήσεις, πολέμησέ το Μαρία και θα σε βοηθήσουμε και εμείς, είπε ο νεαρός Ιππότης.

-Άσε με και θα γίνω δική σου, είπε αποπλανητικά η κοπέλα στον Γουίλλιαμ.

-Θα σε άφηνα αν είχαμε μια σχέση, αν σε αγαπούσα και με αγαπούσες. Θα τη βρεις αυτή τη σχέση μια μέρα και θα είσαι ευτυχισμένη.

Δεν ήξερε αν τα λόγια του έκαναν κάποια διαφορά αλλά συνέχισε να ψιθυρίζει ενθαρρυντικά στην κοπέλα.

 

Είχαν μάθει να επιτίθονται σε ανυπεράσπιστα χωριά και σε ανθρώπους με ελάχιστη πολεμική πείρα. Τώρα είχαν βρει το μάστορά τους. Άρχισαν να αποτραβιούνται από τη μάχη και να υποχωρούν και όταν οι αμυνόμενοι τους κατεδίωξαν η υποχώρηση έγινε άτακτη φυγή ειδικά από τη στιγμή που ο αρχηγός τους έπεσε από το άλογό του νεκρός από το σπαθί του σερ Μάικ.

Η δόνα Μαρία έστρεψε το άλογό της να φύγει βλέποντας την καταστροφή του στρατού και των σχεδίων της. Δεν πήγε μακριά. Ένα βέλος τη βρήκε στην πλάτη και έπεσε στο έδαφος. Ενώ το φως έσβηνε από τα μάτια της, άνοιγαν τα μάτια της ψυχής της σε μια άλλη πραγματικότητα. Σε μια πραγματικότητα αιωνίας βασάνου που η ίδια είχε χτίσει για την ψυχή της. Ούρλιαξε και μετά εξέπνευσε.

 

-Ο Κύριος επετιμά σε σατανά! Άφησε την!

Με έναν αναστεναγμό η κοπέλα κατέρρευσε στα χέρια του Γουίλλιαμ. Εκείνος κοίταξε τον Λάιαμ που χαμογέλασε κουρασμένα. Κοίταξαν και οι δύο το πεδίο της μάχης όπου οι δικοί τους κατεδίωκαν τους εχθρούς. Είχαν νικήσει, τα είχαν καταφέρει.

Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και κάρφωσε το βλέμμα της στον Γουίλλιαμ.

-Σε ευχαριστώ, είπε άτονα.

-Όχι εμένα, εκείνον, απάντησε ο Γουίλλιαμ γνέφοντας προς τον Λάιαμ.

-Και εσένα, πρέπει. Σε άκουγα… Σε άκουγα που μου μιλούσες… Μου έδινες θάρρος.

-Χαίρομαι που βοήθησα, είπε ο Γουίλλιαμ και τη βοήθησε να σηκωθεί.

Η κοπέλα τον κοίταξε στα μάτια.

-Λυπάμαι για την απώλειά σου, αυτή που ανέφερε ο δαίμονας. Η γυναίκα σου;

-Όχι, κάποια που αγάπησα πολύ.

Ο Λάιαμ πλησίασε.

-Τι θυμάσαι από τον τελευταίο καιρό;

-Τίποτα από τη στιγμή που με πιάσανε και με πήγανε στον πύργο της δόνα Μαρίας, έναν μεγάλο φόβο και μετά τίποτα ως τη στιγμή που σε είδα στην πυρά.

-Τελείωσε τώρα, μη φοβάσαι.

 

Ο σερ Μάικ και οι δικοί του κατεδίωξαν τους αντιπάλους τους ως που νύχτωσε. Είχαν σκοτώσει στη μάχη 630, αιχμαλώτισαν ακόμα 493 μετά. Τους οδήγησαν στο Μιλάνο για να αντιμετωπίσουν την δικαιοσύνη. Οι δικές τους απώλειες ήταν 43 άνδρες. Ακόμα ένας σκοτώθηκε όταν καθοδόν για το Μιλάνο οι εναπομείναντες παράνομοι δοκίμασαν να ελευθερώσουν τους δικούς τους με αποτέλεσμα να σκοτωθούν άλλοι 403 και ελάχιστοι να διαφύγουν για να πεθάνουν από την πείνα στο βουνό.

Η Μαρία είχε αποφασίσει να πάει μαζί τους. Ένιωθε πιο άνετα με τον Λάιαμ και τον Γουίλλιαμ παρά με τους χωριανούς της που την κοιτούσαν περίεργα.

Περάσανε στην Γαλλία και ταξιδέψανε στην Νορμανδία όπου περάσανε τις γιορτές στα κτήματα του σερ Μάικ. Μετά συνεχίσανε στη Φλάνδρα. Εκεί ο σερ Μάικ πλήρωσε τον Φιλίπ Ντ’ Αρτουά και τους δικούς του και τους έστειλε στα σπίτια τους. Οι υπόλοιποι 490 άνδρες περάσανε στην Αγγλία και επιστρέψανε επιτέλους σπίτι. Ο σερ Μάικ τους αντάμειψε όλους και γρήγορα επέστρεψαν στην συνηθισμένη ζωή τους έχοντας να λένε ιστορίες στα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Κάποιοι, μεταξύ τους ο σερ Μάικ και ο Γουίλλιαμ, θα ξαναπήγαιναν στους Αγίους Τόπους ακολουθώντας τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στην τρίτη σταυροφορία.

Ο Γουίλλιαμ παντρεύτηκε την Μαρία στις 7 Φεβρουαρίου 1184, επέτειο της αφίξεώς του στους Αγίους Τόπους.

Τέλος

Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τρίτο

 

Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι και όλοι διασκέδαζαν σε διάφορους πάγκους με παιχνίδια και φαγητά ενώ η μπύρα έρεε άφθονη. Οι πολεμιστές που είχαν έρθει από τους Αγίους Τόπους είχαν μόλις φτάσει στο χωριό και έτσι αποφάσισαν να περάσουν εκεί τη νύχτα, να ξεκουραστούν και να διασκεδάσουν. Είχαν σκορπίσει μέσα στο πλήθος των ντόπιων και άλλοι απλώς παρακολουθούσαν, άλλοι συμμετείχαν στο γιορτινό κλίμα.

Φασαρία ξέσπασε σε έναν πάγκο με φαγητό και ένα κορίτσι στην εφηβεία έφυγε βιαστικό με μια ομάδα ανδρών να την κυνηγάει. Οι άνδρες ήταν όλοι οπλισμένοι και από τους ταραχοποιούς του χωριού, κανένας δεν ήθελε να βρεθεί μπλεγμένος μαζί τους. Το κορίτσι ανακατεύτηκε με τον κόσμο προσπαθώντας να τους κάνει να την χάσουν αλλά δεν τα κατάφερε. Αν την έπιαναν ήξερε ότι το ξύλο θα ήταν το λιγότερο, θα την ατίμαζαν ήταν σίγουρο, και κανείς δεν θα νοιαζόταν για ένα κορίτσι που ζούσε στα ερημόσπιτα και στα χωράφια.

Ξεχώρισε έναν μαύρο μανδύα μέσα στο πλήθος και μια ελπίδα σωτηρίας σχηματίστηκε στο μυαλό της. Έτρεξε στον άνδρα αυτό και τον άρπαξε από τον μανδύα.

-Συγχώρησέ με πάτερ γιατί αμάρτησα, έκλεψα φαγητό αλλά πεινώ, είχα τέσσερις μέρες να φάω. Σε παρακαλώ δώσε μου την άφεση για να μην με τιμωρήσουν αυτοί οι άνθρωποι.

-Μην τολμήσεις παπά! μούγκρισε ο επικεφαλής των ανδρών.

-Λυπάμαι, δεν μπορώ να σου δώσω άφεση, είπε ο άνδρας με τον μαύρο μανδύα και ο αλήτης κάγχασε αλλά ο καγχασμός έμεινε στη μέση καθώς ο άνδρας συνέχισε, γιατί δεν είμαι ιερέας. Αλλά θα σε πάω σε ιερέα. Αδερφέ Λάιαμ! Είναι μια κοπέλα που θέλει να εξομολογηθεί.

-Πως τολμάς! Είναι δική μας!

-Δεν θα το έλεγα!

Ο άνδρας γύρισε προς το μέρος του ξεθηκαρώνοντας και μια τεράστια σπάθα. Οι άνδρες κοντοστάθηκαν όχι μόνο εξαιτίας του όπλου που ήταν προφανές ότι ήξερε να χειρίζεται αλλά και του μεγάλου σταυρού στο στήθος. Ήταν σταυροφόρος και αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν τόσο απλό να του επιτεθούν χώρια που θα ήταν έμπειρος πολεμιστής.

Ένας μοναχός έφτασε δίπλα του και η κοπέλα έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και ικετεύοντας για συγχώρεση. Εκείνος έβαλε το χέρι του στο κεφάλι της καθησυχάζοντάς την. Οι άνδρες πλησίασαν σχηματίζοντας κλοιό γύρω από την κοπέλα και τους δύο υπερασπιστές της.

-Παπά, είπε ο ένας, θα σε σκοτώσω αν τολμήσεις να πεις ένα λόγο άφεσης στην κλέφτρα.

-Εγώ στη θέση σου δεν θα τον απειλούσα, είπε ένας άνδρας πλησιάζοντας. Γιατί εκείνος είναι αφιερωμένος στο Θεό και δεν θα αμυνθεί αλλά αν τον ακουμπήσεις θα σου κόψω τα χέρια και θα το ευχαριστηθώ.

Ο Λάιαμ δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να δει ποιος άλλος είχε παρέμβει, ήταν ο πιο στενός φίλος του, ο σερ Γουίλλιαμ.

-Τι στα κομμάτια συμβαίνει εδώ;

Ο αδερφός Λάιαμ σήκωσε το κεφάλι του από την κοπέλα με ένα χαμόγελο. Αυτός που είχε ζητήσει να μάθει τι συμβαίνει ήταν ο σερ Μάικ. Συνοδευόμενος από τους ιππότες που ήταν ακόλουθοί και τώρα βασάλοι του, όπως και ο Λάιαμ μέχρι πριν λίγο καιρό, είχε καταφτάσει έφιππος.

-Αυτοί οι τσαρλατάνοι…

-Πως είπες; βρόντηξε ο σερ Μάικ. Πρόσεξε πως μιλάς για ανθρώπους που πήραν το σταυρό και ο ένας φέρει τώρα το άγιο σχήμα.

-Παρεμποδίζουν τη δικαιοσύνη!

-Είναι αλήθεια αυτό, σερ Μαξιμίλιαν;

-Όχι άρχοντά μου, το να βιάσουν και να δείρουν το κορίτσι δεν είναι δικαιοσύνη και ας έκλεψε φαγητό.

-Πεινούσα, είπε η κοπέλα.

-Αδερφέ Λάιαμ, φρόντισε το κορίτσι. Εσείς διαλυθείτε.

-Ποιος είσαι εσύ που τολμάς να δίνεις διαταγές; μούγκρισε ένας από τους άνδρες.

-Είμαι ο σερ Μάικ Πλανταγενέτ, λόρδος του Γκρέηστοουκ, Πρόμαχος του Παναγίου Τάφου.

-Είσαι μακριά από την Αγγλία.

-Η δικαιοσύνη είναι δικαιοσύνη όπου και να είναι κανείς.

-Ο βασιλιάς θα μάθει για αυτό.

Ο σερ Μάικ γέλασε με την τελευταία αυτή απειλή.

-Τολμάς να παρουσιαστείς μπροστά στο βασιλιά σου; Γιατί εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα, είμαι ξάδερφος ενός βασιλιά και στενός φίλος ενός άλλου.

 

Ο Λάιαμ άνοιξε τα μάτια του. Τι περίεργο να έρθει στο μυαλό του το συμβάν αυτό που είχε συμβεί μόλις πριν χωριστούν με τους υπόλοιπους. Το κορίτσι, η Ελισαμπέτα, θα ήταν ασφαλής σε ένα αρχοντικό στην Φλωρεντία που είχε γνωστούς ο επίσκοπος Υόρκης Άνσελμος που είχε συνοδεύσει τους πολεμιστές στην εκστρατεία τους και στο γυρισμό ως την Ιταλία όπου είχε χωριστεί από εκείνους θέλοντας να επισκεφθεί την Ρώμη. Ένιωθε παγωμένος, καθόλου παράξενο αφού είχε περάσει μια μέρα και μια νύχτα έξω, ευτυχώς δεν είχε χιονίσει αλλιώς τώρα θα ήταν νεκρός. Αλλά και αυτό δεν θα αργούσε. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται γύρω του οι κάτοικοι του χωριού και η υποκρίτρια κατήγορός του μαζί με κάποιον αρκετά ηλικιωμένο, τον τοπικό κριτή σίγουρα.

Δεν θα δοκίμαζε να αντικρούσει την κατηγορία, ήξερε ότι ήταν αδύνατο, θα πίστευαν εκείνη ό,τι και αν έλεγε.

Ακόμα και αν έβλεπαν…

Έκλεισε τα μάτια του και πάλι. Μια χούφτα χιόνι τον έκανε να τα ανοίξει, μια κοπέλα στεκόταν μπροστά του.

-Προσεύχεσαι σε Εκείνον να σε σώσει; Δεν θα το κάνει, δεν μπορεί να σε σώσει. Ασπάσου τη δύναμη της και θα σε σώσει.

-Όχι, είπε ο Λάιαμ. Δεν θα το κάνω, αν είναι να πεθάνω θα πεθάνω αλλά έρχονται εκείνοι που θα εκδικηθούν για εμένα.

-Θα πεθάνεις τότε. Άκου… ήδη διαβάζουν τις κατηγορίες.

Έλεγε την αλήθεια, ο κριτής απήγγειλε την κατηγορία.

-Επιτέθηκε στην δόνα Μαρία με ανήθικο σκοπό παραβιάζοντας όχι μόνο τον νόμο αλλά και το ιερό σχήμα που φέρει.

Ένας άνδρας πλησίασε κρατώντας ένα δαυλό.

Ο Λάιαμ έκλεισε τα μάτια του και παρακάλεσε μόνο να είναι ανώδυνο όσο ήταν δυνατό. Άκουσε συνομιλίες και πνιχτές αντιρρήσεις.

-Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη. Ευλογημένη συ εν γυναιξί… ξεκίνησε την προσευχή των μελλοθάνατων.

Ο κριτής τελείωσε την ανάγνωση του κατηγορητηρίου και απήγγειλε τη θανατική καταδίκη που θα γινόταν στην πυρά γιατί δεν είχαν δήμιο. Σίγουρα ήταν ιδέα της δόνα Καλομπρέτι για να τον βασανίσει.

-Αγία Μαρία, Μητέρα του Θεού, προσευχήσου υπέρ ημών, πάντοτε και τώρα την ώρα του θανάτου ημών, ψιθύρισε ο Λάιαμ.

Ένα σφύριγμα ακούστηκε και μετά ο δαυλός έπεσε στο έδαφος και έσβησε τσιτσιρίζοντας.

-Τι κάνετε στον άνθρωπο που να σας πάρει;

Ο Λάιαμ ανάσανε με ανακούφιση, οι δικοί του είχαν φτάσει επιτέλους! Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τον Μαξιμίλιαν πιο κοντά από όλους. Είχε χτυπήσει με την πλατιά πλευρά της τεράστιας σπάθας του το χέρι εκείνου που πήγαινε να βάλει φωτιά στην πυρά και ο δαυλός του είχε πέσει. Αυτός που είχε μιλήσει ήταν ο σερ Μάικ που βρισκόταν λίγο πιο πέρα με τους ιππότες του να ακολουθούν.

-Αυτός ο άνδρας αποπειράθηκε να ασελγήσει στην αρχόντισσα, μούγκρισε ένας άλλος άνδρας,

-Αυτός ο άνδρας είναι μοναχός αφιερωμένος στο Θεό, είπε η κοφτά ο σερ Μάικ, ελευθερώστε τον!

-Δεν μπορείς να εμποδίσεις την δικαιοσύνη!

-Αν ήθελα να την εμποδίσω θα το είχα ήδη κάνει με τους άνδρες μου, είπε ο σερ Μάικ και έδειξε το μικρό στρατό που τον ακολουθούσε, πίσω από την ομάδα των ιπποτών, που ήταν μαζί του, και ήταν ακόμα έξω από το χωριό. Αλλά είμαι σίγουρος ότι έχετε κάνει ένα λάθος.

Ο Μαξιμίλιαν ξεπέζεψε και τον ακολούθησε ο Γουίλλιαμ. Πλησίασαν την πυρά και ελευθέρωσαν τον Λάιαμ, που μουδιασμένος από την ακινησία στηρίχτηκε στον Μαξιμίλιαν για να περπατήσει.

-Ποιος κατηγορεί τον αδερφό Λάιαμ, λοιπόν; ρώτησε ο σερ Μάικ.

-Η δόνα Μαρία Καλομπρέρι, είπε ο γηραιός άνδρας που ήταν ο κριτής του χωριού.

Κοίταξε γύρω και είπε:

-Που πήγε; Εδώ ήταν.

-Η κατηγορία απορρίπτεται αφού δεν είναι εδώ να την υποστηρίξει, είπε ο σερ Μάικ και διέταξε: Μαξιμίλιαν ανέβασε τον Λάιαμ στο άλογό του και να συνεχίσουμε το δρόμο μας.

Η κοπέλα που είχε πλησιάσει τον Λάιαμ πιο πριν πλησίασε και είπε:

-Τρέξτε να φύγετε! Έρχεται.

-Ποιος; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.

-Εκείνη και ο στρατός του.

-Ποιανού στρατός; Ποια είσαι εσύ;

-Δεν είναι δική σας αυτή η μάχη Σταυροφόροι! Φύγετε στον τόπο σας.

Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε παραξενευμένος αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα καθώς ένας αλλόφρων άνδρας κατέφτασε στο χωριό φωνάζοντας.

-Έρχεται! Έρχεται ο Σαντοβάρ.

Τα λόγια αυτά ακολούθησε πανικός. Φωνές ακούστηκαν από το πλήθος και πολλοί άρχισαν να τρέχουν προς τα σπίτια τους ενώ κάποιες γυναίκες έβαλαν τα κλάματα.

-Ποιος είναι αυτός ο Σαντοβάρ και γιατί κάνουν έτσι; ρώτησε ο σερ Μάικ.

-Είναι ένας διαβόητος πολέμαρχος άρχοντά μου, είπε ο γηραιός κριτής. Είμαστε φτωχοί, δεν είχε έρθει ποτέ ως τώρα σε’ μας.

-Τι άλλαξε τώρα;

Η κοπέλα που είχε μιλήσει πριν στον Λάιαμ και τον Γουίλλιαμ άρπαξε τον Γουίλλιαμ από το χέρι.

-Έρχεται για αυτό, για το βιβλίο. Εκείνη το θέλει. Φύγετε αν θέλετε το καλό σας!

-Πως το ξέρεις; ρώτησε ο Λάιαμ που είχε αρχίσει να συνέρχεται.

-Το ξέρω… Θέλει και εμένα… Όταν είναι κοντά μου δεν είμαι ο εαυτός μου. Τη φοβάμαι… Με πήγανε στον πύργο της…

Ο Λάιαμ στράφηκε στον σερ Μάικ.

-Σερ, πρέπει να φύγω. Πρέπει να πάω το βιβλίο σε ιερό έδαφος, κάπου που να μην μπορεί να το βρει.

-Ποιος να το βρει; ρώτησε ο σερ Μάικ. Τι γίνεται εδώ; Ο πολέμαρχος θέλει το βιβλίο;

Ο Λάιαμ εξήγησε εν τάχει στον σερ Μάικ τι είχε συμβεί εδώ και πως είχε βρεθεί κατηγορούμενος και μελλοθάνατος.

-Αυτή η δόνα Μαρία λοιπόν θέλει το βιβλίο και είναι πιθανότατα μαζί με τον πολέμαρχο. Δεν θα επιτεθεί σε εμάς όμως όσους άνδρες και να έχει. Είμαστε ισχυροί και εμπειροπόλεμοι.

-Έχει πολλούς, είπε ο βοσκός. Μαύρισε ο λόφος όπως περνάγανε για το γεφύρι.

-Το οποίο μόλις περάσαμε, είπε ο σερ Χιου Γκασκόιν, ένας από τους διοικητές του σερ Μάικ. Δεν είναι πάνω από μια ώρα πίσω μας.

-Χιου, είπε ο σερ Μάικ, έλεγξε το χωριό αν μπορούμε να το υπερασπιστούμε. Ανσέλμο, γύρνα πίσω και έχε το νου σου για την προσέγγισή τους.

Οι δυο διοικητές έφυγαν αμέσως να εκτελέσουν τη διαταγή τους.

-Που βρίσκεται το πιο κοντινό μοναστήρι; είπε ο Λάιαμ στον γέρο κριτή.

-Στο Λαγεράκ, είπε ο γέρος. Όμως σας εκλιπαρώ να μας προστατεύσετε. Μη μας αφήσετε έρμαιο στα χέρια του Σαντοβάρ.

Ο σερ Μάικ κοίταξε πέρα από το χωριό σκεφτικός. Οι άνδρες που είχε μαζί του ήταν εμπειροπόλεμοι, είχαν νικήσει σε μάχες με πολύ πιο ισχυρό εχθρό. Μπορούσαν να το κάνουν και εδώ. Ήταν περισσότερο οι εξώκοσμες δυνάμεις που τον απασχολούσαν. Πως θα τις αντιμετώπιζαν;

Κοίταξε τον Λάιαμ που στεκόταν μαζί με τον Γουίλλιαμ κοντά στο πανικόβλητο κορίτσι. Χαμογέλασε, να η λύση για το θέμα αυτό. Παρότι πιστός και θεοσεβούμενος άνθρωπος ποτέ δεν είχε καταλάβει την απόφαση του Λάιαμ να ασπαστεί το άγιο σχήμα. Είχε όμως εμπιστοσύνη στην πίστη του νεαρού ακόλουθού του και στην δύναμη της ιεροσύνης του.

Πήρε την απόφασή του.

Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δεύτερο

 

Σηκώθηκε πριν χαράξει και διάβασε το μεσονυχτικό, ύστερα άφησε το πανδοχείο και πήγε στην εκκλησία, αντίθετα με τους τεράστιους καθεδρικούς που είχε δει στα ταξίδια του η εκκλησία του χωριού ήταν ένας πολύ μικρός ναός, χωρίς καμία πολυτέλεια και επιτήδευση.

Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τα λόγια ενός αγιασμένου μοναχού στους Αγίους Τόπους.

«Η χάρις του Θεού δεν χρειάζεται παλάτια αδερφέ Λάιαμ, αρκεί η είσοδός μας να γίνεται με πίστη και κάθε χώρος καθαγιάζεται.»

Έκανε το σταυρό του και πήγε σε μια άκρη του δεξιού κλίτους να προσευχηθεί. Διάβασε τον όρθρο και μετά τις ώρες εκτός από την ενάτη που η θέση της ήταν το απόγευμα μαζί με τον εσπερινό.

Βγήκε από την εκκλησία και διαπίστωσε ότι είχε ξημερώσει για τα καλά. Κοίταξε προς το δρόμο από τον οποίο είχε έρθει, δεν είδε κανένα ίχνος των συντρόφων του και ξεκίνησε να επιστρέψει στο πανδοχείο. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει στο χωριό αυτό και επέστρεψε στο δωμάτιό του σκοπεύοντας να μείνει εκεί μελετώντας.

Τη μελέτη του διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Άφησε τη θέση του δίπλα στο παράθυρο και πήγε και άνοιξε. Μια γυναίκα στεκόταν έξω από το δωμάτιό του. Δεν ήταν ψηλή σαν αυτόν αλλά όχι και κοντή με μακριά ξανθοκόκκινα μαλλιά πιασμένα σε μια περίτεχνη κόμμωση. Φορούσε ακριβά ρούχα και το φόρεμά της αποκάλυπτε το πλούσιο μπούστο της με έναν τρόπο που καμία κοπέλα του λαού δεν θα τολμούσε. Είχε πράσινα μάτια και λευκό δέρμα σαν το γάλα, άλλη μια ένδειξη υψηλής καταγωγής αφού μπορούσε να αποφεύγει τον ήλιο.

-Παρακαλώ; είπε ευγενικά.

-Θέλω να εξομολογηθώ πάτερ, είπε.

-Αφού έχετε ιερέα στο χωριό σας, απάντησε  ο Λάιαμ.

-Άκουσα ότι είστε αγιασμένος άνθρωπος και έρχεστε από τους Αγίους Τόπους.

-Το δεύτερο είναι αλήθεια, είπε ο νεαρός μοναχός, από εκεί έρχομαι αλλά απέχω πολύ από το να γίνω άγιος.

-Εγώ όμως θέλω να εξομολογηθώ, είπε η γυναίκα και μπήκε στο δωμάτιο.

-Σας ακούω, είπε ο Λάιαμ.

Η γυναίκα πήγε κοντά του. Τον κοίταξε στα μάτια.

-Με πολεμάει ο πόλεμος της σάρκας, θέλω ακόρεστα την ηδονή της, δεν μπορώ να την χορτάσω, δεν είναι δυνατόν και να την σταματήσω.

-Θα πρέπει να την πολεμήσετε για να σταματήσει, να προσεύχεστε όταν πυρώνεστε, να κρατάτε τη σκέψη σας μακριά, να απέχετε από πιθανές αιτίες και αφορμές, είπε ο Λάιαμ.

-Μα δε θέλω να την αποφύγω, είπε η γυναίκα, θέλω να την απολαύσω στο έπακρο! Θέλω να ζήσω κάθε μορφή και έκστασή της.

Αγκάλιασε τον νεαρό άνδρα και τον φίλησε στα χείλη, η γλώσσα της γλίστρησε ανάμεσα στα χείλη του αναζητώντας τη δική του. Το χέρι της κατέβηκε χαμηλά στη μέση του και μετά πιο κάτω, βρήκε και αγκάλιασε τον ανδρισμό του. Άρχισε να τον χαϊδεύει.

Τραβήχτηκε λίγο και ψιθύρισε αποπλανητικά.

-Θέλω δύναμη, ξέρω τι έχεις και θέλω να μου το παραδώσεις και να με βοηθήσεις να το εκμεταλλευτώ. Παράτα αυτό το αδύναμο σχήμα και έλα μαζί μου, θα αποκτήσεις δύναμη που δεν έχεις ποτέ ονειρευθεί και θα απολαύσεις ηδονές που ούτε καν έχεις φανταστεί ότι υπάρχουν.

Ο Λάιαμ την έσπρωξε πίσω βαριανασαίνοντας. Η προσφορά δεν τον είχε βάλει σε πειρασμό αλλά το σωματικό άγγιγμα ήταν άλλη ιστορία, ένιωσε έναν οξύ πόνο στα λαγόνια καθώς σταματούσε ο ευχάριστος ερεθισμός τόσο απότομα.

-Ύπαγε οπίσω μου σατανά.

-Θα μου το δώσεις ακόμα και αν χρειαστεί να σε κάψω ζωντανό.

-Δεν πρόκειται, είπε ο Λάιαμ, και οφείλω να σε προειδοποιήσω για την συνέπεια του θανάτου μου.

-Θα πέσει φωτιά να με κάψει; ειρωνεύθηκε η γυναίκα.

-Όχι, αλλά θα με αναζητήσουν κάποιοι πολεμιστές και αυτοί δεν φοβούνται τίποτα, πολεμήσανε τον Μπαϊμπάρς με δυνάμεις που υστερούσαν αριθμητικά και θα κάνουν και εδώ το ίδιο για να με εκδικηθούν αν με δολοφονήσεις.

-Θα γίνει δικό μου το βιβλίο ό,τι και αν λες! φρύαξε η γυναίκα. Για τελευταία φορά, θα μου το παραδώσεις;

-Όχι!

Η γυναίκα άρπαξε το γιακά του φορέματός της και τον τράβηξε σκίζοντάς το και αποκαλύπτοντας τα στήθη της.

-Βοήθεια! φώναξε.

Τρεις μεγαλόσωμοι άνδρες μπήκαν στο δωμάτιο.

-Αρχόντισσά μου; είπε ο ένας.

-Αυτός ο άνθρωπος μου επιτέθηκε για να με βιάσει.

Οι άνδρες πλησίασαν τον Λάιαμ.

-Τώρα θα δεις τι παθαίνουν εκείνοι που επιτίθονται στους καλύτερούς τους.

Τον χτύπησαν, ήταν προσεκτικά δοσμένα χτυπήματα, να πονέσει αλλά όχι να του κάνουν ζημιά ή να επιφέρουν το θάνατο, έπρεπε να υποφέρει. Μετά τον αλυσόδεσαν σε έναν στύλο στην πλατεία του χωριού για διαπόμπευση θα τον εκτελούσαν το επόμενο πρωί.

Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Πρώτο

 

Άκου, άκου το χρησμό

σκοτεινό και ανίερο

αν η ψυχή της κολασθεί

αν το σώμα σαν σφάγιο θυσιαστεί

τη δύναμη θα εναγκαλιστείς

παντοδύναμη πέρα από κάθε όριο θα ονομαστείς.

Οι σχεδόν συνεχείς βροντές στο μολυβοσκέπαστο ουρανό έκαναν το έδαφος να δονείται και πόρτες και παράθυρα να τρίζουν. Η γυναίκα όμως μπροστά στο βωμό δεν έδινε καμία σημασία σε αυτές, η προσοχή της ήταν στραμμένη στην τελετή που εκτελούσε. Γυμνή και κάθιδρη συνέχιζε να επικαλείται τις σκοτεινές δυνάμεις που έκαναν το θέλημά της. Ύψωσε τα χέρια ανοιχτά στον αέρα και ολοκλήρωσε την δαιμονική επίκληση σαν να πρόσφερε το είναι της στις δυνάμεις του κακού, κάτι που είχε βέβαια προ πολλού κάνει στην πραγματικότητα.

-Τι ζητάς από τις πύλες της Αβύσσου;

-Θέλω να γίνω πανίσχυρη, άτρωτη, ανίκητη, να υποτάσσονται όλοι στο θέλημά μου!

-Θα γίνει όπως το ζητάς, αλλά χρειάζονται αυτά που λέει ο χρησμός.

Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό της, ένα βιβλίο. Ήταν ένα παλιό χειρόγραφο με δερμάτινο κάλυμμα φανερά ταλαιπωρημένο από το χρόνο. Αν ποτέ υπήρχε πάνω του τίτλος τώρα πια είχε σβηστεί από τον χρόνο.

-Τι είναι; Που θα το…..

-Το έχει ένας μοναχός, ο αδερφός Λάιαμ, θα φτάσει στο χωριό αύριο.

-Εδώ; Αύριο; Υπέροχα!

Θα είχε τη δύναμη σύντομα. Ένιωσε την έξαψη να την διαπερνά και την ευφορία που την γέμισε την αφιέρωσε στο δαιμονικό της συνομιλητή.

 

Το μικρό χωριό του Σάλινκεν είχε φανεί αρκετά πριν αλλά είχε χρειαστεί αρκετή ώρα για να φτάσει ο μοναχικός ταξιδιώτης σε αυτό. Καθώς πλησίαζε με το άλογό του έριξε μια ματιά, δεν υπήρχαν τείχη ή οχυρώσεις. Καπνός υψωνόταν από τα σπίτια, τζάκια και εστίες μαγειρέματος ήταν σε πλήρη δράση μιας και η μέρα έφτανε στο τέλος της και το δείπνο πλησίαζε ενώ το κρύο ήταν δριμύτατο. Ο ταξιδιώτης συνέχισε, είχε πολύ μεγάλο ταξίδι μπροστά του αλλά το σημερινό του τελείωνε. Έσφιξε την κάπα του γύρω από τους ώμους του.

Έφτασε στο χωριό ενώ έπεφτε το σκοτάδι, πέρασε από τα πρώτα σπίτια και προχώρησε στα λιθόστρωτα σοκάκια. Ήταν τα τυπικά πέτρινα σπίτια και είχαν κυρτές ξύλινες σκεπές που έφταναν ως χαμηλά στους τοίχους των σπιτιών για να κρατάνε το χιόνι του χειμώνα που στα μέρη αυτά κρατούσε μήνες. Πέρασε ανάμεσα από αυτά σε μικρά δρομάκια ενώ ψηλά πάνω από το κεφάλι του ο ουρανός μαύριζε ταχύτατα. Άλλη μια καταιγίδα ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Είχε δει πολλές στην Ευρώπη επιστρέφοντας από την Σταυροφορία. Χαμογέλασε, δεν ήταν ακριβώς Σταυροφορία, είχαν πολεμήσει στους Αγίους Τόπους αλλά όχι με έκκληση του Πάπα.

Ενάμιση χρόνο πριν ο σερ Μάικ Πλανταγενέτ, λόρδος του Γκρέηστοουκ, είχε ηγηθεί μιας εκστρατείας στους Αγίους Τόπους για να πολεμήσουν τους Άραβες βοηθώντας τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Είχε συνάξει υπό τις διαταγές μια υπολογίσιμη δύναμη με πάνω από δύο χιλιάδες μαχητές. Αντιμετώπισαν εκεί τον εμίρη Μπαϊμπάρς, έναν από τους πιο επίφοβους πολεμάρχους του Σαλαντίν και τον συνέτριψαν καταλαμβάνοντας και το φρούριό του. Αφού έμειναν οκτώ μήνες στους Αγίους Τόπους ξεκίνησαν να επιστρέψουν, 724 πολεμιστές, νικητές και χαρούμενοι που είχαν βοηθήσει στην ελευθερία των αγιασμένων εδαφών της γης που είχε περιπατήσει ο Κύριος.

Στην Βενετία όπου καταπλεύσαν χωρίστηκαν οι εκατό πολεμιστές του Αμπρούς Αντράς και των πολεμάρχων Ίμρε Βαλτάσαρ και Παρ Βύρτα συνέχισαν για την Ουγγαρία, την πατρίδα τους, ενώ οι υπόλοιποι για τη Λομβαρδία με σκοπό να περάσουν στη Γαλλία και να ταξιδέψουν ως την Μάγχη και τον τελικό τους προορισμό.

Και τώρα στη Λομβαρδία, στη νοτιοδυτική πλευρά των Άλπεων, εκείνος είχε χωριστεί για λίγο από τους συντρόφους του για να επισκεφθεί ένα μοναστήρι Δομινικανών. Αυτό το μοναστικό τάγμα ήταν ιδιαίτερα αφιερωμένο στην καταπολέμηση της αίρεσης και των εχθρών της πίστεως ενώ ήταν φιλικό στους σταυροφόρους και τους Ναΐτες. Δεν είχε παρεκκλίνει της πορείας τους μόνο για να προσκυνήσει στο αρχαίο μοναστήρι. Ήθελε να δείξει στους πατέρες εκεί ένα εύρημά του στην Παλαιστίνη.

Ήταν ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο που είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του φρουρίου του Μπαϊμπάρς. Ο ίδιος δεν μπορούσε να το διαβάσει, ούτε και κανένας από τους συμπολεμιστές του, ακόμα και ο Πήτερ, ο γραφέας του σερ Μάικ. Στην Ιερουσαλήμ όμως το είχαν δείξει σε σοφούς γέροντες μοναχούς που είχαν καταλάβει ότι ήταν κάτι εμποτισμένο με το κακό και τον είχαν συμβουλεύσει να το μεταφέρει στο μοναστήρι των Δομινικανών που θα ήξεραν τι να κάνουν με αυτό μιας και το μοναστικό τάγμα τους πάντα πολεμούσε την αίρεση και τις σατανικές λατρείες.

Και είχε πράγματι μάθει τι περιείχε το βιβλίο και ήταν φοβερό. Οι μοναχοί του είχαν πει να το μεταφέρει ως την Αγγλία και να το κρύψει κάπου όπου κανένας δεν θα μπορούσε να το βρει. Ήταν επικίνδυνο να μείνει στο μοναστήρι τους σε αυτά τα μέρη υπήρχαν πολλές φορές ληστρικές επιδρομές και σίγουρα ο πονηρός θα έβρισκε τρόπο να το ξαναπάρει στα χέρια του. Καλύτερα να το πήγαινε στην Αγγλία και να μην αποκάλυπτε ποτέ σε κανέναν που το είχε κρύψει. Είχε συμφωνήσει.

Στο Σάλινκεν θα συναντούσε τους υπόλοιπους για να ταξιδέψουν μαζί και πάλι, είχε προφανώς φτάσει πρώτος. Δεν θα μπορούσαν να είχαν καταφτάσει και να μη φαίνεται, ακόμα και αν ήταν λίγοι για στρατός, κάτι πάνω από εξακόσιοι άνδρες δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητοι.

Προχώρησε προς την πλατεία του χωριού υπολογίζοντας ότι εκεί θα βρισκόταν το πανδοχείο του. Αν όχι, ή αν δεν υπήρχε καθόλου πανδοχείο, θα ζητούσε κατάλυμα στην εκκλησία. Σαν μοναχός θα είχε δικαίωμα να το κάνει. Δεν θα χρειαζόταν όπως είδε, υπήρχε ένα πανδοχείο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί.

Περνώντας έξω από την εκκλησία, την οποία θα επισκεπτόταν το πρωί για τον όρθρο και τις ώρες, έκανε το σταυρό του. Ένιωσε ένα ρίγος σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε και αυτός ο κάποιος να ενοχλήθηκε από την ευσέβειά του. Έκανε ξανά το σταυρό του και ξεκίνησε να λέει την Κυριακή προσευχή:

«Pater noster qui es in coelis…»

Σταμάτησε στο πανδοχείο και ξεπέζεψε, ένα αγόρι ήρθε να πάρει το άλογο και εκείνος πέρασε την πόρτα. Βρέθηκε σε μια σάλα με έναν πάγκο στην μια μεριά και ένα τζάκι με δύο τρία τραπέζια στην άλλη. Πλησίασε τον πάγκο και ζήτησε ένα δωμάτιο. Ο πανδοχέας του έδωσε ένα κλειδί και ο μοναχός ζήτησε να προσέχουν το άλογό του. Ανέβηκε στο δωμάτιό του.

Δείπνησε με λίγο ψωμί και τυρί και αφού διάβασε το απόδειπνο ξάπλωσε να κοιμηθεί. Αναρωτήθηκε πριν γλιστρήσει στην γλυκιά ανυπαρξία του ύπνου πότε θα έφταναν οι υπόλοιποι.