Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 4 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τέταρτο

 

Ο σερ Χιου επέστρεψε τρέχοντας. Στάθηκε για μια στιγμή να πάρει μια ανάσα και μετά ανέφερε στον σερ Μάικ:

-Δεν είναι δύσκολο να οχυρωθεί το χωριό, δεν έχει πρόσβαση παρά μόνο από εδώ, από το δρόμο που ήρθαμε δηλαδή και από τα νότια που πάνε στα χωράφια και τα λιβάδια τους αλλά δεν μπορεί να φτάσει εκεί στρατός απαρατήρητος από εμάς.

-Ωραία, είπε ο σερ Μάικ, Φιλίπ!

Ο Φιλίπ Ντ’ Αρτουά, ο επικεφαλής των βοηθητικών του στρατού του σερ Μάικ έτρεξε κοντά στον άρχοντά του.

-Άρχοντά μου;

-Θα κλείσετε το άνοιγμα όσο πιο καλά μπορείτε και θα μετακινηθείτε μετά στο πίσω μέρος του χωριού, αν δείτε κάποια κίνηση θα μας ειδοποιήσετε.

-Μάλιστα.

Ο σερ Μάικ ένευσε στους υπόλοιπους διοικητές για να τους εξηγήσει τι ήθελε να κάνουν εκείνοι. Ο Γουίλλιαμ και ο Μαξιμίλιαν πλησίασαν.

-Μαξιμίλιαν θα ιππεύσεις με τους υπόλοιπους ιππότες και θα περιμένετε σήμα για έφοδο, είπε ο σερ Μάικ. Γουίλλιαμ, μείνε με τον Λάιαμ για να τον βοηθήσεις αν χρειαστεί.

Η κοπέλα που είχε μιλήσει πριν στον Λάιαμ. Πλησίασε και είπε:

-Φύγετε σταυροφόροι! Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός σας. Τι σας είναι αυτοί οι χωριάτες που προσπάθησαν να κάψουν ζωντανό τον σύντροφό σας; Πηγαίνετε στα σπίτια σας.

Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε και μετά κοίταξε τους συντρόφους του. Καθώς το κρύο ήταν αρκετό όλοι είχαν φορέσει μανδύες κατάλληλους για το κλίμα, δεν φορούσαν αυτούς που φορούσαν στους Αγίους Τόπους που πολλοί έφεραν τον σταυρό. Τώρα μόνο κάποιοι είχαν το σταυρό στο θώρακά τους. Το είχε παρατηρήσει αυτό;

-Πως το ξέρεις; είπε, το είπες και πριν. Πως ξέρεις ότι είμαστε σταυροφόροι;

-Γιατί δεν είναι απλά ένα κορίτσι του χωριού, είπε ο Λάιαμ που είχε ανοίξει το σακίδιό του.

-Τι εννοείς;

Ο Γουίλλιαμ κοίταξε την κοπέλα.

-Ποια είσαι; τη ρώτησε.

-Με λένε Μαρία Σαλκίμο, είπε η κοπέλα, είμαι από αυτό το χωριό.

Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό της και είπε με έναν σιροπιαστό τρόπο.

-Για’ σενα Ιππότη μπορεί να με λένε και Κάθρην, έλα πάρε με και ο σπόρος σου θα καρπίσει όπως θα ήθελες με εκείνη.

Ο Λάιαμ γύρισε και κοίταξε την κοπέλα. Ήξερε πολλά για μια απλή χωριατοπούλα. Ακόμα και αν είχε μαντέψει το σταυροφορικό τους παρελθόν από το σταυρό δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει για την κοπέλα που ο Γουίλλιαμ είχε αγαπήσει στην Ιερουσαλήμ και τώρα ήταν νεκρή. Ούτε το πόσο της έμοιαζε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Καθόλου καλά αν αυτό που σκεφτόταν ήταν αλήθεια. Κινδύνευαν όλοι και πολύ περισσότερο από ό,τι από τον στρατό που πλησίαζε. Βρήκε το επιτραχήλιό του, το ξεδίπλωσε και το φόρεσε.

Έπιασε το κομποσκοίνι που ήταν περασμένο στη μέση του και τράβηξε. Το κράτησε στο χέρι του τυλιγμένο και άρχισε να προσεύχεται. Δυσφορία φάνηκε στο πρόσωπο του κοριτσιού.

-Μη λες αυτά τα λόγια! είπε το κορίτσι.

-Βγες από το σκοτάδι και έλα στο φως! πρόσταξε με μια φωνή επιβλητική και αυστηρή ο Λάιαμ.

Το πρόσωπο της κοπέλας συσπάστηκε σε μια απαίσια γκριμάτσα και όταν μίλησε η φωνή της δεν ήταν αυτή μιας νεαρής γυναίκας αλλά ενός αρχαίου κακού.

-Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα παπά! Είναι αργά για όλους σας! Έρχονται και θα πάρουν το βιβλίο και τότε θα βασιλέψουμε για πάντα.

Ο Λάιαμ ήξερε σε τι αναφερόταν. Μια ανίερη τελετή με την οποία δαιμονικές δυνάμεις θα τίθεντο στην εξουσία όποιου θα την εκτελούσε. Αυτό είχε σκοπό να κάνει η δόνα Μαρία, θα χρησιμοποιούσε το βιβλίο και το άτυχο αυτό κορίτσι, που με κάποιον τρόπο είχε παραδώσει στους δαίμονες, για να αποκτήσει τις δυνάμεις αυτές και μαζί με τον πολέμαρχο θα δημιουργούσε ένα βασίλειο τρόμου στην περιοχή. Για μια τέτοια περίπτωση είχε αναλάβει να κρύψει το βιβλίο, για να μην πέσει σε χέρια ανθρώπων που θα δοκίμαζαν να εκμεταλλευθούν την ανίερη δύναμή του. Είχαν φοβηθεί μη συμβεί με βασιλείς και αυτοκράτορες και τώρα θα έπρεπε να το αντιμετωπίσουν εδώ από μια άπληστη γυναίκα και έναν πολέμαρχο Έτρεξε στον σερ Μάικ να αναφέρει τι ήξερε. Εκείνος τον άκουσε με προσοχή.

-Τώρα ξέρουμε τι θέλουν και το βιβλίο. Ας βάλουμε λοιπόν ένα τέλος στη βασιλεία τους πριν αρχίσει.

Ο νεαρός μοναχός έτρεξε πίσω στον Γουίλλιαμ και την Μαρία ενώ οι άνδρες του Σαντοβάρ πλησίαζαν πια το χωριό.

-Γουίλλιαμ, είπε ήσυχα ο Λάιαμ, θέλω να την κρατάς. Αλλά μην την κοιτάζεις, δεν είναι η Κάθρην όσο και να μοιάζει. Όσο και να υποφέρει είναι για το καλό της, για να τη σώσουμε.

Ο Γουίλλιαμ κατένευσε και έπιασε την κοπέλα ακινητοποιώντας τα χέρια της στα πλευρά της. Ο Λάιαμ έκανε το σταυρό του, κάτι που έφερε μια νέα κραυγή, και ξεκίνησε τον εξορκισμό.

-Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…

Η κοπέλα σπάραξε αλλά ο Γουίλλιαμ την κρατούσε γερά.

 

Ο σερ Μάικ επιθεώρησε τη θέση τους. Στο λίγο χρόνο που είχαν οι άνδρες του Φιλίπ Ντ’ Αρτουά, είχαν σκάψει ένα χαντάκι και είχαν τοποθετήσει έναν φράκτη από πασσάλους όπως έκαναν οι τοξότες για να εμποδίζουν τις άμεσες επιθέσεις εναντίον τους, δεν προλάβαιναν για κάτι περισσότερο. Μετά εκείνος παράταξε τις δυνάμεις του.

Παρατάχθηκαν με τους λογχοφόρους και τους πεζικάριους να αποτελούν την πρώτη γραμμή ενώ πίσω τους έτοιμοι να τους ενισχύσουν ήταν οι άνδρες της πολιτοφυλακής και οι λίγοι άνδρες του σερ Τζάσπερ. Στο πλάι της πρόχειρης οχύρωσης μερικοί βοηθητικοί ήταν έτοιμοι να ανοίξουν το δρόμο για να επιτεθούν οι ιππείς ρίχνοντας ένα πρόχειρα στερεωμένο κομμάτι του φράχτη στον τοίχο μιας αγροικίας.

Ο εχθρός πλησίασε συντεταγμένος και μπορούσαν να δουν τον πολέμαρχο να δίνει διαταγές καβάλα σε ένα μαύρο άλογο. Ανεβασμένη σε ένα δεύτερο ήταν η δόνα Μαρία. Εκείνη ούρλιαξε μια κατάρα σε μια άγνωστη γλώσσα και ένας τοίχος που αποτελούσε το όριο ενός αγροτόσπιτου έπεσε με πάταγο αφήνοντας το πλευρό της παράταξής τους ακάλυπτο. Αμέσως οι εχθροί έτρεξαν να εκμεταλλευθούν το ρήγμα ενώ έκαναν και κατά μέτωπο επίθεση. Ο σερ Μάικ ένευσε στους υπόλοιπους ιππότες να τον ακολουθήσουν στο ρήγμα ενώ κατευθύνονταν σε αυτό και οι πολιτοφύλακες.

 

Η κατάρα της δόνα Μαρία δεν εξέπληξε τον Λάιαμ. Οι δαιμονικοί τις αφέντες της είχαν δώσει ήδη δυνάμεις. Το μόνο που άλλαζε αυτό ήταν ό,τι έπρεπε πάσει θυσία να την εμποδίσουν να πάρει το βιβλίο. Συγκεντρώθηκε σε αυτό που έπρεπε να κάνει.

-Στο Όνομα το υπέρ παν όνομα Εκείνου που φρίσσει πάσα κτίσις και κάμπτει παν γόνυ επουρανίων, επιγείων και καταχθονίων σε εξορκίζω, φύγε, άπελθε, αναχώρησε στον τόπο τον ετοιμασμένο τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού.

Ο Γουίλλιαμ κοιτούσε το φίλο του και θαύμαζε την ψυχραιμία του να κάνει κάτι τόσο δύσκολο και επικίνδυνο ενώ λίγο πιο πέρα διεξαγόταν μια σκληρή μάχη.

-Στο όνομα του Κυρίου του ουρανού και της γης σε προστάζω άπελθε και άφησέ τη δούλη Του Μαρία…

 

Οι δυο πλευρές συγκρούσθηκαν με πάταγο. Οι άντρες του Σαντοβάρ ήταν εκπαιδευμένοι καλά και είχαν καλά όπλα αλλά αντιμετώπιζαν πολεμιστές με μεγάλη εμπειρία και με τον καλύτερο οπλισμό που υπήρχε. Έτσι παρότι υπερτερούσαν παραπάνω από τρεις προς έναν δεν μπορούσαν να τους καταβάλλουν. Οι άνδρες του σερ Μάικ πολεμούσαν με δύναμη και γενναιότητα με την πείρα που είχαν αποκτήσει και αναλογιζόμενοι ότι προστάτευαν τόσους αθώους.

Ο εχθρός δεν είχε πολλούς ιππείς, μια δράκα ανδρών γύρω από τον πολέμαρχο, οι υπόλοιποι ήταν πεζοί και πολεμούσαν με τα συνήθη όπλα των Ιταλών κοντοτιέρων, με βαριά δόρατα και σπαθιά. Ο σερ Μάικ είχε στη διάθεσή του τοξότες και περισσότερους ιππείς κάτι που βοηθούσε να διορθώνει την αναλογία δυνάμεων.

 

-Πνεύμα το αρχαίκακον, το εμφωλεύον εν αυτή έξελθε και άπελθε απ’ αυτής. Άπελθε μη είς κώμην και πόλιν αλλ’ εις γην έρημον και άβατον.

Ο Γουίλλιαμ ένιωσε μια θέρμη να τον γεμίζει και την επιθυμία να μετακινήσει τα χέρια του στα στήθη της κοπέλας που κρατούσε, να της κάνει έρωτα εδώ και τώρα αδιαφορώντας για τα πάντα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Δεν ήταν η Κάθρην. Την είχε χάσει για πάντα. Αυτή η κοπέλα ήταν απλά κάποια αθώα που έπρεπε να σωθεί. Εκείνη έσπρωξε προς τα πίσω τρίβοντας το κορμί της πάνω του.

-Έλα Ιππότη, είμαι παρθένα, πάρε με τώρα για την ηδονή σου.

-Όχι, είπε ο Γουίλλιαμ.

Την κράτησε σφιχτά αν και ένιωθε το σώμα του να πυρώνεται από την επιθυμία για ερωτική επαφή. Έσφιξε τα δόντια. Η Κάθρην είχε πεθάνει εξαιτίας ενός κακούργου και προδότη. Αλλά αυτή η κοπέλα θα σωζόταν.

-Μην φοβάσαι, θα τα καταφέρει ο Λάιαμ και θα σωθείς, ψιθύρισε στην κοπέλα.

-Είναι δική μου! βρυχήθηκε ο δαίμονας.

Ο Λάιαμ συνέχισε να διαβάζει τις ευχές.

-Επιτιμά σε διάβολε ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο καταλύσας εν τω σταυρώ τω κράτος σου. Επιτιμά σε δαίμονα ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο πύλας θανάτου και κλείθρα σπαράξας εν τη εγέρσει αυτού. Επιτιμά σε δαίμονα ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο καταπέμψας επί τοις μαθηταίς αυτού την του Αγίου Πνεύματος δύναμιν και έδωσε εξουσία αυτοίς του πατείν επί όφεων και σκορπίων και πάσης της δυνάμεώς σου.

Η Μαρία βόγκηξέ.

-Πονάω, είπε με μια ικετευτική φωνή, σας παρακαλώ. Αφήστε με.

Ο Γουίλλιαμ κοίταξε τον Λάιαμ που συνέχιζε να διαβάζει.

-Μπορείς να νικήσεις, πολέμησέ το Μαρία και θα σε βοηθήσουμε και εμείς, είπε ο νεαρός Ιππότης.

-Άσε με και θα γίνω δική σου, είπε αποπλανητικά η κοπέλα στον Γουίλλιαμ.

-Θα σε άφηνα αν είχαμε μια σχέση, αν σε αγαπούσα και με αγαπούσες. Θα τη βρεις αυτή τη σχέση μια μέρα και θα είσαι ευτυχισμένη.

Δεν ήξερε αν τα λόγια του έκαναν κάποια διαφορά αλλά συνέχισε να ψιθυρίζει ενθαρρυντικά στην κοπέλα.

 

Είχαν μάθει να επιτίθονται σε ανυπεράσπιστα χωριά και σε ανθρώπους με ελάχιστη πολεμική πείρα. Τώρα είχαν βρει το μάστορά τους. Άρχισαν να αποτραβιούνται από τη μάχη και να υποχωρούν και όταν οι αμυνόμενοι τους κατεδίωξαν η υποχώρηση έγινε άτακτη φυγή ειδικά από τη στιγμή που ο αρχηγός τους έπεσε από το άλογό του νεκρός από το σπαθί του σερ Μάικ.

Η δόνα Μαρία έστρεψε το άλογό της να φύγει βλέποντας την καταστροφή του στρατού και των σχεδίων της. Δεν πήγε μακριά. Ένα βέλος τη βρήκε στην πλάτη και έπεσε στο έδαφος. Ενώ το φως έσβηνε από τα μάτια της, άνοιγαν τα μάτια της ψυχής της σε μια άλλη πραγματικότητα. Σε μια πραγματικότητα αιωνίας βασάνου που η ίδια είχε χτίσει για την ψυχή της. Ούρλιαξε και μετά εξέπνευσε.

 

-Ο Κύριος επετιμά σε σατανά! Άφησε την!

Με έναν αναστεναγμό η κοπέλα κατέρρευσε στα χέρια του Γουίλλιαμ. Εκείνος κοίταξε τον Λάιαμ που χαμογέλασε κουρασμένα. Κοίταξαν και οι δύο το πεδίο της μάχης όπου οι δικοί τους κατεδίωκαν τους εχθρούς. Είχαν νικήσει, τα είχαν καταφέρει.

Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και κάρφωσε το βλέμμα της στον Γουίλλιαμ.

-Σε ευχαριστώ, είπε άτονα.

-Όχι εμένα, εκείνον, απάντησε ο Γουίλλιαμ γνέφοντας προς τον Λάιαμ.

-Και εσένα, πρέπει. Σε άκουγα… Σε άκουγα που μου μιλούσες… Μου έδινες θάρρος.

-Χαίρομαι που βοήθησα, είπε ο Γουίλλιαμ και τη βοήθησε να σηκωθεί.

Η κοπέλα τον κοίταξε στα μάτια.

-Λυπάμαι για την απώλειά σου, αυτή που ανέφερε ο δαίμονας. Η γυναίκα σου;

-Όχι, κάποια που αγάπησα πολύ.

Ο Λάιαμ πλησίασε.

-Τι θυμάσαι από τον τελευταίο καιρό;

-Τίποτα από τη στιγμή που με πιάσανε και με πήγανε στον πύργο της δόνα Μαρίας, έναν μεγάλο φόβο και μετά τίποτα ως τη στιγμή που σε είδα στην πυρά.

-Τελείωσε τώρα, μη φοβάσαι.

 

Ο σερ Μάικ και οι δικοί του κατεδίωξαν τους αντιπάλους τους ως που νύχτωσε. Είχαν σκοτώσει στη μάχη 630, αιχμαλώτισαν ακόμα 493 μετά. Τους οδήγησαν στο Μιλάνο για να αντιμετωπίσουν την δικαιοσύνη. Οι δικές τους απώλειες ήταν 43 άνδρες. Ακόμα ένας σκοτώθηκε όταν καθοδόν για το Μιλάνο οι εναπομείναντες παράνομοι δοκίμασαν να ελευθερώσουν τους δικούς τους με αποτέλεσμα να σκοτωθούν άλλοι 403 και ελάχιστοι να διαφύγουν για να πεθάνουν από την πείνα στο βουνό.

Η Μαρία είχε αποφασίσει να πάει μαζί τους. Ένιωθε πιο άνετα με τον Λάιαμ και τον Γουίλλιαμ παρά με τους χωριανούς της που την κοιτούσαν περίεργα.

Περάσανε στην Γαλλία και ταξιδέψανε στην Νορμανδία όπου περάσανε τις γιορτές στα κτήματα του σερ Μάικ. Μετά συνεχίσανε στη Φλάνδρα. Εκεί ο σερ Μάικ πλήρωσε τον Φιλίπ Ντ’ Αρτουά και τους δικούς του και τους έστειλε στα σπίτια τους. Οι υπόλοιποι 490 άνδρες περάσανε στην Αγγλία και επιστρέψανε επιτέλους σπίτι. Ο σερ Μάικ τους αντάμειψε όλους και γρήγορα επέστρεψαν στην συνηθισμένη ζωή τους έχοντας να λένε ιστορίες στα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Κάποιοι, μεταξύ τους ο σερ Μάικ και ο Γουίλλιαμ, θα ξαναπήγαιναν στους Αγίους Τόπους ακολουθώντας τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στην τρίτη σταυροφορία.

Ο Γουίλλιαμ παντρεύτηκε την Μαρία στις 7 Φεβρουαρίου 1184, επέτειο της αφίξεώς του στους Αγίους Τόπους.

Τέλος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου