Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Πρώτο

 

Άκου, άκου το χρησμό

σκοτεινό και ανίερο

αν η ψυχή της κολασθεί

αν το σώμα σαν σφάγιο θυσιαστεί

τη δύναμη θα εναγκαλιστείς

παντοδύναμη πέρα από κάθε όριο θα ονομαστείς.

Οι σχεδόν συνεχείς βροντές στο μολυβοσκέπαστο ουρανό έκαναν το έδαφος να δονείται και πόρτες και παράθυρα να τρίζουν. Η γυναίκα όμως μπροστά στο βωμό δεν έδινε καμία σημασία σε αυτές, η προσοχή της ήταν στραμμένη στην τελετή που εκτελούσε. Γυμνή και κάθιδρη συνέχιζε να επικαλείται τις σκοτεινές δυνάμεις που έκαναν το θέλημά της. Ύψωσε τα χέρια ανοιχτά στον αέρα και ολοκλήρωσε την δαιμονική επίκληση σαν να πρόσφερε το είναι της στις δυνάμεις του κακού, κάτι που είχε βέβαια προ πολλού κάνει στην πραγματικότητα.

-Τι ζητάς από τις πύλες της Αβύσσου;

-Θέλω να γίνω πανίσχυρη, άτρωτη, ανίκητη, να υποτάσσονται όλοι στο θέλημά μου!

-Θα γίνει όπως το ζητάς, αλλά χρειάζονται αυτά που λέει ο χρησμός.

Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό της, ένα βιβλίο. Ήταν ένα παλιό χειρόγραφο με δερμάτινο κάλυμμα φανερά ταλαιπωρημένο από το χρόνο. Αν ποτέ υπήρχε πάνω του τίτλος τώρα πια είχε σβηστεί από τον χρόνο.

-Τι είναι; Που θα το…..

-Το έχει ένας μοναχός, ο αδερφός Λάιαμ, θα φτάσει στο χωριό αύριο.

-Εδώ; Αύριο; Υπέροχα!

Θα είχε τη δύναμη σύντομα. Ένιωσε την έξαψη να την διαπερνά και την ευφορία που την γέμισε την αφιέρωσε στο δαιμονικό της συνομιλητή.

 

Το μικρό χωριό του Σάλινκεν είχε φανεί αρκετά πριν αλλά είχε χρειαστεί αρκετή ώρα για να φτάσει ο μοναχικός ταξιδιώτης σε αυτό. Καθώς πλησίαζε με το άλογό του έριξε μια ματιά, δεν υπήρχαν τείχη ή οχυρώσεις. Καπνός υψωνόταν από τα σπίτια, τζάκια και εστίες μαγειρέματος ήταν σε πλήρη δράση μιας και η μέρα έφτανε στο τέλος της και το δείπνο πλησίαζε ενώ το κρύο ήταν δριμύτατο. Ο ταξιδιώτης συνέχισε, είχε πολύ μεγάλο ταξίδι μπροστά του αλλά το σημερινό του τελείωνε. Έσφιξε την κάπα του γύρω από τους ώμους του.

Έφτασε στο χωριό ενώ έπεφτε το σκοτάδι, πέρασε από τα πρώτα σπίτια και προχώρησε στα λιθόστρωτα σοκάκια. Ήταν τα τυπικά πέτρινα σπίτια και είχαν κυρτές ξύλινες σκεπές που έφταναν ως χαμηλά στους τοίχους των σπιτιών για να κρατάνε το χιόνι του χειμώνα που στα μέρη αυτά κρατούσε μήνες. Πέρασε ανάμεσα από αυτά σε μικρά δρομάκια ενώ ψηλά πάνω από το κεφάλι του ο ουρανός μαύριζε ταχύτατα. Άλλη μια καταιγίδα ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Είχε δει πολλές στην Ευρώπη επιστρέφοντας από την Σταυροφορία. Χαμογέλασε, δεν ήταν ακριβώς Σταυροφορία, είχαν πολεμήσει στους Αγίους Τόπους αλλά όχι με έκκληση του Πάπα.

Ενάμιση χρόνο πριν ο σερ Μάικ Πλανταγενέτ, λόρδος του Γκρέηστοουκ, είχε ηγηθεί μιας εκστρατείας στους Αγίους Τόπους για να πολεμήσουν τους Άραβες βοηθώντας τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Είχε συνάξει υπό τις διαταγές μια υπολογίσιμη δύναμη με πάνω από δύο χιλιάδες μαχητές. Αντιμετώπισαν εκεί τον εμίρη Μπαϊμπάρς, έναν από τους πιο επίφοβους πολεμάρχους του Σαλαντίν και τον συνέτριψαν καταλαμβάνοντας και το φρούριό του. Αφού έμειναν οκτώ μήνες στους Αγίους Τόπους ξεκίνησαν να επιστρέψουν, 724 πολεμιστές, νικητές και χαρούμενοι που είχαν βοηθήσει στην ελευθερία των αγιασμένων εδαφών της γης που είχε περιπατήσει ο Κύριος.

Στην Βενετία όπου καταπλεύσαν χωρίστηκαν οι εκατό πολεμιστές του Αμπρούς Αντράς και των πολεμάρχων Ίμρε Βαλτάσαρ και Παρ Βύρτα συνέχισαν για την Ουγγαρία, την πατρίδα τους, ενώ οι υπόλοιποι για τη Λομβαρδία με σκοπό να περάσουν στη Γαλλία και να ταξιδέψουν ως την Μάγχη και τον τελικό τους προορισμό.

Και τώρα στη Λομβαρδία, στη νοτιοδυτική πλευρά των Άλπεων, εκείνος είχε χωριστεί για λίγο από τους συντρόφους του για να επισκεφθεί ένα μοναστήρι Δομινικανών. Αυτό το μοναστικό τάγμα ήταν ιδιαίτερα αφιερωμένο στην καταπολέμηση της αίρεσης και των εχθρών της πίστεως ενώ ήταν φιλικό στους σταυροφόρους και τους Ναΐτες. Δεν είχε παρεκκλίνει της πορείας τους μόνο για να προσκυνήσει στο αρχαίο μοναστήρι. Ήθελε να δείξει στους πατέρες εκεί ένα εύρημά του στην Παλαιστίνη.

Ήταν ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο που είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του φρουρίου του Μπαϊμπάρς. Ο ίδιος δεν μπορούσε να το διαβάσει, ούτε και κανένας από τους συμπολεμιστές του, ακόμα και ο Πήτερ, ο γραφέας του σερ Μάικ. Στην Ιερουσαλήμ όμως το είχαν δείξει σε σοφούς γέροντες μοναχούς που είχαν καταλάβει ότι ήταν κάτι εμποτισμένο με το κακό και τον είχαν συμβουλεύσει να το μεταφέρει στο μοναστήρι των Δομινικανών που θα ήξεραν τι να κάνουν με αυτό μιας και το μοναστικό τάγμα τους πάντα πολεμούσε την αίρεση και τις σατανικές λατρείες.

Και είχε πράγματι μάθει τι περιείχε το βιβλίο και ήταν φοβερό. Οι μοναχοί του είχαν πει να το μεταφέρει ως την Αγγλία και να το κρύψει κάπου όπου κανένας δεν θα μπορούσε να το βρει. Ήταν επικίνδυνο να μείνει στο μοναστήρι τους σε αυτά τα μέρη υπήρχαν πολλές φορές ληστρικές επιδρομές και σίγουρα ο πονηρός θα έβρισκε τρόπο να το ξαναπάρει στα χέρια του. Καλύτερα να το πήγαινε στην Αγγλία και να μην αποκάλυπτε ποτέ σε κανέναν που το είχε κρύψει. Είχε συμφωνήσει.

Στο Σάλινκεν θα συναντούσε τους υπόλοιπους για να ταξιδέψουν μαζί και πάλι, είχε προφανώς φτάσει πρώτος. Δεν θα μπορούσαν να είχαν καταφτάσει και να μη φαίνεται, ακόμα και αν ήταν λίγοι για στρατός, κάτι πάνω από εξακόσιοι άνδρες δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητοι.

Προχώρησε προς την πλατεία του χωριού υπολογίζοντας ότι εκεί θα βρισκόταν το πανδοχείο του. Αν όχι, ή αν δεν υπήρχε καθόλου πανδοχείο, θα ζητούσε κατάλυμα στην εκκλησία. Σαν μοναχός θα είχε δικαίωμα να το κάνει. Δεν θα χρειαζόταν όπως είδε, υπήρχε ένα πανδοχείο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί.

Περνώντας έξω από την εκκλησία, την οποία θα επισκεπτόταν το πρωί για τον όρθρο και τις ώρες, έκανε το σταυρό του. Ένιωσε ένα ρίγος σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε και αυτός ο κάποιος να ενοχλήθηκε από την ευσέβειά του. Έκανε ξανά το σταυρό του και ξεκίνησε να λέει την Κυριακή προσευχή:

«Pater noster qui es in coelis…»

Σταμάτησε στο πανδοχείο και ξεπέζεψε, ένα αγόρι ήρθε να πάρει το άλογο και εκείνος πέρασε την πόρτα. Βρέθηκε σε μια σάλα με έναν πάγκο στην μια μεριά και ένα τζάκι με δύο τρία τραπέζια στην άλλη. Πλησίασε τον πάγκο και ζήτησε ένα δωμάτιο. Ο πανδοχέας του έδωσε ένα κλειδί και ο μοναχός ζήτησε να προσέχουν το άλογό του. Ανέβηκε στο δωμάτιό του.

Δείπνησε με λίγο ψωμί και τυρί και αφού διάβασε το απόδειπνο ξάπλωσε να κοιμηθεί. Αναρωτήθηκε πριν γλιστρήσει στην γλυκιά ανυπαρξία του ύπνου πότε θα έφταναν οι υπόλοιποι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου