1.
Το πλοίο έπλεε με
ταχύτητα παρά τα κύματα που υψώνονταν σαν βουνά γύρω του. Ο αξιωματικός στη
γέφυρα και το πλήρωμα που είχε υπηρεσία, ήταν σε πλήρη εγρήγορση
παρακολουθώντας τον καιρό και την πορεία του πλοίου. Δεν είχαν το φόβο κάποιας
σύγκρουσης, ήταν χιλιόμετρα μακριά από κάθε στεριά και δεν υπήρχαν άλλα πλοία
στην περιοχή. Στο κάτω κατάστρωμα οι υπόλοιποι του πληρώματος κοιμούνταν μιας
και η νύχτα ήταν προχωρημένη.
Οι δύο μορφές που
παρακολουθούσαν το πλοίο δεν ήταν ορατές από το πλήρωμά του. Δεν θα ήταν ακόμα
και αν ήταν μέρα και είχε αίθριο καιρό. Αυτό συνέβαινε γιατί οι δύο μορφές δεν
ήταν κάτι που μπορούσαν να αντιληφθούν οι ναυτικοί. Είχαν σώμα αλλά δεν ήταν από
την ύλη που εκείνοι ήξεραν, γεγονός που εξηγούσε και το ότι στέκονταν στην
επιφάνεια της κυματισμένης θάλασσας χωρίς να βυθίζονται ή να επηρεάζονται από
τα κύματα.
-Ένα ρήγμα στο κύτος και
πάει αύτανδρο, είπε η μια μορφή. Είκοσι ένας νεκροί.
-Δεν είναι η ώρα τους,
είπε η άλλη μορφή.
-Γιατί όχι, ξέρεις τι
έκανε ο τιμονιέρης στην ακτή, δεν ξέρεις; Πήγε στις πόρνες.
-Ξέρω ακόμα ότι έχει μια
γριούλα μάνα και δύο παιδιά που αυτόν έχουν μόνο να τα βοηθήσει.
-Γιατί να μην πεθάνει
μέσα στην αμαρτία του; είπε η μια μορφή που ήταν πιο σκοτεινή από την αντάρα
γύρω της, ακόμα και από το βαθύτερο σκοτάδι.
Η άλλη μορφή ήταν
φωτεινή, λαμπρότερη και από την πιο ηλιόλουστη μέρα. Κάποτε ήταν και οι δύο
όμοιοι, μετά ο σκοτεινός είχε εκπέσει από το φως, σε μια εποχή πριν από την
κτίση, πριν καν από τον ίδιο τον χρόνο.
-Γιατί είναι γραμμένο ότι
ου θελήσει θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζήσεται αυτόν.
Ο σκοτεινός έκανε μια
κίνηση σαν να αψηφούσε τον φωτεινό και μετά εξαφανίστηκε. Ο φωτεινός ευλόγησε
το πλοίο και τους ναυτικούς και τους ευχήθηκε να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό
τους. Μετά έφυγε και εκείνος.
Ήταν ένα μικρό δωμάτιο
νοσοκομείου με ένα μόνο κρεβάτι στο κέντρο του κυκλωμένο από ειδικά μηχανήματα
που παρακολουθούσαν τις ζωτικές ενδείξεις του ασθενούς και εκτελούσαν εργασίες
που τον κρατούσαν στη ζωή, όπως η αναπνοή και η χορήγηση φαρμάκων.
Απόψε ο ασθενής ήταν ένα
μικρό κοριτσάκι, χλομό και μικρόσωμο, που έδειχνε ακόμα πιο μικρόσωμο όπως ήταν
ξαπλωμένο στο κρεβάτι με τα μακριά μαλλιά του απλωμένα στο μαξιλάρι. Τα μάτια
του ήταν κλειστά και το στήθος του δεν ανέβαινε σχεδόν καθόλου από την αναπνοή.
Σε μια καρέκλα δίπλα στο
κρεβάτι καθόταν μια γυναίκα, η μητέρα του κοριτσιού και το κοιτούσε σαν να
προσπαθούσε να του δώσει δύναμη για να νικήσει την αρρώστια. Αλλά ήταν φανερό
ότι έχανε τις ελπίδες της. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα και συχνά πυκνά έφερνε
στα χείλη της το χέρι του κοριτσιού που το κρατούσε στα δικά της.
Οι δύο μορφές στάθηκαν
στα πόδια του κρεβατιού. Ο σκοτεινός στράφηκε στον φωτεινό σύντροφό του.
-Γιατί με ακολούθησες
εδώ, Ουριήλ;
-Για να δω τι έχεις κατά
νου, Μπέλτεζορ, είπε ο φωτεινός και κοίταξε το άρρωστο κοριτσάκι.
Ο σκοτεινός πήγε κοντά
στη μητέρα που έκλαιγε.
-Τι περιμένεις; είπε. Ο
Θεός σου το παίρνει το κοριτσάκι σου. Είναι σκληρός και ανηλεής. Θα στο πάρει
και θα πονάς για πάντα. Άσε το θυμό να σε γεμίσει, φώναξέ του. Βλαστήμα τον!
Η γυναίκα σταμάτησε να
κλαίει σαν να τον είχε ακούσει. Και τον είχε, όχι στα αυτιά της αλλά στις
σκέψεις της που έρχονταν απρόσκλητες να την ταράξουν. Ύστερα κούνησε το κεφάλι
της. Νέα δάκρυα κύλισαν.
-Μωρό μου, ψέλλισε,
κοριτσάκι μου. Θεέ μου, σε παρακαλώ…
Ο Ουριήλ άγγιξε το
κοριτσάκι.
-Σήκω, μικρό κοριτσάκι,
δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου.
Το κορίτσι άνοιξε τα
μάτια του και κοίταξε τη μητέρα του. Εκείνη για μια στιγμή δεν πίστευε στα
μάτια της. Μετά ξέσπασε σε δάκρυα χαράς.
-Γιατί; βρυχήθηκε ο
Μπέλτεζορ.
-Γιατί δεν σε άκουσε, και
κράτησε την πίστη της. Η πίστη προηγείται του θαύματος. Και δεν ήταν ακόμη ώρα
του κοριτσιού να φύγει.
-Αλλά η αγάπη λίγο έλειψε
να την κάνει να αμαρτήσει. Είναι η αδυναμία τους.
-Αντιθέτως, είναι η
μεγαλύτερή τους δύναμη. Η αγάπη θα καλύψει πλήθος αμαρτιών.
-Λες δηλαδή ότι η αγάπη
δεν μπορεί να καταστρέψει κάποιον;
-Όχι, μόνο να τον λυτρώσει!
-Αυτό θα το δούμε, είπε ο
Μπέλτεζορ και εξαφανίστηκε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου